§ 187. Ό,τι εκθέσαμε στις § 175 κεξ. για την ανάμειξη πολλών πρωτογλωσσικών σχηματιστικών τύπων της ελληνικής ισχύει κατά κύριο λόγο για την ομάδα των ρημάτων σε -εῖν. Αυτή περιλαμβάνει ειδικότερα: 1. Μετονοματικά σε *- e - i ̯ ó- από θέματα σε ο, όπου το -e - έχει προκύψει με μετάπτωση του θέματος -ο-· τυπικό παράδειγμα το φιλεῖν από το φίλο-ς. 2. Μεταρηματικά σε *-é -i̯o-με (αρχική) θαμιστική ή προκλητική σημασία· τυπικά τα τρομεῖν = τρέμειν 'τρέμω', σοβεῖν 'διώχνω' από το σέβειν, σέβεσθαι '(υποχωρώ >) σέβομαι', πρβ. λατ. mon ē re 'θυμίζω' από το θέμα men - 'θυμάμαι' (me - min - isse). Στα ελληνικά υπάρχουν ακόμη μερικά λείψανα αυτού του τύπου, όπως φανερώνει ο "ανώμαλος" θεματικός σχηματισμός: δοκεῖν - ἔδοξα, ῥιγεῖν - ἔρριγα κτλ. Η μεγάλη μάζα έχει αποκλίνει προς την ομάδα των μετονοματικών, καθώς ανέπτυξε στενότερη σχέση με τα ουσιαστικά με θέμα σε ο ίδιας μεταπτωτικής βαθμίδας: τρομεῖν από το τρόμος αντί από το τρέμειν, φορεῖν από το φόρος αντί από το φέρειν κτλ. Κατά συνέπεια η διάκριση της πρώτης από τη δεύτερη ομάδα είναι, από τη σκοπιά της ιστορίας των ελληνικών επιθημάτων, περιττή [1].
3. Μόνο για λόγους πληρότητας αξίζει να επισημάνουμε τα ελάχιστα πρωτογενή ρήματα σε -εῖν: πνεῖν, πλεῖν κτλ.· πρέπει επιπλέον να εξαιρεθούν, και επειδή για τα περισσότερά τους η υπόθεση σχηματισμού χωρίς το -i̯o-είναι πιθανότερη: *πλέϜ-ειν (> πλεῖν) : *πλόϜ-ος (> πλοῦς) = φέρ-ειν : φόρ-ος.
§ 188. 4. Στα ρήματα σε -εῖν της ελληνικής ανήκουν επίσης τα μετονοματικά σε *- es -i̯o- από θέματα σε s: τελεῖν, τελέ(σ)-σαι, τελεσ-θῆναι από το τέλος. Αυτά συγκεκριμένα αναμείχθηκαν σε μεγάλο βαθμό με τους αρχικούς σχηματισμούς σε *- e -i̯o- (με τους χρόνους -ῆ-σαι, -η-θῆναι)· πάντως δεν ενσωματώθηκαν ποτέ απόλυτα σε αυτά: Ο Όμηρος συνεχίζει να χρησιμοποιεί συχνά τύπους σε -είειν [2] (τελείεται κτλ.) από το *-εσ- ι̯ - πλάι στους νεότερους σε -έειν (τελέει κτλ.), και ακόμη και μετά την πλήρη σύμπτωση των ενεστωτικών τύπων (τελῶ, τελεῖς κτλ. όπως φιλῶ, φιλεῖς κτλ.) διατηρήθηκε ο παλιός χρονικός σχηματισμός μερικών παλιών ενεστώτων σε *- es -i̯o-: το τελέσαι (Όμ. τελέσσαι) ισχύει σε όλες τις περιόδους της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Αλλά φυσικά τον κανόνα αποτελούσε η ανάμειξη στο σχηματισμό των εξωενεστωτικών χρόνων: ήδη ο Όμηρος έχει π.χ. το μισῆσαι από τὸ μῖσος με βάση την αντίθεση του φιλῆσαι με το φίλος. Σχετικά με το ἀμελής - ἀμελεῖν κτλ.
§ 189. Αν αρχίσουμε να ομαδοποιούμε το υλικό για το -εῖν από το σύνολο της ελληνικής παράδοσης με βάση τη συχνότητα και τη σημασία, καταρχή ξεχωρίζουν αναμφίβολα τα παράγωγα από σύνθετα (του τύπου οἰνοχοεῖν 'είμαι οἰνοχόος')· αυτά υπερκαλύπτουν τα άλλα. Η εξέταση όμως κατά γλωσσικές περιόδους αλλάζει ριζικά την εικόνα: Μαρτυρούνται (σύμφωνα με τον Sütterlin σ. 63)
καινούρια παράγωγα από σύνθετα / καινούρια παράγωγα από απλά
Όμηρος 20 50
κλασική εποχή 450 30
μετακλασική εποχή 600 10
Άλλωστε η αύξηση των παράγωγων από σύνθετα είναι μόνο επιφανειακή· όσο πιο πολύ αυξάνονται, τόσο πιο μονότονα ακούγονται, μέχρι που στο τέλος σχεδόν όλα πνίγονται από τα -φορεῖν, -ποιεῖν, -λογεῖν, -εργεῖν και μερικά άλλα.
Τα ομηρικά δεδομένα επιδέχονται μόνο την ακόλουθη ερμηνεία: Αρχικά από κάθε θέμα σε ο, σύνθετο ή όχι, μπορούσε να παραχθεί ένα ρήμα σε -εῖν, ακριβώς όπως στην ινδοευρωπαϊκή. Πρέπει λοιπόν να θέσουμε το ερώτημα: Γιατί ως βάση προτιμάται όλο και περισσότερο το σύνθετο;
§ 190. Προς το παρόν δεν μπορεί να δοθεί κατηγορηματική, ασφαλής και εμπεριστατωμένη απάντηση. Η βαθύτερη αιτία εντοπίζεται μάλλον στη συνάντηση δύο γενικών τάσεων γλωσσικής εξέλιξης: 1. Επιδιώκεται η απλούστευση της δύσχρηστης ποικιλίας κλιτικών ομάδων [3]· λόγω της πολλαπλής σημασίας των σύνθετων σε -ος, το παραγόμενο από αυτά -εῖν ήταν κατάλληλο τόσο για αμετάβατα (ἀελπτεῖν 'είμαι απελπισμένος, ἄελπτος') όσο και για ενεργητικά (ἀνθρωποφαγεῖν = είμαι ἀνθρωποφάγος = ἀνθρώπους φαγεῖν) μαζί με το παθητικό τους (ζωοποιεῖσθαι = ζωὸν ποιεῖσθαι). 2. Η ελληνική μοιράζεται με όλες τις γλώσσες πολιτισμού την υποχώρηση της απλής ρηματικής έκφρασης, που αποδίδει λιτά την αντίληψη, έναντι της πιο αφηρημένης, ψυχολογικά ταξινομητικής περιφραστικής χρήσης ουσιαστικών και κοινόχρηστων ρημάτων γενικής χρήσης· πρβ. πορείαν ποιεῖσθαι = πορεύεσθαι κτλ., επίσης από τη γλώσσα των εφημερίδων "gelangte zur Verlesung" [κατέληξε σε παρανόηση] = "wurde verlesen" [παρανοήθηκε] κ.τ.ό. 3. Η αντίθεση μεταξύ απλών σε -εύειν και παρασύνθετων σε -εῖν.
§ 191. Ένα ακόμη ερώτημα συνδέεται με τη σημασία του -εῖν. Τα παράγωγα απλών ονομάτων δεν παρουσιάζουν, σύμφωνα με την κληρονομημένη συνήθεια (§ 180), καμιά ακριβέστερα προσδιορισμένη σχέση με τις βάσεις τους· μόνον οι εκφράσεις που δηλώνουν ήχους, όπως κτυπεῖν, ῥοιζεῖν, ψοφεῖν, αναπτύχθηκαν στα ελληνικά σε μια διακριτή ομάδα, αλλά ήδη στον Όμηρο είχαν φτάσει το ανώτατο σημείο της εξέλιξής τους. Αντίθετα τα παράγωγα σύνθετων σημαίνουν σχεδόν πάντα "είμαι αυτό που δηλώνει η βάση". Από πού προέρχεται αυτός ο περιορισμός; Τα σύνθετα σε -ος είναι στη συντριπτική πλειονότητά τους nomina agentis ή δηλωτικά άλλης ιδιότητας, και επιπλέον η κοντινότερη ρηματική σχέση είναι η κατοχή της ιδιότητας, η αυτουργία. Έτσι η έννοια "είμαι έτσι ή αλλιώς" συνδυάστηκε με το σύνθετο· στο απλό υπάρχουν φυσικά ανάλογες περιπτώσεις (φιλεῖν 'είμαι φίλος', τυραννεῖν 'είμαι τύραννος' κτλ.), αλλά χάθηκαν μέσα στο πλήθος των άλλων πιθανών σχέσεων και επιπλέον υπέκυψαν στον ανταγωνισμό με το -εύειν.
§ 192. Τη ρηματική σχέση 'εφοδιάζω κάποιον άλλον με την ιδιότητα, δραστηριοποιώ', που a priori μπορεί να περάσει από το μυαλό μας, αλλά στην πράξη δεν είναι τόσο απαραίτητη, αναλαμβάνει το νεόπλαστο -οῦν. Έτσι η ενεργητική μεταβατική σημασία των παρασύνθετων σε -εῖν είναι σχεδόν εξολοκλήρου φαινομενική· στηρίζεται στην ενεργητική σημασία της βάσης: το διχοτομεῖν σημαίνει, ωστόσο 'χωρίζω σε δύο μέρη', αλλά δεν παράγεται από το διχότομος 'διχοτομημένος' παρά από το διχοτόμος 'διχοτομών'. Ασφαλώς δεν πρέπει ν' αρνηθούμε την πιθανότητα, στη μετακλασική εποχή να υπερπηδήθηκε ορισμένες φορές η επιτελεστική βάση και από τον παθητικό παράλληλο σχηματισμό να δημιουργήθηκε απευθείας ένα ενεργητικό ρήμα σε -εῖν.
§ 193. Αυτή φαίνεται να είναι η περίπτωση π.χ. του ἀθετεῖν 'ακυρώνω', εὐθετεῖν 'τακτοποιώ' (επίσης 'είμαι τακτοποιημένος'), που οι βάσεις τους ἄθετος, εὔθετος μαρτυρούνται μόνο με παθητική σημασία = 'που δεν έχει την ισχύ νόμου, άκυρος', 'τακτοποιημένος, εύτακτος'· αν όμως σκεφτούμε τους πολλούς σχηματισμούς σε -θετεῖν (από το -θέτης· πρβ. § 195) (π.χ. ἀγωνο-θετεῖν, νομο-θετεῖν, θεσμο-θετεῖν) και την ευκολία με την οποία τα ελληνικά συχνά ταλαντεύονται μεταξύ των δύο σημασιών των ρηματικών επιθέτων σε -τος, εύκολα μπορούμε να συμπληρώσουμε τα ενεργητικά ἄθετος, εὔθετος και ακριβώς γι' αυτό το λόγο να μην τα θεωρήσουμε άκρως απαραίτητα ενδιάμεσα μέλη.
§ 194. Η αναλογική εξάπλωση του -εῖν χωρίζεται αυστηρά σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με το αν αφορά παράγωγα απλών λέξεων ή σύνθετων. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει αποκλειστικά εντελώς μεμονωμένες περιπτώσεις· στο βαθμό που είναι διαφανείς, πρόκειται για ειδικές αναλογίες όπως λυπεῖν (λύπη) κατά το ἀλγεῖν (ἄλγος), ἡγεμονεῖν (ἡγεμών) κατά το στρατηγεῖν (στρατηγός)· ακόμη και οι λέξεις που δηλώνουν ήχο (§ 191) έχουν ελάχιστους απογόνους: πρβ. π.χ. φωνεῖν 'μιλώ' (φωνή), ἀϋτεῖν 'φωνάζω' (ἀϋτή).
§ 195. Εντελώς διαφορετική είναι η θέση των σύνθετων· ήταν τόσο διαδεδομένη η συνήθεια να σχηματίζονται από σύνθετα σε -ος ρήματα σε -εῖν με τη σημασία 'είμαι αυτό και εκείνο', ώστε να χρησιμοποιείται η ίδια παραγωγή ακόμη και σε σύνθετα από διαφορετικά θέματα, χωρίς να απαιτείται κάποιο πρόσθετο ενωτικό στοιχείο [4]. Κατά κύριο λόγο, όμως μόλις μετά τον Όμηρο, συνδυάστηκαν με τα σύνθετα σε -ος τα nomina agentis σε -ας, -ης (§ 98 κεξ.) και σε -της (§ 100 [5]): ἱππηλατεῖν 'είμαι αλογολάτης (ἱππηλάτης)', μυροπωλεῖν' είμαι πωλητής μύρου (μυροπώλης)' και πολλά άλλα. Ως διευκόλυνση μπορούσαν να λειτουργήσουν οι διπλοί σχηματισμοί όπως -αρχος και -άρχης (ἑκατόνταρχος και ἑκατοντάρχης· § 99), με τους οποίους μπορούσε να συσχετιστεί το -αρχεῖν· μπορούμε επίσης να αναλογιστούμε το -ήλατος δίπλα στο -ηλάτης, μια σχέση που μπορεί να συγκριθεί με τη διπλή σημασία του ρηματικού επιθέτου ἄθικτος ('που δεν θίγεται' και 'που δεν θίγει')· δες επίσης.
Στα παράγωγα σε -εῖν από σύνθετα με συμφωνόληκτο β΄ συνθετικό κυριαρχούν τα -φυλακεῖν, -γνωμονεῖν, -φρονεῖν και μερικές ακόμη απολήξεις. Ο Όμηρος από συμφωνόληκτα θέματα γνωρίζει μόνο το -φρονεῖν (ἀλλο-, ἀ-, ὁμο-, χαλι-), που πάντως συνδέθηκε πολύ στενά με το απλό φρονεῖν· σχετικά με το *- e i ̯ o - στο φρονεῖν πρβ. φρόνι-ς 'σύνεση', φρόνι-μος, Φρόνιος.
§ 196. Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν τα παράγωγα σε -εῖν από σύνθετα θέματα σε s: του τύπου ἀμελεῖν από το ἀμελής. Θα τείναμε μάλιστα να τα αναγάγουμε φωνητικά στο *- es -i̯o- (σύμφωνα με την § 188)· η απουσία όμως οποιουδήποτε κατάλοιπου της κλίσης sαπό αυτήν την κατηγορία δηλώνει καθαρά ότι αυτά ήδη στον Όμηρο έχουν συγχωνευτεί απόλυτα με τον τύπο οἰνοχόος - οἰνοχοεῖν (σε αντίθεση με τα παράγωγα από μη σύνθετα θέματα σε s, § 188). Εξάλλου για την επιτελεστική σημασία ισχύουν εδώ όσα εκτέθηκαν στις § 192 κεξ.· π.χ. για το δυσμαθής μαρτυρούνται και οι δύο σημασίες 'που δύσκολα μαθαίνει' και 'που είναι δύσκολο να τον μάθεις', άρα και για το δυσμαθεῖν μπορούμε να σκεφτούμε και τις δύο· τυχαίνει όμως να μαρτυρείται μόνο το 'δυσκολεύεται να μάθει κανείς'.
§ 197. Σχετικά με τη διάθεση των ρημάτων σε -εῖν. Μερικά ρήματα σε -εῖν φαίνεται ότι απέκτησαν στην κλασική και ιδίως στη μετακλασική περίοδο καταχρηστικούς (μέσο-) παθητικούς τύπους. Γι' αυτό ευθύνεται κατά κανόνα ένα τυχαία ομοιοκατάληκτο απλό: πνευματο-φορεῖσθαι 'κατευθύνομαι από το πνεύμα' αντί για *πνευματο-φορεῖν 'έχω κατεύθυνση από το πνεύμα (πνευματόφορος)', γιατί ήταν ταυτόσημο με το πνεύματι φορεῖσθαι. Με τον ίδιο τρόπο εξαιτίας του κρατεῖσθαι λέγεται δημοκρατεῖσθαι 'κυβερνιέμαι δημοκρατικά' και στη συνέχεια αὐτονομεῖσθαι 'είμαι αυτόνομος > απολαμβάνω αυτονομία'. Αλλιώς με το φιλοτιμεῖσθαι 'είμαι φιλότιμος ', που είναι μέσο ή μεσο-παθητικό αποθετικό και χρωστά τη διάθεσή του μάλλον στην επίδραση των βούλεσθαι, ὀρέγεσθαι και άλλων συνώνυμων.
---------------------------
[1] Συγκυριακές διεισδύσεις εξωενεστωτικών θεμάτων σε e στον ενεστώτα ανήκουν στο πεδίο του σχηματισμού των χρόνων: ἐπιμελεῖσθαι αντί για το ἐπιμέλεσθαι κατά το ἐπιμελήσεσθαι κτλ.
[2] Εντελώς διαφορετικής προέλευσης αλλά όχι απόλυτα ξεκαθαρισμένα είναι τα εφετικά σε -σείειν, που αρχικά χρησιμοποιούνταν μόνο στη μετοχή (ὀψείων 'που θέλει να δει' Όμ., αρκετά στο Θουκυδίδη).
[3] Πρβ. το αγγλικό "βοηθητικό ρήμα" to do 'κάνω' και το "er t ä t sich zu ihm setzen" της γερμανικής ποίησης· κλασικοί συγγραφείς της σανσκριτικής έφτασαν στο σημείο ν' αποφεύγουν εντελώς παρεμφατικούς ρηματικούς τύπους.
[4] Γι' αυτό και ορισμένες φορές χρησιμοποιείται το -εῖν σε υποστάσεις· δες § 149.
[5] Είναι αδιάφορο αν το -τεῖν συνδυάστηκε με το παλιό θέμα σε τ ή μόνο με το νεότερο -της· και στις δύο περιπτώσεις υπόκειται αναλογική μεταφορά του -εῖν .
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου