Κοίταξε εκείνον τον περαστικό.
Σκέφτηκε κάτι και θέλησε να χαμογελάσει μόνος του αλλά ντράπηκε μην τον περάσουν για τρελό και το καταπίεσε.
Θέλει να φαίνεται φυσιολογικός.
Κοίταξε εκείνη την έφηβη.
Θέλει απλά να είναι ο εαυτός της μα φοβάται πως δεν θα την αποδεχτούν σε αυτά τα κιλά, με αυτά τα ρούχα, με αυτή την προσωπικότητα. Προσπαθεί να μην ξεχωρίσει. Θέλει να είναι φυσιολογική.
Κοίταξε εκείνο το αγόρι.
Δε θέλει να πάει στο σχολείο γιατί νιώθει κουρασμένος. Του ρουφά την ενέργεια κάθε σχόλιο που τον ρίχνει άλλο ένα σκαλί στην σκάλα της αυτοεκτίμησής του. Κακοποιήθηκε. Όχι σωματικά αλλά από λόγια που χαράχθηκαν στην μνήμη του. Δε συγκαταλέγεται στους νταήδες του σχολείου. Δε μιλά όπως όλοι, ούτε ντύνεται. Είναι ευαίσθητος. Τα βράδια κλαίει. Ναι κλαίνε και οι άντρες. Δεν το λέει σε κανέναν. Θα ήθελε να είναι φυσιολογικός.
Κοίταξε εκείνους τους απρόσωπους με τα κουστούμια.
Στοιβάζονται μέσα στο ασανσέρ, ακουμπούν ο ένας τον άλλον μα κανείς δεν λέει καλημέρα. Όλοι κοιτούν προς άλλη κατεύθυνση. Σαν αστεία ρομπότ καθωσπρεπισμού νομίζουν πως αυτό είναι το φυσιολογικό. Άνθρωπος σημαίνει αυθορμητισμός, το ξέχασαν.
Κοίτα εκείνους τους βιαστικούς με τις ηχηρές τους κόρνες.
Βουλιάζουν μέσα σε δρόμους που οδηγούν σε έναν καθημερινό θάνατο. Ψάχνουν, βιάζονται να βρουν τον εαυτό τους και όλο του απομακρύνονται. Να περάσουν πιο γρήγορα τον δρόμο, να πάνε πιο γρήγορα στην δουλειά, να ζήσουν πιο γρήγορα, μα πιο γρήγορα πεθαίνουν. Έχουν τόσες υποχρεώσεις. Όλα με κόπο κατακτιούνται, λένε. Που χρόνος για βόλτα στην παραλία; Αυτό είναι το φυσιολογικό.
Κοίταξε εκείνη την κοπέλα.
Κοιτάει εκείνο τον ζητιάνο, σκέφτεται να του δώσει το παλτό της. Αλλά πού να τρέχει τώρα; Δεν θα ‘ταν φυσιολογικό. Πιο φυσιολογικό θα ‘ταν απλά να προσπεράσει.
Κοίταξε και μένα.
Θέλω να τρέξω, να σε βρω, να σου πω τι ρημάζει την ψυχή μου και τι την ανυψώνει, να σε αιφνιδιάσω με τις πράξεις μου.
Έπειτα να κοιτάξω τους αγνώστους, να χαιρετηθούμε αντί να στρέψουμε το κεφάλι προς την άλλη. Κάποιες μέρες, βλέπεις, νομίζω δεν υπάρχω, είμαι αόρατος. Κανείς δε με βλέπει, μόνο κοιτάζει από την άλλη. Κανείς δε με αγγίζει.
Άραγε πως ξέρω πως στ’ αλήθεια υπάρχω; Θέλω να πω σε εκείνη την κοπέλα στο λεωφορείο πόσο όμορφα μαλλιά έχει, να χαμογελάσω σε όποιον θελήσω χωρίς να σκεφτούν πως είμαι περίεργος.
Όταν τους αγνοώ ενώ είναι καθισμένοι δίπλα μου γιατί δεν είμαι περίεργος;
Από πότε το να είσαι άνθρωπος είναι περίεργο;
Από πότε το να είσαι μηχάνημα είναι φυσιολογικό;
Θέλω να πετάξω όλες τις γνώσεις που μου ‘μαθαν. Θέλω να μάθω, να μάθω και να ξαναμάθω από επιλογή και όχι από υποχρέωση.
Θα ‘θελα να ραντίσω με λίγο αυθορμητισμό και ζεστασιά την ψυχρότητα και αδιαφορία μέχρι να πεθάνει. Δεν είναι το μίσος το αντίθετο της αγάπης, η αδιαφορία είναι. Και από τότε που ο αδιάφορος είναι ο φυσιολογικός, στο λέω, αυτόν τον κόσμο θα τον ρημάζει η μοναξιά.
Σκέψου λοιπόν πόσο γελοίοι και ψεύτικοι φαινόμαστε μέσα στην φορεσιά του φυσιολογικού.
Γι’ αυτό δε θέλω να είμαι φυσιολογικός. Θέλω να είμαι λίγο περίεργος. Ή μάλλον πολύ.
Τσιγκουνιές δε χωράνε στην ζωή.
Ίσως ο μόνος τρόπος για να αλλάξεις τον κόσμο είναι να μην αφήσεις τον κόσμο να σε αλλάξει.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου