Η θεωρία αυτή που ήταν εμπνευσμένη από τις ιδέες του Ζαν Πιαζέ υποστηρίζει ότι η μάθηση είναι μια ενεργητική διαδικασία κατά την οποία οι άνθρωποι ενεργητικά κατασκευάζουν τη γνώση μέσα από τις εμπειρίες τους για τον κόσμο. Για το Παπέρτ η γνώση δεν μεταφέρεται από τον εκπαιδευτικό προς τους μαθητές αλλά κατασκευάζεται ενεργητικά από τους ίδιους τους μαθητές. Οι άνθρωποι γενικά δεν δέχονται έτοιμες ιδέες αλλά τις κατασκευάζουν, δεν είναι παθητικοί ακροατές και δεν απομνημονεύουν αλλά πειραματίζονται και διερευνούν.
Οι μαθητές κατασκευάζουν τη νέα γνώση αποτελεσματικά όταν ασχολούνται με την κατασκευή πραγμάτων. Οι μαθητές εμπλέκονται συνειδητά σε δραστηριότητες που έχουν νόημα για τους ίδιους όπως το να κατασκευάσουν ή να αλλοιώσουν πχ ένα δημιούργημα όπως είναι ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή ή μια ρομποτική κατασκευή. Έτσι επεξεργάζονται και μοιράζονται με τους άλλους και ιδιαίτερα τους συνομηλίκους τους και δημιουργούν καινούργιες ιδέες και οι καλύτερες εμπειρίες μάθησης.
Τους περασμένους αιώνες, οι εποικοδομιστικές ιδέες δεν είχαν αξιολογηθεί ευρέως λόγω της αντίληψης ότι το παιχνίδι των παιδιών φαινόταν ως χωρίς σκοπό και μικρής σημασίας. Ο Ζαν Πιαζέ δεν συμφωνούσε, όμως, με αυτές τις παραδοσιακές απόψεις. Είδε το παιχνίδι ως ένα σημαντικό και απαραίτητο μέρος της γνωστικής ανάπτυξης (cognitive development) των σπουδαστών και έδωσε επιστημονικές αποδείξεις για τις αντιλήψεις του. Σήμερα, οι θεωρίες του εποικοδομισμού επηρεάζουν μεγάλο μέρος του μη τυπικού τομέα μάθησης.
Ένα καλό παράδειγμα της οικοδομιστικής μάθησης με μη τυπική ρύθμιση είναι το Κέντρο Έρευνας στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Λονδίνου. Εδώ οι επισκέπτες ενθαρρύνονται να εξερευνήσουν μια συλλογή από αληθινά είδη φυσικής ιστορίας, να εξασκήσουν κάποιες επιστημονικές ικανότητες και να κάνουν ανακαλύψεις για τους εαυτούς τους. Μεταξύ των συγγραφέων που επηρέασαν τον εποικοδομισμό περιλαμβάνονται οι: Τζων Ντιούι (1859–1952), Μαρία Μοντεσόρι (1870–1952), Ζαν Πιαζέ (1896–1980) κλπ.
Θεωρία εποικοδομισμού
Η επισημοποίηση της θεωρίας του (επ)οικοδομισμού αποδίδεται γενικά στον Ζαν Πιαζέ, ο οποίος συνέδεσε τους μηχανισμούς με τους οποίους κατακτάται η γνώση από τους μαθητές. Πρότεινε ότι μέσα από τις διαδικασίες της προσαρμογής και της αφομοίωσης, οι μαθητές οικοδομούν νέες γνώσεις από τις εμπειρίες τους.
Όταν οι μαθητές αφομοιώνουν, ενσωματώνουν τη νέα εμπειρία στο ήδη υφιστάμενο πλαίσιο χωρίς να το αλλάζουν. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν οι εμπειρίες των ατόμων ευθυγραμμίζονται με τις εσωτερικές τους αναπαραστάσεις για τον κόσμο, αλλά μπορεί επίσης να συμβεί ως μια αποτυχία αλλαγής μιας εσφαλμένης κατανόησης· για παράδειγμα, μπορεί να μην σημειώνουν τα συμβάντα, μπορεί να παρανοούν την εισαγωγή πληροφοριών από άλλους, ή μπορεί να αποφασίζουν ότι ένα συμβάν είναι τυχαίο και συνεπώς ασήμαντο ως πληροφορία για τον κόσμο. Αντίθετα, όταν οι εμπειρίες των ατόμων αντικρούουν τις εσωτερικές τους αναπαραστάσεις, μπορεί να αλλάξουν τις αντιλήψεις των εμπειριών για να προσαρμόσουν τις εσωτερικές τους αναπαραστάσεις.
Σύμφωνα με τη θεωρία, η προσαρμογή είναι η διαδικασία επανασχεδίασης της νοητικής αναπαράστασης κάποιου για τον εξωτερικό κόσμο ώστε να προσαρμοστεί σε νέες εμπειρίες. Η προσαρμογή μπορεί να γίνει κατανοητή ως ο μηχανισμός με τον οποίον η αποτυχία οδηγεί σε μάθηση: όταν δρούμε με την προσδοκία ότι ο κόσμος λειτουργεί με έναν τρόπο και παραβιάζει τις προσδοκίες μας, αποτυγχάνουμε συχνά, αλλά προσαρμόζοντας αυτήν τη νέα εμπειρία και επανασχεδιάζοντας το πρότυπό μας για τον τρόπο που δουλεύει ο κόσμος, μαθαίνουμε από την εμπειρία της αποτυχίας μας, ή της αποτυχίας των άλλων.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο εποικοδομισμός δεν είναι μια συγκεκριμένη παιδαγωγική. Στην πραγματικότητα, ο εποικοδομισμός είναι μια θεωρία που περιγράφει πώς συμβαίνει η μάθηση, ανεξάρτητα από το αν οι μαθητές χρησιμοποιούν τις εμπειρίες τους για να κατανοήσουν μια διάλεξη ή για να ακολουθήσουν τις οδηγίες για την κατασκευή ενός μοντέλου αεροπλάνου. Και στις δυο περιπτώσεις, η θεωρία του εποικοδομισμού προτείνει ότι οι μαθητές κατασκευάζουν γνώση από τις εμπειρίες τους.
Όμως, ο εποικοδομισμός συσχετίζεται συχνά με παιδαγωγικές προσεγγίσεις που προάγουν την ενεργή μάθηση (active learning), ή βιωματική μάθηση. Υπάρχουν πολλές κριτικές της “βιωματικής μάθησης” (αλλιώς “ανακαλυπτικής μάθησης”) ως μια εκπαιδευτικής στρατηγικής.
Η φύση της μάθησης
Ο κοινωνικός εποικοδομισμός όχι μόνο αναγνωρίζει την μοναδικότητα και συνθετότητα του ατόμου, αλλά στην πραγματικότητα την ενθαρρύνει, τη χρησιμοποιεί και την ανταμείβει ως ένα ολοκληρωμένο μέρος της διαδικασίας μάθησης. Eνθαρρύνει τον μαθητή να φτάσει στην δικιά του έκδοση της αλήθειας, επηρεασμένο από το υπόβαθρό του, τον πολιτισμό του ή την ενσωμάτωσή του στην κοσμοθεωρία.
Ιστορικές αναπτύξεις και συστήματα συμβόλων, όπως η γλώσσα, η λογική και τα μαθηματικά συστήματα, κληρονομούνται από τον μαθητή ως μέλους μιας συγκεκριμένης παιδείας και αυτά μαθαίνονται για όλη τη ζωή του ατόμου. Αυτό, επίσης, τονίζει τη σημασία της φύσης της κοινωνικής αλληλεπίδρασης του ατόμου με μέλη της κοινωνικής γνώσης. Χωρίς την κοινωνική αλληλεπίδραση με άλλα μορφωμένα άτομα, είναι αδύνατο να αποκτηθεί το κοινωνικό μήνυμα των σημαντικών συστημάτων συμβόλων και να μάθει κανείς πώς να τα χρησιμοποιεί. Τα νεαρά παιδιά αναπτύσσουν τις δικές τους ικανότητες σκέψης αλληλεπιδρώντας με άλλα παιδιά, ενήλικες και τον φυσικό κόσμο.
Από την άποψη του κοινωνικού εποικοδομισμού, είναι συνεπώς σημαντικό να ληφθεί υπόψη το υπόβαθρο και ο πολιτισμός του ατόμου μέσα από τη μαθησιακή διαδικασία, επειδή αυτό το υπόβαθρο επίσης βοηθά στη σχηματοποίηση της γνώσης και την αλήθεια που δημιουργεί το άτομο, ανακαλύπτει και πετυχαίνει στη μαθησιακή διαδικασία(Wertsch 1997).
Ο ρόλος του εκπαιδευτή ως διευκολυντής
Σύμφωνα με την κοινωνική εποικοδομιστική προσέγγιση, οι εκπαιδευτές πρέπει να προσαρμοστούν στον ρόλο των διευκολυντών (facilitators) όχι των δασκάλων. Ενώ ένας δάσκαλος δίνει μια διδακτική (Didacticism) διάλεξη που καλύπτει το υλικό του θέματος, ένας διευκολυντής βοηθά τον μαθητή στη δικιά του κατανόηση του περιεχομένου. Στο πρώτο σενάριο ο μαθητής παίζει έναν παθητικό ρόλο και στο δεύτερο σενάριο ο μαθητής παίζει έναν ενεργό ρόλο στη διαδικασία της μάθησης. Η έμφαση συνεπώς απομακρύνεται από τον εκπαιδευτή και το περιεχόμενο, και προωθείται στον μαθητή.
Αυτή η δραματική αλλαγή του ρόλου υποδηλώνει ότι ένας διευκολυντής χρειάζεται να εμφανίσει ένα ολότελα διαφορετικό σύνολο ικανοτήτων από αυτό του δασκάλου. Ένας δάσκαλος λέει, ένας διευκολυντής ρωτά· ένας δάσκαλος δίνει μια διάλεξη σε πρώτο πλάνο, ενώ ένας διευκολυντής υποστηρίζει από το παρασκήνιο· ένας δάσκαλος απαντά σύμφωνα με ένα σύνολο σχολικών προγραμμάτων, ένας διευκολυντής παρέχει οδηγίες και δημιουργεί το περιβάλλον ώστε ο μαθητής να φτάσει στα συμπεράσματά του· ένας δάσκαλος δίνει κυρίως έναν μονόλογο, ένας διευκολυντής είναι σε συνεχή διάλογο με τους μαθητές. Ένας διευκολυντής πρέπει επίσης να μπορεί να προσαρμόσει τη μαθησιακή εμπειρία ‘ενδιάμεσα’ παίρνοντας την πρωτοβουλία να οδηγήσει τη μαθησιακή εμπειρία όπου οι μαθητές θέλουν να δημιουργήσουν αξίες.
Το μαθησιακό περιβάλλον πρέπει επίσης να σχεδιαστεί για να υποστηρίξει την πρόκληση της σκέψης του μαθητή. Ενώ υποστηρίζεται να δοθεί στον μαθητή η κυριότητα του προβλήματος και της διαδικασίας λύσης, δεν σημαίνει ότι κάθε δραστηριότητα ή κάθε λύση είναι επαρκής. Ο κρίσιμος στόχος είναι η υποστήριξη στον μαθητή να γίνει ένας αποτελεσματικός στοχαστής. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί αναλαμβάνοντας πολλούς ρόλους, όπως ως σύμβουλος και προπονητής.
Μερικές στρατηγικές για συνεργατική μάθηση περιλαμβάνουν:
- Αμοιβαίες ερωτήσεις : οι σπουδαστές δουλεύουν μαζί για να ρωτήσουν και να απαντήσουν ερωτήσεις
- Τάξη αλληλοδιδακτικής (Jigsaw Classroom): οι σπουδαστές γίνονται “ειδικοί” σε ένα μέρος του έργου μιας ομάδας και το διδάσκουν στους άλλους στην ομάδα τους
- Δομικές αντιπαραθέσεις (Structured Controversies): Οι σπουδαστές δουλεύουν μαζί για για να ερευνήσουν μια συγκεκριμένη αντιπαράθεση
Ένα παραπέρα χαρακτηριστικό του ρόλου του διευκολυντή στην άποψη του κοινωνικού εποικοδομισμού είναι ότι ο δάσκαλος και οι μαθητές εμπλέκονται εξίσου μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι η εμπειρία της μάθησης είναι ταυτόχρονα υποκειμενική και αντικειμενική και απαιτεί ο πολιτισμός του δασκάλου, οι αξίες και το υπόβαθρο να γίνουν ένα βασικό κομμάτι της αλληλεπίδρασης μεταξύ μαθητών και εργασιών με τη μορφή του νοήματος. Οι μαθητές συγκρίνουν την δική τους έκδοση της αλήθειας με την αντίστοιχη του δασκάλου και των συμμαθητών τους για να πάρουν μια νέα, κοινωνικά δοκιμασμένη έκδοση της αλήθειας. Η εργασία ή το πρόβλημα είναι συνεπώς η διεπαφή μεταξύ του δασκάλου και του μαθητή (McMahon 1997). Αυτό δημιουργεί μια δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ εργασίας, δασκάλου και μαθητή. Αυτό επιβάλλει ότι οι μαθητές και οι δάσκαλοι πρέπει να αναπτύξουν μια συνειδητοποίηση όλων των απόψεων και έπειτα να κοιτάξουν τις δικές τους πεποιθήσεις, πρότυπα και αξίες, όντας συνεπώς υποκειμενικοί και αντικειμενικοί ταυτόχρονα.
Κάποιες μαθησιακές προσεγγίσεις που θα μπορούσαν να τρέφουν αυτήν τη διαδραστική μάθηση περιλαμβάνουν την αμοιβαία διδασκαλία, την ομότιμη συνεργασία, γνωστική μαθητεία (cognitive apprenticeship), τη διδασκαλία μέσα από επίλυση προβλημάτων, τη διαδικτυακή αναζήτηση, την διδασκαλία με σύνδεση και άλλες προσεγγίσεις που περιλαμβάνουν μάθηση με άλλους.
Συνεργασία μεταξύ μαθητών
Οι μαθητές με διαφορετικές ικανότητες και υπόβαθρα πρέπει να συνεργάζονται στις εργασίες και στις συζητήσεις για να φτάσουν σε μια κοινή κατανόηση της αλήθειας σε ένα συγκεκριμένο πεδίο.
Τα περισσότερα πρότυπα κοινωνικού εποικοδομισμού τονίζουν επίσης την ανάγκη για συνεργασία μεταξύ των μαθητών, σε άμεση αντίθεση με τις παραδοσιακές ανταγωνιστικές προσεγγίσεις.
Επίδραση στην επιστήμη των υπολογιστών
Ο εποικοδομισμός έχει επηρεάσει το μάθημα του προγραμματισμού και της επιστήμης των υπολογιστών. Μερικές διάσημες γλώσσες προγραμματισμού έχουν δημιουργηθεί, ολικώς ή μερικώς, για εκπαιδευτική χρήση, για να υποστηρίξουν την θεωρία του δομισμού του Σέυμουρ Παπέρτ. Αυτές οι γλώσσες έχουν επίσης δυναμικούς τύπους και Ανάκλαση (υπολογιστές). Η Logo είναι η πιο γνωστή από αυτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου