Η σιωπή που ακολούθησε απλώθηκε στο άπειρο. Η φωνή Του μετατράπηκε σε θρόισμα.
‘Εγώ είμαι η ελευθερία! – εξήγγειλε – Από τη στιγμή που με συνάντησες, η ζωή σου δεν θα μπορεί πλέον να είναι τόσο ασήμαντη”. Οι λέξεις που ακολούθησαν θα έμεναν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη μου. “Το να εξαρτάσαι είναι πάντα μια προσωπική επιλογή, αν και ακούσια. Τίποτα και κανένας δεν μπορεί να σε αναγκάσει να εξαρτάσαι, μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις”.
Καθώς με κοιτούσε ηθελημένα επίμονα, είπε πως η πιο ατράνταχτη απόδειξη της ακατανοησίας αυτών των αρχών είναι η νοοτροπία να κατηγορεί κανείς τον κόσμο και να μεμψιμοιρεί. Ένας άνθρωπος δεν εξαρτάται από μια επιχείρηση, δεν περιορίζεται από μια ιεραρχία, ή από ένα αφεντικό, αλλά από το φόβο του. Η εξάρτηση είναι φόβος.
“Το να εξαρτάσαι δεν είναι αποτέλεσμα μιας σύμβασης ή ενός συμβολαίου, δεν συνδέεται με κάποιο ρόλο ούτε γεννιέται επειδή κάποιος ανήκει σε μια κοινωνική τάξη… Το να εξαρτάσαι είναι η συνέπεια της υποβάθμισης της ίδιας της αξιοπρέπειας. Είναι το αποτέλεσμα μιας πολτοποίησης του Είναι.
Αυτή η εσωτερική κατάσταση, αυτή η υποβάθμιση, στον κόσμο, παίρνει τη μορφή ενός επαγγέλματος, προσλαμβάνει την όψη ενός εξαρτώμενου ρόλου.
Η εξάρτηση έρχεται, όταν ένας νους γίνεται σκλάβος από εικονικούς φόβους, από τον ίδιο του το φόβο.
Η εξάρτηση είναι το ορατό αποτέλεσμα της υποχώρησης του ‘ονείρου’.”
Αυτό το συμπέρασμα, ο τρόπος που πρόφερε κάθε φορά τη λέξη ‘εξάρτηση’, η αργή απαγγελία των συλλαβών, αποκάλυπταν το πραγματικό τους νόημα που ήταν κρυμμένο πίσω από την πεζότητα της καθημερινής χρήσης.
“Η εξάρτηση είναι μια αρρώστια του Είναι!… Γεννιέται από τη μη ολοκλήρωσή μας. Εξάρτηση σημαίνει να σταματήσεις να πιστεύεις στον εαυτό σου. Εξάρτηση σημαίνει να σταματήσεις να ονειρεύεσαι.”
Όσο αναλογιζόμουν τα λόγια Του εκείνα, τόσο τα ένιωθα να σκαλίζουν μέσα μου. Η αγανάκτησή μου οξύνθηκε τόσο που μετατράπηκε σε οργή. Αυτός ο τρόπος που είχε να διατυπώνει κριτικές για μια τόσο ευρεία κατηγορία ανθρώπων ήταν ανυπόφορος. Τι είχε κάνει η ζωή, η εργασία ενός ανθρώπου, με τα συναισθήματά του ή με τις φοβίες του; Για μένα αυτοί οι δύο κόσμοι, εσωτερικός και εξωτερικός, ήταν ανέκαθεν ξεχωριστοί και έτσι έπρεπε να μείνουν. Πίστευα βαθιά ότι κάποιος θα μπορούσε να είναι σταθερά εξαρτημένος, ενώ εσωτερικά να είναι ελεύθερος. Αυτή η βεβαιότητα τροφοδοτούσε την αγανάκτησή μου.
“Όπως εκατομμύρια άνθρωποι, πέρασες όλη σου τη ζωή κρυμμένος στις πτυχές οργανισμών χωρίς ζωή- με κατηγόρησε- Αντάλλαξες την ελευθερία σου για μια χούφτα απατηλών βεβαιοτήτων.
Ήρθε η ώρα να βγεις από το λήθαργό σου… από την καταχθόνια αντίληψή σου για την ύπαρξη!”
Ποτέ κανείς δεν μου είχε φερθεί με τέτοιο τρόπο.
Αυτό το συμπέρασμα, ο τρόπος που πρόφερε κάθε φορά τη λέξη ‘εξάρτηση’, η αργή απαγγελία των συλλαβών, αποκάλυπταν το πραγματικό τους νόημα που ήταν κρυμμένο πίσω από την πεζότητα της καθημερινής χρήσης.
“Η εξάρτηση είναι μια αρρώστια του Είναι!… Γεννιέται από τη μη ολοκλήρωσή μας. Εξάρτηση σημαίνει να σταματήσεις να πιστεύεις στον εαυτό σου. Εξάρτηση σημαίνει να σταματήσεις να ονειρεύεσαι.”
Όσο αναλογιζόμουν τα λόγια Του εκείνα, τόσο τα ένιωθα να σκαλίζουν μέσα μου. Η αγανάκτησή μου οξύνθηκε τόσο που μετατράπηκε σε οργή. Αυτός ο τρόπος που είχε να διατυπώνει κριτικές για μια τόσο ευρεία κατηγορία ανθρώπων ήταν ανυπόφορος. Τι είχε κάνει η ζωή, η εργασία ενός ανθρώπου, με τα συναισθήματά του ή με τις φοβίες του; Για μένα αυτοί οι δύο κόσμοι, εσωτερικός και εξωτερικός, ήταν ανέκαθεν ξεχωριστοί και έτσι έπρεπε να μείνουν. Πίστευα βαθιά ότι κάποιος θα μπορούσε να είναι σταθερά εξαρτημένος, ενώ εσωτερικά να είναι ελεύθερος. Αυτή η βεβαιότητα τροφοδοτούσε την αγανάκτησή μου.
“Όπως εκατομμύρια άνθρωποι, πέρασες όλη σου τη ζωή κρυμμένος στις πτυχές οργανισμών χωρίς ζωή- με κατηγόρησε- Αντάλλαξες την ελευθερία σου για μια χούφτα απατηλών βεβαιοτήτων.
Ήρθε η ώρα να βγεις από το λήθαργό σου… από την καταχθόνια αντίληψή σου για την ύπαρξη!”
Ποτέ κανείς δεν μου είχε φερθεί με τέτοιο τρόπο.
“Ποιος σου δίνει το δικαίωμα να μου μιλάς έτσι;”- ξέσπασα με προκλητικό ύφος.
“Εσύ”.
Εκείνη η απρόσμενη απάντηση, με περιόρισε σε μια κατάσταση ανημποριάς. Είχα ένα τρομερό αίσθημα ενοχής. Θα ήθελα να κρυφτώ. Ένα ανεξήγητο συναίσθημα ντροπής με έκανε να νιώθω γυμνός μπροστά σε αυτό το όν που ακόμα δεν είχε ένα πρόσωπο. Κάτι με παρότρυνε να το βάλω στα πόδια. Με τις τελευταίες μου δυνάμεις, προσπάθησα να ξεφύγω από εκείνη την κατάσταση που με έσπρωχνε έξω από τα σύνορα του κόσμου.
“Μα πώς θα μπορούσαν οι οργανισμοί να λειτουργήσουν χωρίς υπαλλήλους;» ρώτησα ήρεμα, στην προσπάθειά μου να ξαναοδηγήσω το διάλογο στα πλαίσια της λογικής και της συνοχής. Σιωπούσε. Ενθαρρυμένος από τη σιωπή Του που την πέρασα για αμηχανία, ή ανικανότητα να απαντήσει, επέμεινα: «Εάν δεν υπήρχαν εκείνοι… ο κόσμος θα σταματούσε…”.
“Αντιθέτως! – ανταπάντησε απότομα – Ο κόσμος έχει σταματήσει γιατί υπάρχουν άνθρωποι που εξαρτώνται, άνθρωποι θανάσιμα φοβισμένοι. Έτσι όπως είναι η ανθρωπότητα δεν μπορεί να συλλάβει μια κοινωνία απελευθερωμένη από την εξάρτηση”. Αφού συνειδητοποίησε ότι είχα φτάσει στα όρια των ικανοτήτων μου να κατανοήσω, και τα είχα ήδη υπερβεί, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του και έγινε σχεδόν ενθαρρυντικός.
“Μη φοβάσαι! – τόνισε σαρκαστικά – Όσο θα υπάρχουν άνθρωποι σαν εσένα, τόσο θα υπάρχει και ο κόσμος της εξάρτησης, και θα συνεχίσει να πυκνοκατοικείται”.
Η παύση που ακολούθησε πάγωσε την ατμόσφαιρα γύρω μας. Ο τόνος της φωνής Του από χαμηλός και ειρωνικός έγινε σκληρός σαν ατσάλι. “Εσύ!… δεν θα μπορείς πλέον να ανήκεις εκεί… γιατί συνάντησες Εμένα!”. Ένιωσα ένα φωτεινό νυστέρι να τρυπάει, επώδυνα, τα αποσκληραμένα υποστρώματα των σκέψεων και των ανόητων συναισθημάτων.
“Η εξάρτηση είναι η άρνηση του ονείρου – συνέχισε – Η εξάρτηση είναι η μασκαράτα που φοράνε οι άνθρωποι για να κουκουλώσουν την απουσία της ελευθερίας, την άρνηση της ζωής”.
Εκείνη τη λέξη, ‘υπάλληλος’, την είχα ακούσει και προφέρει πολλές φορές, αλλά μόνο μετά από εκείνη την πρώτη συνάντηση συνειδητοποίησα όλη της τη θλιβερότητα. Η υπαλληλική κατάσταση αποκαλυπτόταν ως σύγχρονη προέκταση της αρχαίας δουλείας. Μια κατάσταση εσωτερικής ανωριμότητας, υποταγής. Από μια χαραμάδα της συνείδησης, είδα ανθρώπινα πλήθη καταδικασμένα στη μοίρα του Σίσιφου, αλυσοδεμένα, να επαναλαμβάνουν, χωρίς τέλος, μια εργασία-μόχθο, μια δουλειά που δεν επέλεξαν, μια δουλειά χωρίς δημιουργικότητα.
Οι λέξεις Του είχαν ένα ιερατικό ύφος όταν έλεγε: “Μια μέρα μια ονειροπόλα κοινωνία δεν θα εργάζεται πλέον. Μια ανθρωπότητα που αγαπάει θα είναι αρκετά πλούσια για να ονειρεύεται, και θα είναι πάμπλουτη επειδή ονειρεύεται.
Το σύμπαν είναι απολύτως άφθονο, είναι το υπερχειλισμένο Κέρας της Αμάλθειας με όλα εκείνα που επιθυμεί η καρδιά ενός ανθρώπου… Σε ένα τέτοιο σύμπαν είναι αδύνατο να υπάρχει ο φόβος της ανεπάρκειας. Μόνο άνθρωποι σαν εσένα, εγκλωβισμένοι στο φόβο και στην αμφιβολία, μπορούν να είναι φτωχοί και να διαιωνίζουν την εξάρτηση και τη μιζέρια στον κόσμο”.
“Μα εγώ δεν είμαι φτωχός!” – ούρλιαξα με πνιγμένη από την αγανάκτηση φωνή “Γιατί το λες αυτό;”. Προσπαθούσα μέσα μου να δικαιολογηθώ και συνάθροιζα όλους τους πιθανούς λόγους για να αποδείξω τον παραλογισμό εκείνης της κατηγορίας. Σιωπούσε. “Εγώ δεν είμαι φτωχός!! -ούρλιαξα ξανά – “Έχω ένα ωραίο σπίτι, έχω μια διευθυντική θέση, έχω φίλους που με εκτιμούν… έχω δύο παιδιά για τα οποία είμαι πατέρας και μητέρα…”. Εδώ σταμάτησα, καταβεβλημένος από εκείνη την ανυπόφορη αδικία και την αβάσιμη προσβολή.
“Φτώχεια σημαίνει να μη βλέπεις τα όριά σου… – διευκρίνισε – Το να είσαι φτωχός σημαίνει ότι παραιτήθηκες από το δικαίωμά σου να είσαι δημιουργός, με αντάλλαγμα μια δουλειά που δεν αγαπάς, που δεν επέλεξες.
Εσύ! – πρόσθεσε όταν ήδη ήλπιζα ότι είχε τελειώσει – είσαι ο πιο φτωχοί μεταξύ των φτωχών. Γιατί ακόμα δεν ξέρεις ποιος είσαι… ‘Λησμόνησες’! Σε κανέναν άλλον δεν έδωσα τόσες ευκαιρίες για να τα καταφέρει.
Αυτή είναι η τελευταία φορά».
Το αίσθημα προσβολής και αδικίας, που είχε εισβάλλει σε κάθε γωνιά της υπόστασής μου, εξαφανίστηκε μεμιάς και κάθε μου άμυνα υποχώρησε και από τα συνεχή χτυπήματα του κριού. Ένιωσα να κλονίζονται τα γηραιά θεμέλια που στήριζαν την ύπαρξή μου. Οι ριζωμένες πεποιθήσεις κατέρρεαν, σα ναοί που τραντάχτηκαν συθέμελα.
“Άνοιξε τα μάτια σου να δεις την κατάστασή σου και θα μάθεις πόσο πολύ, ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τη μεγαλοπρέπειά του.
Βρισκόμαστε φαινομενικά εδώ στο ίδιο δωμάτιο, κι όμως μας χωρίζουν ατέλειωτοι αιώνες”.
Εκείνες οι λέξεις, σαν τη λάμψη μιας αστραπής που διαπερνάει το σκοτάδι της νύχτας, με έκαναν να διαισθανθώ την απόσταση από εκείνο το όν. Συνειδητοποίησα την ψευτιά της πληγωμένης μου αξιοπρέπειας και τη μηδαμινότητα εκείνου του «εγώ» που είχα προφέρει , σαν μια στριγκλιά στο σύμπαν.
Όπως όταν πέφτει η αυλαία ενός θεατρικού έργου, έτσι κατέρρευσε και η αυταπάτη μου ότι ανήκω στην άρχουσα τάξη, σε μια ελίτ ανθρώπων υπεύθυνων, προικισμένων με θέληση, ανεξάρτητων, κυρίαρχων της ζωής τους. Τα μάτια μου έλαμπαν. Χωρίς να το καταλάβω γλίστραγα στην κινητή άμμο της μεμψιμοιρίας.
Προνοητικά, επενέβη με σκληρότητα, κατευθείαν στο Είναι μου: “Τώρα ξύπνα! Κάνε την επανάστασή σου… Εξεγέρσου ενάντια στον εαυτό σου!” με διέταξε ταράζοντάς με και προσφέροντάς μου μια διέξοδο από το μπουντρούμι όπου ήμουν αμπαρωμένος.
“Ονειρέψου την ελευθερία… την ελευθερία από κάθε περιορισμό… Εσύ είσαι το μόνο εμπόδιο για οτιδήποτε επιθυμείς. Ονειρέψου… Ονειρέψου… Ονειρέψου χωρίς ανάπαυση!
Το όνειρο είναι η μεγαλύτερη πραγματικότητα που υπάρχει”.
“Εσύ”.
Εκείνη η απρόσμενη απάντηση, με περιόρισε σε μια κατάσταση ανημποριάς. Είχα ένα τρομερό αίσθημα ενοχής. Θα ήθελα να κρυφτώ. Ένα ανεξήγητο συναίσθημα ντροπής με έκανε να νιώθω γυμνός μπροστά σε αυτό το όν που ακόμα δεν είχε ένα πρόσωπο. Κάτι με παρότρυνε να το βάλω στα πόδια. Με τις τελευταίες μου δυνάμεις, προσπάθησα να ξεφύγω από εκείνη την κατάσταση που με έσπρωχνε έξω από τα σύνορα του κόσμου.
“Μα πώς θα μπορούσαν οι οργανισμοί να λειτουργήσουν χωρίς υπαλλήλους;» ρώτησα ήρεμα, στην προσπάθειά μου να ξαναοδηγήσω το διάλογο στα πλαίσια της λογικής και της συνοχής. Σιωπούσε. Ενθαρρυμένος από τη σιωπή Του που την πέρασα για αμηχανία, ή ανικανότητα να απαντήσει, επέμεινα: «Εάν δεν υπήρχαν εκείνοι… ο κόσμος θα σταματούσε…”.
“Αντιθέτως! – ανταπάντησε απότομα – Ο κόσμος έχει σταματήσει γιατί υπάρχουν άνθρωποι που εξαρτώνται, άνθρωποι θανάσιμα φοβισμένοι. Έτσι όπως είναι η ανθρωπότητα δεν μπορεί να συλλάβει μια κοινωνία απελευθερωμένη από την εξάρτηση”. Αφού συνειδητοποίησε ότι είχα φτάσει στα όρια των ικανοτήτων μου να κατανοήσω, και τα είχα ήδη υπερβεί, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του και έγινε σχεδόν ενθαρρυντικός.
“Μη φοβάσαι! – τόνισε σαρκαστικά – Όσο θα υπάρχουν άνθρωποι σαν εσένα, τόσο θα υπάρχει και ο κόσμος της εξάρτησης, και θα συνεχίσει να πυκνοκατοικείται”.
Η παύση που ακολούθησε πάγωσε την ατμόσφαιρα γύρω μας. Ο τόνος της φωνής Του από χαμηλός και ειρωνικός έγινε σκληρός σαν ατσάλι. “Εσύ!… δεν θα μπορείς πλέον να ανήκεις εκεί… γιατί συνάντησες Εμένα!”. Ένιωσα ένα φωτεινό νυστέρι να τρυπάει, επώδυνα, τα αποσκληραμένα υποστρώματα των σκέψεων και των ανόητων συναισθημάτων.
“Η εξάρτηση είναι η άρνηση του ονείρου – συνέχισε – Η εξάρτηση είναι η μασκαράτα που φοράνε οι άνθρωποι για να κουκουλώσουν την απουσία της ελευθερίας, την άρνηση της ζωής”.
Εκείνη τη λέξη, ‘υπάλληλος’, την είχα ακούσει και προφέρει πολλές φορές, αλλά μόνο μετά από εκείνη την πρώτη συνάντηση συνειδητοποίησα όλη της τη θλιβερότητα. Η υπαλληλική κατάσταση αποκαλυπτόταν ως σύγχρονη προέκταση της αρχαίας δουλείας. Μια κατάσταση εσωτερικής ανωριμότητας, υποταγής. Από μια χαραμάδα της συνείδησης, είδα ανθρώπινα πλήθη καταδικασμένα στη μοίρα του Σίσιφου, αλυσοδεμένα, να επαναλαμβάνουν, χωρίς τέλος, μια εργασία-μόχθο, μια δουλειά που δεν επέλεξαν, μια δουλειά χωρίς δημιουργικότητα.
Οι λέξεις Του είχαν ένα ιερατικό ύφος όταν έλεγε: “Μια μέρα μια ονειροπόλα κοινωνία δεν θα εργάζεται πλέον. Μια ανθρωπότητα που αγαπάει θα είναι αρκετά πλούσια για να ονειρεύεται, και θα είναι πάμπλουτη επειδή ονειρεύεται.
Το σύμπαν είναι απολύτως άφθονο, είναι το υπερχειλισμένο Κέρας της Αμάλθειας με όλα εκείνα που επιθυμεί η καρδιά ενός ανθρώπου… Σε ένα τέτοιο σύμπαν είναι αδύνατο να υπάρχει ο φόβος της ανεπάρκειας. Μόνο άνθρωποι σαν εσένα, εγκλωβισμένοι στο φόβο και στην αμφιβολία, μπορούν να είναι φτωχοί και να διαιωνίζουν την εξάρτηση και τη μιζέρια στον κόσμο”.
“Μα εγώ δεν είμαι φτωχός!” – ούρλιαξα με πνιγμένη από την αγανάκτηση φωνή “Γιατί το λες αυτό;”. Προσπαθούσα μέσα μου να δικαιολογηθώ και συνάθροιζα όλους τους πιθανούς λόγους για να αποδείξω τον παραλογισμό εκείνης της κατηγορίας. Σιωπούσε. “Εγώ δεν είμαι φτωχός!! -ούρλιαξα ξανά – “Έχω ένα ωραίο σπίτι, έχω μια διευθυντική θέση, έχω φίλους που με εκτιμούν… έχω δύο παιδιά για τα οποία είμαι πατέρας και μητέρα…”. Εδώ σταμάτησα, καταβεβλημένος από εκείνη την ανυπόφορη αδικία και την αβάσιμη προσβολή.
“Φτώχεια σημαίνει να μη βλέπεις τα όριά σου… – διευκρίνισε – Το να είσαι φτωχός σημαίνει ότι παραιτήθηκες από το δικαίωμά σου να είσαι δημιουργός, με αντάλλαγμα μια δουλειά που δεν αγαπάς, που δεν επέλεξες.
Εσύ! – πρόσθεσε όταν ήδη ήλπιζα ότι είχε τελειώσει – είσαι ο πιο φτωχοί μεταξύ των φτωχών. Γιατί ακόμα δεν ξέρεις ποιος είσαι… ‘Λησμόνησες’! Σε κανέναν άλλον δεν έδωσα τόσες ευκαιρίες για να τα καταφέρει.
Αυτή είναι η τελευταία φορά».
Το αίσθημα προσβολής και αδικίας, που είχε εισβάλλει σε κάθε γωνιά της υπόστασής μου, εξαφανίστηκε μεμιάς και κάθε μου άμυνα υποχώρησε και από τα συνεχή χτυπήματα του κριού. Ένιωσα να κλονίζονται τα γηραιά θεμέλια που στήριζαν την ύπαρξή μου. Οι ριζωμένες πεποιθήσεις κατέρρεαν, σα ναοί που τραντάχτηκαν συθέμελα.
“Άνοιξε τα μάτια σου να δεις την κατάστασή σου και θα μάθεις πόσο πολύ, ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τη μεγαλοπρέπειά του.
Βρισκόμαστε φαινομενικά εδώ στο ίδιο δωμάτιο, κι όμως μας χωρίζουν ατέλειωτοι αιώνες”.
Εκείνες οι λέξεις, σαν τη λάμψη μιας αστραπής που διαπερνάει το σκοτάδι της νύχτας, με έκαναν να διαισθανθώ την απόσταση από εκείνο το όν. Συνειδητοποίησα την ψευτιά της πληγωμένης μου αξιοπρέπειας και τη μηδαμινότητα εκείνου του «εγώ» που είχα προφέρει , σαν μια στριγκλιά στο σύμπαν.
Όπως όταν πέφτει η αυλαία ενός θεατρικού έργου, έτσι κατέρρευσε και η αυταπάτη μου ότι ανήκω στην άρχουσα τάξη, σε μια ελίτ ανθρώπων υπεύθυνων, προικισμένων με θέληση, ανεξάρτητων, κυρίαρχων της ζωής τους. Τα μάτια μου έλαμπαν. Χωρίς να το καταλάβω γλίστραγα στην κινητή άμμο της μεμψιμοιρίας.
Προνοητικά, επενέβη με σκληρότητα, κατευθείαν στο Είναι μου: “Τώρα ξύπνα! Κάνε την επανάστασή σου… Εξεγέρσου ενάντια στον εαυτό σου!” με διέταξε ταράζοντάς με και προσφέροντάς μου μια διέξοδο από το μπουντρούμι όπου ήμουν αμπαρωμένος.
“Ονειρέψου την ελευθερία… την ελευθερία από κάθε περιορισμό… Εσύ είσαι το μόνο εμπόδιο για οτιδήποτε επιθυμείς. Ονειρέψου… Ονειρέψου… Ονειρέψου χωρίς ανάπαυση!
Το όνειρο είναι η μεγαλύτερη πραγματικότητα που υπάρχει”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου