ΙΣΟΚΡ 15.253–257
Εγκώμιο του λόγου και της τέχνης της πειθούς
Ο Ισοκράτης απέδωσε σε φθόνο τις επικρίσεις κατά της ρητορικής και υποστήριξε ότι, όπως δεν θα κατηγορούσε κανείς ποτέ εκείνον που κληροδότησε μια περιουσία, σε περίπτωση που οι κληρονόμοι του δεν τη χρησιμοποιούσαν ορθά, ή τον δάσκαλο της οπλομαχίας, αν οι μαθητές του στασίαζαν τελικά εναντίον της πόλεως, έτσι δεν θα έπρεπε να κατηγορείται και ο δάσκαλος της ρητορικής για ενδεχόμενη κακή χρήση της από τους μαθητές του. Και συνεχίζει:
[253] Οὐκοῦν χρὴ καὶ περὶ τῶν λόγων τὴν αὐτὴν
ἔχειν διάνοιαν ἥν περ καὶ περὶ τῶν ἄλλων, καὶ μὴ περὶ
τῶν ὁμοίων τἀναντία γιγνώσκειν, μηδὲ πρὸς τοιοῦτο
πρᾶγμα δυσμενῶς φαίνεσθαι διακειμένους, ὃ πάντων τῶν
ἐνόντων ἐν τῇ τῶν ἀνθρώπων φύσει πλείστων ἀγαθῶν
αἴτιόν ἐστι. τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις οἷς ἔχομεν, ὅ περ ἤδη
καὶ πρότερον εἶπον, οὐδὲν τῶν ζῴων διαφέρομεν, ἀλλὰ
πολλῶν καὶ τῷ τάχει καὶ τῇ ῥώμῃ καὶ ταῖς ἄλλαις εὐπο-
ρίαις καταδεέστεροι τυγχάνομεν ὄντες· [254] ἐγγενομέ-
νου δ’ ἡμῖν τοῦ πείθειν ἀλλήλους καὶ δηλοῦν πρὸς ἡμᾶς
αὐτοὺς περὶ ὧν ἂν βουληθῶμεν, οὐ μόνον τοῦ θηριωδῶς
ζῆν ἀπηλλάγημεν, ἀλλὰ καὶ συνελθόντες πόλεις ᾠκίσαμεν
καὶ νόμους ἐθέμεθα καὶ τέχνας εὕρομεν, καὶ σχεδὸν
ἅπαντα τὰ δι’ ἡμῶν μεμηχανημένα λόγος ἡμῖν ἐστιν ὁ
συγκατασκευάσας. [255] οὗτος γὰρ περὶ τῶν δικαίων καὶ
τῶν ἀδίκων καὶ τῶν καλῶν καὶ τῶν αἰσχρῶν ἐνομοθέτησεν,
ὧν μὴ διαταχθέντων οὐκ ἂν οἷοί τ’ ἦμεν οἰκεῖν μετ’
ἀλλήλων. τούτῳ καὶ τοὺς κακοὺς ἐξελέγχομεν καὶ τοὺς
ἀγαθοὺς ἐγκωμιάζομεν. διὰ τούτου τούς τ’ ἀνοήτους
παιδεύομεν καὶ τοὺς φρονίμους δοκιμάζομεν· τὸ γὰρ λέγειν
ὡς δεῖ τοῦ φρονεῖν εὖ μέγιστον σημεῖον ποιούμεθα, καὶ
λόγος ἀληθὴς καὶ νόμιμος καὶ δίκαιος ψυχῆς ἀγαθῆς καὶ
πιστῆς εἴδωλόν ἐστι. [256] μετὰ τούτου καὶ περὶ τῶν
ἀμφισβητησίμων ἀγωνιζόμεθα καὶ περὶ τῶν ἀγνοουμένων
σκοπούμεθα· ταῖς γὰρ πίστεσιν, αἷς τοὺς ἄλλους λέγοντες
πείθομεν, ταῖς αὐταῖς ταύταις βουλευόμενοι χρώμεθα,
καὶ ῥητορικοὺς μὲν καλοῦμεν τοὺς ἐν τῷ πλήθει λέγειν
δυναμένους, εὐβούλους δὲ νομίζομεν οἵτινες ἂν αὐτοὶ
πρὸς αὑτοὺς ἄριστα περὶ τῶν πραγμάτων διαλεχθῶσιν.
[257] εἰ δὲ δεῖ συλλήβδην περὶ τῆς δυνάμεως ταύτης
εἰπεῖν, οὐδὲν τῶν φρονίμως πραττομένων εὑρήσομεν
ἀλόγως γιγνόμενον, ἀλλὰ καὶ τῶν ἔργων καὶ τῶν δια-
νοημάτων ἁπάντων ἡγεμόνα λόγον ὄντα, καὶ μάλιστα
χρωμένους αὐτῷ τοὺς πλεῖστον νοῦν ἔχοντας.
Ὧν οὐδὲν ἐνθυμηθεὶς Λυσίμαχος κατηγορεῖν ἐτόλ-
μησε τῶν ἐπιθυμούντων τοιούτου πράγματος, ὃ τοσού-
των τὸ πλῆθος καὶ τηλικούτων τὸ μέγεθος ἀγαθῶν
αἴτιόν ἐστιν.
***
Πρέπει λοιπόν να έχωμεν και διά τους λόγους την ιδίαν γνώμην, την οποίαν έχομεν και περί των άλλων, και να μη κρίνωμεν διαφορετικά τα ίδια πράγματα, ούτε να φαινώμεθα ότι διακείμεθα δυσμενώς προς τοιούτον πράγμα, το οποίον από όλα τα αγαθά τα οποία υπάρχουν εις τον άνθρωπον είναι αίτιον πλείστων αγαθών. Πράγματι με τα άλλα μεν χαρακτηριστικά, τα οποία έχομεν, όπως και προηγουμένως είπον, καθόλου δεν διαφέρομεν των ζώων, αλλ' είμεθα μάλιστα κατώτεροι πολλών και κατά την ταχύτητα και κατά την δύναμιν και τας άλλας ικανότητας δράσεως· επειδή όμως απεκτήσαμεν την ικανότητα του να πείθωμεν αλλήλους και να καθιστώμεν γνωστάς εις ημάς τους ιδίους τας αποφάσεις μας, όχι μόνον απηλλάγημεν του να ζώμεν όπως τα άγρια θηρία, αλλά συγκεντρωθέντες και πόλεις εκτίσαμεν και νόμους εθέσαμεν και τέχνας εύρομεν και σχεδόν όλας τας εφευρέσεις μας ο λόγος είναι εκείνος ο οποίος μας επέτρεψε να τας φέρωμεν εις αίσιον πέρας. Διότι ο λόγος ενομοθέτησε περί των δικαίων και αδίκων και των καλών και αισχρών, άνευ του καθορισμού των οποίων δεν θα ηδυνάμεθα να κατοικώμεν μετ' αλλήλων. Διά του λόγου και τους κακούς εξελέγχομεν και τους αγαθούς εγκωμιάζομεν. Διά του λόγου μορφώνομεν τους έχοντας ανάγκην μορφώσεως και δοκιμάζομεν τους νοήμονας· διότι το να ομιλή τις όπως πρέπει θεωρούμεν ως μέγιστον σημείον της ορθής σκέψεως, και λόγος αληθής, σύμφωνος προς τον νόμον και προς την δικαιοσύνην, είναι εικών ψυχής υγιούς και ευπειθούς. Διά της βοηθείας του λόγου συζητούμεν και περί των δυναμένων να αμφισβητηθούν και ερευνώμεν περί των αγνοουμένων. Διότι τα επιχειρήματα, με τα οποία πείθομεν τους άλλους, μεταχειριζόμεθα, όταν σκεπτώμεθα, και ονομάζομεν ρήτορας εκείνους, οι οποίοι δύνανται να ομιλούν ενώπιον του πλήθους, θεωρούμεν δε ως συνετούς εκείνους, οι οποίοι δύνανται να συζητούν με τον εαυτόν των άριστα περί των διαφόρων υποθέσεων. Εάν δε πρέπει εν συντομία να ομιλήσω περί της δυνάμεως ταύτης, θα εύρωμεν ότι ουδέν εξ εκείνων τα οποία γίνονται με σύνεσιν γίνεται άνευ της βοηθείας του λόγου, αλλ' ότι ο λόγος είναι ο οδηγός όλων και των πράξεων και των σκέψεων και ότι κατ' εξοχήν χειρίζονται αυτόν εκείνοι οι οποίοι είναι πάρα πολύ νοήμονες. Χωρίς λοιπόν να λάβη ο Λυσίμαχος υπ' όψιν κανέν από αυτά, ετόλμησε να κατηγορή εκείνους που επιθυμούν να αποκτήσουν εκείνο το οποίον είναι αιτία τόσον πολλών και τόσον σπουδαίων αγαθών.
Πρέπει λοιπόν να έχωμεν και διά τους λόγους την ιδίαν γνώμην, την οποίαν έχομεν και περί των άλλων, και να μη κρίνωμεν διαφορετικά τα ίδια πράγματα, ούτε να φαινώμεθα ότι διακείμεθα δυσμενώς προς τοιούτον πράγμα, το οποίον από όλα τα αγαθά τα οποία υπάρχουν εις τον άνθρωπον είναι αίτιον πλείστων αγαθών. Πράγματι με τα άλλα μεν χαρακτηριστικά, τα οποία έχομεν, όπως και προηγουμένως είπον, καθόλου δεν διαφέρομεν των ζώων, αλλ' είμεθα μάλιστα κατώτεροι πολλών και κατά την ταχύτητα και κατά την δύναμιν και τας άλλας ικανότητας δράσεως· επειδή όμως απεκτήσαμεν την ικανότητα του να πείθωμεν αλλήλους και να καθιστώμεν γνωστάς εις ημάς τους ιδίους τας αποφάσεις μας, όχι μόνον απηλλάγημεν του να ζώμεν όπως τα άγρια θηρία, αλλά συγκεντρωθέντες και πόλεις εκτίσαμεν και νόμους εθέσαμεν και τέχνας εύρομεν και σχεδόν όλας τας εφευρέσεις μας ο λόγος είναι εκείνος ο οποίος μας επέτρεψε να τας φέρωμεν εις αίσιον πέρας. Διότι ο λόγος ενομοθέτησε περί των δικαίων και αδίκων και των καλών και αισχρών, άνευ του καθορισμού των οποίων δεν θα ηδυνάμεθα να κατοικώμεν μετ' αλλήλων. Διά του λόγου και τους κακούς εξελέγχομεν και τους αγαθούς εγκωμιάζομεν. Διά του λόγου μορφώνομεν τους έχοντας ανάγκην μορφώσεως και δοκιμάζομεν τους νοήμονας· διότι το να ομιλή τις όπως πρέπει θεωρούμεν ως μέγιστον σημείον της ορθής σκέψεως, και λόγος αληθής, σύμφωνος προς τον νόμον και προς την δικαιοσύνην, είναι εικών ψυχής υγιούς και ευπειθούς. Διά της βοηθείας του λόγου συζητούμεν και περί των δυναμένων να αμφισβητηθούν και ερευνώμεν περί των αγνοουμένων. Διότι τα επιχειρήματα, με τα οποία πείθομεν τους άλλους, μεταχειριζόμεθα, όταν σκεπτώμεθα, και ονομάζομεν ρήτορας εκείνους, οι οποίοι δύνανται να ομιλούν ενώπιον του πλήθους, θεωρούμεν δε ως συνετούς εκείνους, οι οποίοι δύνανται να συζητούν με τον εαυτόν των άριστα περί των διαφόρων υποθέσεων. Εάν δε πρέπει εν συντομία να ομιλήσω περί της δυνάμεως ταύτης, θα εύρωμεν ότι ουδέν εξ εκείνων τα οποία γίνονται με σύνεσιν γίνεται άνευ της βοηθείας του λόγου, αλλ' ότι ο λόγος είναι ο οδηγός όλων και των πράξεων και των σκέψεων και ότι κατ' εξοχήν χειρίζονται αυτόν εκείνοι οι οποίοι είναι πάρα πολύ νοήμονες. Χωρίς λοιπόν να λάβη ο Λυσίμαχος υπ' όψιν κανέν από αυτά, ετόλμησε να κατηγορή εκείνους που επιθυμούν να αποκτήσουν εκείνο το οποίον είναι αιτία τόσον πολλών και τόσον σπουδαίων αγαθών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου