Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

Ο έρωτας ως άλλοθι

Εγώ δεν κάνω σεξ, κάνω έρωτα - μήπως δεν κάνω τίποτα από τα δύο;

«Εγώ δεν κάνω σεξ, κάνω έρωτα» - ο έρωτας ως άλλοθι του σεξουαλικού πόθου.
«Εγώ δεν κάνω σεξ, κάνω έρωτα» - ο έρωτας ως άλλοθι του πόθου.
«Εγώ δεν κάνω σεξ, κάνω έρωτα» - έρωτας και πόθος στο μίξερ.

Η φράση αυτή, σε ένα πρώτο άκουσμα, φαίνεται σαν να «ξεκαθαρίζει» κάποια πράγματα. Όμως, ποια ακριβώς πράγματα; Και, μήπως, αντί να ξεκαθαρίζεται οτιδήποτε, πρόκειται για έναν περίτεχνο ελιγμό (ασχέτως αν υπάρχει πρόθεση ή όχι), με τον οποίο ο έρωτας χρησιμοποιείται ως άλλοθι της σεξουαλικής μας ανάγκης; Μήπως, από μία άποψη, πρόκειται για ένα ακόμη χωνεμένο και άριστα καλυμμένο ταμπού μιας πατριαρχικής νοοτροπίας;

Ας δούμε κάποιες πιθανές αναγνώσεις αυτής της δήλωσης, για όλους τους παραπάνω λόγους.
Το προφανές κυριολεκτικό και γενικό νόημα της φράσης

Φυσικά, εν πρώτοις, καταλαβαίνουμε το προφανές νόημα της φράσης, αν μείνουμε κυρίως στον απλό συνδυασμό των λέξεων. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να σημαίνει κάτι σαν: «Εγώ προτιμώ να κάνω σεξ όταν ερωτεύομαι, από το να κάνω σεξ χωρίς να είμαι ερωτευμένος». Θα δήλωνε δε κάτι καθαρό, μια επιλογή, μια στάση με προσωπική ευθύνη.

Κάτι ανάλογο ισχύει και αν κάποιος πει ότι την καταλαβαίνει ως δήλωση προθέσεων, ορίων: «Κοίτα, μη νομίζεις ότι μ’ ενδιαφέρει μια νέτη σκέτη σεξουαλική εκτόνωση» – ανεξάρτητα αν κάτι τέτοιο μπορεί πάντα να ειπωθεί σταράτα, άμεσα, χωρίς να είναι καν κρυπτογραφημένο στη φράση μας.

Και βέβαια κάποιος μπορεί να αντιληφθεί αυτήν τη φράση (όπως και κάθε φράση) με τον δικό του τρόπο, αφού είναι αυτονόητο ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ακριβώς, τι και με ποια απόχρωση την εννοεί ή τι υπονοεί κάτω από τις λέξεις, εάν δεν ρωτήσει τον ίδιο.

Ωστόσο, υπάρχει μια πιθανή ανάγνωση που μπορεί να είναι εξαιρετικά «ύποπτη».

Το νόημα της φράσης σε ένα άλλο φόντο.

Χωρίς να γίνομαι ισοπεδωτικός, είμαι της άποψης ότι κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει με το νόημα αυτής της δήλωσης - ιδιαίτερα αν σκεφτούμε το σημερινό λαβυρινθώδες φόντο των συναντήσεών μας, με τον νεοσυντηρητισμό τους και τις συγχύσεις του πάμφτωχου λεξιλογίου τους. Κι αυτό είναι, πάντοτε κατά τη γνώμη μου, το εξής:

Η συγκεκριμένη έκφραση συχνότατα υπονοεί κυρίως μια προκατάληψη, έναν «ρατσισμό» ως προς τη σεξουαλική μας ανάγκη. Οπότε, αν την ακούσουμε στο φόντο της προκατάληψης αυτής, ίσως είναι δυνατόν να φέρει και τα εξής νοήματα:

Να δηλώνει ότι υπάρχει κάτι που λέγεται «σεξ», το οποίο, επειδή είναι ποταπό και φτηνιάρικο, χρειάζεται να φιλτραριστεί στο φόντο του έρωτα για να γίνει έγκριτο, αποδεκτό, αλλά τότε λέγεται «κάνω έρωτα».

Να δηλώνει ότι το «σκέτο» σεξ, χωρίς έρωτα, δεν περιλαμβάνει καθόλου συναισθήματα – ή, και αν περιλαμβάνει, το «σεξ με οποιαδήποτε άλλα συναισθήματα» διαχωρίζεται από το «σεξ με τα συναισθήματα του έρωτα».

Να εισάγει ένα είδος «κάθετης» ποιοτικής αξιολόγησης. Αν πω «εγώ δεν παίζω μπάσκετ, παίζω βόλεϊ», δεν ακούγεται κάποια ηθικού τύπου αξιολόγηση, σύμφωνα με την οποία το μπάσκετ είναι «καλύτερο», από το βόλεϊ. Σε θέματα όμως καυτά και ιδιαιτέρως φορτισμένα για τις κοινωνικές μας νόρμες, όπως είναι το σεξ, τα πράγματα αλλάζουν.

Στην εν λόγω φράση που μας απασχολεί, έτσι όπως είναι δομημένη, υπάρχει ο απόηχος μιας αόριστης ηθικής τάξης. Σύμφωνα με αυτήν, το «σεξ με έρωτα», μοιάζει να θεωρείται υψηλό, ανώτερο, σε «καλύτερη» θέση από το σεξ το οποίο συνοδεύουν οποιαδήποτε άλλα συναισθήματα, ή από το λεγόμενο «σκέτο σεξ», το οποίο συνήθως νοείται ως βρόμικο, χωρίς κανένα συναίσθημα.

Άρα, εγώ που κάνω έρωτα και όχι σεξ αποκτώ αξία στα μάτια τα δικά μου και των άλλων, δηλώνω ότι είμαι ένα ον που κινείται σε ανώτερα επίπεδα και όχι στα φτηνά του σκέτου σεξ ή του σεξ με οποιαδήποτε άλλα συναισθήματα εκτός από αυτά του έρωτα.

Ιδιαιτέρως με τη χρήση της λέξης «έρωτας», είναι σαν η φράση αυτή να μας λέει ότι «δεν κάνω ακριβώς σεξ, αλλά πραγματώνω τον έρωτά μου μέσω του σεξ, χρησιμοποιώ το σεξ ως ένα εργαλείο, ένα στοιχείο του έρωτά μου, ο οποίος παραμένει το κέντρο βάρους της εμπειρίας μου».

Η αυτονομία και η ολότητα του σεξουαλικού πόθου

Όταν μιλούμε για αγάπη, έρωτα και σεξουαλικό πόθο, εννοούμε τρεις μεγάλες ομάδες αναγκών, εκ των οποίων η κάθε μία αποτελείται από πολλές επί μέρους ανάγκες.

Οι τρεις αυτοί μεγάλοι «αστερισμοί» αναγκών, αν και σαφέστατα συναντιούνται και τέμνονται μερικώς, αντιπροσωπεύουν εν πολλοίς αυτόνομες στον πυρήνα τους εκδηλώσεις της ύπαρξής μας. Αποκτούν δε την ταυτότητά τους ως εξής:

* Στην «αγάπη» μεταξύ συντρόφων, το χρώμα δίνουν οι επί μέρους ανάγκες για ψυχική εγγύτητα, συμπόρευση, επίγνωση αλλά και αποδοχή της αναπόφευκτης διαφορετικότητάς μας.
* Στον «έρωτα», αντιθέτως, κυριαρχούν οι επί μέρους ανάγκες μας να ξεχάσουμε τη διαφορετικότητά μας, να υπερβούμε τα όρια του προσωπικού μας σύμπαντος, να χάσουμε την ατομικότητά μας βουτώντας στο ομοιογενές σύνολο που συνεπάγεται η απόλυτη, ιδανική ένωση με τον Άλλον - βλ. το σχετικό άρθρο μου «Οδεύοντας προς τον έρωτα: Πίσω από τις κουίντες».
* Στη «σεξουαλικότητά» μας, στο προσκήνιο βρίσκονται οι επί μέρους ανάγκες μας να κατέβουμε στις χθόνιες ρίζες μας, να χαρούμε το άρωμα, τον ιδρώτα, το σμήγμα, τις εκκρίσεις των ζωντανών, παλλόμενων σωμάτων, να έρθουμε σε επαφή με κύριο όχημα τη φυσική μας διάσταση, «εντός» των σωμάτων μας.

Επίσης, το σεξ (όπως και ο έρωτας και η αγάπη και κάθε άλλο βίωμά μας) είναι πάντα ένα βίωμα ολιστικό, αφού σε κάθε εμπειρία μας, λόγω της κατασκευής μας, πάντα συμπράττουν νους, σώμα συναίσθημα. Αυτό το «τριπλό ολιστικό πακέτο» πραγματώνεται έτσι κι αλλιώς κάθε φορά που κάνουμε σεξ, απλώς με διαφορετικές αναλογίες και ποιότητες, ανάλογα με την εκάστοτε κατάσταση, την ανάγκη και το νόημα που δίνουμε σε κάθε κατάσταση.

Δηλαδή, μπορεί να κάνουμε σεξ με πάμπολλα συναισθήματα που παράγονται για χίλιους λόγους: επειδή είμαστε ερωτευμένοι, επειδή αγαπούμε, επειδή απλώς ποθούμε, επειδή, επειδή, επειδή κλπ - και κάθε φορά είναι μια διαφορετική εμπειρία στο σύνολό της.

Πάντα είναι όμως σεξ με νου, σώμα, συναίσθημα, ανεξαρτήτως ποιο συναίσθημα είναι αυτό.

Μεταμοντέρνα ηθικολογία

Όπως και να το δούμε, το σώμα, τόσο κάποιου που κάνει σεξ με οποιαδήποτε συναισθήματα όσο και του ερωτευμένου, χυμάει μπροστά με ασυγκράτητη ορμή, πρωταγωνιστεί.

Ο σεξουαλικός πόθος, με ή χωρίς έρωτα, πάντα ξεχύνεται ασυγκράτητος ούτως ή άλλως από τα πρωτογενή υπόγεια, από τα σπλάχνα μας και από τους πυρήνες των κυττάρων μας. Δεν χρειάζεται γαρνίρισμα. Δεν είναι κατώτερος θεός.

Με άλλα λόγια, το σεξ μπορεί, με δική μας ευθύνη, να συμπράττει κατά βούληση με μια τεράστια γκάμα συναισθημάτων και επιλογών κι όχι μόνο αυτών του έρωτα ή της αγάπης. Στην περίπτωση που η φράση «δεν κάνω σεξ αλλά κάνω έρωτα» έχει συνειδητά ή (συνήθως) ασυνείδητα την προκατάληψη για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, τότε, δεν κάνουμε ούτε σεξ ούτε έρωτα, ούτε καν αυνανιζόμαστε.

Απλώς ησυχάζουμε ενοχές και ντροπές που έχουμε ενδοβάλλει (που έχουμε «καταπιεί»).

Ο σεξουαλικός πόθος δεν ξεκινά από τα πάνω πατώματα της ύπαρξής μας. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να μετουσιώνεται ήδη εν τη γενέσει του στα εκλεπτυσμένα, αριστοκρατικά στρώματα της συναισθηματικής σφαίρας του ερωτευμένου.

Αλλά και γενικότερα, ο πόθος δεν χρειάζεται να μετουσιώνεται στη σφαίρα οποιωνδήποτε συναισθημάτων που υποθετικά αναλογούν σε ένα «ανώτερο» επίπεδο ύπαρξης, έτσι ώστε η «κατώτερη» σεξουαλικότητα να υπηρετεί τα όποια «ανώτερα» συναισθήματά μας.

Η ανάγκη να εξιλεώνουμε τη σεξουαλικότητά μας «καπελώνοντάς» την υποχρεωτικά με τα συναισθήματα του έρωτα ως άλλοθι για να την αποδεχτούμε, θα λέγαμε ότι είναι ένα πανίσχυρο και πολύ ύπουλο πατριαρχικό ταμπού. Ένα ταμπού άψογα καλυμμένο πίσω από αυθαίρετες βαθμολογίες συστημάτων πεποιθήσεων και αξιών.

Είναι τεράστιο το κόστος της μετάλλαξης του έρωτα και του σεξουαλικού πόθου, δύο μεγαλειωδών φαινομένων της ανθρώπινης ζωής, στριμώχνοντάς τα αμφότερα σε ένα στενό καλάθι ηθικολογίας, μεταμορφωμένης σε μεταμοντέρνα θεώρηση.

Δεν είναι δύσκολο, σε όλα αυτά, να διαπιστώσουμε αδιόρατα ίχνη βολικά σμιλεμένων χριστιανικών ιδεών, τα οποία στηρίζουν την όλη μετάλλαξη.

Ανάλογα, θα δούμε να καταλύουν τη μετάλλαξη αυτή και πολλές μεταμοντέρνες ιδέες περί πνευματικότητας. Εννοώ τα αμέτρητα πλέον ιδεολογικά κατασκευάσματα που είναι τερατωδώς δομημένα με κατάχρηση ιδεών από διάφορες παραδόσεις και θρησκείες ενώ, επίσης, οι ιδέες αυτές συνδυάζονται αφελώς με απόψεις της σύγχρονης φυσικής.

Τα αποτελέσματα; Πολλά και καταστροφικότατα. Ο υπερτονισμός της αγάπης, η καταπίεση της θετικής σκέψης, της αδιάλειπτης αισιοδοξίας, της υποχρεωτικής συγχώρεσης, της επιβεβλημένης πόλωσης θετικών και αρνητικών σκέψεων.

Και βέβαια, ανάμεσα σε όλα αυτά είναι και ο διωγμός του σώματος ως κάτι λίγο, ηθικά φτηνό, σε σχέση με την ανυπέρβλητη ηθική αξία μιας αυθαίρετα οριζόμενης πνευματικής οδού, στην οποία το υλικό μας μέρος είναι εμπόδιο και πρέπει να πεταχτεί βάναυσα στα Τάρταρα. Οπότε, αφού το σεξουαλικός πόθος έχει ως πρωταγωνιστεί το σώμα, πρέπει να εξοριστεί ή τουλάχιστον να υποστεί καθοριστική μετάλλαξη, μπαίνοντας στην υπηρεσία του έρωτα και της συναισθηματικής μας σφαίρας.

Η καταδίκη του σεξουαλικού πόθου

Για όλους τους παραπάνω λόγους, θεωρώ ότι η φράση του τίτλου αυτού του άρθρου, κάποιες φορές, τοποθετεί στο εκτελεστικό απόσπασμα τον σεξουαλικό πόθο.

Ταυτόχρονα, πυροδοτεί και μια αλυσίδα άλλων επιπλοκών στις σχέσεις, γιατί η κάθετη ηθική που πολώνει τον έρωτα και το σεξ σε «ανώτερο vs. κατώτερου», περνά και μολύνει τα πρόσωπα με τα οποία συναντιόμαστε και ψάχνουμε το πώς να χτίσουμε ένα κοινό μονοπάτι.

Για παράδειγμα, κάποιοι ισχυρίζονται ότι το σεξ είναι για να «ικανοποιούμε την ανάγκη μας» και το «κάνω έρωτα» αναφέρεται σε κάποιον που αγαπούν.

Όμως, έτσι, θεωρώ ότι:

* Αδικείται το πρόσωπο με το οποίο κάποιος πάει «για να ικανοποιήσει την ανάγκη του», καθώς αυτό το πρόσωπο στριμώχνεται σε έναν συγκεκριμένο «δευτεροκλασάτο» ρόλο - «αυτός ή αυτή δεν κάνουν για άλλα πράγματα, μόνο για γούστα».

* Αδικείται το αγαπώμενο πρόσωπο, γιατί επίσης στριμώχνεται Προκρούστεια σε έναν ρόλο μαμάς - νοικοκυράς «α!, εγώ τη γυναίκα τη θέλω κυρία, σεμνή στο κρεβάτι, γιατί αν εκεί θέλει τρελά πράγματα, ποιος ξέρει με πόσους τα έκανε ήδη ή ποιον θα ψάξει να βρει να κάνει αυτά τα γούστα της», ή «καλός κουβαλητής, καλός άνθρωπος, αλλά λίγο βαρετός και δεν λέει και πολλά σαν εραστής, αλλά, πάλι, τι να κάνεις...»

* Αδικείται το ίδιο το πρόσωπο που κάνει αυτόν τον κάθετο ηθικό διαχωρισμό, καθώς τέμνει και κλείνει σε «κουτάκια» τις ανάγκες του και, παράλληλα, αδικούνται ο ίδιος ο έρωτας, η αγάπη και ο σεξουαλικός πόθος.

Άλλωστε, το «σεξ+ αγάπη/έρωτας» σε μία φάση ζωής και σε μία συγκεκριμένη συμπόρευση με κάποιον, δεν σημαίνει ότι θα είναι πάντα το ίδιο, ακόμα και μετά 3 ή 5 μόνο χρόνια σχέσης. Με τη ροή του χρόνου, ο συνδυασμός των στοιχείων της εξίσωσης αλλάζει, γιατί αλλάζουμε και εμείς και ο άλλος. Και τότε;

Τότε, αν έχουμε κλεισμένο σε τετραγωνάκια και τον εαυτό μας, τον άλλον και τη σχέση μας, να οι ενοχές και πάλι ενοχές που αλλάζω, που αλλάζεις, που αλλάζει η σύνδεσή μας, που πιθανά θέλω πλέον να παραβώ τις αγγελικές «ηθικές» μου αξίες γιατί με «τραβά» κάτω ο σατανικός πόθος.

Τελικά, όταν πολώνουμε την αναζήτηση του άλλου, όταν δηλαδή κρατούμε τον έναν συνοδοιπόρο μας σε εικόνισμα άσηπτο και άγιο και τον άλλον σε βιτρίνα πορνείου, μοιράζουμε απλώς ρόλους: σκηνοθετούμε τη ζωή μας και τις συναντήσεις μας με βάση ταμπού και προκαταλήψεις, που συχνά αλληλοενισχύονται με τραύματα και αποθηκευμένο υλικό στον μη συνειδητό χώρο της Σκιάς μας.

Στερούμε φασιστικά από εμάς και από το άλλο πρόσωπο τη δυνατότητα αλλαγής, του προχωρήματος, της συνδιαμόρφωσης της όποιας κοινής μας πορείας, της αυθεντικότητας των αλλαγών μας - άρα και της αυθεντικής μας σχέσης.

Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

Κι έτσι, στις μέρες μας, η φράση του τίτλου ίσως γίνεται συχνά μια μοδάτη υπεκφυγή, ένα είδος ρούχου, το οποίο φορά κάποιος για να ανέβει βαθμίδες στην κλίμακα μιας ιδιάζουσας ψευδοφιλελεύθερης ηθικής των σχέσεων· ή, με άλλα λόγια, για να καλύψει κάποια υποθετικά ισχύοντα κριτήρια αξίας της εικόνας του στα δικά του μάτια ή στα μάτια των άλλων.

Εντούτοις, σημειώνω ότι με όλα αυτά δεν θέλω να πω ότι η έκφραση «κάνω σεξ» θα έπρεπε να αντικαταστήσει την έκφραση «κάνω έρωτα».

Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να φανταστώ ποια ή ποιες εκφράσεις θα ήταν καταλληλότερες.

Αυτό που όμως σίγουρα γνωρίζω, είναι ότι νους και γλώσσα χρειάζονται νέους και καθαρούς χώρους, νέες άνετες αναπνοές, για να επινοήσουν εκφράσεις που να αντικατοπτρίζουν καίρια αυτό που μπορούν να κάνουν σήμερα δύο άνθρωποι όταν χαίρονται ο ένας τον άλλον με αμέτρητους τρόπους και σε αμέτρητα πλαίσια.

Η έκφραση «κάνω έρωτα», όταν χρησιμοποιείται ως υπεκφυγή, είναι διάτρητη.

Το ίδιο όμως ισχύει αν πω «κάνω σεξ» με μια ελευθεριάζουσα χροιά ή με τη σύγχρονη ωμότητα των σεξουαλικών συναντήσεων, από την οποία σχεδόν υποχρεωτικά πρέπει να λείπει κάθε στοιχείο συναισθήματος και κομψής προσέγγισης.

Φαίνεται ότι, τελικά, όσο το λεξιλόγιό μας παραμένει φτωχό στα περί σχέσεων, η κατάσταση όσον αφορά τους τρόπους με τους οποίους συναντιούνται το σεξ με τον έρωτα, είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

Επίλογος

Μερικές πιθανά χρήσιμες ερωτήσεις στον εαυτό μας:

* Τι συναισθήματα δημιουργούνται ανάλογα με το εκάστοτε πλαίσιο στο οποίο επιλέγω να εκφράζω τη σεξουαλική μου ανάγκη;
* Πώς σχετίζονται αυτά τα συναισθήματα μεταξύ τους, κατά πόσον είναι ενδεχομένως αντιφατικά;
* Πώς διαχειρίζομαι αυτά τα συναισθήματα;
* Ποιος είναι ο τωρινός μου τρόπος διαχείρισης της σεξουαλικής μου ανάγκης και πώς είμαι εγώ με αυτόν τον τρόπο; - με εκφράζει; αυτο-καταπιέζομαι για χ ή ψ λόγους;
* Τι χρειάζομαι για να νιώσω άνετα σεξουαλικά και πώς νιώθω που χρειάζομαι αυτήν ή την άλλη συνθήκη;
* Προς τα πού χρειάζομαι και θα ήθελα να αναπτύξω τον όποιον τωρινό τρόπο με τον οποίο διαχειρίζομαι τη σεξουαλική μου ανάγκη;

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου