Το ακανθώδες ερώτημα «τι μας ενώνει και τι μας διαφοροποιεί ως μέλη του είδους μας;» απασχολούσε ανέκαθεν την ανθρώπινη σκέψη. Ωστόσο μόνο σχετικά πρόσφατα άρχισε να διαφαίνεται η δυνατότητα να βρεθούν, επιτέλους, κάποιες διυποκειμενικές και διαφυλετικές επιστημονικές απαντήσεις· και αυτές οι απαντήσεις ελπίζουμε να αποδειχτούν περισσότερο αυστηρές και λιγότερο ιδεολογικά φορτισμένες από εκείνες που δόθηκαν κατά το παρελθόν.
Σήμερα η έρευνα των προϋποθέσεων της έλλογης σκέψης και της έκφρασης των συναισθημάτων μας συνδέεται τόσο στενά με τη μελέτη της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου, ώστε να μιλάμε για «συναισθηματικό» και «κοινωνικό» εγκέφαλο που, μαζί με τον «γνωσιακό εγκέφαλο», συναπαρτίζουν τη νοητική μηχανή μας. Ποτέ άλλοτε ο ενιαίος ανθρώπινος νους δεν εμφανιζόταν τόσο πολύμορφος, πολύτροπος και πολυφυής. Και η αποδοχή αυτής της πλουραλιστικής νοημοσύνης των ανθρώπων, εκτός από κοινωνικά αναγκαία, ίσως αποδειχτεί και επωφελής… οικολογικά
Όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα υποδεικνύουν σαφώς ότι ο ανθρώπινος νους δεν είναι προϊόν θεϊκής ή κοινωνικής δημιουργίας, αλλά αντίθετα ένα πολύτιμο βιολογικό «όργανο» που επιλέχτηκε και διαμορφώθηκε εξελικτικά επειδή εξασφάλιζε και εξασφαλίζει την επιβίωση του είδους μας. Υπό αυτή την έννοια, όλες οι ανώτερες νοητικές λειτουργίες μας -έλλογη σκέψη, γλώσσα, συναισθήματα κ.ο.κ.- δεν θεωρούνται πλέον αιθέριες ή άυλες οντότητες αλλά τα προϊόντα της λειτουργίας και της αλληλεπίδρασης του εγκεφάλου μας.
Αυτή η φαινομενικά «υλιστική» προσέγγιση των νοητικών φαινομένων προκαλούσε ανέκαθεν έντονες αντιδράσεις και δικαιολογημένα συναντούσε τη σθεναρή αντίσταση όχι μόνο των θρησκόληπτων, αλλά και των πιο ανοιχτόμυαλων στοχαστών και επιστημόνων. Οι τελευταίοι, μάλιστα, αντέτειναν ότι οι διαθέσιμες επιστημονικές εξηγήσεις και κυρίως τα ελλιπή πειραματικά ή παρατηρησιακά δεδομένα δεν μπορούν να τεκμηριώσουν τη νομιμότητα ενός τέτοιου γιγάντιου άλματος από τον ανθρώπινο εγκέφαλο στις ανώτερες νοητικές λειτουργίες.
Αυτά μέχρι πρόσφατα· γιατί τις τελευταίες δεκαετίες η εκρηκτική ανάπτυξη των επιστημών του εγκεφάλου και του νου, δηλαδή των Νευροεπιστημών και των Γνωσιακών Επιστημών, έχουν καταστήσει εντελώς ανεπίκαιρες και καταχρηστικές τέτοιες επιφυλάξεις. Σήμερα κανένα νοητικό φαινόμενο -από τις πιο αφηρημένες σκέψεις μας μέχρι τις πιο στοιχειώδεις συναισθηματικές ανάγκες μας – δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητο ή αυτόνομο από τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου μας!
Ο συναισθηματικός εγκέφαλος
Επί δύο χιλιετίες η κυρίαρχη πολιτισμική αντίληψη επέβαλε τη συστηματική υποτίμηση και απαξίωση των συναισθημάτων ως βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της έλλογης σκέψης. Ακόμη και ένας βαθύτατος στοχαστής των ανθρώπινων πραγμάτων όπως ο Πλάτων θεωρούσε πως για την ανάπτυξη του «Λογιστικού» (δηλαδή του ανθρώπινου λόγου-νου) ήταν απαραίτητη η απελευθέρωση από τον εξαιρετικά περιοριστικό και βλαπτικό κλοιό των συναισθημάτων (του «Θυμοειδούς», όπως το αποκαλούσε). Από πολύ νωρίς η οικογένεια και το σχολείο μάς διδάσκουν να απαξιώνουμε τα συναισθήματά μας και να τα ελέγχουμε.
Η καθημερινή μας εμπειρία αλλά και σωρεία νευρολογικών μελετών αποδεικνύουν βέβαια το ακριβώς αντίθετο: δεν μπορούμε ποτέ να απελευθερωθούμε εντελώς από τα συναισθήματά μας. Αν μάλιστα σε έναν άνθρωπο συμβεί να αποκοπούν -εξαιτίας π.χ. της ευνουχιστικής διαπαιδαγώγησης, ενός ατυχήματος ή μετά μια νευροχειρουργική επέμβαση- οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των συναισθημάτων και της έλλογης σκέψης, τότε συμπεριφέρεται σαν ζόμπι ή σαν βραχυκυκλωμένο ρομπότ.
Οι πιο σημαντικές μελέτες της παθολογίας και της βιολογικής λειτουργίας των συναισθημάτων πραγματοποιήθηκαν στις ΗΠΑ στο εργαστήριο του περίφημου Πορτογάλου νευροεπιστήμονα Antonio Damasio. Μελετώντας κάποιες διάσημες πια κλινικές περιπτώσεις ατόμων με βλάβη στον προσθιομετωπιαίο φλοιό, που βρίσκεται στο πρόσθιο τμήμα του εγκεφάλου, κατάφερε να αποσαφηνίσει τις νευροβιολογικές προϋποθέσεις της συναισθηματικής συμπεριφοράς.
Το ερώτημα που έθεσε ο Α. Damasio ήταν: πώς γίνεται τα ίδια άτομα, τα οποία πριν υποστούν κάποια βλάβη σε αυτή την περιοχή ήταν αξιαγάπητα και κοινωνικότατα, να μεταμορφώνονται σε βίαια και αντικοινωνικά «τέρατα», παντελώς ανίκανα να βιώσουν ενδιαφέρον, αγάπη και στοργή ή να σχεδιάσουν ή να πράξουν οτιδήποτε στο άμεσο μέλλον; Η έρευνα αυτών των περιπτώσεων οδήγησε στον ακριβή εντοπισμό ενός σημαντικού εγκεφαλικού κυκλώματος, μιας βασικής νευρικής οδού επικοινωνίας που συνδέει την έλλογη σκέψη με το συναίσθημα. Πιο συγκεκριμένα, τα ανώτερα κέντρα του μετωπιαίου φλοιού με την αμυγδαλή, μια αρχέγονη δομή που ρυθμίζει τις απαντήσεις του εγκεφάλου στις συναισθηματικές καταστάσεις.
Οι έρευνες τού Damasio καθώς και άλλων νευρολόγων απέδειξαν ότι όταν διακόπτεται (από κάποια βλάβη ή χειρουργική επέμβαση) αυτό το σταυροδρόμι που συνδέει τον «ανώτερο» ορθολογικό εγκέφαλο με τον «κατώτερο» συναισθηματικό εγκέφαλο, τότε οι ασθενείς μεταμορφώνονται σε απαθή ζόμπι: πλάσματα ικανά να κάνουν έλλογες σκέψεις, αλλά παντελώς ανίκανα να τις χρωματίζουν ή να τις εμπλουτίζουν με συναισθήματα.
Η ανάγκη, όμως, επανένταξης και αναβάθμισης της σημασίας των συναισθημάτων δεν προέκυψε αποκλειστικά από τη μελέτη νευρολογικών παθήσεων αλλά και από πλήθος ψυχολογικών ερευνών σε φυσιολογικά άτομα. Μολονότι κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα οι ψυχολόγοι αγνοούσαν τις νευροεγκεφαλικές προϋποθέσεις των συναισθημάτων, κατάφεραν να αποκαλύψουν τη σημαντική επιρροή τους στη ζωή των ανθρώπων. Ετσι, το 1990 οι Αμερικανοί ψυχολόγοι Ρ. Salovey και J. Mayer εισάγουν για πρώτη φορά τον όρο «συναισθηματική νοημοσύνη», για να περιγράψουν την ικανότητά μας να διακρίνουμε, να αναγνωρίζουμε και να χρησιμοποιούμε τα συναισθήματα των άλλων ή τα δικά μας για να καθοδηγούμε τις σκέψεις και τις πράξεις μας. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1983, ένας άλλος Αμερικανός ψυχολόγος, ο Howard Gardner, είχε προτείνει τον όρο «διαπροσωπική νοημοσύνη» για να περιγράψει κάτι ανάλογο.
Όμως ο όρος «συναισθηματική νοημοσύνη» θα γίνει ευρύτατα γνωστός μόνο μετά το 1995, όταν θα εκδοθεί το ομώνυμο μπεστ σέλερ του Daniel Goleman (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα). Στο πασίγνωστο αυτό βιβλίο ο Goleman, ένας παντελώς άγνωστος τότε συγγραφέας, κατάφερε να συνοψίσει και να εκλαϊκεύσει, με τρόπο εύπεπτο και μάλλον απλοϊκό, τις πιο ετερογενείς κατακτήσεις της νευροεπιστήμης και της γνωσιακής ψυχολογίας της εποχής. Εκτοτε, και ως διά μαγείας, όλοι θα ανακαλύψουν ότι διαθέτουν μια μέχρι τότε υποβαθμισμένη «συναισθηματική νοημοσύνη». Ισως γι’ αυτό αρκετοί ειδικοί μιλάνε για αυτήν υποτιμητικά, θεωρώντας ότι πρόκειται μόνο για μια μόδα της Νέας Εποχής, για μια εύπεπτη και παρηγορητική «new age» ιδέα.
Και ασφαλώς δεν έχουν καθόλου άδικο όσοι ασκούν αυτή την κριτική: η επιστημονική ιδέα της «συναισθηματικής νοημοσύνης» είναι η πρώτη σοβαρή προσπάθεια να κατανοηθούν οι περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στις φλοιικές και υποφλοιώδεις δομές του εγκεφάλου ή, αν προτιμάτε, ανάμεσα στον λογικό και τον συναισθηματικό μας εγκέφαλο. Οφείλει συνεπώς να είναι κανείς ιδιαίτερα επιφυλακτικός όταν βλέπει αυτή την ιδέα να μετατρέπεται σε αντικείμενο μαζικής εκμετάλλευσης ή και χυδαίας εμπορευματοποίησης από κάποιους επιτήδειους «ψυχοθεραπευτές».
Η ικανότητα κάθε ανθρώπου να αντιλαμβάνεται και να βιώνει τα συναισθήματα του άλλου αποτελεί ασφαλώς την απαραίτητη προϋπόθεση κάθε ουσιαστικής ανθρώπινης σχέσης (φιλικής ή ερωτικής). Αποτελεί όμως επίσης και προϋπόθεση για την πιο στυγνή χειραγώγηση και εκμετάλλευση των ανθρώπινων συναισθημάτων. Το ότι διαθέτει κάποιος συναισθηματική νοημοσύνη δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη πως τη χρησιμοποιεί για καλό σκοπό.
Επί δύο χιλιετίες η κυρίαρχη πολιτισμική αντίληψη επέβαλε τη συστηματική υποτίμηση και απαξίωση των συναισθημάτων ως βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της έλλογης σκέψης. Ακόμη και ένας βαθύτατος στοχαστής των ανθρώπινων πραγμάτων όπως ο Πλάτων θεωρούσε πως για την ανάπτυξη του «Λογιστικού» (δηλαδή του ανθρώπινου λόγου-νου) ήταν απαραίτητη η απελευθέρωση από τον εξαιρετικά περιοριστικό και βλαπτικό κλοιό των συναισθημάτων (του «Θυμοειδούς», όπως το αποκαλούσε). Από πολύ νωρίς η οικογένεια και το σχολείο μάς διδάσκουν να απαξιώνουμε τα συναισθήματά μας και να τα ελέγχουμε.
Η καθημερινή μας εμπειρία αλλά και σωρεία νευρολογικών μελετών αποδεικνύουν βέβαια το ακριβώς αντίθετο: δεν μπορούμε ποτέ να απελευθερωθούμε εντελώς από τα συναισθήματά μας. Αν μάλιστα σε έναν άνθρωπο συμβεί να αποκοπούν -εξαιτίας π.χ. της ευνουχιστικής διαπαιδαγώγησης, ενός ατυχήματος ή μετά μια νευροχειρουργική επέμβαση- οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των συναισθημάτων και της έλλογης σκέψης, τότε συμπεριφέρεται σαν ζόμπι ή σαν βραχυκυκλωμένο ρομπότ.
Οι πιο σημαντικές μελέτες της παθολογίας και της βιολογικής λειτουργίας των συναισθημάτων πραγματοποιήθηκαν στις ΗΠΑ στο εργαστήριο του περίφημου Πορτογάλου νευροεπιστήμονα Antonio Damasio. Μελετώντας κάποιες διάσημες πια κλινικές περιπτώσεις ατόμων με βλάβη στον προσθιομετωπιαίο φλοιό, που βρίσκεται στο πρόσθιο τμήμα του εγκεφάλου, κατάφερε να αποσαφηνίσει τις νευροβιολογικές προϋποθέσεις της συναισθηματικής συμπεριφοράς.
Το ερώτημα που έθεσε ο Α. Damasio ήταν: πώς γίνεται τα ίδια άτομα, τα οποία πριν υποστούν κάποια βλάβη σε αυτή την περιοχή ήταν αξιαγάπητα και κοινωνικότατα, να μεταμορφώνονται σε βίαια και αντικοινωνικά «τέρατα», παντελώς ανίκανα να βιώσουν ενδιαφέρον, αγάπη και στοργή ή να σχεδιάσουν ή να πράξουν οτιδήποτε στο άμεσο μέλλον; Η έρευνα αυτών των περιπτώσεων οδήγησε στον ακριβή εντοπισμό ενός σημαντικού εγκεφαλικού κυκλώματος, μιας βασικής νευρικής οδού επικοινωνίας που συνδέει την έλλογη σκέψη με το συναίσθημα. Πιο συγκεκριμένα, τα ανώτερα κέντρα του μετωπιαίου φλοιού με την αμυγδαλή, μια αρχέγονη δομή που ρυθμίζει τις απαντήσεις του εγκεφάλου στις συναισθηματικές καταστάσεις.
Οι έρευνες τού Damasio καθώς και άλλων νευρολόγων απέδειξαν ότι όταν διακόπτεται (από κάποια βλάβη ή χειρουργική επέμβαση) αυτό το σταυροδρόμι που συνδέει τον «ανώτερο» ορθολογικό εγκέφαλο με τον «κατώτερο» συναισθηματικό εγκέφαλο, τότε οι ασθενείς μεταμορφώνονται σε απαθή ζόμπι: πλάσματα ικανά να κάνουν έλλογες σκέψεις, αλλά παντελώς ανίκανα να τις χρωματίζουν ή να τις εμπλουτίζουν με συναισθήματα.
Η ανάγκη, όμως, επανένταξης και αναβάθμισης της σημασίας των συναισθημάτων δεν προέκυψε αποκλειστικά από τη μελέτη νευρολογικών παθήσεων αλλά και από πλήθος ψυχολογικών ερευνών σε φυσιολογικά άτομα. Μολονότι κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα οι ψυχολόγοι αγνοούσαν τις νευροεγκεφαλικές προϋποθέσεις των συναισθημάτων, κατάφεραν να αποκαλύψουν τη σημαντική επιρροή τους στη ζωή των ανθρώπων. Ετσι, το 1990 οι Αμερικανοί ψυχολόγοι Ρ. Salovey και J. Mayer εισάγουν για πρώτη φορά τον όρο «συναισθηματική νοημοσύνη», για να περιγράψουν την ικανότητά μας να διακρίνουμε, να αναγνωρίζουμε και να χρησιμοποιούμε τα συναισθήματα των άλλων ή τα δικά μας για να καθοδηγούμε τις σκέψεις και τις πράξεις μας. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1983, ένας άλλος Αμερικανός ψυχολόγος, ο Howard Gardner, είχε προτείνει τον όρο «διαπροσωπική νοημοσύνη» για να περιγράψει κάτι ανάλογο.
Όμως ο όρος «συναισθηματική νοημοσύνη» θα γίνει ευρύτατα γνωστός μόνο μετά το 1995, όταν θα εκδοθεί το ομώνυμο μπεστ σέλερ του Daniel Goleman (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα). Στο πασίγνωστο αυτό βιβλίο ο Goleman, ένας παντελώς άγνωστος τότε συγγραφέας, κατάφερε να συνοψίσει και να εκλαϊκεύσει, με τρόπο εύπεπτο και μάλλον απλοϊκό, τις πιο ετερογενείς κατακτήσεις της νευροεπιστήμης και της γνωσιακής ψυχολογίας της εποχής. Εκτοτε, και ως διά μαγείας, όλοι θα ανακαλύψουν ότι διαθέτουν μια μέχρι τότε υποβαθμισμένη «συναισθηματική νοημοσύνη». Ισως γι’ αυτό αρκετοί ειδικοί μιλάνε για αυτήν υποτιμητικά, θεωρώντας ότι πρόκειται μόνο για μια μόδα της Νέας Εποχής, για μια εύπεπτη και παρηγορητική «new age» ιδέα.
Και ασφαλώς δεν έχουν καθόλου άδικο όσοι ασκούν αυτή την κριτική: η επιστημονική ιδέα της «συναισθηματικής νοημοσύνης» είναι η πρώτη σοβαρή προσπάθεια να κατανοηθούν οι περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στις φλοιικές και υποφλοιώδεις δομές του εγκεφάλου ή, αν προτιμάτε, ανάμεσα στον λογικό και τον συναισθηματικό μας εγκέφαλο. Οφείλει συνεπώς να είναι κανείς ιδιαίτερα επιφυλακτικός όταν βλέπει αυτή την ιδέα να μετατρέπεται σε αντικείμενο μαζικής εκμετάλλευσης ή και χυδαίας εμπορευματοποίησης από κάποιους επιτήδειους «ψυχοθεραπευτές».
Η ικανότητα κάθε ανθρώπου να αντιλαμβάνεται και να βιώνει τα συναισθήματα του άλλου αποτελεί ασφαλώς την απαραίτητη προϋπόθεση κάθε ουσιαστικής ανθρώπινης σχέσης (φιλικής ή ερωτικής). Αποτελεί όμως επίσης και προϋπόθεση για την πιο στυγνή χειραγώγηση και εκμετάλλευση των ανθρώπινων συναισθημάτων. Το ότι διαθέτει κάποιος συναισθηματική νοημοσύνη δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη πως τη χρησιμοποιεί για καλό σκοπό.
Ο κοινωνικός εγκέφαλος
Μια δεκαετία μετά τη δημοσίευση του πρώτου πολύ επιτυχημένου βιβλίου του για τη συναισθηματική νοημοσύνη, ο Daniel Goleman θα επιχειρήσει ένα πολύ πιο φιλόδοξο συγγραφικό εγχείρημα: να συνοψίσει ό,τι γνωρίζουμε σχετικά με τις νευροβιολογικές, τις ψυχολογικές και τις κοινωνικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης νοημοσύνης, νοούμενης πλέον όχι ως ατομικό-υποκειμενικό φαινόμενο αλλά ως συλλογικό-κοινωνικό φαινόμενο. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2006 με τίτλο «Social Intelligence: The New Science of Social Relationships» και σχεδόν αμέσως μεταφράστηκε και στη χώρα μας από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα: «Κοινωνική νοημοσύνη: Η νέα επιστήμη των ανθρώπινων σχέσεων»
Με τυπικά αμερικανική αισιοδοξία, που ένας Ευρωπαίος θα περιέγραφε μάλλον ως αφέλεια, ο συγγραφέας επιχειρεί σε αυτό το νέο του πόνημα να «εξηγήσει» το σύνολο σχεδόν της κοινωνικής συμπεριφοράς μας ως το προϊόν της απρόσκοπτης αλληλεπίδρασης και του αρμονικού συντονισμού κάποιων κατώτερων νευρωνικών κυκλωμάτων του μεταιχμιακού συστήματος του εγκεφάλου με τα ανώτερα νευρωνικά κυκλώματα του νεοφλοιού. Στην αλληλεπίδραση αυτή μεταξύ δύο εγκεφάλων, καθοριστικό ρόλο παίζουν ήδη από την βρεφική ηλικία οι λεγόμενοι «νευρώνες-καθρέπτες» που καταγράφουν λεπτομερώς τις κινήσεις που βλέπουμε και συνεπώς ιδιοποιούνται μιμητικά κάθε αντίδραση ή κίνηση του άλλου προσώπου.
Όσο για τον ίδιο τον «κοινωνικό εγκέφαλο», αυτός περιγράφεται μάλλον αόριστα ως «ένα σύνολο κυκλωμάτων που λειτουργούν ενορχηστρωμένα όταν δύο άτομα σχετίζονται μεταξύ τους». Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλει ο Goleman σε αυτό το βιβλίο, δεν καταφέρνει τελικά να μας προσφέρει έναν ικανοποιητικό ή έστω χρηστικό ορισμό τού «κοινωνικά νοήμονος ατόμου». Αυτή η αποτυχία δεν θα πρέπει να χρεωθεί αποκλειστικά στον Goleman, έναν εξαιρετικό εκλαϊκευτή της επιστημονικής γνώσης αλλά καθόλου πρωτότυπο ερευνητή. Αντίθετα, αφορά το σύνολο τον ερευνών στο ερευνητικό πεδίο της κοινωνικής νοημοσύνης. Πράγματι, μέχρι σήμερα οι ψυχολόγοι δεν έχουν καταλήξει σε έναν σαφή και κοινά αποδεκτό ορισμό της κοινωνικής νοημοσύνης και των τυπικών διακριτικών γνωρισμάτων της που τη διαφοροποιούν από τις άλλες μορφές νοημοσύνης. Υπάρχουν τόσοι ορισμοί και τρόποι καταμέτρησης της κοινωνικής νοημοσύνης -δηλαδή κατάλληλα ψυχομετρικά εργαλεία ή τεστ για την αναγνώριση και την καταμέτρησή της- όσοι και οι βασικοί ερευνητές που μελετούν αυτό το πολύπλοκο βιο-κοινωνικό φαινόμενο! Τώρα σε ό,τι αφορά τον περιβόητο και πολυδιαφημιζόμενο «κοινωνικό εγκέφαλο», τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Οι πιο επιφανείς ειδικοί, ενώ συνήθως διαφωνούν για τα επιμέρους ζητήματα, συμφωνούν απολύτως στο ότι οι σημερινές έρευνες σχετικά με τις νευρολογικές και βιολογικές προϋποθέσεις της κοινωνικής συμπεριφοράς μας βρίσκονται ακόμη σε νηπιακό στάδιο. Επομένως θα πρέπει να θεωρείται πρόωρο και εξαιρετικά επισφαλές κάθε συμπέρασμα το οποίο μας αποκαλύπτει, υποτίθεται, τους εγκεφαλικούς ή γενετικούς «ενδογενείς παράγοντες» που καθορίζουν ή απλώς επηρεάζουν την κοινωνική συμπεριφορά μας.
Μια δεκαετία μετά τη δημοσίευση του πρώτου πολύ επιτυχημένου βιβλίου του για τη συναισθηματική νοημοσύνη, ο Daniel Goleman θα επιχειρήσει ένα πολύ πιο φιλόδοξο συγγραφικό εγχείρημα: να συνοψίσει ό,τι γνωρίζουμε σχετικά με τις νευροβιολογικές, τις ψυχολογικές και τις κοινωνικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης νοημοσύνης, νοούμενης πλέον όχι ως ατομικό-υποκειμενικό φαινόμενο αλλά ως συλλογικό-κοινωνικό φαινόμενο. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2006 με τίτλο «Social Intelligence: The New Science of Social Relationships» και σχεδόν αμέσως μεταφράστηκε και στη χώρα μας από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα: «Κοινωνική νοημοσύνη: Η νέα επιστήμη των ανθρώπινων σχέσεων»
Με τυπικά αμερικανική αισιοδοξία, που ένας Ευρωπαίος θα περιέγραφε μάλλον ως αφέλεια, ο συγγραφέας επιχειρεί σε αυτό το νέο του πόνημα να «εξηγήσει» το σύνολο σχεδόν της κοινωνικής συμπεριφοράς μας ως το προϊόν της απρόσκοπτης αλληλεπίδρασης και του αρμονικού συντονισμού κάποιων κατώτερων νευρωνικών κυκλωμάτων του μεταιχμιακού συστήματος του εγκεφάλου με τα ανώτερα νευρωνικά κυκλώματα του νεοφλοιού. Στην αλληλεπίδραση αυτή μεταξύ δύο εγκεφάλων, καθοριστικό ρόλο παίζουν ήδη από την βρεφική ηλικία οι λεγόμενοι «νευρώνες-καθρέπτες» που καταγράφουν λεπτομερώς τις κινήσεις που βλέπουμε και συνεπώς ιδιοποιούνται μιμητικά κάθε αντίδραση ή κίνηση του άλλου προσώπου.
Όσο για τον ίδιο τον «κοινωνικό εγκέφαλο», αυτός περιγράφεται μάλλον αόριστα ως «ένα σύνολο κυκλωμάτων που λειτουργούν ενορχηστρωμένα όταν δύο άτομα σχετίζονται μεταξύ τους». Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλει ο Goleman σε αυτό το βιβλίο, δεν καταφέρνει τελικά να μας προσφέρει έναν ικανοποιητικό ή έστω χρηστικό ορισμό τού «κοινωνικά νοήμονος ατόμου». Αυτή η αποτυχία δεν θα πρέπει να χρεωθεί αποκλειστικά στον Goleman, έναν εξαιρετικό εκλαϊκευτή της επιστημονικής γνώσης αλλά καθόλου πρωτότυπο ερευνητή. Αντίθετα, αφορά το σύνολο τον ερευνών στο ερευνητικό πεδίο της κοινωνικής νοημοσύνης. Πράγματι, μέχρι σήμερα οι ψυχολόγοι δεν έχουν καταλήξει σε έναν σαφή και κοινά αποδεκτό ορισμό της κοινωνικής νοημοσύνης και των τυπικών διακριτικών γνωρισμάτων της που τη διαφοροποιούν από τις άλλες μορφές νοημοσύνης. Υπάρχουν τόσοι ορισμοί και τρόποι καταμέτρησης της κοινωνικής νοημοσύνης -δηλαδή κατάλληλα ψυχομετρικά εργαλεία ή τεστ για την αναγνώριση και την καταμέτρησή της- όσοι και οι βασικοί ερευνητές που μελετούν αυτό το πολύπλοκο βιο-κοινωνικό φαινόμενο! Τώρα σε ό,τι αφορά τον περιβόητο και πολυδιαφημιζόμενο «κοινωνικό εγκέφαλο», τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Οι πιο επιφανείς ειδικοί, ενώ συνήθως διαφωνούν για τα επιμέρους ζητήματα, συμφωνούν απολύτως στο ότι οι σημερινές έρευνες σχετικά με τις νευρολογικές και βιολογικές προϋποθέσεις της κοινωνικής συμπεριφοράς μας βρίσκονται ακόμη σε νηπιακό στάδιο. Επομένως θα πρέπει να θεωρείται πρόωρο και εξαιρετικά επισφαλές κάθε συμπέρασμα το οποίο μας αποκαλύπτει, υποτίθεται, τους εγκεφαλικούς ή γενετικούς «ενδογενείς παράγοντες» που καθορίζουν ή απλώς επηρεάζουν την κοινωνική συμπεριφορά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου