ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.6.1–4.6.7
Ένας Ασσύριος προσφέρεται να βοηθήσει τον Κύρο
Ο Κύρος έδωσε οδηγίες για τη διανομή των λαφύρων που πήραν οι Πέρσες από τους Ασσυρίους (βλ. ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.2.38–4.2.47) και φρόντισε να αξιοποιηθούν τα άλογα που είχαν αφήσει κατά τη φυγή τους οι εχθροί, για να δημιουργηθεί ιππικό. Ενώ οι Πέρσες ασχολούνταν με αυτά τα ζητήματα, έφτασε στο στρατόπεδό τους ο Ασσύριος Γωβρύας.
[4.6.1] Οἱ μὲν δὴ ἀμφὶ ταῦτα εἶχον. Γωβρύας δ’ ἐν τούτῳ
παρῆν Ἀσσύριος πρεσβύτης ἀνὴρ ἐφ’ ἵππου σὺν ἱππικῇ
θεραπείᾳ· εἶχον δὲ πάντες τὰ ἐφίππων ὅπλα. καὶ οἱ μὲν
ἐπὶ τῷ τὰ ὅπλα παραλαμβάνειν τεταγμένοι ἐκέλευον παρα-
διδόναι τὰ ξυστά, ὅπως κατακαίοιεν ὥσπερ τἆλλα. ὁ δὲ
Γωβρύας εἶπεν ὅτι Κῦρον πρῶτον βούλοιτο ἰδεῖν· καὶ οἱ
ὑπηρέται τοὺς μὲν ἄλλους ἱππέας αὐτοῦ κατέλιπον, τὸν δὲ
Γωβρύαν ἄγουσι πρὸς τὸν Κῦρον. [4.6.2] ὁ δ’ ὡς εἶδε τὸν Κῦρον,
ἔλεξεν ὧδε· Ὦ δέσποτα, ἐγώ εἰμι τὸ μὲν γένος Ἀσσύριος·
ἔχω δὲ καὶ τεῖχος ἰσχυρὸν καὶ χώρας ἐπάρχω πολλῆς· καὶ
ἵππον ἔχω εἰς χιλίαν, ἣν τῷ τῶν Ἀσσυρίων βασιλεῖ παρει-
χόμην καὶ φίλος ἦν ἐκείνῳ ὡς μάλιστα· ἐπεὶ δὲ ἐκεῖνος
τέθνηκεν ὑφ’ ὑμῶν ἀνὴρ ἀγαθὸς ὤν, ὁ δὲ παῖς ἐκείνου τὴν
ἀρχὴν ἔχει ἔχθιστος ὢν ἐμοί, ἥκω πρὸς σὲ καὶ ἱκέτης προσ-
πίπτω καὶ δίδωμί σοι ἐμαυτὸν δοῦλον καὶ σύμμαχον, σὲ δὲ
τιμωρὸν αἰτοῦμαι ἐμοὶ γενέσθαι· καὶ παῖδα οὕτως ὡς δυνα-
τόν σε ποιοῦμαι· [4.6.3] ἄπαις δ’ εἰμὶ ἀρρένων παίδων. ὃς γὰρ
ἦν μοι μόνος καὶ καλὸς κἀγαθός, ὦ δέσποτα, καὶ ἐμὲ φιλῶν
καὶ τιμῶν ὥσπερ ἂν εὐδαίμονα πατέρα παῖς τιμῶν τιθείη,
τοῦτον ὁ νῦν βασιλεὺς οὗτος καλέσαντος τοῦ τότε βασιλέως,
πατρὸς δὲ τοῦ νῦν, ὡς δώσοντος τὴν θυγατέρα τῷ ἐμῷ παιδί,
ἐγὼ μὲν ἀπεπεμψάμην μέγα φρονῶν ὅτι δῆθεν τῆς βασιλέως
θυγατρὸς ὀψοίμην τὸν ἐμὸν υἱὸν γαμέτην· ὁ δὲ νῦν βασιλεὺς
εἰς θήραν αὐτὸν παρακαλέσας καὶ ἀνεὶς αὐτῷ θηρᾶν ἀνὰ κράτος,
ὡς πολὺ κρείττων αὐτοῦ ἱππεὺς ἡγούμενος εἶναι, ὁ μὲν ὡς
φίλῳ συνεθήρα, φανείσης δ’ ἄρκτου διώκοντες ἀμφότεροι, ὁ
μὲν νῦν ἄρχων οὗτος ἀκοντίσας ἥμαρτεν, ὡς μήποτε ὤφελεν,
ὁ δ’ ἐμὸς παῖς βαλών, οὐδὲν δέον, καταβάλλει τὴν ἄρκτον.
[4.6.4] καὶ τότε μὲν δὴ ἀνιαθεὶς ἄρ’ οὗτος κατέσχεν ὑπὸ σκότου τὸν
φθόνον· ὡς δὲ πάλιν λέοντος παρατυχόντος ὁ μὲν αὖ ἥμαρ-
τεν, οὐδὲν οἶμαι θαυμαστὸν παθών, ὁ δ’ αὖ ἐμὸς παῖς αὖθις
τυχὼν κατειργάσατό τε τὸν λέοντα καὶ εἶπεν· Ἆρα βέ-
βληκα δὶς ἐφεξῆς καὶ καταβέβληκα θῆρα ἑκατεράκις, ἐν
τούτῳ δὴ οὐκέτι κατίσχει ὁ ἀνόσιος τὸν φθόνον, ἀλλ’ αἰχμὴν
παρά τινος τῶν ἑπομένων ἁρπάσας, παίσας εἰς τὰ στέρνα
τὸν μόνον μοι καὶ φίλον παῖδα ἀφείλετο τὴν ψυχήν. [4.6.5] κἀγὼ
μὲν ὁ τάλας νεκρὸν ἀντὶ νυμφίου ἐκομισάμην καὶ ἔθαψα
τηλικοῦτος ὢν ἄρτι γενειάσκοντα τὸν ἄριστον παῖδα τὸν
ἀγαπητόν· ὁ δὲ κατακανὼν ὥσπερ ἐχθρὸν ἀπολέσας οὔτε
μεταμελόμενος πώποτε φανερὸς ἐγένετο οὔτε ἀντὶ τοῦ κακοῦ
ἔργου τιμῆς τινος ἠξίωσε τὸν κατὰ γῆς. ὅ γε μὴν πατὴρ
αὐτοῦ καὶ συνῴκτισέ με καὶ δῆλος ἦν συναχθόμενός μοι τῇ
συμφορᾷ. [4.6.6] ἐγὼ οὖν, εἰ μὲν ἔζη ἐκεῖνος, οὐκ ἄν ποτε ἦλθον
πρὸς σὲ ἐπὶ τῷ ἐκείνου κακῷ· πολλὰ γὰρ φιλικὰ ἔπαθον ὑπ’
ἐκείνου καὶ ὑπηρέτησα ἐκείνῳ· ἐπεὶ δ’ εἰς τὸν τοῦ ἐμοῦ
παιδὸς φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει, οὐκ ἄν ποτε τούτῳ ἐγὼ
δυναίμην εὔνους γενέσθαι, οὐδὲ οὗτος ἐμὲ εὖ οἶδ’ ὅτι φίλον
ἄν ποτε ἡγήσαιτο. οἶδε γὰρ ὡς ἐγὼ πρὸς αὐτὸν ἔχω καὶ
ὡς πρόσθεν φαιδρῶς βιοτεύων νυνὶ διάκειμαι, ἔρημος ὢν
καὶ διὰ πένθους τὸ γῆρας διάγων. [4.6.7] εἰ οὖν σύ με δέχῃ καὶ
ἐλπίδα τινὰ λάβοιμι τῷ φίλῳ παιδὶ τιμωρίας ἄν τινος μετὰ
σοῦ τυχεῖν, καὶ ἀνηβῆσαι ἂν πάλιν δοκῶ μοι καὶ οὔτε ζῶν
ἂν ἔτι αἰσχυνοίμην οὔτε ἀποθνῄσκων ἀνιώμενος ἂν τελευτᾶν
δοκῶ.
***
Οι Πέρσες λοιπόν σ' αυτά κατεγίνοντο. Τότε παρουσιάσθηκε έφιππος ο γέρος Ασσύριος Γωβρύας με έφιππους υπηρέτες. Όλοι είχαν όπλα που έχουν οι έφιπποι. Εκείνοι που είχαν διοριστή να παραλαβαίνουν τα όπλα, τους διέταξαν να τους παραδώσουν τα κοντάρια για να τα κάψουν, όπως είχαν κάψει και τα άλλα. Ο Γωβρύας είπε πως πρώτα θέλει να δη τον Κύρο. Οι φρουροί τους άλλους ιππείς αφήκαν εκεί, τον Γωβρύα δε τον ωδήγησαν στον Κύρο. Εκείνος μόλις είδε τον Κύρο, του είπε τα εξής: Εγώ, αφέντη, είμαι Ασσύριος, έχω δυνατό φρούριο και εξουσιάζω μεγάλη χώρα∙ έχω ακόμη χίλιους πάνω κάτω ιππείς, που τους έδινα στο βασιλιά της Ασσυρίας, και ήμουν στενώτατος φίλος του. Επειδή όμως εκείνος, που ήτο αγαθός άντρας, σκοτώθη από σας, και έχει τη βασιλεία ο γυιος του, που με μισεί πάρα πολύ, έχω έλθει σε σένα. Γονυκλινώς τώρα σε ικετεύω, και παραδίνομαι να γίνω δούλος και σύμμαχός σου, και σε παρακαλώ να γίνης εκδικητής μου. Και παιδί μου σε κάνω, αν είναι δυνατόν τούτο, γιατί δεν έχω αρσενικά παιδιά. Το μόνο γυιο που είχα, και που ήτο, αφέντη, ωραίος και γενναίος, και με τιμούσε, και με αγαπούσε, όπως τιμώντας ο γυιος τον πατέρα του μπορεί να τον κάμη ευτυχή, αυτόν ο σημερινός βασιλιάς των Ασσυρίων, όταν ο τότε βασιλιάς, ο πατέρας του σημερινού, εκάλεσε το γυιο μου για να του δώση γυναίκα την κόρη του, και γω τον έστειλα περήφανος γιατί θα έβλεπα το γυιο μου σύζυγο της κόρης του βασιλιά ― αυτόν ο σημερινός βασιλιάς τον έκάλεσε στο κυνήγι, και του επέτρεψε να κυνηγά καταβάλλοντας όλες του τις δυνάμεις, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του πολύ ικανώτερο ιππέα από το γυιο μου. Εκείνος κυνηγούσε μαζί του θεωρώντας τούτον φίλο του∙ όταν δε παρουσιάστηκε μια αρκούδα, την κατεδίωκαν και οι δύο∙ ο σημερινός βασιλιάς των Ασσυρίων έρριξε το κοντάρι του και απέτυχε (μακάρι να μη γινότανε αυτό), ο γυιος μου όμως χτύπησε και σκότωσε την αρκούδα, ενώ δεν ήτο ανάγκη να τη σκοτώση. Και τότε λοιπόν, μολονότι βέβαια στενοχωρήθηκε, αυτός κράτησε και έκρυψε το φθόνο του. Όταν πάλι παρουσιάστηκε ένα λιοντάρι, εκείνος απέτυχε, που δεν είναι, νομίζω, παράξενο, ο γυιος μου όμως πάλι πέτυχε το λιοντάρι, το σκότωσε και είπε: Άραγε έχω δύο κατά σειράν επιτυχίες, και σκότωσα θηρίο και τη μία και την άλλη φορά; Τότε δεν συγκρατεί πια ο ανόσιος το φθόνο του, αλλά αρπάζει λόγχη από κάποιον από τους ακολούθους του, τον χτυπά στο στήθος και σκοτώνει τον αγαπημένο μοναχογυιό. Και εγώ ο δυστυχισμένος τον δέχτηκα νεκρό αντί γαμπρό και έθαψα γέρος πια το άριστο και αγαπητό παιδί μου, που μόλις άρχιζε να βγάζη γένια. Εκείνος που τον σκότωσε, σαν να είχε ξολοθρέψει εχθρό του, ούτε έδειξε ποτέ πως μετάνιωσε, ούτε έκρινε άξιο να τιμήση το νεκρό για το κακό που έκαμε. Ο πατέρας όμως και με λυπήθη και έδειχνε πως εστενοχωρείτο μαζί με μένα για τη συμφορά μου. Εγώ λοιπόν, αν ζούσε εκείνος (ο βασιλιάς της Ασσυρίας), ουδέποτε θα ερχόμουν σε σένα για να τον βλάψω. Γιατί πολλές φορές ως φίλος ευεργετήθηκα απ' αυτόν, και πολλές υπηρεσίες του πρόσφερα. Αφού όμως η βασιλική εξουσία περιήλθε στο φονιά του γυιου μου, δεν μπορώ εγώ να τον αγαπήσω, και ξέρω καλά ότι ούτε αυτός μπορεί ποτέ να με θεωρήση φίλο του. Γιατί γνωρίζει τα προς αυτόν αισθήματά μου, και ότι, ενώ πρωτύτερα ζούσα ευτυχισμένος, τώρα είμαι έρημος και περνώ τα γηρατειά μου κλαίοντας και οδυρόμενος. Αν λοιπόν συ με δεχτής, και λάβω κάποια ελπίδα να εκδικηθώ για το θάνατο του αγαπητού μου παιδιού με τη βοήθειά σου, νομίζω πως θα ξανανειώσω, και εφ' όσον υπάρχω στη ζωή δεν θα ντρέπωμαι πια, ούτε, όταν αποθάνω, θα πάω λυπημένος στην άλλη ζωή.
Οι Πέρσες λοιπόν σ' αυτά κατεγίνοντο. Τότε παρουσιάσθηκε έφιππος ο γέρος Ασσύριος Γωβρύας με έφιππους υπηρέτες. Όλοι είχαν όπλα που έχουν οι έφιπποι. Εκείνοι που είχαν διοριστή να παραλαβαίνουν τα όπλα, τους διέταξαν να τους παραδώσουν τα κοντάρια για να τα κάψουν, όπως είχαν κάψει και τα άλλα. Ο Γωβρύας είπε πως πρώτα θέλει να δη τον Κύρο. Οι φρουροί τους άλλους ιππείς αφήκαν εκεί, τον Γωβρύα δε τον ωδήγησαν στον Κύρο. Εκείνος μόλις είδε τον Κύρο, του είπε τα εξής: Εγώ, αφέντη, είμαι Ασσύριος, έχω δυνατό φρούριο και εξουσιάζω μεγάλη χώρα∙ έχω ακόμη χίλιους πάνω κάτω ιππείς, που τους έδινα στο βασιλιά της Ασσυρίας, και ήμουν στενώτατος φίλος του. Επειδή όμως εκείνος, που ήτο αγαθός άντρας, σκοτώθη από σας, και έχει τη βασιλεία ο γυιος του, που με μισεί πάρα πολύ, έχω έλθει σε σένα. Γονυκλινώς τώρα σε ικετεύω, και παραδίνομαι να γίνω δούλος και σύμμαχός σου, και σε παρακαλώ να γίνης εκδικητής μου. Και παιδί μου σε κάνω, αν είναι δυνατόν τούτο, γιατί δεν έχω αρσενικά παιδιά. Το μόνο γυιο που είχα, και που ήτο, αφέντη, ωραίος και γενναίος, και με τιμούσε, και με αγαπούσε, όπως τιμώντας ο γυιος τον πατέρα του μπορεί να τον κάμη ευτυχή, αυτόν ο σημερινός βασιλιάς των Ασσυρίων, όταν ο τότε βασιλιάς, ο πατέρας του σημερινού, εκάλεσε το γυιο μου για να του δώση γυναίκα την κόρη του, και γω τον έστειλα περήφανος γιατί θα έβλεπα το γυιο μου σύζυγο της κόρης του βασιλιά ― αυτόν ο σημερινός βασιλιάς τον έκάλεσε στο κυνήγι, και του επέτρεψε να κυνηγά καταβάλλοντας όλες του τις δυνάμεις, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του πολύ ικανώτερο ιππέα από το γυιο μου. Εκείνος κυνηγούσε μαζί του θεωρώντας τούτον φίλο του∙ όταν δε παρουσιάστηκε μια αρκούδα, την κατεδίωκαν και οι δύο∙ ο σημερινός βασιλιάς των Ασσυρίων έρριξε το κοντάρι του και απέτυχε (μακάρι να μη γινότανε αυτό), ο γυιος μου όμως χτύπησε και σκότωσε την αρκούδα, ενώ δεν ήτο ανάγκη να τη σκοτώση. Και τότε λοιπόν, μολονότι βέβαια στενοχωρήθηκε, αυτός κράτησε και έκρυψε το φθόνο του. Όταν πάλι παρουσιάστηκε ένα λιοντάρι, εκείνος απέτυχε, που δεν είναι, νομίζω, παράξενο, ο γυιος μου όμως πάλι πέτυχε το λιοντάρι, το σκότωσε και είπε: Άραγε έχω δύο κατά σειράν επιτυχίες, και σκότωσα θηρίο και τη μία και την άλλη φορά; Τότε δεν συγκρατεί πια ο ανόσιος το φθόνο του, αλλά αρπάζει λόγχη από κάποιον από τους ακολούθους του, τον χτυπά στο στήθος και σκοτώνει τον αγαπημένο μοναχογυιό. Και εγώ ο δυστυχισμένος τον δέχτηκα νεκρό αντί γαμπρό και έθαψα γέρος πια το άριστο και αγαπητό παιδί μου, που μόλις άρχιζε να βγάζη γένια. Εκείνος που τον σκότωσε, σαν να είχε ξολοθρέψει εχθρό του, ούτε έδειξε ποτέ πως μετάνιωσε, ούτε έκρινε άξιο να τιμήση το νεκρό για το κακό που έκαμε. Ο πατέρας όμως και με λυπήθη και έδειχνε πως εστενοχωρείτο μαζί με μένα για τη συμφορά μου. Εγώ λοιπόν, αν ζούσε εκείνος (ο βασιλιάς της Ασσυρίας), ουδέποτε θα ερχόμουν σε σένα για να τον βλάψω. Γιατί πολλές φορές ως φίλος ευεργετήθηκα απ' αυτόν, και πολλές υπηρεσίες του πρόσφερα. Αφού όμως η βασιλική εξουσία περιήλθε στο φονιά του γυιου μου, δεν μπορώ εγώ να τον αγαπήσω, και ξέρω καλά ότι ούτε αυτός μπορεί ποτέ να με θεωρήση φίλο του. Γιατί γνωρίζει τα προς αυτόν αισθήματά μου, και ότι, ενώ πρωτύτερα ζούσα ευτυχισμένος, τώρα είμαι έρημος και περνώ τα γηρατειά μου κλαίοντας και οδυρόμενος. Αν λοιπόν συ με δεχτής, και λάβω κάποια ελπίδα να εκδικηθώ για το θάνατο του αγαπητού μου παιδιού με τη βοήθειά σου, νομίζω πως θα ξανανειώσω, και εφ' όσον υπάρχω στη ζωή δεν θα ντρέπωμαι πια, ούτε, όταν αποθάνω, θα πάω λυπημένος στην άλλη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου