Αὐτή τή θεωρία ἀκολουθήσαμε ὡς τώρα.. γυρεύοντας τό γενικό Ἑλληνικό πνεῦμα, ἕνα πνεῦμα ἀνεξάρτητο ἀπό χρόνο καί τόπο, ἕνα κοινό κτῆμα σέ ὅλες τίς ἐποχές καί τά πρόσωπα πού εἶναι γνήσια Ἑλληνικά· γυρεύοντας γνωρίσματα ἤ χαρακτηριστικά πού βρίσκονται μαζί στόν Ὅμηρο καί τό Λουκιανό, στόν Ἡρόδοτο καί τούς ὕστερους ποιητές ἐπιγραμμάτων τοῦ Βυζαντίου. Τώρα πρέπει νά προχωρήσωμε περισσότερο: πρέπει νά ρίξωμε τό βλέμμα μας πέρα ἀπό τίς οὐσιαστικές ἰδιότητες τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Πρέπει νά προσηλώσουμε τή ματιά μας πάνω σέ μίαν ἰδιαίτερη ἀνάπτυξή του, πού εἶναι τόσο σημαντική, ὥστε γιά τό πολύ κοινό σχεδόν παραμέρισε ὅ,τι ἔγινε πρίν καί ὕστερα καί διεκδίκησε γιά τόν ἑαυτό του ἀγέρωχα τό δικαίωμα νά ἀντιπροσωπεύη τήν Ἑλλάδα. Καμιά ἱστορία, ἀλήθεια, τοῦ Ἀγγλικοῦ πνεύματος δέ θά ἦταν τέλεια, ἄν ἀγνοοῦσε τό δέκατο ἔνατο αἰώνα: καμιά ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος δέν εἶναι πλήρης, ἄν ξεχάση τή μορφή πού πῆρε κάπου γύρω στά 500 π.Χ.
Στή νότια παραλία τοῦ κόλπου τοῦ Λάτμου κοιτάζοντας στό σημεῖο ὅπου ὁ Μαίανδρος ἑνώνεται μέ τή θάλασσα βρίσκεται ἡ πόλη Μίλητος. Ἐδῶ, γύρω στίς ἀρχές τοῦ ἕβδομου αἰώνα, ἕνας Ἕλληνας πού τόν ἔλεγαν Θαλῆ εἶδε σάν αἴνιγμα τό γύρω του κόσμο καί ἀποροῦσε τί πραγματικά ἦταν. Τί βρίσκεται πίσω ἀπό τόν κόλπο καί τά βουνά, τίς ἐλιές καί τά ἀμπέλια καί τίς ἄσπρες οἰκοδομές τῆς πατρίδας του; Σκέφτηκε καί κατάληξε στήν κρίση ὅτι ὅλα σέ τελευταία ἀνάλυση ἦταν νερό. Ἀπό τό νερό γεννήθηκαν ὅλα. Παράξενη ἰδέα φαίνεται σέ μᾶς. Ὁ Θαλῆς ὅμως εἶχε ἐπιχειρήματα γι’ αὐτήν. Τό νερό, παρατήρησε, εἶναι παντοῦ καί μπαίνει μέσα στό καθετί. Γαλάζιο ὑγρό, ἔγλειψε τίς ἀκτές τῆς πατρίδας του· ἄσπρο στερεό, ἔπεφτε πάνω στά βουνά ὡς χαλάζι καί χιόνι· ἐφήμερος ὑδρατμός, φυσοῦσε μέσα στά βουνά μέ στεφάνια διάφανης ὁμίχλης. Βρισκόταν στόν οὐρανό, πάνω ἀπό τήν κεφαλή του, καί τίς βροχερές ἡμέρες ἔπεφτε καί ἔδινε τήν εὐφορία στό ἔδαφος τῶν ἀγρῶν του» Παρουσιαζόταν ξαφνικά πάνω στό ἔδαφος σά δρόσος, ἀνάβλυζε ἀπό πηγές, τίς ἡλιόλουστες ἡμέρες ἀνέβαινε στόν οὐρανό σέ σχῆμα μεγάλων ἀδραχτιῶν. Αἷμα γινόταν καί ἔτρεχε μέσα στίς ἴδιες του τίς φλέβες, καί χυμός καί διάσχιζε τούς κορμούς τῶν ἐλιῶν του· μποροῦσε νά τό ἐκθλίψη ἀπό τά κουκούτσια τους· λάδι, ἔτρεφε τή φλόγα τῆς λυχνίας του. Ἄσφαλῶς αὐτό τό πράγμα τό πανταχοῦ παρόν ἦταν τό στοιχεῖο ἀπό τό ὁποῖο ἔγιναν ὅλα. Ἀκόμη καί οἱ θρύλοι ἐπικύρωναν τούτη τήν πίστη· ἡ Τηθύς καί ὁ Ὠκεανός δέν ὀνομάζονταν γονεῖς ὅλων τῶν πραγμάτων καί δέν ὁρκίζονταν οἱ θεοί στά «ὕδατα τῆς Στυγός»; [1].
Λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ συμπολίτης καί μαθητής τοῦ Ἀναξίμανδρος ἀναχωρώντας ἀπο τή σκέψη ὅτι στόν κόσμο ὑπῆρχαν τέσσερα ἁπλά στοιχεῖα, ἡ γῆ, ὁ ἀέρας, ἡ φωτιά, τό νερό, ἔκρινε ὅτι ἦταν ἄτοπο νά τά ἀνάγη κανείς στό νερό καί ἔπεσε ἀπάνω στή σκέψη ὅτι ἡ πρωταρχική πηγή καί τῶν τεσσάρων ἦταν κάτι τό ἀκαθόριστο (ἄπειρον), πού δέν ἦταν γῆ, ούτε ἀέρας, φωτιά, ἤ νερό, ἀλλά πού εἶχε τήν ἱκανότητα νά γίνεται ὅτιδήποτε ἀπό αὐτά· ἀπ’ αὐτό, σκέφτηκε, σχηματίστηκε ὁ κόσμος.
Ὁ ἕβδομος αἰώνας, μέ τό Θαλῆ γιά μαμή, γέννησε ἕνα παράξενο παιδί. Ὡς τότε ἡ Συνήθεια ἦταν ὁ κύριος του κόσμου, χωρίς ἀντίπαλο. Οἱ ἄνθρωποι πίστευαν χωρίς ἀμφιβολια ἤ ἐρώτηση ὅ,τι διάταζεν ἡ αὐθεντία. «Ὅταν δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ὁ Μαρντούκ, ὁ ἡλιακός θεός, ἐνίκησε τόν Τιαμάτ, τό Χάος, πού ἀπό τήν κοιλιά του βγῆκαν ὅλα τά πράγματα, καί τόν ἔσκισε σέ δύο, γιά νά κάμη τόν οὐρανό ἀπό πάνω, τή γῆ ἀπό κάτω»· αὐτά σκέφτηκαν οἱ ἱερεῖς τῆς Βαβυλώνας. «Ὅταν δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ὁ Σού ἀπόσπασε τή θεά Νουίτ ἀπό τήν ἀγκαλιά τοῦ Κέμπ, καί τώρα ἐκείνη κρέμεται ἀπό πάνω του καί αὐτός εἶναι ἡ γῆ ἀποκάτω ἀπό τή Νουίτ»· ἔτσι σκέψτηκε ὁ Αἰγύπτιος. «Τά ἱερά μας βιβλία τό ἀναγράφουν, οἱ ἱερεῖς μας τό διακηρύττουν». Ἀλλά τώρα ὁ Θαλῆς καί ὁ Ἀναξίμανδρος ἐρευνοῦν ποιά εἶναι πραγματικά ἡ σύνθεση τοῦ κόσμου καί ἀντί γιά τόν Τιαμάτ καί τή Νουίτ βρίσκουν μόνο τό νερό, ἤ κάποιο ἀκαθοόριστο στοιχεῖο, νά ἐνεργῆ. Ἡ θεωρία τους, ἀπόλυτα κοιταγμένη, δέν εἶναι πολύ κοιλύτερη ἀπό τή θεωρία τῶν Ἀσσυρίων ἱεραρχῶν. Ἀλλά ἡ στάση τους ἀπέναντι στό ζήτημα εἶναι νέα, καί ἔχει μέσα της τά σπέρματα ἀτελείωτης μεταβολῆς, πού φτάνουν ὡς τήν ἡμέρα πού ὁ πνευματικός τους ἀπόγονος, ὁ Δημόκριτος, θά ἀνακαλύψη ὅτι ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ σχηματίστηκαν ἀπό ἄτομα μέσα στό κενό. Κι οὔτε θά μείνη ἐδῶ τό νέο πνεῦμα. Μαθαίνοντας τό μάθημά τους σέ τοῦτο τό σχολεῖο, ἄλλοι στοχαστές θά στραφοῦν σέ πεδία πιό σπουδαῖα ἀπό τήν κοσμολογία. Παίρνοντας τίς ἁπλές ἀρετές, πού ἡ γηραιή Ἑλλάδα ἀσκοῦσε, χωρίς νά σκέφτεται τό γιατί, θά ἀναλύσουν τή φιλοπατρία, τή δικαιοσύνη, τήν ἀντρεία, τήν ἀρετή, καί πολλές ἄλλες ἀκόμη, ἐρευνώντας τί εἶναι αὐτές οἱ ἰδιότητες καί γιατί οἱ ἄνθρωποι ὄφειλαν νά εἶναι πατριῶτες, δίκαιοι, γενναῖοι, καλοί. Θά ὁρίσουν στόν ἑαυτό τους ἕνα νέο καθῆκον σέ ὅλες τίς περιοχές τῆς ζωῆς,—νά ὑψωθοῦν πάνω ἀπό τό ἁπλό ἔνστικτο καί τή συνήθεια—να ἀνοικοδομήσουν ὅ,τι βροῦν φρόνιμο καί σωστό μέσα τους πάνω στόν ἀσύντριφτο βράχο τοῦ λόγου, γιά νά ἔχουν ἕνα λόγο καί ἕνα ἐπιχείρημα γιά ὅ,τι κάνουν. Ἔτσι οἱ ἀφελεῖς ἐκεῖνες θεωρίες τοῦ Θαλῆ εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγάλα γεγονότα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Κάτι τό καινούργιο μπῆκε μέσα στόν κόσμο, τέτοιο πού δέν μποροῦμε νά τό βροῦμε στίς ἀρχαῖες ἑστίες τοῦ πολιτισμοῦ, οὔτε στήν Ἱερουσαλήμ, οὔτε στή Βαβυλώνα, οὔτε στήν Αἴγυπτο. Ἡ βασιλεία τοῦ ἐθίμου καί τῆς συνήθειας παρῆλθε· ἀπό δῶ καί πέρα οἱ ἄνθρωποι θά βασίζουν τή ζωή τους στό λόγο. Στεκόμαστε δίπλα στό λίκνο τῆς νεογεννημένης σκέψης.
Εἴδαμε τίς σκοτεινές ἀρχές τῆς φιλοσοφίας· πρέπει τώρα ν’ ἀφήσωμε πίσω μας κοντά δυό αἰῶνες, χωρίς νά ξεχνοῦμε βέβαιος ὅτι, ἐνῶ ἐμεῖς μποροῦμε νά κάνωμε πηδήματα, ἡ φύση δέν κάνει (natura nihil facit per soltum), καί ὅτι ἡ σκέψη, πού βρισκόταν σέ σπέρματα στήν Ἑλλάδα πρίν ἀπό τό Θαλῆ, πρίν ἀπό τό δεύτερο μισό του πέμπτου αἰώνα, εἶναι πιά φανερή, ἀκόμη καί στήν ποίηση· ὁλοφάνερη στόν Πίνδαρο καί ὑψηλά ἀναπτυγμένη στόν Αἰσχύλο. Ὅμως τά ὕστερα ἀπό τό 460 π.Χ. χρόνια ἀποτελοῦν τόν πραγματικό αἰώνα τοῦ Λόγου. Πρίν ἀπό τό 460 ἡ σκέψη ἦταν σποραδική, εὐκαιριακή, ἀβέβαιη γιά τόν ἑαυτό της. Μετά τό 460 ἔγινε κτῆμα τοῦ λαοῦ, καθολική, συστηματική: καί γι’ αὐτό, ἄν δέν ἐπιθυμοῦμε ν’ ἀκολουθήσωμε τήν ἱστορία τῆς ἀνάπτυξής της, ἀλλά νά δοῦμε τό οὐσιαστικό της πνεῦμα, θά στραφοῦμε στήν ἐποχή τοῦ Εὐριπίδη, τοῦ Σωκράτη, τοῦ Θουκυδίδη, θά ἀφήσωμε τόν Ἡρόδοτο μέ τό κράμα του ἀπό σκεπτικισμό καί εὐπιστία, μέ τήν ἁγνή του ἐπιθυμία νά κάμη τήν ἱστορία μία «ζήτηση», καί τίς συχνές του ἀποτυχίες στήν προσπάθειά του αὐτή, μέ τούς ἀτελείωτους κακούς οἰωνούς του, τά ὄνειρα, καί τίς θεϊκές ἐπεμβάσεις, μέ τίς ἐμφανίσεις τοῦ τοῦ Πανός, τῆς Ἑλένης καί τοῦ Ἀστροβάκου, καί ἄλλων, μέ τή θεωρία του ὅτι ἕνα ὄνειρο δέν ἀποτελεῖ οἰωνό, δυό ὅμως ὄνειρα ἀποτελοῦν, μέ τό ἄλογο πού γέννησε ἕνα λαγό, καί τό ἐλιόδεντρο πού μεγάλωσε ἕναν πήχη σέ μιά μέρα· καί θά στραφοῦμε πρός τό Θουκυδίδη, πού δέ λέγει τίποτα γιά ὄνειρα ἤ οἰωνούς, καί λίγα πράγματα γιά τούς θεούς, καί πού εἶναι τόσο ψυχρά ἐπιστημονικός στήν ἀφήγησή του γιά τό λοιμό. Ὁ Θουκυδίδης ἦταν νεώτερος σύγχρονος τοῦ Ἡροδότου, διαβάζοντάς τον ὅμως συναισθανόμαστε μεταβολή σά νά πέρασαν αἰῶνες. Τό κύμα τῆς σκέψης πού καταβρέχει τόν Ἀθηναῖο τοῦ αἰώνα τοῦ Περικλέους, ἔχει ὑγράνει τά πόδια τοῦ προκατόχου του· ὄχι περισσότερο. Εἶναι φανερό, στήν Ἀθήνα ἔγινε ἡ πραγματική ἐργασία, καί ἐδῶ ἔβγαλαν τίς πιό βαρυσήμαντες συνέπειές της. Οἱ Ἴωνες φιλόσοφοι ἦταν οἱ μεταλλοδίφες· ἀλλά ἡ Ἀθήνα ἔφτιασε τούς δρόμους καί ἄνοιξε τό ἔδαφος. Οἱ Ἴωνες συνέλαβαν τή σκέψη· ἡ Ἀθήνα τήν ἀνάπτυξε. Ἡ σκέψη ἄρχισε ἔξω ἀπό τήν Ἀττική, χωρίς τήν Ἀττική ὅμως, θά ἀστοχοῦσε στό μεγαλύτερο ἔργο της. Οἱ Ἴωνες τήν εἶχαν μεταχει ριστῆ στά φυσικά φαινόμενα. Εἶχαν δουλέψει στή φυσική ἐπιστήμη καί ἔκαμαν ἀρχή στή μεταφυσική καί τήν ἠθική. Ἀλλά δέν προχώρησαν περισσότερο. Ἀκόμη περισσότερο, οἱ θεωρίες τους ἁπλώνονταν μόνο σέ μιά μικρή τάξη· Οἱ Ἴωνες στοχαστές ζοῦσαν στή μόνωση τῆς μελέτης· ὁ κόσμος περνοῦσε δίπλα ἀπό τίς σπουδές τους χωρίς ἐνδιαφέρον, χωρίς συγκίνηση. Ὅταν ἡ σκέψη ἦρθε στήν Ἀθήνα, ὅλα ἄλλαξαν. Ἡ φυσική ἐπιστήμη πῆγε στό βάθος, καί τό ἐνδιαφέρον πέρασε στά προβλήματα τῆς ἠθικῆς καί τῆς πολιτικῆς. Σ’ αὐτά ἀναπτύχτηκε μέ γοργό βῆμα· εἶχε βρῆ ἕνα μεσάζοντα μέσα στόν ὁποῖο ἡ ζύμωση τοῦ ἔργου προχωρεῖ γρήγορα. Γιατί ἡ κοινωνική ζωή καί ἡ διαγωγή τοῦ ἀτόμου ἀφοροῦν τόν καθένα, ἐνῶ ἡ φυσική ἐπιστήμη εἶναι περιοχή τῶν λίγων. Κάποια στιγμή ὅλη ἡ Ἀθήνα ἄναψε μέ τή νέα αὐτή καί ἐπαναστατική καλλιέργεια. Πιό πέρα: ἀπό μονομανία λίγων πού ἦταν ἡ Σκέψη, ἔγινε κτῆμα ὅλων, καί ἦρθε στή μέση, αὐτό πού πρίν ἀπό τή δική μας ἐποχή δέν ἔχει τόν ὅμοιό του στήν Ἱστορία, ἕνα Σκεπτόμενο Ἔθνος.
Γιά νά γίνη τούτη ἡ πνευματική μεταμόρφωση, πού μέ τόν τρόπο της δέν εἶναι λιγότερο σπουδαία ἀπό τήν Ἀναγέννηση ἤ τήν ἀνατολή τοῦ χριστιανισμοῦ, δυό πράγματα ἦταν ἀναγκαῖα —ἡ εὐκαιρία καί οἱ ἄνθρωποι. Καί τά δυό αὐτά παρουσιάστηκαν στήν Ἀθήνα τόν πέμπτον αἰώνα. Παρουσιάστηκε ἡ εὐκαιρία. Οἱ νίκες πρῶτα στούς Περσικούς πολέμους ἔφεραν μιάν αἴσθηση ἀνύψωσης καί ἐξάπλωσης στήν ἐθνική ζωή. Ὅπως στήν Ἀναγέννηση καί στή Γαλλική Ἐπανάσταση, οἱ καρδιές καί οἱ φαντασίες ὑψώθηκαν πάνω ἀπό τό ἐπίπεδο τῶν κοινῶν πραγμάτων. Νέες φιλοδοξίες καί δραστηριότητες μπῆκαν στή ζωή. Ἡ Ἀθήνα βρισκόταν σέ μιά ἔξαψη, σέ εὐαίσθητη διάθεση. Τόν ἴδιον καιρό ἡ αὔξηση τοῦ ἐμπορίου ἔφερε πλοῦτο καί ὁ πλοῦτος ἔφερε τή χειραφέτηση ἀπό τίς ταπεινές ἀνάγκες, καί ἡ χειραφέτηση ἔφερε τήν ἄνεση, καί ἡ ἄνεση ἄφησε τούς ἀνθρώπους ἐλεύθερους γιά σκέψη. Μία δημοκρατία, τέλος, ἐγκαταστάθηκε, μέσα στήν ὁποία κάθε πολίτης ἔπαιρνε ἄμεσα μέρος στήν κυβέρνηση τῆς χώρας του. Ἡ πολιτική ἔγινε ἡ πιό σπουδαία ὑπόθεση τῆς ζωῆς. Τό τελευταῖο τοῦτο γεγονός ἦταν ἡ ἄμεση αἰτία γιά τόν ἐρχομό τῆς Σκέψης.
Τό Ἀγγλικό ἐνδιαφέρον τρέχει τόσο πολύ πρός τήν πρακτική ζωή, πού δέν εἶναι εὔκολο νά φανταστῆ κανείς ἕνα ἔθνος πού ἀπό ἰδιοσυγκρασία ἀγαποῦσε τή γνώση γί αὐτή τήν ἴδια, πού δέν καταφρονοῦσε τέτοια ἐνδιαφέροντα ὡς ἀκαδημαϊκά, πού θά συνέρρεαν στίς δημόσιες πλατεῖες κάθε μέρα μόνο καί μόνο μέ τήν ἐλπίδα νά δοῦν ἤ ν’ ἀκούσουν κανένα νέο πράγμα. Ἄς φανταστοῦμε ὅμως μία τέτοια κατάσταση πραγμάτων. Ἄς φανταστοῦμε ἀκόμη ὅτι αὐτό τό ἔθνος στερεῖται ὁλότελα ἀπ’ αὐτό πού ὀνομάζομε ἀνώτερη παιδεία. Ἔχουν μερικά στοιχειώδη σχολεῖα, ὅπου διδάσκονται ἀνάγνωση, γραφή, ἀθλητικά, καί μουσική. Ἀλλά δέν ἔχουν δημόσια σχολεῖα, οὔτε πανεπιστήμια. Μεγάλες λανθάνουσες διανοητικές δυνάμεις: ἀλλά τίποτα γιά νά τίς ἀναπτύξη ἤ νά τίς ἱκανοποιήση. Ἀπέραντα καί ἀέναα νερά, μόνο πού τό ἀνθρώπινο ὄν δέν ἔχει ἀκόμη ἐκεῖνον πού θά μποροῦσε νά τά τρυπήση νά χυθοῦν ἔξω. Ἄς φανταστοῦμε ἀκόμη ὅτι γίνεται μιά αἰφνίδια πολιτική μεταβολή στό κράτος τους πού ἐξαιτίας της ἀπό κεῖ καί πέρα ἡ γενιά καί τά πλούτη —ἐκτός ἀπό τά τυχαῖα πλεονεκτήματα τους— δέ λογαριάζονταν καθόλου. Ὅλοι οἱ πολίτες παρακάθονται στή βουλή· κάθε ἀξίωμα ἀπό τόν κυβερνήτη ὡς τόν ὑπάλληλο τῆς πολιτικῆς ὑπηρεσίας εἶναι ἀνοιχτό σέ ὅποιον ἔχει τάλαντο· ἕνας ἀριστοκράτης, ἕνας παντοπώλης, ἕνας βιοτέχνης τό ἴδιο μποροῦν νά γίνουν πρῶτοι ἄρχοντες: τό μόνο πού ἔχουν νά κάμουν εἶναι νά πείσουν τή βουλή νά τούς ἐκλέξη. Σέ τέτοιο κράτος ἡ πρώτη ἀνάγκη εἶναι τό δῶρο τοῦ λόγου: εὔγλωττη, εὔλογη, πειστική γλώσσα. Αὐτός εἶναι ὁ ἕνας δρόμος γιά τήν ἐξουσία. Μ’ αὐτόν μπορεῖ κανείς νά κατορθώση ὁτιδήποτε. Ἀλλά ποῦ θά μάθη τήν τέχνη νά μιλᾶ, καί, ἐκεῖνο πού εἶναι σπουδαιότερο ἀπό τό λόγο, τήν τέχνη νά ξέρη τί θά πῆ; Ἄν μποροῦμε νά συλλάβωμε μέ τό νοῦ μας ἔθνος σέ τούτη τήν κατάσταση, τότε θά ξέρωμε πῶς ἦταν ἡ Ἀθήνα ὕστερα ἀπό τά Μηδικά. Ἡ φαντασία μας θά βοηθηθῆ, ἄν σκεφτοῦμε τό πρόσφατο αἴτημα γιά παιδεία πού ὑπόβαλαν οἱ δικές μας ἐργατικές τάξεις, τίς ὁποῖες, ὅπως καί τούς Ἀθηναίους, ξαφνικά τούς κάλεσαν στά πολιτικά, καί βρῆκαν τόν ἑαυτό τους ἀκατάρτιστο γι' αὐτό τό καθῆκον. Καί ἴσως σέ μερικές σειρές φροντιστηριακῶν μαθημάτων πού τώρα ὀργανώνονται κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση τῆς Ἐκπαιδευτικῆς Ἕνωσης τῶν Ἐργατῶν, μποροῦμε νά δοῦμε, σέ ἀνθρώπους ἱκανούς γιά γνώση, στούς ὁποίους ὡς τώρα τήν εἶχαν ἀρνηθῆ, κάποιαν εἰκόνα τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔρωτος φιλοσοφίας.
Αὐτή ἦταν ἡ εὐκαιρία, καί αὐτή ἔφερε ἄμεσα στήν ἐπιφάνεια καί τούς ἀνθρώπους πού χρειάζονταν. Κάθε σπουδαστής τῶν κλασσικῶν ἔχει σχετιστῆ μέ τό ὄνομά τους· γιά τή φύση τους εἶναι ἱκανός νά ἔχη ἀόριστες ἰδέες. Ἦταν οἱ κεντρικές φυσιογνωμίες στήν Ἑλλάδα τοῦ πέμπτου αἰώνα, ἐνῶ σήμερα μόλις πού ξεχωρίζομε τίς μορφές τους πάνω στό ξεθωριασμένο του πανί. Τά ἔργα τους χάθηκαν, τά ὀνόματά τους σέ μεγάλο βαθμό ξεχάστηκαν, καί τή γνώση μας γι' αὐτούς τήν ἀντλοῦμε προπάντων ἀπό τά ἔργα τοῦ ἐχθροῦ τους καί ἐπικριτῆ τους, τοῦ Πλάτωνα. Πρόκειται γιά τούς σοφιστές.
Δέν εἶναι εὔκολο νά μεταφράση κανείς σέ νεώτερη γλώσσα τή λέξη σοφιστής. Τήν πρώτη στιγμή τό ἰσοδύναμο πού φαίνεται πιό πολύ νά τήν πλησιάζη εἶναι «ἐκπαιδευτικός ἀπατεώνας». Ἄν ἕνας ξένος ἔρχοταν στό Λονδίνο καί ἀνάγγελνε ὅτι ἦταν δάσκαλος τῆς ἀρετῆς καί ἔμπορος τῶν ἀγαθών τῆς ψυχῆς, ὅτι ἀσκοῦσε φανερά ὅ,τι ὁ Σαίξπηρ, ὁ Μίλτων καί ὁ Βύρων ἀσκοῦσαν κρυφά, ὅτι, μέ λίγα λόγια, ἦταν ἐκπαιδευτής τῆς ἀνθρωπότητας, θά τόν ἀπόπεμπαν σάν ἀγύρτη καί μάλιστα φτωχό ἀγύρτη. Ὅμως, σύμφωνα μέ τόν Πλάτωνα, ἔδινε ἐπαγγελίες ἰσοδύναμες μέ αὐτές πού εἶπα[2]. Καί ἄν ἀπό ἁπλή περιέργεια πηγαίναμε στήν αἴθουσα τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ξένου μας καί τόν ἀκούαμε νά λέγη: «ὅσο γιά τούς θεούς δέν μπορῶ νά ξέρω ὅτι ὑπάρχουν ἤ ὅτι δέν ὑπάρχουν: τό σκοτεινό αὐτῶν τῶν ζητημάτων καί ἡ βραχύτητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἐμποδίζουν τέτοια γνώση·»[3] θά μπορούσαμε νά προχωρήσωμε ἐμεῖς περισσότερο καί νά τόν κατηγορήσωμε γιά κάτι περισσότερο ἀπό ἀγυρτεία.
Ὅμως, ὅταν πλησιάσωμε περισσότερο καί τούς δοῦμε ἀπό κοντά, εἶναι δύσκολο νά σκεφτοῦμε ὁλότελα μέ δυσμένεια γιά τούς σοφιστές. Ἀκάλυπτη ἀγυρτεία μέ δυσκολία θά ἔφερνε στά πόδια της τούς μορφωμένους Ἀθηναίους. Οὔτε εἶναι εὔκολο νά στηριχτοῦν οἱ κατηγορίες γιά ἀνηθικότητα. Τίποτα τό ἀνήθικο στήν ἐπαγγελία τοῦ Πρωταγόρα ὅτι ἕνας μαθητής συνδεδεμένος μαζί του θά γύριζε κάθε μέρα στό σπίτι του καλύτερος ἄνθρωπος, ἤ στήν ὑπόσχεση τοῦ Γοργία ὅτι διδάσκει τά ὑψηλότατα καί τά ἄριστα ἀπό τά ἀνθρώπινα πράγματα[4]. Ὁ Πρόδικος ἦταν ὁ συγγραφέας τοῦ γεμάτου ἠθική εὐγένεια μύθου γιά τήν ἐκλογή τοῦ Ἡρακλέους, καί τόν καλοδέχτηκαν στήν ἀντιπνευματική Σπάρτη γιά τή γεμάτη ὑγεία διδασκαλία του. Ἄν ὁ Πρωταγόρας διακήρυξε τήν ἀβεβαιότητά του γιά τήν ὕπαρξη τῶν θεῶν ὁ Γοργίας καί ὁ Πρόδικος παριστάνονται νά προσεύχωνται στούς θεούς. Ἄν μερικοί σοφιστές ἦταν ριζοσπάστες, ἕνας τουλάχιστο ὑποστήριξε τόν Κίμωνα ἐναντίον τοῦ Περικλέους, τούς παλιούς δρόμους ἐναντίον τῶν νέων. Ὄχι, οἱ σοφιστές δέν ἦταν ἐπαναοτατικοί ἤ ριζοσπάστες, ἐκτός σέ ὅσο βαθμό κάθε σκέψη φέρνει μαζί της ἕνα στοιχεῖο ταραχῆς. Ἄν χρειαζόμαστε ἕνα σύγχρονο ἀντίστοιχό τους, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἔκαμαν γιά τήν Ἑλλάδα ὅ,τι οἱ σχολές τῶν ἀνθρωπιστικῶν γραμμάτων καί ἡ νεώτερη ἱστορία κάνουν γιά τούς σπουδαστές τους τῆς Ὀξφόρδης· ἤ ὅ,τι ὀργανώσεις τόσο ποικίλες ὅσο ἡ ἐπέκταση τῶν πανεπιστημιακῶν παραδόσεων, τά φροντιστηριακά μαθήματα, ἡ βιβλιοθήκη γιά ὅλο τόν κόσμο, καί ἄλλες συλλογές καλῶν βιβλίων, συγγραφεῖς σάν τόν Σῶ, τόν Γουέλς καί τόν Τσέστερτον, προσπαθοῦν νά κάμουν γιά τήν Ἀγγλία σά σύνολο. Καί ὅμως, ἄν καί ὑπάρχη κάτι σέ τοῦτες τίς ἀναλογίες, μικρή ἰδέα δίνουν γιά τό τί ἦταν ὁ σοφιστής. Εἶχε κάτι ἀπό ὅλες αὐτές τίς ἐπιδράσεις, ὅμως ἦταν κάτι περισσότερο ἀπό ὁποιανδήποτε ἀπό αὐτές. Ἦρθε ἴσως πολύ κοντά στόν πανεπιστημιακό διδάσκαλο, τόν δόξασε, τόν ἅπλωσε καί τόν ἔφερε σέ ἐπαφή μέ τήν πρακτική ζωή.
Ἕνας πεινασμένος λαός φώναζε τούς σοφιστές καί αὐτοί τόν ἔτρεφαν μέ κάθε τρόπο μέ πνευματική τροφή. Ἔγραψαν γιά λογαριασμό του γραμματική, μουσική, ἰατρική, γεωμετρία, ἀστρονομία, ἔργα τακτικῆς: ἔγραψαν γιά καθετί πού μποροῦσε νά ἔχη ἐνδιαφέρον ἤ νά εἶναι διδακτικό. Ἀλλά τό κύριο θέμα τους ἦταν ἡ ἀγωγή τῆς ζωῆς. Πήγαινε σ’ αὐτούς, καί θά μπορέσης νά μάθης «πῶς νά κυβερνᾶς τό σπίτι σου μέ τόν καλύτερο τρόπο, καί πῶς θά εἶσαι ἱκανός νά λέγης καί νά πράττης τά ἄριστα γιά τήν πόλη»[5]. Γελοῦμε μέ μιά τέτοιαν ἰδέα. Ὅμως ἦταν ἔξοχη καί εὔλογη. Ἡ Μουσική καί ἡ Ἰατρική μποροῦσαν νά διδαχτοῦν, καί ὅποιος θά σπούδαζε σκληρά, θά μποροῦσε νά μάθη ἀρκετά νά τραγουδᾶ ἤ νά θεραπεύη. Γιατί νά μήν ἐκτείνωμε τήν ἀρχή αὐτή στή ζωή; Ὑπῆρχαν ἀσφαλῶς κανόνες γι’ αὐτό, κανόνες νά κυβερνᾶς ἀνθρώπους ἤ νά βάζης σέ πειθαρχία τόν ἑαυτό σου. Γιατί νά μή τούς προσδιορίση, καί νά διδάσκη πῶς νά γίνης καλός ἄνθρωπος ἤ μεγάλος ἀρχηγός, ὅπως θά μποροῦσε νά σέ μαθαίνη νά γίνης ἐπιτήδειος γιατρός ἤ καλός μουσικός;
Ἔτσι ὁ νεαρός Ἀθηναῖος πού ἐπιθυμοῦσε νά σπουδάση τήν πολιτική, πήγαινε στό Γοργία καί στόν Πρωταγόρα: καί τόν δίδασκαν ρητορική—πῶς νά ὑποστηρίζη μιά κατηγορία καί πῶς νά τοποθετῆ μιάν ὑπόθεση, πῶς νά τακτοποιῆ τά ἐπιχειρήματά του μέ τήν καλύτερη τάξη καί τό καλύτερο ὕφος: πῶς νά χρησιμοποιῆ τίς μεταφορές, τά σχήματα, τούς ρυθμούς: πῶς νά κατέχη τήν τέχνη γιά διήγηση, ἀπόδειξη, παραίνεση, γιά ἐγκώμια καί γιά σάτυρα: πῶς νά διαγείρη ἤ νά γαληνεύη τά ἀνθρώπινα πάθη, πῶς νά τά φέρνη σέ ὄφελος τοῦ ὁμιλητῆ. Καί ἀκόμη περισσότερο ἀπό αὐτό, ἐπειδή ἕνας ἄνθρωπος πρέπει νά ξέρη καί τί νά λέγη, ὅσο καί πῶς νά τό λέγη, μετάδιναν ἰδέες, ἐπιχειρήματα, τρόπους, παραδείγματα, πού ἦταν δυνατό νά τά χρησιμοποιήσουν στήν πολιτική. Αὐτό τούς ἔφερνε σέ πλατύτερα πεδία. Τή θεωρία ἁπλῶς τῆς πολιτικῆς πρῶτα πρῶτα, τά ἐπιχειρήματα ὑπέρ ἤ κατά τῆς δημοκρατίας ἤ τῆς βασιλείας, τούς κοινούς τόπους, πού ἦταν χρήσιμοι σέ κάθε πολιτική συζήτηση—-ὅλα τοῦτα ὁ καλός πολιτικός ἄρχοντας πρέπει νά τά ξέρη. Ἔπειτα πρέπει νά σχετιστῆ τούς ἀνθρώπους, νά βρίσκεται σέ ἀναστροφή μαζί τους, καί μέ τίς ἀπόψεις πού τούς προκαλοῦν ἐντύπωση. Πρέπει νά διατρέχη τό ἀτέλειωτο πεδίο τῆς ἀνθρώπινης φύσης μέ ὀξυδέρκεια, καί νά εἶναι σέ θέση νά ὑποκρίνεται τά ἐλαττώματα, τίς ἀρετές, τά πάθη, τίς προλήψεις τοῦ ἀκροατηρίου του. Αὐτό ἔφερε τό σοφιστή στήν ἠθική φιλοσοφία, ὅπου ὁ Πρωταγόρας παρουσίασε τίς πραγματεῖες του «περί ἀρετῶν» καί «περί φιλοτιμίας»· καί ἡ ἠθική φιλοσοφία τόν ἔφερε στή μεταφυσική, ὅπου ὁ Πρωταγόρας θά ἤθελε νά συζητήση τή θεωρία γιά τή γνώση καί τή φύση τῆς ὕπαρξης. Καμιά γνώση δέν ἦταν τόσο πολύ μικρή ἤ τόσο ἀπομακρυσμένη, ὥστε νά μή χρειάζεται σ’ ἐκεῖνον πού ξόδευε τή ζωή του στήν κυβέρνηση τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Κικερων—ό πιό μεγάλος ἀπό ὅλους τούς δικηγόρους—ἀπηχοῦσε ἁπλῶς τή σοφιστική θεωρία, ὅταν ἀπαιτοῦσε ἀπό τόν ἰδανικό του ρήτορα νά ξέρη τή διαλεκτική, τήν ἠθική, τή φυσική, τούς νόμους, τήν ἱστορία καί τή ρητορική: περιγράφει μόνο τή σοφιστική πρακτική, ὅταν λέγη ὅτι θά ἤθελε νά ἐκπαιδεύη τό ρήτορά του μέ γραπτή ἔκθεση ἰδεῶν, μέ ὁμιλία ἐκ τοῦ προχείρου, μέ παράφραση ποιήματος ἀπό μνήμης, ἀνάγνωση καί κριτική λογοτεχνικοῦ κειμένου, συζήτηση θέσεων ἀπό διάφορες πλευρές, ἡ μιά ἀντίθετη στήν ἄλλη, μελέτη τῆς νομικῆς ἐπιστήμης, τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης, τῆς ἱστορίας[6]. Μέ τούς μαθητές τους οἱ σοφιστές διασχίζαν ὅλα αὐτά τά θέματα· ἔτσι πού ὅταν ἡ ἐκπαίδευση τους τελείωνε, εἶχαν οἱ μαθητές τους ρίξει τή ματιά τους σέ πάρα πολλά πράγματα στόν οὐρανό καί στή γῆ, καί, σέ ὅσο βαθμό μιά ἐπιφανειακή μόρφωση μπορεῖ νά κάμη τόν ἄνθρωπο ἔτσι, εἶχαν τά προσόντα νά «κυβερνοῦν τό σπίτι τους καί νά μιλοῦν καί νά πράττουν τά ἄριστα γιά τήν πόλη». Αὐτή ἦταν ἡ πανεπιστημιακή μόρφωση τοῦ Ἀθηναίου.
Ἄς κάνωμε τή γνωριμία ὁρισμένου Ἕλληνα πού δοκίμασε τήν ἐπίδραση τῶν σοφιστῶν καί μπορεῖ νά μᾶς δείξη τί ἔκαναν γιά ὅσους μποροῦσαν νά ἀπορρίψουν ὅ,τι κακό εἶχε ἡ διδασκαλία τους καί νά ὠφεληθοῦν ἀπό ὅ,τι ἄξιο εἶχε. Εἶναι ὁ μεγαλύτερος μαθητής πού εἶχαν ποτέ, καί τό ἔργο του, πού τό ἔχομε, μπορεῖ νά μᾶς δώση μιάν ἰδέα γιά τήν ἀτμόσφαιρα πού δημιούργησαν στήν Ἀθήνα. Ἐννοῶ τό Θουκυδίδη.
Κανείς δέν μπορεῖ νά διαβάση τόν Ἡρόδοτο καί τό Θουκυδίδη, τόν ἕνα δίπλα στόν ἄλλον, καί νά μήν τοῦ κάμη μεγάλη ἐντύπωση τό χάσμα πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στούς δυό ἱστορικούς. Ὁ Ἡρόδοτος εἶναι πολύ εὐχάριστος, διδακτικός, καί, μέ τό δικό του τρόπο, φίλος της ἀλήθειας: εἶχε ἀνοικτά τά μάτια, εἶδε πράγματα πού ἄξιζε νά τά δῆ κανείς, καί ξέρει νά λέγη τί εἶδε. Ἀλλά μᾶς διδάσκει περισσότερο γιά τήν ἀνθρώπινη φύση (πού την κατάλαβε καλά) παρά γιά τήν ἴδια τήν ἱστορία, Ἀπό τό ἄλλο μέρος, βρίσκομε στό Θουκυδίδη τόν πραγματικά ἐπιστημονικό ἱστορικό, πού ὅλα τά ὑποβάλλει στή βάσανο τῆς ἀλήθειας. Δέν ἔχομε πιά τήν ἄτακτη εὐπιστία, τήν καλόκαρδη ἀσυνέπεια τοῦ Ἡροδότου. Τά γεγονότα ζυγίζονται καί διαλέγονται: ἀναζητοῦν αἰτίες γιά τά ἀποτελέσματα: τό φῶς τοῦ λόγου εἶναι παντοῦ σέ ἐνέργεια. Ὁ Ἡρόδοτος εἶχε γενναιόψυχο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἀνθρωπότητα: ὁ Θουκυδίδης εἶχε καί κριτικό νοῦ. Ὁ Ἡρόδοτος ἦταν πνεῦμα: ὁ Θουκυδίδης ἦταν μαζί καί ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος. Ποῦ μορφώθηκε;
Τή μόρφωσή του τήν πῆρε ἀπό τους σοφιστές· μιά τυπική συνήθειά του δείχνει τό εἶδος τῆς διδασκαλίας πού τοῦ ἔδωσαν. Ἀδιάκοπα ἔρχονται καί ξανάρχονται στήν ἱστορία του χωρία ὅπως τό ἀκόλουθο: «Γενικά οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι εἶναι καλύτεροι πολίτες ἀπό τούς πανούργους. Γιατί τοῦτοι δῶ ἐπιθυμοῦν νά φαίνωνται σοφώτεροι ἀπό τούς νόμους· ἐπιδιώκουν πάντα νά νικοῦν στίς δημόσιες συζητήσεις· σκέπτονται ὅτι σέ ἄλλα σπουδαιότερα ζητήματα θά ἔχουν τήν εὐκαιρία νά φανερώσουν τή σκέψη τους καί τούτη τους ἡ ἀφροσύνη γενικά δημιουργεῖ καταστροφές στήν πατρίδα τους: ἐνῶ οἱ ἄλλοι μέ τό νά μήν ἔχουν ἐμπιστοσύνη στή δική τους ἱκανότητα, δέχονται ὅτι οἱ νόμοι εἶναι σοφώτεροι ἀπό αὐτούς τούς ἴδιους, καί ὅτι δέν εἶναι σέ θέση νά ἐπικρίνουν ἐκείνους πού βγάζουν καλούς λόγους. Καί ἐπειδή εἶναι ἀμερόληπτοι κριτές καί ὄχι φιλόδοξοι ἀντίπαλοι, τίς περισσότερες φορές ἐπιτυχαίνουν τό στόχο»[7]. Ἤ πάλι: «ὅταν ἐχωμε εἰρήνη, τότε καί τά πράγματα πηγαίνουν καλά καί οἱ πόλεις καί τά ἄτομα ἔχουν ἀνώτερες διαθέσεις, γιατί δέ βρίσκονται στήν ἐξουσία ἐπιτακτικῶν ἀναγκῶν: ἀλλά ὁ πόλεμος πού διώχνει μακριά τόν ἄνετο πορισμό τοῦ καθημερινοῦ εἶναι «βίαιος διδάσκαλος» καί τείνει νά προσαρμόζη τό χαρακτήρα τῶν πολλῶν «πρός τά παρόντα»[8]. Ὁπουδήποτε μιλᾶ ἕνας πολιτικός, σκέψεις σάν αὐτές ρέουν ἀπό τά χείλη του, ἐνῶ λίγα πράγματα θά ἦταν λιγότερο κατάλληλα ἤ εὔλογα ἀπό τά τέτοια ἀφηρημένα ὀνειροπολήματα. Εἶναι μᾶλλον στοχασμοί φιλοσόφου. Ἀναφέρονται στήν ψυχολογία τῆς ἀνθρώπινης φύσης, καί ἰδιαίτερά τῆς ἀνθρώπινης φύσης στήν πολιτική, Ὁ Θουκυδίδης πάντα στοχάζεται αὐτά τά θέματα. Πάντα ἀναλύει πολιτικές πράξεις καί καταστάσεις. Ἡ ἱστορία του εἶναι μεταμφιεσμένο ἐγχειρίδιο πολιτικῆς θεωρίας. Ἡ θεωρία τῆς ἡγεμονίας: ποιά ἡ δικαιολογία της, ποιός ὁ καλύτερος τρόπος νά τήν ἀποκτήσης καί νά τή διατηρήσης: γιατί συνεπάγεται ἐξάπλωση καί τί κινδύνους φέρνει ἡ ἐξάπλωση: ποιά θέση ἔχει μέσα στό κράτος ἡ ἐπιείκεια καί ἡ μεγαλοψυχία: γιατί εἶναι ἀσφαλέστερο νά ἀφήνη ἐλεύθερούς τους ὑπηκόους: τί ὁδηγεῖ στήν ἀνταρσία· πότε ἡ στάση εἶναι δικαιολογημένη. Ἡ θεωρία γιά τήν πόλη: τό πρόβλημα τῶν δικαιωμάτων τοῦ στόμου ἀπέναντι τῆς πολιτείας: γιατί εἶναι καλύτερο νά ἀνήκη κάνεις σέ μία πόλη παρά νά μένη ἐγωϊστικά ἀπομονωμένος. Ἡ θεωρία τῆς πολιτικῆς γενικά: τά ἀποτελέσματα τοῦ πολέμου στήν ἰδιοσυγκρασία ἕνος λαοῦ: ὁ κίνδυνος τῆς πολιτικῆς σταθερότητας, τῶν εὐγλώττων ὀμιλητῶν, τῆς μόρφωσης, τοῦ κριτικοῦ πνεύματος: ἡ λειτουργία τοῦ νοῦ σέ μία πόλη,—οἱ ἔξυπνοι ἤ οἱ βλάκες εἶναι οἱ καλύτεροι πολίτες;—ἡ θέση πού ἔχουν στήν πολιτική τά θρησκευτικά ἐλατήρια καί οἱ ἀπόψεις «περί τιμῆς»: τό πρόβλημα τῆς δικαιοσύνης ἀπέναντι στή σκοπιμότητα κατά τήν ἄσκηση τῆς πολιτικής· σ’ αὐτό ὁ Θουκυδίδης, ὕστερα ἀπό πολλή σκέψη, καταλήγει μέ σαφήνεια στό ὁριστικό συμπέρασμα ὅτι τό ἔσχατο κριτήριο σέ τοῦτα τά πράγματα εἶναι ἡ σκοπιμότητα καί ὄχι ἡ δικαιοσύνη: ἐνῶ ὅπως ὁ Burke θά ἤθελε νά ὑποστηρίξη ὅτι «ἡ Μεγαλοψυχία εἶναι συχνά ἡ καλύτερη πολιτική». Τέλος ἡ θεωρία τῆς ἀνθρώπινης φύσης: τά ἀποτελέσματα γιά τούς ἀνθρώπους ἀπό ξαφνικές καταστροφές καί ξαφνικές ἐπιτυχίες: ἡ ψυχολογία τοῦ ἐγκλήματος (πολύ δουλεμένη καί διεισδυτική μελέτη): τά ὅρια τῆς ἀποτελεσματικότητας τῆς ποινῆς: ἡ ἐπίδραση στό χαρακτήρα ἀπό τήν ἐκδίκηση καί ἀπό τήν ἐλπίδα. Ὅλα αὐτά τά θέματα καί ἀκόμη περισσότερα τά πραγματεύεται ὁ Θουκυδίδης, ἤ ρίχνει τό βλέμμα του σ’ αὐτά. Συχνά οἱ σκέψεις του εἰσάγονται ὠμά, μέ τόν τρόπο τῶν ἔξυπνων νέων πού ξαφνικά ἀνακάλυψαν τήν ψυχολογία, καί ἔμαθαν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἐνέργεια κρύβει ἕνα δίχτυ ἀπό προθέσεις καί σκοπούς· καί εἶναι τόσο εὐχαριστημένος ἀπό τήν ἀνακάλυψη, πού γιά λίγα ἄλλα μπορεῖ νά μιλήση. Ὅμως οἱ ἴδιοι οἱ στοχασμοί γενικά εἶναι βαθεῖς. Διάβασε τό ἐξαιρετικό ἐκεῖνο χωρίο ὅπου περιγράφει τά ἀποτελέσματα τοῦ κομματισμοῦ στίς ἡμέρες του, χαράζοντας τή ζοφερή γενεαλογία του καί τόν ἀποτρόπαιο γόνο του, καί ἀναρωτήσου ἄν ἔγραψε ποτέ πένα πιό λεπτή, πιό βαθιά καί πιό τραγική σελίδα ἀνάλυσης[9].
Ἐδῶ λοιπόν εἶναι ὁ μαθητής τῶν σοφιστῶν—αὐτο τό εἶδος ἀνθρώπου ἐτόρνευαν—αὐτη τήν ἀτμόσφαιρα γέννησαν. Τοῦτες τίς συζητήσεις θά ἀκούαμε, ἄν εἴχαμε μπῆ σέ καμιάν ἀπό τίς αἴθουσες τῶν μαθημάτων τους καί βρίσκαμε μέσα στούς τέσσερεις τοίχους τόν Πρωταγόρα, καί τούς νέους πού μάθαιναν «πολιτική» καί «ἀρετή» πληρώνοντας διακόσιες λίρες τή σειρά τῶν μαθημάτων[10]. Συζητοῦσαν γιά τίς μεθόδους καί τίς ἀρχές τῆς πολιτικῆς- διερευνοῦσαν τό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι ἡ πρώτη ὕλη τῆς πολιτικῆς. «Κάνει καλά ἡ Ἀθήνα νά ἔχη ἡγεμονία; Ἔχοντας ἡγεμονία πῶς μπορεῖ νά τή διατηρήση; Ἔχει κάμει ἡ εὐτυχία ἀκόλαστους τούς ψηφοφόρους; ὁ πόλεμος θ’ ἀνατρέψη τό ἰσοζύγιό τους; Ποιό εἶναι τό μυστικό τῆς φύσης τους, ὥστε νά μποροῦμε νά τό ξερωμε καί νά τούς καθοδηγοῦμε;». Στό κάτω κάτω εἶναι τά ἴδια θέματα πού ὁ Γκράχαμ Γουάλλας κατά ἕναν, καί ὁ Γκαλσγουόρθυ κατά ἄλλον τρόπο, πραγματεύονται στίς ἡμερές μας.
Ὁ Θαλῆς ἔρριξε ἕνα σπόρο στή γῆ. Οἱ Ἴωνες καί οἱ Σικελιῶτες φιλόσοφοι φρόντισαν τό φυτό πού φύτρωσε ἀπό τό σπόρο. Οἱ Σοφιστές τό μεταφύτεψαν στήν Ἀθήνα, ὅπου τό πότισαν καί τό πολλαπλασίασαν καί τό μπόλιασαν ὥσπου ἁιπλώθηκε σέ μεγάλο δάσος. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική ἱστορία τῆς σκέψης στήν Ἑλλάδα—καί στόν κόσμο. Ἄς δοῦμε τώρα μέ περισσότέρες λεπτομέρειες τά δέντρα τοῦ δάσους της.
Ἔχομε πρῶτα ἀνάπτυξη τοῦ κριτικοῦ πνεύματος, γιά τό ὁποῖο εἶναι ἀνάγκη νά ποῦμε ἀκόμη κάτι. Ὁ Θουκυδίδης θά εἶναι τό παράδειγμα αὐτοῦ τοῦ πνεύματος, καί ὅ,τι εἴπαμε γιά ἐκεῖνον μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὅτι εἰπώθηκε καί γι’ αὐτό. Νά ἀναλύουν τήν ψυχή τῶν γειτόνων τους καί τή δική τους, νά ζυγίζουν, νά ὑποβάλλουν σέ βάσανο, νά δυσπιστοῦν, νά διερευνοῦν, νά μή λυποῦνται τά νεῦρα, ἐπειδή ἦταν εὐαίσθητα, νά μήν κάνουν οἰκονομία στίς δυνάμεις, ἐπειδή ἦταν ἀδύνατες, νά βάζουν ὅλα τά πράγματα δίχως ἔλεος κάτω ἀπό τό μαχαίρι τοῦ ἀνατόμου, καί νά ἀποφασίζουν γιά πάντα τί ἦταν ἄρρωστο καί τί γερό—ὅλα αὐτά ἡ Ἀθήνα ἄρχισε νά τά κάνη. Κάνοντας αὐτά, δημιούργησε νέες λογοτεχνικές μορφές. Στόν πεζό λόγο—την πρώτη ἱστορία τήν ἄξια τῆς ἐτυμολογίας τοῦ ὀνόματος, καί τό μεγάλο ρεῦμα τῆς φιλοσοφικῆς ἔρευνας πού τρέχει ἀπό τόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη, περνᾶ στήν Ἀλεξάνδρεια καί τή Ρώμη καί στό Βυζάντιο καί χύνεται βαθιά στό Μεσαίωνα. Στήν ποίηση κάτι ἀκόμη πιό μεγάλο—γιατί τό κριτικό πνεῦμα, ἄν καί ξένο πρός τά ἔργα τῆς φαντασίας, καί στό τέλος ἴσως καταστρεπτικό τῶν ἔργων αὐτῶν, εἶναι, ὅπως πολλά δηλητήρια, δυνατό τονωτικό σέ μικρές δόσεις. Ἡ ἐπική ποίηση, πού εἶναι ἀφήγηση ἱστοριῶν, ἡ λυρική ποίηση, πού εἶναι ξέσπασμα αὐθόρμητου αἰσθήματος, ἄνοιξαν δρόμο γιά μιά σοβαρότερη καί πιό βαθιά μορφή. Τή θέση τους τήν πῆρε τό δράμα. Ἡ ὑπεροχή τοῦ δράματος εἶναι τό χαρακτηριστικό τῆς ποίησης τοῦ πέμπτου αἰώνα, καί ἡ οὐσία τοῦ δράματος εἶναι ὅτι προιγματεύεται ἠθικά καί διανοητικά προβλήματα. Αὐτοί εἶναι οἱ κλάδοι τοῦ κριτικοῦ πνεύματος πού ἦταν ἡ πρώτη ἐπίδοση τοῦ πέμπτου αἰώνα,
Ἡ δεύτερη ἐπίδοση, συγγενής πρός τήν πρώτη, εἶναι τό πνεῦμα τῆς Ἐπιστήμης. Τό κριτικό πνεῦμα εἶναι κάτι τό ἄστατο καί τυχαῖο, πού πετᾶ ἐδῶ κι ἐκεῖ, χωρίς κανένα σκοπό ἔξω ἀπό τήν ἴδια τή δική του ἐνέργεια,—ἕνας διανοούμενος Πάκ[11]. Δέν ὑποτάσσεται σέ τίποτα καί δέ δέχεται ὑποχρεώσεις, ἀλλά μάχεται σάν ἐλεύθερος σκοπευτής γιά τήν εὐχαρίστηση τῆς μάχης, ἤ, μπορεῖ κι αὐτό νά γίνη, γιά τήν καλύτερη πληρωμή. Δέν μπορεῖς νά στηρίζεσαι ἀπάνω του· τό ξίφος πού ἦταν ἄλλοτε στή δική σου ὑπηρεσία, τό κριτικό πνεῦμα, μπορεῖ νά τό στρέψη ἐναντίον τοῦ παλιοῦ του κυρίου, ἤ, ἄν ἡ διάθεση τό καλεῖ, ἐναντίον τοῦ ἴδιου του ἐαυτοῦ του. (Ὁ φόβος αὐτῆς τῆς ἀδιαφορίας ἔκαμε τούς συντηρητικούς Ἀθηναίους νά βλέπουν μέ δυσπιστία τούς σοφιστές, ὅπως στήν Ἀγγλία σήμερα δυσπιστοῦν στό Μπέρναρ Σώ). Ἀλλά πάρε αὐτό τό ἀνεύθυνο πνεῦμα καί ἠθι- κοποίησέ το, δῶσε του σκοπό καί ἰδεῶδες, καί δέ θά τό βλέπης πιά τυχαῖο καί αὐθαίρετο, ἀλλά ἐξαγνισμένο ἀπό τό σοβαρό του σκοπό καί ἀφοσιωμένο σέ μιάν ἰδιαίτερη ἐπιδίωξη. Ὁ Πάκ γίνεται Ἄριελ, ὁ πιό πιστός, φιλόπονος, καί ἔμπιστος θεράποντας, φορᾶ τή στολή τῆς ὑπηρεσίας καί ἐξασκεῖ τίς τέχνες του στόν οἶκο τῆς Ἀλήθειας. Τό κριτικό πνεῦμα ἀναπτύσσεται καί γίνεται Ἐπιστήμη.
Ὁ Σωκράτης ἦταν τό μέσο γι’ αὐτή τήν ἀνάπτυξη στήν Ἀθήνα. Διδάχτηκε ἀπό τούς σοφιστές καί ἦταν καί ὁ ἴδιος σοφιστής. Ἀλλά πρόσθεσε ἠθικό πνεῦμα στή διανοητική δύναμη. Ἐκεῖ πού οἱ σοφιστές ἦταν ἐπιφανειακοί, αὐτός ἦταν μεστός. Ἐκεῖνοι ἦταν δάσκαλοι, πού δούλευαν γιά χρήματα, ζητοῦσαν μαθητές, καί πληρώνονταν ἀπό τά ἀποτελέσματα τοῦ ἔργου τους. Οἱ μαθητές ἤθελαν ν’ ἀκονιστῆ τό μυαλό τους γιά τήν πρακτική ζωή, καί περίμεναν ἀπό τή μόρφωση γρήγορη ἀνταπόδοση. Ἡ ἐπιστήμη δέν ἀκμάζει κάτω ἀπό τέτοιους ὅρους, καί ἡ διδασκαλία τοῦ σοφιστῆ ἔτεινε νά εἶναι χωρίς βάθος, μηδαμινή: τούς ἔμενε νά κολακεύουν τήν ἀγορά καί νά πουλοῦν σ’ ὅποιον ἀγοράζει. Ἀλλά ὁ Σωκράτης δέν ἔπαιρνε χρήματα καί δέν κολάκευε μαθητές. Μιλοῦσε μ’ ἐκείνους πού ἤθελαν νά τοῦ μιλοῦν, ἀλλά μιλοῦσε ὅπως καί γιά ὅ,τι ἐκεῖνος ἤθελε. Δούλευε κάτω ἀπό ὅρους εὐνοϊκούς γιά τήν Ἐπιστήμη. Ὄχι φυσικά ὅτι θά βροῦμε στήν Ἀθήνα τίποτα σάν τή σύγχρονη Ἐπιστήμη. Δέν ὑπάρχουν ἐκεῖ δουλεμένα συστήματα γιά πειραματισμό καί ταξινόμηση: οὔτε ἐργαστήρια καί δοκιμαστικοί σωλῆνες: κανένα ἀπό τά μηχανήματα τῆς γνώσης. Οὔτε ὑπάρχουν τά ἀποτελέσματα πού κατορθώθηκαν μ’ αὐτά, οἱ μάζες τῶν ἀποθηκευμένων καί ἀποδελτιωμένων γεγονότων, οἱ τεράστιες ἀποθῆκες ὅπου καθημερινῶς συσσωρεύεται ἡ βεβαιότητα μέ τήν ὁποία μποροῦν νά τρέφωνται τά ἔθνη. Τέτοια πράγματα ἀρχίζουν μέ τόν Ἀριστοτέλη, καί μάλιστα καί τότε μόνο ἀρχή γίνεται. Ἀλλά ὁ Σωκράτης ἔχει κάτι πιό σημαντικό, ἄν καί λιγότερο ἐντυπωσιακό ἀπό αὐτά—το πνεῦμα τῆς Ἐπιστήμης.
Ἐξέτασε γιά λίγο τόν ἄνθρωπο καί τούς τρόπους του. Ἔχει τήν ἐργατικότητα, τήν ὑπομονή τοῦ ἐπιστήμονα. «Θά σᾶς διηγηθῶ μιά ἱστορία γιά τό Σωκράτη τόν καιρό πού ἦταν στήν ἐκστρατεία» (λέγει ὁ Ἀλκιβιάδης στό Συμπόσιο)· «ἕνα πρωινό ἔβαλε κάτι στό νοῦ του καί δέν μποροῦσε νά βρῆ λύση. Δέν τό ἔβαλε κάτω, ἀλλά ἐξακολούθησε νά σκέπτεται ἀπό τήν αὐγή ὡς τό μεσημέρι—στάθηκε ἐκεῖ, καρφωμένος στό ἴδιο μέρος, καί σκεφτόταν. Καί ὅταν πιά ἦρθε τό μεσημέρι, τόν πῆρε εἴδηση ὁ στρατός καί παραξενεμένοι ἔλεγαν ἕνας στόν ἄλλον ὅτι ὁ Σωκράτης στεκόταν καί ἐρευνοῦσε κάτι ἀφότου ἔσκασε ἡ μέρα. Τέλος τό βράδυ, ὕστερα ἀπό τό δεῖπνο, κάποιοι ἀπ’ αὐτούς πού τόν εἶδαν (ἦταν καί καλοκαίρι τότε) πῆραν τά στρωσίδια τους καί κοιμήθηκαν στό ὕπαιθρο μέσα στό νυκτερινό ψύχος γιά νά μπορέσουν νά παρακολουθήσουν ἄν θά στεκόταν καί ὅλη τή νύκτα ὄρθιος. Καί κεῖνος στάθηκε ἐκεῖ ὥσπου ξημέρωσε καί βγῆκεν ὁ ἥλιος· κι ὕστερα προσευχήθηκε στόν ἥλιο καί κίνησε κι ἔφυγε»[12]
Αὐτό ἔγινε κατά τήν ἐκστρατεία στήν Ποτείδαια. Ἀκοῦστε τον τώρα στό σπίτι ἑνός φίλου του στήν Ἄθήνα[13]. Συζητοῦν γιά τή δικαιοσύνη. «Τί εἶναι τό δίκαιο»; ἐρωτᾶ ὁ Σωκράτης, «νά ἀποδίδη κανείς στόν ἄλλον ἐκεῖνο πού τοῦ ἀνήκει», ἀπαντᾶ κάποιος. «Καί θά ἔδινες πίσω σέ μαινόμενον ἄνθρωπο ἕνα σπαθί, ἐπειδή εἶναι δικό του, ὅταν τόν βλέπης ἕτοιμο νά κάμη φόνο;» «Ὄχι». «Τότε πρέπει νά ζητήσωμε κάποιον ἄλλον ὁρισμό». «Ἡ δικαιοσύνη εἶναι νά κάνη κανείς κακό στούς ἐχθρούς του καί καλό στούς φίλους του». «Ἄν ὅμως ὁ ἐχθρός μας εἶναι καλός ἄνθρωπος, εἶναι δίκαιο νά τόν βλάψωμε; Δέν εἶναι βέβαιο, ὅτι δέν εἶναι δίκαιο; Θά πρέπει καί τοῦτο τόν ὁρισμό νά τόν ἐγκαταλείψης». Καί προχωροῦν ἔτσι· ὕστερα ἀπό κάθε ὁρισμό, ὑψώνεται ἄλλος πού κι αὐτόν τόν βρίσκουν ἐλλιπῆ, καί στό τέλος, μπορεῖ νά βρισκόμαστε μέσα σέ μιάν ὁμίχλη. Αὐτό γίνεται σέ κάθε διάλογο. Οἱ συζητήσεις τοῦ Σωκράτη λίγο ὁδηγοῦν στό δρόμο τοῦ συμπεράσματος· εἶναι «σκεπτικοί»· ποτέ δέ φτάνουν τίποτα περισσότερο ἀπό μιάν προσωρινή ἀλήθεια· εἶναι πάντα ἕτοιμοι νά πετάξουν μακριά τά ἀποτελέσματα, νά θυσιάσουν μιά θέση πού θά μποροῦσε νά φανῆ ὅτι τήν κέρδισαν. Ὁ Σωκράτης εἶναι ἱκανοποιημένος νά προχωρῆ μέ ἀργό ρυθμό. Βρίσκει ὅτι περισσότερο ἀξίζει νά ἀναζητᾶς παρά νά βρίσκης, καλύτερα νά μή φτάνης ποτέ στό τέρμα παρά νά φτάνης σέ ὄχι σωστό τέρμα.
Τοῦτο ἦταν τό πνεῦμα του σέ ὅλη του τή ζωή, κι οὔτε τό ἐγκατάλειψε τήν ὥρα τοῦ θανάτου του. Κατά τήν τελευταία συνομιλία τοῦ Σωκράτη καί τῶν φίλων του, ἐνῶ περίμεναν τόν ἄνθρωπο πού θά ἔφερνε τό κύπελλο μέ τό κώνειο, ἡ συζήτησή τους στράφηκε γύρω στήν ἀθανασία. Τούτη τήν ὥρα ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία μποροῦσε πολύ καλά νά ἀπαιτήση ὅ,τι τῆς ὀφείλουν, καί ὁ δάσκαλος καί οἱ μαθητές του, πού ἡ συντροφιά τους ἐπρόκειτο γρήγορα νά διαλυθῆ, ξόδεψαν τίς τελευταῖες αὐτές στιγμές στήν ἐπιείκεια μιᾶς ἐλπίδας πού γαληνεύει. Μερικοί ἀπό τή συντροφιά ἤθελαν νά γίνη αὐτο· ὁ Σωκράτης ὄχι πολύ. Νά τά λόγια του: «Αἰσθάνομαι τούτη τή στιγμή ὅτι δέν ἔχω τή διάθεση τοῦ φιλοσόφου· ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἀπαίδευτοι, αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι «φιλόνικος». Αὐτοί, ὅταν πέσουν σέ συζήτηση γιά κάτι, δέ φροντίζουν καθόλου γιά τά δικαιώματα τοῦ λόγου· ἡ μόνη τους προθυμία εἶναι νά πείσουν τούς ἀκροατές τους γιά ὅ,τι αὐτοί βεβαιώνουν. Ἡ μόνη διαφορά πού ἔχω ἀπό αὐτούς τώρα εἶναι τούτη-νά, ἐγώ δέν κοιτάζω πῶς νά πείσω τούς παρόντες, ὅπως ἐκεῖνοι, γι’ αὐτά πού νομίζω ὅτι εἶναι σωστά, κοιτάζω μᾶλλον πῶς νά πείσω τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μου. Γιατί σκέπτομαι, ἀγαπητέ μου φίλε (δές μέ πόση πλεονεξία) ὅτι, ἄν εἶναι ἀλήθεια ὅσα λέγω, καλό εἶναι νά πειστῶ σ’ αὐτά (εἶχε ὑποστηρίξει ὁ Σωκράτης τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς)· ἄν ὅμως δέν ὑπάρχη τίποτα ὕστερα ἀπό τό θάνατο, πάλι, σέ τοῦτο τό λίγο χρόνο πού μου μένει, δέ θά ταλαιπωρήσω τούς φίλους μου μέ ὀδυρμούς, κι οὔτε θά εἶχα πολύ καιρό νά σκεφτῶ ἀπάνω στήν ἄγνοιά μου (θά ἦταν κακό ἀλλιῶς), μόνο θά χαθῆ κι αὐτή σέ λίγο μαζί μου. Ἔτσι ἑτοιμασμένος, Σιμμία καί Κέβη, ἔρχομαι στό ἐπιχείρημά μας. Καί σᾶς παρακαλῶ νά μή νοιάζεστε γιά τό Σωκράτη, νά ἐνδιαφερθῆτε μᾶλλον γιά τήν ἀλήθεια· συμφωνῆστε μαζί μου, ἄν σᾶς φαίνωμαι ὅτι λέγω τήν ἀλήθεια· ἄν ὄχι, νά προβάλετε ἐναντίον μου ὅλα σᾶς τά ἐπιχειρήματα· προσέξετε μήν ἀπατήσω μέ τό ζῆλο μου καί σας καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μου καί, χώνοντας σάν τή μέλισσα τό κεντρί μου, σᾶς ἀφήσω καί φύγω. Καί τώρα ἄς προχωρήσωμε»[14].
Ὁ Μπάρνετ γράφει γιά τόν Σέρ Χάρρυ Βαίϊν ὅτι ἀνῆκε «στήν αἵρεση πού ὀνομαζόταν «Ζητητές», γιατί καμιά μορφή γνώμης ἀπό ὅσες ὑπάρχουν δέν τούς ἱκανοποιοῦσε· πέρίμεναν πάντα ἄλλες παραπέρα ἀποκαλύψεις»[15]. Κι ὁ Σωκράτης ἀνῆκε σ' αὐτή τήν αἵρεση. Αὐτό τόν κάνει ἐξοργιστικό στό διάβασμα· οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς προτιμοῦν ὁριστικές ἀποφάνσεις, καί βρίσκουν ἐξοργιστική τήν ἀοριστία τοῦ Ἕλληνα φιλοσόφου. Γιατί ἡ μέθοδος τοῦ Σωκράτη πηγαίνει ἀντίθετα πρός τό ἀνθρώπινο ἔνστικτο, πού ζητᾶ ὁριστικά ἀποτελέσματα, πού προσκολλᾶται στίς κληρονομημένες ἰδέες του καί δέ θέλει νά τίς θυσιάση γιά τέτοια προβληματικά κέρδη. Ὅμως αὐτός ὁ σκεπτικισμός, αὐτή ἡ προθυμία νά ἐξετάζης καί πάλι νά ἐξετάζης ὡς ὅτου φτάσης τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα, εἶναι τό προοίμιο τῆς πραγματικῆς γνώσης. Γιατί σημαίνει τέλεια ἀδιαφορία γιά ὁτιδήποτε ἐκτός ἀπό τήν ἀλήθεια.
Ἐπειδή ὁ Σωκράτης ἦταν ὁ πρῶτος πού τό κατάλαβε καί τό ἐφάρμοσε, σημειώνει ἐποχή στόν κόσμο. Ἄν ἡ ἐπιστήμη εἶχε ναούς σάν τίς «καθεδράλες» μέ πολύχρωμες ὑαλογραφίες, μποροῦμε νά φανταστοῦμε ἕναν καλλιτέχνη νά παραδίνη στή μνήμη μας τή γενεαλογία της μέ σχέδιο ἀνάλογο πρός ὑαλοπίνακα πού ἀπεικονίζει τή γενεαλογία τοῦ Ἰεσσαί. Στό κάτω κάτω μέρος, ἐκεῖ ὅπου ἡ θρησκεία ἐνθρονίζει τόν Ἑβραῖο γαιοκτήμονα, πού ἀπό τά νεφρά του φύτρωσε τό δέντρο τῆς χριστιανοσύνης, ἡ Ἐπιστήμη θά μποροῦσε πολύ σωστά νά τοποθετήση τόν Ἀθηναῖο, πού εἶναι ὁ πνευματικός πατέρας τῶν πιό μεγάλων γιῶν της. Κι οὔτε, ἄν χρειάζονταν ἐπιγραμματικές φράσεις καί κείμενα, θά ἦταν εὔκολο νά παραβλέψωμε λόγια πού, ἄν δέν εἶναι δικά του, ἦταν ἐμπνευσμένα ἀπ’ αὐτόν. «Εἶμαι ἀπό ἐκείνους πού μέ εὐχαρίστηση θά δέχονταν τόν ἔλεγχο, ἄν λέγω κάτι πού δέν εἶναι ἀληθινό, καί πού μέ εὐχαρίστηση πάλι θά ἔλεγχαν τόν ἄλλον, ὅταν λέγη κάτι πού δέν εἶναι ἀληθινό, καί πού δέ θά δέχονταν μέ λιγότερη εὐχαρίστηση τόν ἔλεγχο, γιατί τοῦτο δῶ νομίζω ὅτι εἶναι μεγαλύτερο ἀγαθό, ὅσο πιό μεγάλο ἀγαθό εἶναι νά ἀπαλλαγῆς ὁ ἴδιος ἀπό τό μεγαλύτερο κακό παρά νά ἀπαλλάξης ἄλλον»[16]. Ἤ πάλι: «Παρακαλῶ τό θεό νά κάμη νά διασωθοῦν τά λόγιά μου, ὅσα εἰπώθηκαν σωστά· κι ἄν κάτι εἶπα, χωρίς νά τό θέλω, ὄχι σωστό, νά μοῦ βάλη τήν πρέπουσα τιμωρία σέ ὅποιον πλανιέται. Καί ἡ σωστή τιμωρία εἶναι νά μέ διορθώση»[17]. Ἄν ὁ Σωκράτης δέν ἦταν ὁ ἴδιος ἐπιστήμονας, ἤξερε τό πνεῦμα μέ τό ὁποῖο ζῆ ἡ ἐπιστήμη.
Αὐτή τότε ἦταν ἡ δεύτερη ἐπίδοση τόν πέμπτο αἰώνα στήν Ἀθήνα.
Εἶναι δυσκολοτερο νά περιγράψωμε τήν τρίτη ἐπίδοση. Θά ἦταν παραπλανητικό νά τήν ὀνομάσωμε ἠθική ἐπίδοση. Θά μπορούσαμε ἴσως νά τήν πούμε ζωογόνηση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τήν ἠθική. Ὑπῆρχε στήν Ἀθήνα μία κίνηση πού πολύ ἔμοιαζε μέ τήν κίνηση πού εἴχαμε στίς ἡμέρες μας. Στή σύγχρονη Εὐρώπη οἱ ἐπιθέσεις πού ἔγιναν ἀπό τό κριτικό πνεῦμα ἐναντίον τῶν γιά πολύ καιρό ἀδιαφιλονίκητων παραδόσεων τῆς θρησκείας καί τῆς διαγωγῆς γέμισαν τήν ἀτμόσφαιρα μέ συζητήσεις γι’ αὐτά τά πράγματα. Ἡ ἠθική πέρασε ἔξω ἀπό τή μελέτη τοῦ φιλοσόφου, τή θρησκεία τήν κήρυτταν ἔξω ἀπό τήν περιοχή τῶν ἐκκλησιῶν. Οἱ μυθιστοριογράφοι καί οἱ δραματουργοί ἔγιναν κήρυκες· Οἱ ἐπιστήμονες μᾶς προμηθεύουν καθημερινῶς νέες πίστεις. Οἱ δημοσιογράφοι τίς ἀντιγράφουν οἱ ἐκδότες τίς ἐκδίδουν σέ ἀκριβά ἐγχειρίδια. Κάτι ἀνάλογο ἔγινε τόν πέμπτο αἰώνα πρό Χριστοῦ. Οἱ ἄνθρωποι ἐνδιαφέρονταν βαθιά γιά τήν ἠθική, ὅπως ἦταν ὑποχρεωμένοι νά κάμουν μέ τίς τότε συνθῆκες. Γιατί στήν Ἀθήνα τό καθετί τότε τό ἔλεγχαν καί ἡ ἠθική ἡ ἴδια δέν ξέφυγε τόν ἔλεγχο. Ὅπως ὁ Σῶ καί ὁ Γουέλλς προσβάλλουν τούς νόμους μας γιά τό γάμο, ἔτσι κι οἱ σοφιστές ἄνοιγαν τρύπες στά ἰδεώδη τῆς παλιᾶς ἐποχῆς τῶν «Μαραθωνομάχων» καί τά συνέθλιβσν γιά νά βροῦν ἔδαφος γιά τίς ἀρετές τους. Ἔτσι τά προβλήματα τῆς διαγωγῆς τά ἔφεραν μέ δύναμη στό νοῦ τῶν ἀνθρώπων.
Αὐτό δέ σήμαινε ἀναγκαστικά ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν καλύτεροι. Ἡ σκέψη γύρω στήν ἠθική συχνά ὑποκαθιστᾶ τήν πράξη τῆς ἠθικῆς, καί φαίνεται κατά κάποιο νόμο τῆς φύσης μας νά ἐπιτελῆ, ὅπως θά μποροῦσε νά πῆ ὁ Ἀριστοτέλης, μιά κάθαρση τῆς ἀρετῆς. Ὑπάρχει ἀκόμη καί ἡ ὑπόθεση, ὅτι, ὅταν οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν πολύ γιά τό σωστό, θά τό ἐφαρμόζουν λίγο καί στήν πράξη, καί εἶναι βέβαιο ὅτι μερικοί ἄνθρωποι στήν Ἀθήνα προσπαθοῦσαν νά κάνουν ὅ,τι ἐκήρυτταν, καί νά πείθουν καί τούς ἄλλους νά κάνουν τό ἴδιο. Πρῶτος πρῶτος σ' αὐτό ἦταν ὁ Σωκράτης. Μέ τόν ξηρό του τρόπο μᾶς ἀφηγεῖται ὁ Ξενοφῶν πῶς ὁ Σωκράτης «συζητοῦσε πάντα γιά ὅσα ἀναφέρονται στόν ἄνθρωπο ἐξετάζοντας «τί εὐσεβές, τί ἄσεβες, τί καλόν, τί αἰσχρόν, τί δίκαιον, τί ἄδικον, τί σωφροσύνη, τί μανία, τί ἀνδρεία, τί δειλία, τί πόλις, τί πολιτικός, τί ἀρχή ἀνθρώπων, τί ἀρχικός ἀνθρώπων» καί ὅσα ἄλλα ἐνόμιζε ὅτι ὅσους τά ξέρουν τούς κάνουν καλούς κ άγαθούς, κι ὅσους δέν τά ξέρουν ὅτι σωστό εἶναι νά τούς ὀνομάζουν ἀνδράποδα»[18]. Ὁ Πλάτων, μέ περισσότερη γραφικότητα, βάζει τό δάσκαλό του νά διακηρύσση ὁ ἴδιος τήν ἀποστολή του. «Ὅσο ἀναπνέω, ἄντρες Ἀθηναῖοι, καί ἔχω δύναμη, ποτέ δέ θά πάψω νά φιλοσοφῶ παροτρύνοντας καί συμβουλεύοντας ὅποιον βρίσκω μπροστά μου, καί λέγοντάς του κατά τή συνήθειά μου: ἄκουσε, ἄριστε ἄνθρωπε· εἶσαι Ἀθηναῖος, πολίτης τῆς πιό μεγάλης πολιτείας, αὐτῆς πού ἔχει τή μεγαλύτερη φήμη γιά τή δύναμη καί τή σοφία της· δέ ντρέπεσαι λοιπόν νά φροντίζης πῶς θά μαζέψης τά πιό πολλά πλούτη καί δόξα καί τιμές, καί νά μήν νοιάζεσαι οὔτε νά φροντίζης γιά τή σοφία καί τήν ἀλήθεια καί γιά τήν ψυχή σου, πῶς θά τήν κάνης ὅλο καί πιό καλή;.... Αὐτά θά τά ἐπαναλάβω σέ ὅποιον συναντήσω, καί νέο καί γέρο, καί συμπολίτη καί ξένο, ἀλλά περισσότερο στούς συμπολίτες, γιατί μου εἴσαστε πιό δικοί μου. Γιατί, νά ξέρετε καλά, αὐτά μέ προστάζει ὁ θεός. Καί πιστεύω ἐγώ ὅτι ποτέ δέν ἔγινε μεγαλύτερο καλό στήν πόλη μας ἀπό τή δική μου ὑπηρεσία πρός τό θεό. Γιατί ἐγώ δέν κάνω ἄλλο ἀπό τό νά τριγυρίζω τήν πόλη καί νά προσπαθῶ νά σᾶς πείσω καί νέους καί γέρους νά μή φροντίζετε γιά τό σῶμα σας μήτε γιά τήν περιουσία σας πρῶτα, οὔτε τόσο πολύ, ἄλλα νά φροντίζετε πρῶτα γιά τήν ψυχή σας, πῶς θά γίνη ὅσο τό δυνατό ἄριστη. Ἐγώ εἶμαι σάν ἀλογόμυγα προσκολλημένος ἀπό τό θεό στήν πόλη, πού ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ σέ ὅλα τά μέρη δέν παύω νά σᾶς προτρέπω, νά σᾶς πείθω, νά σᾶς μαλλώνω»[19].
Ἡ ἀποστολή του εἶναι ἡ ἀποστολή τοῦ προφήτη: ὁ Σωκράτης θέλει νά πείση τό λαό του γιά τήν ἁμαρτία του. Ἀλλά ὑπάρχει κάτι στή μέθοδό του πού δέν τό βρίσκομε στόν Ἠσαΐα καί τούς ὁμοτίμους του. Ὁ Σωκράτης δέ γεμίζει τήν Ἀθήνα μέ καταγγελίες τοῦ κακοῦ, οὔτε βροντᾶ ἐναντίον ἑνός ἔνοχου λαοῦ, οὔτε ἀγωνίζεται, οὔτε φωνάζει, οὔτε γεμίζει τούς δρόμους τῆς πατρίδας του μέ τή λακωνική προειδοποίηση ὅτι σέ σαράντα μέρες θά κατατροπωθῆ ἡ Ἀθήνα. Ἀπειλές καί τρόμος δέν ὑπῆρχαν στή δική του τή μέθοδο. Συνιστοῦσε ἀντίθετα ἥσυχα στούς ἀκροατές του ἕνα παλιό Ἑλληνικό γνωμικό: γνῶθι σαυτόν. Νά γνωρίση κανείς τόν ἑαυτό του, τίς δυνάμεις του καί τά ὅριά του, νά γνωρίζη σέ πόσο βαθμό αὐτός ὁ ἴδιος ἱκανοποιεῖται πραγματικά μέ χρήματα, ἤ δόξα, ἤ δύναμη, νά ξέρη τά πράγματα πού ἀνήκουν στήν ἡσυχία τοῦ ἑαυτοῦ του—αὐτή ἦταν ἡ ἀδιάκοπη συμβουλή του. Λόγος, κοινός νοῦς, κοίταγμα τῶν πραγμάτων κατά προσωπο—μέ αὐτό (σκεφτόταν) μποροῦσε νά σωθῆ ὁ κόσμος. Ἔτσι κάθε μέρα «πρωί πρωί[20] τόν ἔβρισκες στούς «περιπάτους καί τά γυμνάσια» καί τήν ἀγορά «νά ἐρωτᾶ καί νά ἀπαντᾶ σέ ἐρώτησεις», μέ τήν ἁπλή πίστη ὅτι τελικά τό «ἄλογον» εἶναι πιό ἀδύνατο ἀπό «τόν λόγον», ἡ πρόληψη ἀπό τήν ἀλήθεια.
Ἐδῶ λοιπόν ἔχομε τό γάμο τῆς σκέψης μέ τήν ἠθική, τῆς σοφίας μέ τήν ἀρετή, πού τόσο χαρακτηρίζει τήν Ἑλλάδα καί πού, ἀπό ὅλα της μάλιστα τά φαινόμενα, εἶναι ἴσως τό πιό παράξενο γιά μᾶς. Αἰσθάνεται ὁ Ἀγγλος λογική ἀγάπη γιά τήν καλοσύνη, δέν εἶναι ὅμως ἡ ἀγάπη πού γι' αὐτήν ὁ Εὐριπίδης ἔγραφε:
τᾷ Σοφίᾳ παρέδρους πέμπειν Ἔρωτας,
παντοίας ἀρετάς ξυνεργούς[21]
(Νά στέλνη στή Σοφία συμπαραστάτες
Ἔρωτες, βοηθούς σέ κάθε ἀρετή).
Τί θαυμάσια φράση, ἀλλά καί πόσο ξένη ἀπό τους δικούς μας τρόπους αἰσθήματος! Σημείωσε τά τρία στοιχεῖα τά ἀξεδιάλυτα συνυφασμένα—σοφία, ἀρετή, ἔρως—τήν ἀρετή νά πηγάζη ἀπό τή σοφία καί νά διεγείρη τή γεμάτη πάθος ἐπιθυμία μέ τήν ὀμορφιά της. Ἡ ἀρετή μας δέν εἶναι τέτοιου εἴδους. Πηγάζει μέ ποικίλους τρόπους ἀπό τήν εὐσυνειδησία, ἀπό τό σεβασμό, ἀπό Πουριτανικό ἔνστικτο νά νεκρώσουν τή σάρκα. Ἀλλά δέν εἶναι «καθισμένη δίπλα στή σοφία»· ἤ ὅπου εἶναι καθισμένη δίπλα στή σοφία, ὅπως σέ ἀνθρώπους σάν τόν Τζών Στούαρτ Μίλλ, τότε μαζί της βρίσκεται κάτι τό ἄχαρο, πού δέ διεγείρει καθόλου τόν γεμάτο πάθος ἔρωτα γιά τόν ὁποῖο ἔγραψεν ὁ Εὐριπίδης: Εἶναι μόνο «νεκρό σῶμα τῆς εὐσέβειας μέ λίγο ἀπό τήν ὀμορφιά της, ἀλλά μέ τήν περισσότερη οὐσία της»[22]. Μᾶς κινεῖ πρός τή φιλία, ὄχι πρός τόν ἔρωτα. Ἴσως μόνο κατά τήν ἐποχή πού ἡ Ἀγγλική σκέψη ἀποχωρίστηκε ἀπό τή Ρώμη καί ξανάχτιζε τή θεολογία, καί χαιρόταν τή δύναμη τῆς νέας ἀλήθειας πού βρῆκαν, ἴσως μόνο τότε βρίσκομε ὅτι ὁ λόγος ἦταν ἀξιαγάπητος, ἐπειδή ὁδηγοῦσε στήν ἀρετή, καί ὅτι ἡ ἀρετή ἦταν σωστή, ἐπειδή ἦταν ἔλλογη, καί ὡραία καί γιά τή λογικότητά της καί γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό της. «Ὁ σκοπός, λοιπόν, τῆς μάθησης εἶναι νά ἐπισκευάσωμε τά ἐρείπια τῶν πρώτων μας γονέων ξανακερδίζοντας σωστά τή γνώση γιά τό θεό, κι ἐκτός ἀπό αὐτή τή γνώση νά τόν ἀγαποῦμε, νά τόν μιμούμαστε, νά τοῦ μοιάζωμε, ὅσο μποροῦμε ἀπό πιό κοντά, νά κατακτοῦμε τίς ψυχές μας μέ ἀληθινή ἀρετή». Καί πάλι:
Πόσο γοητευτική εἶν’ ἡ θεία φιλοσοφία!
Τραχιά, στυφή, οἱ τρελοί, οἱ ἠλίθιοι τή νομίζουν.
Αὐτή εἶναι μουσική σάν ἀπολλώνια λύρα,
συμπόσιο ἀδιάκοπο ἀπό γλύκες ὅλο νέκταρ [23].
Σ’ αὐτά τά χωρία βρίσκεται τό ἀληθινό Ἑλληνικό πνεῦμα. Ἀλλά τό ἔσβησε καί ἡ παιδεία μας καί ἡ φιλοσοφία μας: καί ὥσπου νά ξαναγυρίση, οὔτε ἡ παιδεία μας οὔτε ἡ φιλοσοφία μας θά φτάσουν τά ὕψη ὅπου εἶναι ἡ θέση πού τούς ταιριάζει νά κάνουν τόν περίπατό τους.
Ἄς σταματήσωμε ἐδῶ γιά λίγο, νά ρίξωμε τό βλέμμα μας σέ ἕνα δεῖγμα τῆς ἀνάπτυξης τοῦ πέμπτου αἰώνα, σέ ἕνα «σύγχρονο» ἄνθρωπο. Τό παράδειγμά μας δέν εἶναι ὁ Σωκράτης, πού εἶναι μοναδικός σχεδόν γιά τήν ἐκκεντρικότητά του. Εἶναι ὁ συγγραφέας τῶν στίχων πού μόλις πρίν παραθέσαμε.
Μελέτησε τίς ὀνομαστικές πεποιθήσεις τῆς κοινωνίας μέσα στήν ὁποία γεννήθηκε, τίς πεποιθήσεις πού κληρονόμησε ἀπό τή γέννησή του ὡς δικαιώματα. Μελέτησε τή Βίβλο του, τήν παραδομένη μυθολογία. Τοῦ δίδαξε ὅτι ὑπῆρχαν πολλοί θεοί, ἀρσενικοί καί θηλυκοί, καί ὅτι μόνο ἕνας ἀπ’ αὐτούς (μιά θεά) δέν εἶχε νόθα παιδιά· ἡ θεά αὐτή εἶχε ἕνα βωμό πάνω στόν ὁποῖο θυσίαζαν ἀνθρωπινά ὄντα. Ὁ Δίας πλάνευε τίς γυναῖκες καί τίς θυγατέρες ἀνθρώπων, κι ἡ δική του γυναίκα παρηγοριόταν βασανίζοντας αὐτές τίς γυναῖκες καί τά παιδιά τους· ἡ Ἀφροδίτη τιμωροῦσε τήν ὑπερβολική ἁγνότητα, ἡ Ἀρτέμιδα τήν ἐπλή- ρωνε καταδιώκοντας τίς εὐνοούμενές της. Οἱ ἀνθρώπινοι ἥρωες αὐτῆς τῆς Βίβλου μόλις πού ἦταν λιγότερο ἀκηλίδωτοι κι ἄς ἔφερναν ὀνόματα σάν τοῦτα ἐδῶ: Ἀγαμέμνονας, Ἑλένη, Μενέλαος, Ὀδυσσέας, κι ἄς τούς εἶχαν ὑμνήσει οἱ ποιητές τῆς χώρας του. Ἡ Ἑλένη, ἀφοῦ ἄφησε τόν ἄντρα της κι ἔφυγε μακριά μέ ἕναν ξένο, δέχτηκε νά σκοτώνωνται γι’ αὐτήν χιλιάδες ἄνθρωποι μέσα στήν καταστρεπτική ἀθλιότητα τοῦ δεκάχρονου πολέμου. Ὁ Ἀγαμέμνονας, γιά νά εὐοδωθῆ ἡ ἐκστρατεία του γιά τήν ἐπαναφορά αὐτῆς τῆς γυναίκας, τῆς ἀκόλαστης συζύγου τοῦ ἀδελφοῦ του, πῆρε μέ δόλο τήν κόρη του, ὅταν ἔφευγε ἀπό τό σπίτι του, διακηρύσσοντας ὅτι ἐπιθυμεῖ νά τήν παντρέψη μέ τόν Ἀχιλλέα, καί ὕστερα τή θυσίασε σέ μιά θεά· ἅρπαξε ἀπό τόν καλύτερο σύμμαχό του μιά σκλάβα κόρη πού τήν ἐποφθαλμιοῦσε γιά παλλακίδα του, καί μέ τήν προσβολή πού τοῦ ἔκαμε παρά λίγο νά καταστρέψη τό στρατό του· στό τέλος πρόσβαλε βαριά τά αἰσθήματα τῆς γυναίκας του μέ τό νά φέρνη μαζί του στό σπίτι του, μέσα στό ἅρμα του, δεύτερη σύνευνο[24].
Ὁ Ὅμηρος ὅμως δέν ἔβλεπε ἀδυναμία σ’ αὐτούς τούς θεούς καί τούς ἀνθρώπους, μόνο λάτρευε τούς πρώτους καί ὑμνοῦσε τούς ἄλλους, μέ ὅλη τήν καλή πίστη, τιμώντας τό Δία σάν «ἀνώτατο κυβερνήτη» καί τόν Ἀγαμέμνονα σάν «ἄνακτα ἄνδρων» Ὁ Εὐριπίδης τό βρῆκε δύσκολο νά τόν ἀκολουθήση.
Ὅμοια δύσκολο βρῆκε, μέ τό ὀξύ, τό κριτικό μυαλό του, νά ἀκολουθήση ἄλλες ἱστορίες πού οἱ προγενέστεροί του τίς δέχτηκαν. Ὅταν ὁ Ὀρέστης σκότωσε τή μητέρα του, ὁ Αἰσχύλος πίστευε ὅτι ὁ τόπος γέμισε μέ γυναῖκες, φιδοπλόκαμες, πού κυνηγοῦσαν τό φονιά, φωνάζοντας, ὅταν μυρίζονταν αἷμα· καί ὅτι τίς γυναῖκες αὐτές τίς ἔβλεπαν καί ὅσοι ἦταν ἐκεῖ. Μπροστά στό κριτικό μάτι τοῦ Εὐριπίδη ἡ ἱστορία αὐτή ἔγινε κομμάτια.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι στήν Ἰφιγένεια ὁ Ὀρέστης ὑποθέτει ὅτι τόν κυνηγοῦν αὐτά τά πλάσματα. Ἀλλά τά πλάσματα αὐτά δέν παρουσιάζονται στή σκηνή καί κανείς ἄλλος δέν τά βλέπει οὔτε μιλᾶ γι’ αὐτά. Ἕνας χωρικός περιγράφει πῶς παρακολούθησε τόν Ὀρέστη νά παλεύη μέ κάτι πού ἐκεῖνος τό ὀνόμαζε Ἐρινύες. Ὁ ἴδιος ὁ ἀγρότης δέν εἶδε τέτοια πράγματα, εἶδε μόνο τόν Ὀρέστη νά σκοτώνη κάτι ἀγελάδες καί νά καλῆ τόν κόσμο γιά μάρτυρα ὅτι θανατώνει τούς ἐχθρούς του[25]. Δίχως ἀμφιβολία, σάν τόν Αἴαντα σέ προγενέστερη περίπτωση, ὁ Ὀρέστης ἐκείνη τή στιγμή ἦταν ἔξω φρενῶν.
Ἤξερε ὁ Εὐριπίδης ὅτι τά παιδιά πού σκότωσαν τή μητέρα τους δέν τά ἐπισκέπτονται γυναῖκες μέ φίδια στήν κόμη τους, ἀλλά ἤξερε καί τοῦτο: ὅτι ἡ μητροκτονία τιμωριέται. Μᾶς δείχνει στόν Ὀρέστη μέ τί τιμωρία. Ὅταν ἀρχίζη τό ἔργο, ὁ Ὀρέστης παρουσιάζεται ξαπλωμένος στό κρεββάτι, χλωμός καί ἀδύνατος, μέ ἀφρούς στά χείλη, μέ τή μακριά του κόμη σέ ἀκαταστασία· ἡ ἀδελφή του τόν προσέχει. Δέ θέλει νά φάγη: δέ θέλει νά πλυθῆ: σφίγγεται ἄτακτα μέ τά σκεπάσματά του καί βαριαναστενάζει. Ἀπό ὥρα σέ ὥρα βλέπει στόν ἀέρα σκυλόμορφα ὄντα νά τόν ἀπειλοῦν, τινάζεται, φαντάζεται πώς θά τά σκοτώση, καί κάνει κινήσεις ὅτι τεντώνει τή σφενδόνη καί τινάζει τό βέλος. Αὐτοί πού τόν προσέχουν τόν κρατοῦν γερά στό κρεββάτι, ὥσπου νά περάση ὁ παροξυσμός. Τότε συνέρχεται καί ξαπλωμένος ἐκεῖ φωνάζει ἀπελπισμένα καί «ἔμφρων δακρύει»—σέ κατάσταση πιό κουραστική γιά τήν τροφό του ἀπό τή μανία του. Σκέψου τή φρίκη αὐτῆς τῆς σκηνῆς. Καί βάσταξε αὐτό πέντε μέρες[26]. Ἔτσι τό παιδί τοῦ αἰώνα τοῦ Λόγου μελέτησε τήν ποινή τοῦ μητροκτόνου. Ἦταν μιά νευρική διανοητική ἀναταραχή. Ἦταν, σέ χειρότερη μορφή, ἡ τιμωρία τῆς Λαίδης Μάκβεθ.
Πάρε ἄλλο παράδειγμα. Ἡ μυθική παράδοση ἔλεγε πώς ἡ Ἑλένη παράτησε τόν Ἕλληνα σύζυγό της, γιά νά γίνη γυναίκα τοῦ Πάρη, καί πώς οἱ Ἕλληνες τόν ἀκολούθησαν στην Τροία, καί τήν κυρίεψαν, καί πώς ἔγινε πάλι ἡ Ἑλένη γυναίκα τοῦ Μενέλαου. Ἱστορία πού φέρνει σέ ἀμηχανία, ἄν θέλουμε νά τήν ἐλέγξωμε, καί νά ρωτήσωμε ἀπό κοντά τί λογῆς γυναίκα θά ἔτρεπε νά εἶναι γιά νά ἐνεργήση ἔτσι. Ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος ἔνιωσε τή δυσκολία, καί ἡ Ἑλένη του δέχεται τό σφάλμα της. Εἶναι «κυνῶπις», ἀναίσχυντη σά σκύλα. Γενικά ὅμως γιά τόν Ὅμηρο εἶναι ἡ δῖα γυναικῶν, ἡ ἐξαίρετη γυναίκα, μέ τούς ἄσπρους βραχίονες καί τό κυματιστό ἱμάτιο, πού ἡ ὀμορφιά της κάνει ἀκόμη καί τούς Τρωαδίτες νά σκέφτωνται ὅτι ἄξιζε τό δεκάχρονο πόλεμο. Ὁ Εὐριπίδης εἶναι πιό διερευνητικός στήν ἀνάλυσή του γιά τή φύση αὐτῆς τῆς γυναίκας πού ἐγκατάλειψε σπίτι καί κόρη γιά ἕνα ξένο. Γι’ αὐτόν ἡ Ἑλένη εἶναι οὐσιαστικά ἡ ματαιόδοξη, ἡ γεμάτη ἰδιοτέλεια, ἡ γυναίκα πού τῆς ἀρέσει ἡ πολυτέλεια, καί δέ λυπᾶται κόπους νά κάμη φανερή τή σκέψη του.
Ὁ ὄμορφος Πάρης τήν γοήτεψε, καί τό πλούσιο ἀνατολίτικο ντύσιμό του· ἀκόμη περισσότερο τήν καρδιά της τήν κέρδισαν ἀσήμαντες ματαιοδοξίες·—τό χρυσό περιλαίμιο τοῦ Πάρη, οἱ πλατιές ἀνατολίτικες περισκελίδες του. Ἡ φαντασία της μαγεύτηκε. Καί τότε το Ἄργος τῆς φάνηκε μιά φτωχή Ἑλληνική πόλη. Ἡ Τροία τῆς πρόσφερε τά μυθικά πλούτη καί τίς πολυδάπανες ἀπολαύσεις τῆς Ἀνατολῆς:
Σπάρτης δ’ ἁπαλλαχθεῖσα τήν Φρυγῶν πόλιν
χρυσῷ ρέουσαν ἤλπισας κατακλύσειν
δαπάναισιν οὐδ’ ἦν ἱκανά σοι τά Μενέλεω
μέλαθρα ταῖς σαῖς ἐγκαθυβρίζειν τρυφαῖς[27].
Ἔτσι παράτησε τήν πατρίδα της. Κι ὅταν ἔφτασε στήν Τροία, ἔδειξε ὅτι ἦταν ἡ τέλεια φιλάρεσκη, πού ἐχλεύαζε τόν Πάρη κάθε φορά πού οἱ Ἕλληνες κέρδιζαν στή μάχη, καί ἔτσι ἐξερέθιζε τήν ἀγάπη του. Ἀγαποῦσε τήν περίτεχνη ἁβροφροσύνη, τίς γονυκλισίες καί τόν ἀνατολίτικο χαιρετισμό, πού τόσο προσβλητικά καί τόσο γελοῖα ἦταν γιά τό Ἑλληνικό πνεῦμα. Καί ὅταν ἦρθε τό τέλος καί ἔπεσε ἡ Τροία καί σκοτώθηκε ὁ Πάρης, ντύθηκε μέ λαμπρότητα—δέν της ἔλειψε ποτέ ἡ ματαιοδοξία—καί βγῆκε νά προϋπαντήση τούς Ἕλληνες[28].
Γυρίζοντας σιό Ἄργος, μεσόκοπη πιά, ἡ ἴδια ἦταν: ἔστι δ’ ἡ πάλαιγυνή. Τά ἐνδιαφέροντά της εἶναι τά ἐνδύματα, Οἱ καθρέφτες, καί τά ριπίδια: ἔφερεν ἕναν Φρύγα εὐνοῦχο ἀπό τήν Τροία νά τήν ὑπηρέτη, καί οἱ ἀκόλουθές της ἔχουν εἰδικότητα στά ἀρώματα καί στά καθρεφτίσματα. Ἀκόμη καί ὅταν ἡ εὐπρέπεια τοῦ πένθους ἐπιβάλλει νά κόψη τήν κόμη της, δέ θά χαλάση τήν καλή της ἐμφάνιση· μόνο τίς ἄκρες τῶν μαλλιῶν της θά ψαλιδίση. Ἔτσι εἶδε τήν Ἑλένη ὁ αἰώνας τοῦ Λόγου.
Τό ἴδιο καί γιά τόν πόλεμο πού αἰτία του στάθηκε ἡ Ἑλένη. Γιά τόν Ὅμηρο ὁ πόλεμος ἦταν ὑπέροχος. Οἱ ἥρωές του βρῆκαν σ’ αὐτόν τήν ἐπαγγελματική τους κλίση καί τά κακά του τά ξεπερνοῦσε ἡ μεγαλόπρεπη ἀντρεία τους καί ὁ ἀριθμός τῶν ἀνθρώπων πού ἦταν ἱκανοί νά σκοτώσουν. Ἀλλιῶς τά σκέφτηκε ὁ Εὐριπίδης, ὅπως δείχνει ἡ ὑπόθεση μίας τραγῳδίας του.
Μιά πόλη κυριεύτηκε: Οἱ ἄντρες πού ἦταν μέσα σκοτώθηκαν, καί οἱ γυναῖκες πού περιμένουν νά τίς βάλουν στά πλοῖα γιά τή δουλεία λένε ὅ,τι αἰσθάνονται, καί συζητοῦν γιά τό μέλλον τους. Οἱ χαρακτῆρες πού μιλοῦν εἶναι προσεκτικά διαλεγμένοι γιά τήν ἀνομοιότητα πού ἔχουν, κι ἔτσι θά μπορέσωμε νά δοῦμε τή σκηνή μέ λογῆς μάτια καί μέ ποικίλο φωτισμό. Εἶναι οἱ ἁπλές γυναῖκες, πού τό παράπονό τους εἶναι ἕνας μισο-ζωώδικος πόνος γιατί χάθηκαν οἱ ἀνέσεις καί γιατί διαλύθηκαν οἱ εὐτυχισμένες ἑστίες τους. Εἶναι ἡ γυναίκα τοῦ βασιλιᾶ τῆς Τροίας. Εἶναι γριά, τά θερμά της αἰσθήματα ἔχουν σβήσει, καί οἱ βαθύτερες ἀνθρώπινες συμπάθειές της ἔχουν πεθάνει, ὡς ἕνα μέρος ἐπειδή εἶναι γριά, ὡς ἕνα μέρος ἀπό τήν πομπική καί τελετουργική ζωή τῆς βασιλείας, σέ σημεῖο πού ὅ,τι περισσότερο αἰσθάνεται εἶναι ἡ πίκρα, γιατί χάθηκε τό βασίλειο, καί ἡ καταστροφή τῆς δυναστείας. Εἶναι ἡ νύφη της, πού ἡ εὐτυχισμένη συζυγική της ζωή ἔσπασε μέ τό θάνατο τοῦ ἀντρός της, καί πρέπει τώρα νά τήν διαδεχτῆ μιά ζωή σκλάβας, παλλακίδας τοῦ γιοῦ ἐκείνου πού σκότωσε τόν ἄντρα της. Εἶναι μιά προφήτισσα πού βλέπει τήν καταστροφή μέ πλατύτερο μάτι, ὅπως ταιριάζει στόν ὑπηρέτη τοῦ οὐρανοῦ. Εἶναι ἕνας ἀπό τό στρατό τῶν νικητῶν, πού λυπᾶται τούς νικημένους, ἀλλά κάνει στό τέλος ὅ,τι οἱ ἀνώτεροί του προστάζουν, καί αἰσθάνεται τήν αὐταρέσκεια τοῦ νικητοῦ καί κοιτάζει μπροστά του, πῶς θά εἶναι, ὅταν θά δῆ πάλι τό σπίτι του. Τέτοιο εἶναι τό σχέδιο στίς Τρωάδες. Ὅλο τό ἔργο παίζεται στήν ἀκροθαλασσιά, ὅπου οἱ σκλάβες γυναῖκες εἶναι στριμωγμένες σέ μία γωνία κοντά στή σκηνή τήν ὁρισμένη γι’ αὐτές. Σέ ἀπόσταση βλέπομε τούς νικητές νά τραβοῦν κλήρους γιά τούς αἰχμαλώτους πού θά πάρουν, νά μεταφέρουν τή λεία στά καράβια καί νά ἑτοιμάζωνται γιά τήν ἀναχώρηση. Ὅπως τό ἔργο ἀρχίζει μέ τούς θρήνους τῶν σκλαβωμένων γυναικῶν, ἔτσι τελειώνει μέ τή σάλπιγγα πού μέ τό σάλπισμά της τίς καλεῖ στά Ἑλληνικά καράβια: ἡ πολιτεία βυθίζεται μέσα στίς φλόγες, ἡ Τροία χάνεται μέσα στή στάχτη καί τόν καπνό.
Πέρα ὡς πέρα καμιά λάμψη ἀπό φῶς: ὡς τό τέλος τό ἔργο εἶναι γεμάτο ἀπελπισμό. Οἱ αἰχμάλωτες ἔχασαν τούς ἄντρες καί τά παιδιά τούς, σέ λίγο θά τίς σύρουν στή δουλεία καί θά τίς χωρίσουν κατά τόν κλῆρο πού πέφτει, ἡ παλιά τους ζωή τελείωσε καί δέν ἔχουν καμιάν ἐλπίδα γιά τή νέα ζωή τους. Ὑπάρχουν δύο σημεῖα ὑπερβολικῆς χαρᾶς στό ἔργο, μόνο δυό, καί εἶναι χαρακτηριστικά. Τό πρῶτο εἶναι ἡ χαρά τῆς Κασσάνδρας ὅτι φέρνει μαζί της στήν Ἑλλάδα τήν καταστροφή τοῦ ἀφέντη της, τοῦ Ἀγαμέμνονα. Τό δεύτερο εἶναι ἡ χαρά τοῦ Μενελάου ὅτι ἐπί τέλους μπορεῖ νά τιμωρήση τήν ἄπιστη γυναίκα του. Γιατί, ἀκόμη καί στούς νικητές, ἡ νίκη δέ φέρνει εὐτυχία. Μέ τό στόμα τῆς Κασσάνδρας ὁ Εὐριπίδης δηλώνει ἐνδεικτικά ὅτι ἀπό τους δυό, λιγότερο ἀξίζει κανείς νά ζηλέψη τούς κατακτητές ἀπό τους κατακτημένους. Μιά στιγμιαία ἐκδίκηση εἶναι ἡ ἀμοιβή του Μενελάου γιά μάχες δέκα χρονῶν: κι ἐκεῖνοι πού σ’ αὐτά τά δέκα χρόνια ἀποξενώθηκαν ἀπό τή ζωή τοῦ σπιτιοῦ τους, γυρίζοντας θά βροῦν νά τούς περιμένη στήν Ἑλλάδα, ἄλλον ὁ θάνατος, ἄλλον ἡ ἀπιστία καί ὅλους ἡ ἀλλαγή. Ὁ Εὐριπίδης ἀναρωτήθηκε τί εἶναι ὁ πόλεμος, ὅταν τόν κοιτάζης ὅπως εἶναι: καί αὐτή ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ[29].
«Νά βλέπη καθαρά ἐκεῖνο πού εἶναι»: ἔτσι ὅρισε ὁ Σταντάλ τό χρέος τοῦ συγγραφέα, καί θά μποροῦσε ὁ Εὐριπίδης νά πάρη αὐτά τά λόγια γιά μόττο του, γιατί, ἄν καί ὑπάρχουν πολλές τάσεις στά ἔργα του, στήν οὐσία του ὅλο του τό ἔργο εἶναι μία ἀπόπειρα νά δῆ τά πράγματα ὅπως εἶναι.
Νά δῆ τόν Ἀπόλλωνα ὅπως ἦταν, θεό πού διάταξε τόν Ὁ ρέστη νά σκοτώση τή μητέρα του, ἐπειδή σκότωσε αὐτή τόν πατέρα του τόν Ἀγαμέμνονα: πού πλάνεψε μιά κόρη καί φαρμάκωσε ὅλη της τή ζωή[30].
Νά δῆ τό φόνο τῆς Κλυταιμνήστρας, ὅπως ἦταν· μιά πράξη πού δέν ἔκαμε καλό στόν Ἀγαμέμνονα καί πού θά ἦταν ὁ πρῶτος πού θά τήν ἀπότρεπε: ὠμή ἐπιβίωση τοῦ νόμου τῆς βεντέτας σέ ἐποχή ὅπου ὁ νόμος εἶχε παραμερίσει πιά τό πρωτόγονο αὐτό ἔθιμο[31].
Νά δῆ τή μανία τοῦ Ὀρέστη, ὅπως ἦταν: ὄχι ὁρατά στοιχειά μέ φίδια καί μέ μαστίγια, Ἐρινύες πού τόν καταδιώκουν, ἀλλά ἕνα καθόλου λιγότερο φριχτό πράγμα, μιά φυσική ἀρρώστεια, ἕνα προϊόν τῆς συνείδησης πού φθείρει τό σῶμα καί ταράζει τό νοῦ: συνοδευμένο ἀπό νοσηρές ὑποψίες πού ἔρχονται καί φεύγουν μέ τούς παροξυσμούς τῆς μανίας: πού τρέφεται καί τρέφει τόν ἔντονο αὐτο-συγκεντρωμένο ἐγωισμό, τό ἀμετάβλητο αὐτό γνώρισμα τέτοιων καταστάσεων.
Νά βλέπη τίς μεγάλες μορφές τῆς Ἑλληνικῆς μυθολογίας ὅπως εἶναι: τό Μενέλαο, ὄχι ὅπως τόν δείχνει ὁ Ὅμηρος ἕνα μεγάλο κατακτητή καί βασιλιά, ἀλλά ἕναν ἐγωιστή, φρόνιμο καί δειλό ἄντρα[32]. Τήν Ἑλένη, ὄχι μόνο θεϊκά ὄμορφη, ὅπως τή δείχνει ὁ Ὅμηρος, ἄλλα ματαιόδοξη, ἐγωίστρια καί ἄπιστη γυναίκα.
Νά δῆ τόν Τρωικό πόλεμο καί τά ἀποτελέσματά του, ὅπως εἶναι: φριχτή, γεμάτη αἶμα λεηλασία μίας μεγάλης πόλης—σε μερικά ἔργα τοῦ Εὐριπίδη ἔχει σχεδόν τήν ἴδια θέση πού ἔχει στό Αἰσχύλειο δράμα ἡ οἰκογενειακή κατάρα-—πού οἱ συνέπειές της κολλοῦν σέ ὅλους ὅσοι πῆραν μέρος σ’ αὐτό τόν πόλεμο, καί, παίρνοντας ποικίλες μορφές, στοιχειώνουν τά σπίτια τους, φέρνοντας δυστυχία ἀκόμη ὡς καί στήν τρίτη καί τήν τέταρτη γενεά.
Ἀλλά πρόσεξε ὅτι ὁ Εὐριπίδης εἶναι ἠθικολόγος ὅσο καί κριτικός. Καί σ’ αὐτό τό σημεῖο συνδέεται μέ τό Σωκράτη καί χωρίζεται ἀπό τόν Ὅμηρο. Ὁ Ὅμηρος ἔχει ἠθικό κανόνα, ἀλλά ἡ κρίση του εἶναι μακρόθυμη καί ἐλαφρές οἱ ἐπικρίσεις του. Εἶναι τόσο γοητευμένος ἀπό τήν πληρότητα καί τήν ὀμορφιά τῆς ζωῆς πού συχνά ξεχνᾶ νά καταδικάζη. Δέν εἶναι ἔτσι ὁ Εὐριπίδης. Φέρνει τόν ἔνοχο χωρίς οἶκτο στό δικαστήριό του καί ἐξετάζει τήν παλιά παραδομένη φήμη του μέσα στό γυμνό ἄτομό του: τό Μενέλαο, τόν Ὀδυσσέα, τόν Ἰάσωνα, τόν Ὀρέστη, τήν Ἑλένη, τήν Ἐρμιόνη, τόν Ἀπόλλωνα, τήν Ἀφροδίτη, τήν Ἥρα, τήν Ἄρτεμη: βλέπομε τήν ψυχή τους «σημαδεμένη ἀπό τό μαστίγιο, γεμάτη σημάδια καί πληγές ἀπό ἐπιορκίες καί ἐγκλήματα, κυρτωμένη ἀπό ψευτιά καί ἀγυρτεία». Ὁ Εὐριπίδης δέ ρωτᾶ ἄν αὐτοί οἱ ἥρωες καί οἱ θεότητες ἦταν πλούσιοι ἤ ἔνδοξοι· ἄλλα μόνο ἄν συμμορφώνονταν μέ τόν ὕψιστο κανόνα τοῦ ἀγαθοῦ, πού αὐτός καί ἡ Ἀθήνα ἤξεραν. Ἦταν δίκαιοι, γενναῖοι, εὐσπλαχνικοί, φίλοι τῆς ἀλήθειας; Ἄν ὄχι, ὅλες οἱ πανηγυρικές ἐπιδοκιμασίες τῆς μυθικῆς παράδοσης δέ θά τούς ἔσῳζαν. Θά τούς περίμενε ἀτιμωτική τιμωρία.
Ἔχομε ἕνα παράδειγμα συγγενικό μ’ αὐτά πού παραθέσαμε, πού φανερώνει καθαρά τήν ἠθική ροπή τοῦ νέου δράματος. Εἶναι τό μεταχείρισμα πού κάνει ὁ Εὐριπίδης σέ μιάν ἀπ’ αὐτές τίς τόσο κοινές ἱστορίες τοῦ Ἑλληνικοῦ μύθου. Πολλές ἀπό τίς ἔνδοξες οἰκογένειες τῆς μυθικῆς παράδοσης ὄφειλαν τήν ἀρχή τους σέ κάποιο θεό. Ὁ Ἀπόλλων ἡ ὁ Δίας ἐρωτεύτηκαν κάποια ὄμορφη θυγατέρα ἀνθρώπων: στήν πρώιμη ἐκείνη ἐποχή οἱ θεοί «συμμεριζόταν τίς ἀδυναμίες τῶν θνητῶν, καί οἱ θνητοί τίς χαρές τῶν θεῶν». Καί τίποτα ἄλλο δέν ἦρθε στόν κόσμο, ἀπό τόν ἐφήμερο τοῦτο δεσμό παρά ἡ γέννηση ἑνός ἥρωα. Ἡ Ἑλληνική μυθολογία εἶναι γεμάτη ἀπό τέτοιες ἀφηγήσεις: ὁ ἔνατος Πυθιονίκης τοῦ Πινδάρου δείχνει μέ πόσο χαριτωμένη ὀμορφιά ἕνας ποιητής—μόλις θά ἔλεγα ἕνας στοχαστής—μπόρεσε νά ντύση μιάν ἀπό αὐτές τίς συγγνωστές ἀταξίες οὔτε μισό αἰώνα πρίν ὁ Εὐριπίδης ἀνεβάση ἔργο στό θέατρο.
Ἄλλά ὁ Εὐριπίδης εἶδε ἀλλιῶς αὐτά τά θέματα, καί, κατά τίς δικές μας ἰδέες, πιό κοντά ὅπως εἶναι. Μία νέα κόρη τῆς Ἀθήνας μάζευε κάποτε τά κίτρινα λουλούδια πού φυτρώνουν στούς μεγάλους βράχους στά βόρειά της Ἀκρόπολης. Ἐκεῖ τή βρῆκε ὁ Ἀπόλλων, τήν ἔπιασε καί τήν ἔσυρε, κι ἄς φώναζε αὐτή, μέσα σέ μιά σπηλιά,—ἀρκετά μεγάλη, ὅπως εἶναι τώρα, μπορεῖ νά θυμᾶται τά λευκά χέρια πού τήν ἅρπαξαν καί τή λάμψη ἀπό χρυσό φῶς πού σκόρπιζε γύρω του ἐκείνη τήν ἡμέρα[33]. Ἐγέννησε ἕνα παιδί καί γιά νά τό κρύψη ἀπό τή μητέρα της, νύχτα τό ἔφερε στή σπηλιά: ἐκεῖ τό ἄφησε, ἐλπίζοντας ὅτι κάπως θά τή βοηθοῦσε ὁ Ἀπόλλων. Μά ἐκεῖνος, ἀφοῦ χάρηκε τήν ἡδονή του, τήν ἄφησε μόνη νά βαστάξη τούς πόνους τῆς γέννας, καί τό μαρτύριο τῆς ἀπόκρυψης. Ἄς ἀκούσωμε τήν ἱστορία καί τό ἀποτέλεσμα, ὅπως ἡ ἴδια ἡ κόρη, ὕστερα ἀπό χρόνια τό διηγήθηκε σέ ἕνα παλιό ὑπηρέτη της:
ΚΡΕΟΥΣΑ. Ξέρεις τούς βράχους τοῦ Κέκροπα πού τούς λέμε Μακρούς βράχους—καί μιά σπηλιά μέσα σ’ αὐτούς πού βλέπει τό βοριά; Ἐκεῖ ἀγωνίστηκα φοβερόν ἀγώνα· ἐκεῖ ἀναγκάστηκα νά συνάψω «δύστηνον γάμον» μέ τόν Ἀπόλλωνα.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ. Καί πῶς ἔκρυψες τούς γάμους σου μέ τόν
Ἀπόλλωνα;
ΚΡ. Γέννησα παιδί· (ὁ ὑπηρέτης τρομάζει)· κρατήσου γέρο
νά τ’ ἀκούσης ἀπό μένα.
ΠΡ. Ποῦ; Ποιός σου παραστέκεται; ἤ ἤσουν μόνη σ’ αὐ-
τούς τούς πόνους;
ΚΡ. Μόνη, στή σπηλιά, ἐκεῖ πού ἑνώθηκα μέ γάμους.
ΠΡ. Καί ποῦ εἶναι τό παιδί σου; δέ θά ’σαι πιά χω-
ρίς παιδί.
ΚΡ. Πέθανε, γέροντά μου, ἀφησμένο στά ἄγρια ζῷα
νά τό φάνε.
ΠΡ. Πέθανε; Καμιά βοήθεια δέν ἔδωσε ὁ Ἀπόλλων ὁ
«κακός»;
ΚΡ. Καμιά· καί τό παιδί μου τώρα ἀνατρέφεται στά
παλάτια τοῦ Ἅδη.
ΠΡ. Καί ποιός τό ἄφησε στά θεριά; ὄχι βέβαια ἐσύ.
ΚΡ. Ἐγώ ἡ ἴδια, μιά σκοτεινή νύχτα, σπαργανωμένο
μέ πέπλους.
ΠΡ. Κι ἄλλος κανείς δέν ἤξερε μαζί σου τήν ἔκθεση
τοῦ παιδιοῦ;
ΚΡ. Ὄχι ἄλλος ἀπό τή συμφορά κι ἀπό τό κλειδω-
μένο στόμα.
ΠΡ. Καί πῶς βάσταξες νά ἀφήσης μέσα στή σπηλιά
τό δικό σου τό παιδί;
ΚΡ. Πῶς ἀλήθεια; Πολλά πρίν ἔβγαλα ἀπό τό στόμα
μου λόγια, πικρά.
ΠΡ. Ὦ ἐσύ δυστυχισμένη γιά τήν τόλμη σου· μά πιό-
τερο ἀπό σένα ὁ θεός.
ΚΡ. Ναι· κι ἄν εἶχες δεϊ τό παιδί νά ἁπλώνη σέ μένα
τά χέρια του![34]
Τίποτα δέν ἀκούστηκε γιά τό παιδί, καί ἡ Κρέουσα, ἡ μητέρα του, παντρεύτηκε τό βασιλιά τῶν Ἀθηνῶν. Στό ἔργο εἶναι τώρα μιά μεσόκοπη Βασίλισσα τῶν Ἀθηνῶν: ἀλλά δέ μᾶς ἀφήνουν νά ξεχάσωμε αὐτό τό παλιό περιστατικό στούς βράχους τῆς πατρίδας της. Ἀρέσει στόν Εὐριπίδη νά χαράζη τά κακά ἀποτελέσματα τῶν πόνων πάνω στό χαρακτήρα τῆς γυναίκας, καί ἡ Κρέουσα εἶναι ἡ ἄτεκνη γυναίκα. Δέ γέννησε παιδί ἀπό τότε πού ἔχασε τό πρῶτο ἐκεῖνο· καί ἡ ἐξωτερική εὐτυχία δέν μπορεῖ νά γεμίση αὐτό τό κενό της ζωῆς της. Ὁ νεαρός ὑπηρέτης τοῦ ναοῦ στούς Δελφούς θαυμάζει καί ζηλεύει τήν πατρίδα της καί τή γενιά της. « Ἴσαμ’ ἐκεῖ πάει ἡ εὐτυχία μου, ὄχι πιό πέρα», εἶναι ἡ πικρή της ἀπάντηση[35]. Ἔπαθον ἄχος ἄβιον, λέγει γιά τόν ἑαυτό της. «Ἡ λύπη μου εἶναι ἀβάσταχτή γιά τή ζωή». Καί ὅταν στό τέλος τοῦ ἔργου, ὕστερα ἀπό ζηλοφθονίες, βλαστήμιες, σατανικές πράξεις, καί ἀπόπειρα φόνου, ὁ Ἀπόλλων, πού βάζει σέ κίνηση ὅλη αὐτή τήν ἀκολουθία τῆς δυστυχίας καί ἐνεδρεύει στό βάθος γιά νά προασπίση τή φήμη του ἀπό τήν ντροπή τοῦ ἔκθετου παιδιοῦ, περιβάλλεται τέλος μέ ἄλλη θεότητα γιά νά ἀποκαταστήση τό χαμένο παιδί (τώρα μεγαλωμένο ἄντρα), βλέπομε ὅτι ἡ ἐπανόρθωση τοῦ θεοῦ δέν εἶναι τέλεια, καί ὅτι ἡ εὐτυχία ἔρχεται πολύ ἀργά στήν Κρέουσα γιά νά τήν ἀποζημιώση γιά μιά ἐρειπωμένη καί τραγική νεότητα. Ἔτσι εἶδε ὁ Εὐριπίδης ἕνα θεϊκό ἔρωτα μέ ἔλα- φρή καρδιά, πού ὁ Πίνδαρος θά τόν ἔντυνε μέ τή λαμπρότητα τῆς ποίησης. Γιά τόν Εὐριπίδη ἦταν ἡ κτηνώδικη ἁρπαγή μιᾶς ἀνυπεράσπιστης κόρης. Εἶχε τίς συνέπειες πού τέτοιες πράξεις ἔχουν. Ἐπρόσθεσε ἕνα ποσοστό στό ποσό τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας πάνω στή γῆ[36].
Μποροῦμε τώρα νά ἀποχαιρετίσωμε τόν Αἰώνα τοῦ Λόγου. Γιατί, ἄν καί μόλις διασχίσαμε τό κατώφλι, εἴδαμε ἀρκετά ὥστε νά κρίνωμε τή σημασία του. Κατά τόν αἰώνα αὐτόν τό Ἑλληνικό πνεῦμα μπαίνει ἀποφασιστικά σέ νέα πορεία. Ἡ νεανική ἡλικία ἔκλεισε καί ἀπό δῶ καί πέρα ἀντιμετωπίζει τά σύντονα χρέη καί τίς γεμάτες μόχθο ἀρετές τῆς ἀντρικῆς ἡλικίας. Μελετᾶ πῶς νά ζῆ καί πῶς νά γνωρίζη. Οἱ Στωικοί, οἱ Ἐπικούρειοι, οἱ Κυνικοί ὑψώνονται πνευματικοί δασκάλοι τῆς ἀνθρωπότητας πού πλανιέται. Τήν παιδεύουν, τή δυναμώνουν καί τῆς δείχνουν ἕνα νέο δρόμο ζωῆς καί σώζουν τήν ψυχή της. Στό μεταξύ ἄλλοι δουλεύουν στήν ἐπιστήμη καί ἀφιερώνουν τή ζωή τους στή συγκέντρωση γνώσεων. Στήν Ἀθήνα ὁ Ἀριστοτέλης καί οἱ συνεχιστές του καταρτίζουν πελώριες συλλογές ἀπό γεγονότα, ἀπό τόν πλήρη κατάλογο τῶν ἔργων πού παίχτηκαν στήν Ἀθήνα, μέ τά ὀνόματα τῶν συγγραφέων, τῶν ἠθοποιῶν καί τῶν χορηγῶν, ὡς τήν περίφημη ἀνάλυση τῶν 158 πολιτειῶν, ἀπό τίς ὁποῖες μιά μόνο, ἡ Ἀθηναίων πολιτεία μᾶς διασῴζεται σήμερα. Ἡ Ἀλεξάνδρεια ἔχει τό «Μουσεῖον», τή Βιβλιοθήκη καί τούς Βοτανικούς Κήπους της. Ἡ Πέργαμος, ἡ Ἀντιόχεια, ἡ Ταρσός ἔχουν τίς σχολές τῶν λογίων τους. Στή γραμματολογική ἱστορία ὁ Ἡρακλείδης, στήν κριτική φιλολογία ὁ Ζηνόδοτος καί ὁ Ἄρίσταρχος, στή Γραμματική ὁ Διονύσιος ἀπό τή Θράκη, στή μουσική ὁ Ἀριστόξενος, στήν κοινωνιολογική ἱστορία ὁ Δικαίαρχος, στήν Ἀστρονομία ὁ Ἵππαρχος, στή γεωμετρία ὁ Ἀρχιμήδης καί ὁ Εὐκλείδης, στή μηχανική ὁ Ἥρων, στή φυσική γεωγραφία καί τή χαρτογραφία ὁ Ἐρατοσθένης, ἔκαμαν πελώριες συλλογές ἀπό δεδομένα, χρησιμοποίησαν τίς μεθόδους τῆς κριτικῆς ἔρευνας, καί ἔβαλαν τά θεμέλια τῶν ἐπιστημῶν. Καί αὐτά εἶναι λίγα μόνο ὀνόματα. Γιά τή γεωργία μόνο, ὁ Ρωμαῖος Οὐάρρων ἤξερε πενήντα Ἑλληνικές πραγματεῖες. Τό ἴδιο βαθιά καί πλατιά ἦταν καί ἡ ἐργασία πού ἔγινε στή φιλοσοφία. Ἀπό διαφορετικά μονοπάτια, Στωικοί, Ἐπικούρειοι, Κυνικοί, οἱ συνεχιστές τοῦ Πλάτωνα, οἱ συνεχιστές τοῦ Ἀριστοτέλη ἐρεύνησαν τήν ἀρετή καί τήν εὐτυχία, καί διάνοιξαν τά πεδία τῆς φυσικῆς, τῆς μεταφυσικῆς, τῆς λογικῆς, τῆς ψυχολογίας, τῆς ἠθικῆς.
Καί ἔτσι, ὅταν ἔρχεται ὁ Χριστιανισμός, βρίσκει κατά κάποιον τρόπο τόν κόσμο παρασκευασμένο γι’ αὐτόν. Ὑπάρχουν παλιές φιάλες πού θά δεχτοῦν τό νέο κρασί καί δέ θά σπάσουν. Ὑπάρχει ἕτοιμη γι’ αὐτόν μία μεταφυσική καί μία ἠθική φιλοσοφία καί ἕνα λεξιλόγιο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θά βρῆ τήν ἀντίθεση τῆς «σάρκας» καί τοῦ «πνεύματος» πολύ κοντά στά χέρια του: ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης θά ἔχη τόν «Λόγον», μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ νά ἐκφράση τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ: ὁ Ἅγιος Θωμάς[37], θά ἔχη τό σύστημα τοῦ Ἀριστοτέλη μέ τό ὁποῖο θά προβάλη τά μυστήρια τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ Ἀπολογητές θά χρησιμοποιήσουν τήν Ἑλληνική ἀλληγορική μέθοδο γιά τίς δυσκολίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: θά ἀντλήσουν ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῶν θεῶν τῶν Ἑλλήνων ἀπό τους Ἕλληνες φιλοσόφους, καί θά μνημονεύουν τόν Πλάτωνα καί τόν Εὐήμερο ὡς μάρτυρες ἐναντίον του Δία. Ἡ Κόλαση, ὁ Παράδεισος, τό Καθαρτήριο τῆς Χριστιανοσύνης θά δανειστῆ τιμωρίες καί ἀμοιβές ἀπό τίς εἰκόνες πού ὁ Ὀρφισμός εἶχε χαράξει γιά τή μέλλουσα ζωή. Ἔτσι μέ τό Σωκράτη καί μέ τόν Εὐριπίδη βρισκόμαστε στό κεφαλάρι ἀπ’ ὅπου κατεβαίνουν τά ρεύματα τῆς Εὐρωπαϊκῆς ζωῆς. Μιά προοπτική χωρίς τέλος ἀνοίγει μπροστά μας.
Tanta patet rerum series atque omne
futurum Nititur in lucem[38].
Αὐτή εἶναι ἡ σημασία τοῦ πέμπτου αἰώνα. Ὅρισε τίς γραμμές πάνω στίς ὁποῖες ἀπό δῶ καί μπρός θά ἔπρεπεν οἱ ἄνθρωποι νά ἐργαστοῦν. Ἔφερε σέ λογική τελειότητα τά ἐργαλεῖα πού θά χρησιμοποιοῦσαν. Χωρίς αὐτόν οἱ ὑπηρεσίες τῆς Ἑλλάδας πρός τόν κόσμο θά ἦταν ἀτελεῖς. Ἄν χωρίσουμε σέ δύο τόν Ἑλληνισμό κατά τά τέλη τοῦ ἕκτου αἰώνα, ἡ γραμμή πού θά σύρωμε θά μᾶς ἔδινε μέρος ἀπό τήν πιό μεγάλη ποίηση τῆς Ἑλλάδας. Ἀλλά κάτω ἀπό τή γραμμή θά βρισκόταν ἡ κίνηση πού ἔδωσεν ἕνα πολιτισμό στή Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, καί τό πνεῦμα τῆς γνώσης σέ μᾶς. Χωρίς τόν πέμπτον αἰώνα καί τίς συνέπειές του ἡ Ἑλληνική ἐπίδραση μόλις πού θά ἄγγιζε τόν κόσμο.
Ἄν εἶναι ἔτσι, γιατί τότε ὁ ὑστερώτερος Ἕλληνας νά μήν εἶναι πιό ἑλκυστικός ἀπό τούς προγόνους του; Γιατί τό ἐνδιαφέρον μας νά μή μεγαλώνη προοδευτικά, ὅταν περνοῦμε ἀπό τό Σωκράτη στόν Ἀριστοτέλη, καί ἀπό τόν Ἀριστοτέλη στό Θεόφραστο, καί ἀπό κεῖ σέ ἐποχές πού τό αἴσθημά τους μεγαλώνει ὅλο καί πιό ὅμοιο μέ τό δικό μας καί ἡ σκέψη τους προσαρμόζεται ὅλο καί περισσότερο πρός τίς σύγχρονες ἀνάγκες; Μήπως ἔχομε κι ἐδῶ ἕνα παράδειγμα σχολαστικῆς σοφολογιότητας πού καρφώνεται σέ ὁρισμένες περιόδους, τίς ὁποῖες ὀνομάζει κλασσικές, καί περιορίζει σ’ αὐτές τόν ἑαυτό της μέ τόση ἀπό- κλειστικότητα, ὥστε οἱ μισοί ἀπό τους μαθητές πού μορφώνει δέν καταλαβαίνουν ὅτι ὁ Ἑλληνισμός ἐξακολούθησε νά ζῆ καί μετά τή μάχη τῆς Χαιρώνειας, καί σπάνια γνωρίζουν τά ὀνόματα τῶν ὑστερώτερων φιλοσόφων; Ἤ μήπως ἁπλώθηκε στήν Ἑλλάδα μιά ἀλλαγή παρακμῆς; Καί εἶχε δίκιο ὁ Νίτσε νά καταλήγη μέ ἐπιχειρήματα στή σκέψη ὅτι ὁ Σωκράτης καί ὁ Εὐριπίδης ἦταν οἱ πρῶτοι της παρακμῆς τῆς Ἑλλάδας; Τέτοια ζητήματα δέν εἶναι εὔκολα στή ρύθμισή τους. Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀπό μᾶς ἔχομε σιωπηρά δώσει τήν ἀπάντηση μέσα στή σκέψη μας. Ἡ Ἑλλάδα μᾶς ἐνδιαφέρει ὕστερα ἀπό τήν πτώση τῆς Ἀθήνας, ἀλλά δέ μᾶς ἐνθουσιάζει. Πόσοι, ἄν ἡ μοίρα τούς πρόσφερνε τή ζωή ἑνός κλασσικοῦ Ἕλληνα, θά δέχονταν τήν προσφορά μέ τόν ὅρο νά ζήσουν στόν τέταρτο ἤ τούς κατόπιν αἰῶνες πρίν Χριστοῦ; Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν συνείδηση τῆς κατάπτωσης. Σέ ἕνα χωρίο ὅπου, ἄν καί τά λόγια εἶναι βαλμένα στά χείλη τοῦ Περικλῆ, οἱ σκέψεις εἶναι καθαρά σκέψεις τοῦ Ξενοφώντα, ὁ τελευταῖος θρηνεῖ γιά τήν παρακμή τῆς Ἀθήνας. «Πῶς θά φέρωμε τούς ἀνθρώπους πίσω πάλι στόν ἔρωτα τῆς ἀρχαίας «ἀρετῆς τέ καί εὐκλείας καί εὐδαιμονίας». Ἡ πόλη ἔχει ξεπέσει. «Οἱ παλαιοί, λέγει ὁ κόσμος, ἦταν πολύ ἀνώτεροι ἀπό τους σημερινούς»[39]. Δύο γενιές ἀργότερα ὁ Αἰσχίνης μιλᾶ μέ τόν ἴδιο τόνο στήν Ἐκκλησία τοῦ δήμου τῶν Ἀθηναίων. «Ἄν σᾶς ρωτοῦσε κάποιος, ἄν νομίζετε ὅτι ἡ πόλη σας εἶναι πιό ἔνδοξη σήμερα ἀπό ὅ,τι ἦταν τόν καιρό τῶν προγόνων σας, ὅλοι θά συμφωνούσατε ὅτι δέν εἶναι. Ἦταν λοιπόν τότε οἱ ἄνθρωποι καλύτεροι ἀπό τώρα; Ναί, ἦταν ἀνώτεροι: Ἐμεῖς εἴμαστε πολύ κατώτεροί τους»[40]. Κι ἄν ἀκόμη λάβωμε ὑπόψη μας τόν πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιά αὐτοδιασυρμό, πάλι μένει κάποια ἀλήθεια σ’ αὐτές τίς διαπιστώσεις. Τούς Ἀθηναίους τούς ἔπιασε μιά χαλαρότητα, μιά μαλακότητα. Ἄν ὁ Δημοσθένης εἶχε δίκιο, τό βλέπομε στήν ἀπροθυμία τους, νά βροῦν ἄντρες καί χρήματα γιά τόν πόλεμο κατά τοῦ Φιλίππου. Ἡ ἴδια ἡ γλώσσα τοῦ τετάρτου αἰώνα προσφέρει μιά περίεργη καί ἔμμεση μαρτυρία γι’ αὐτό. Πρόσεξε τά ἐπίθετα πού συναντοῦμε στούς λόγους τῶν ρητόρων, καί κοίταξε πού ἀποβλέπουν. Ὅταν ὁ Δημοσθένης ἐπιθυμῆ νά ἐγκωμιάση ἕναν ἄνθρωπο, τόν ὀνομάζει «μέτριον, φιλάνθρωπον, πρᾷον». Αὐτές τίς ἰδιότητες ἐπικροτοῦσε ἡ ἐποχή του· αὐτές ἦταν οἱ ἀρετές τῆς ἐκλογῆς της. Ἐξαίρετες ἰδιότητες καθαυτές, ἀλλά μέ τήν ἀδιάκοπή τους ἐπάνοδο, εἶναι συμπτώματα γιά κάποια ἐκθήλυνση καί γιά κάποιο ἡσυχασμό. Πράγματα πολύ ξένα στήν πρώιμη Ἀθήνα. Οἱ ἀρετές της τότε ἦταν πιό ἐνεργητικές. Ὁ Θουκυδίδης δέν ὀνομάζει τούς συμπολίτες του «μετρίους»: ἄοκνοι, τολμηροί, νεωτεροποιοί (καινοτόμοι), εὐέλπιδες, εἶναι τά ἐπίθετα πού χρησιμοποιεῖ γί αὐτούς. Φύσεως δύναμις καί γρήγορη κρίση εἶναι οἱ ἰδιότητες πού ἐγκωμιάζει στό Θεμιστοκλῆ καί τόν Περικλῆ, ἀνεξαρτησία καί τιμιότητα.
Μπορεῖ νά φαίνεται ἄσχημο νά ψέγη κανείς ἕνα ἔθνος γιά ἀρετές μέ ἀνθρωπισμό πού ὅλοι μας θά ἤμασταν εὐχαριστημένοι ἄν τίς εἴχαμε. Μά κι ἔτσι ἀκόμη κάτι τό στραβό ὑπάρχει στόν τέταρτον αἰώνα. Ἡ πιό μεγάλη γοητεία τοῦ προκατόχου του εἶναι κάτι πού δέν τιθασσεύεται ἀπό τή γλώσσα. Εἶναι ἡ πληρότητα καί ἡ ὀμορφιά της Ἀθηναϊκῆς ζωῆς. Ὕστερα ἀπό τό 400 π.Χ. αὐτό χάθηκε. Ξεθωριάζει καί χάνεται ἀπό τήν Ἀθήνα, ἀφήνοντας την τάχα ἀμετάβλητη, ἀκριβῶς ὅπως σβήνει καί φεύγει ἡ ἔκφραση πού ἔδινε ὅλη τή χάρη σέ ἕνα πρόσωπο, χωρίς καμιάν ὁρισμένη ἀλλοίωση τῶν χαρακτηριστικῶν του. Ἀπό δῶ κι ἐμπρός εἶναι μία πόλη μέ ζωηρή δημαρχιακή ζωή, μέ δυνατή πνευματική κίνηση, καί πολιτικά ἐνδιαφέροσντα πού διεγείρουν πολύ θόρυβο, ἀλλά εἶναι παιδιακίσια ὅταν τά συγκρίνωμε μέ τά ἐνδιαφέροντα τῆς Ρώμης. Ἴσως στό βάθος νά ἦταν τό ἴδιο καί πρίν. Ἴσως ὁ αἰώνας τοῦ Περικλῆ νά ἦταν μιά φουσκωμένη ἀερόφουσκα. Ἴσως ὁ Θουκυδίδης νά μᾶς ἐπιβλήθηκε, καί νά μᾶς ἔκανε νά κρατοῦμε τήν ἀναπνοή μας γιά συζητήσεις περισσότερο ἀσήμαντες καί λιγότερο σπουδαῖες ἀπό αὐτές τῶν ἐπαρχιακῶν δημοτικῶν συμβουλίων μας. Ὅμως, ὅπως κι ἄν ἔχη, ἐπιβλήθηκε. Τώρα δέν ἀπατιόμαστε πιά.
Κι ἄν αὐτό ἀληθεύει γιά τόν τέταρτο, ἀκόμη περισσότερο ἀληθεύει γιά τούς αἰῶνες πού ἀκολουθοῦν. Ὁ Ἕλληνας ἀναλαβαίνει νέο ρόλο καί ἀρχίζει τήν ἀποστολική ἐκστρατεία του γιά τόν προσηλυτισμό τῆς γῆς. Εἶναι γιά τόν πνευματικό κόσμο, ὅ,τι ἦταν οἱ μισθοφόροι τοῦ Ξενοφώντα καί τοῦ Κλεάρχου γιά τό στρατιωτικό κόσμο. Βρίσκεται στήν ἀκολουθία κάθε κατακτητικῆς φυλῆς, γιά νά τή διαπαιδσαγωγῆ καί νά τήν ἐπηρεάζη, νά τέρπη καί νά χειραγωγῆ τίς ὧρες τῆς σχολῆς της. Τόν συναντοῦμε σέ κάθε πρωτεύουσα μικρή καί μεγάλη, ἀπό τήν Παρθία καί τή Βαβυλώνα ὡς τήν Ἀλεξάνδρεια καί τή Ρώμη, πρόθυμο νά πουλῆ τά μυστικά τῆς ἀρετῆς καί τῆς τέχνης καί τῆς γνώσης σέ ὅλους ὅσοι μποροῦν νά τά ἐκμισθώνουν· παίζει τίς Βάκχες στήν αὐλή τοῦ Ὀρώδη, διορθώνει τούς στίχους τοῦ Κορνήλιου Γάλλου, μεταφράζει τόν Ὅμηρο γιά τά παιδιά τοῦ Λιβίου Σαλινάτορα, εἶναι ὁ ἥμερος ποιητής τοῦ Μαρίου καί ὁ ἐκλεκτός συνοδός τοῦ Σκιπίωνα τοῦ Ἀφρικανοῦ καί τοῦ Νέρωνα. Ἔχει πολλές ὄψεις: εἶναι ὁ οἰκονομικός σύμβουλος τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων, ὁ φιλόσοφος καί ἐξομολογητής τῶν ἀριστοκρατῶν τῆς Ρώμης, τό κοινωνικό παράσιτο, ὁ «πεινασμένος Γραι- κύλος» τῶν δυσαρεστημένων Ρωμαίων «πελατῶν». Εἶναι ὁ γιατρός, ὁ ἠθοποιός, ὁ ζωγράφος, ὁ σχοινοβάτης, ὁ χειρομάντης καί ὁ χειρομαλάκτης τῆς φυλῆς πού κυβερνᾶ. Ἕνα πράγμα ὅμως δέν θά εἶναι ποτέ πιά ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας—ἐλεύθερος πολίτης σέ ἀνεξάρτητο κράτος.
Ἡ προοδευτική αὐτή πολιτική παρακμή πῆρε τό χρῶμα της ἀπό τήν ὑστερώτερη Ἑλληνική ζωή, καί εἶναι ἡ πρώτη αἰτία γιατί ἡ ἐποχή αὐτή δέν εἶναι ἑλκυστική. Ἀλλά στό πλευρό της βρίσκεται μιά λεπτή πνευματική παρακμή. Τήν προβλέπομε, ὅταν διαβάζωμε τόν Εὐριπίδη. Προβάλλει τά τρομακτικά του προβλήματα καί λύση δέ βρίσκει. Ὀρθοδοξία, παράδοση, ἔθιμα,, ὅλα πέφτουν σέ ἐρείπια γύρω του. Κριτικός χωρίς ἔλεος, ἀποτυχαίνει στήν οἰκοδομή. Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά προχωροῦν κάνοντας αὐτή τή δουλειά γιά πάντα. Δύο πράγματα, λέγει ὁ Λά Ροσεφουκώ, δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἔχη μπροστά στά μάτια του γιά πολύ, τόν ἥλιο καί τό θάνατο. Μποροῦμε σ’ αὐτά νά προσθέσωμε ἄλλο ἔνα—τον κόσμο ὅπως τόν εἶδεν ὁ Εὐριπίδης. Ἄν ὁ κόσμος πραγματικά εἶναι ὅπως μᾶς τόν δείχνει στήν Ἑκάβη, στίς Τρωάδες, τόν Ἴωνα, τήν Ἠλέκτρα, τόν Ἱππόλυτο, τότε εἶναι καλύτερο νά κλείσωμε τά μάτια μας ἤ νά βάλωμε γυαλιά, πού νά χρωματίζουν τά πράγματα πιό εὐχάριστα.
Αὐτό ἔνιωσε ὁ τέταρτος αἰώνας. Ὑπόφερε ἀπό τίς κοινές ἀκολουθίες τοῦ κριτικοῦ ἀγνωστικισμοῦ. Ὄχι ἀπό ἰδιαίτερη κακοήθεια, (ὁ σκεπτικισμός καί τό ἔγκλημα δέν κρατιοῦνται ἀναγκαστικά ἀπό τό χέρι, οὔτε ἕνας ἄθεος κόσμος εἶναι πάντα ἀνἠθικος κόσμος), ἀλλά ἀπό ἀπονάρκωση. Κουράστηκαν οἱ ἄνθρωποι κυνηγώντας μία ἀλήθεια πού ποτέ δέν τήν ἔβρισκαν, ἐπιδιώκοντας κάτι πού τόσο πολλή προσπάθεια ζητᾶ καί τόσο πολύ μόχθο φέρνει καί ὅμως προσφέρνει τόσο μικρά ἀποτελέσματα. Σιγά σιγά τούς ἔπιασε τρόμος γιά τό χρέος πού εἶχαν ἀναλάβει· ὅταν σκέφτωνται αὐτά τά πράγματα, τούς πιάνει μεγάλη ὀδύνη καί λοξοδρομοῦν σέ εὐκολώτερα μονοπάτια. Ἡ ἀνώτερη λογοτεχνία καταπιάνεται μέ τή σπουδή χαρακτήρων ἀντί νά δίνη τό πρόσωπο τῆς δράσης, ἤ ἐπιδιώκει αἰσθητικά ἀποτελέσματα μιλώντας πολύ γιά τέχνη γιά τήν τέχνη· μιά ἀντίστοιχη μεταβολή ἔρχεται στή στάση τῶν μορφωμένων ἀνθρώπων ἀπέναντι τῆς ζωῆς. Μεγαλώνει μιά γενεά πού παίρνει ἀπάνω της λίγους κινδύνους καί κάνει λίγες προόδους, πού εἶναι εὐχαριστημένη μέ «μέτρια ἁρμοδιότητα» σέ ζητήματα διανόησης ἀκόμη περισσότερο παρά σέ οἰκονομικά. Τό σφρίγος τό ἀντικαθιστᾶ ἡ δεξιοτεχνία καί τή ζωή ὁ λεπτεπίλεπτος ἔλεγχός της. Οἱ ἰδέες μιᾶς τέτοιας κοινωνίας εἶναι γενικά καλλιεργημένες, ἀλλά τό ἐπίθετο αὐτό δέ δείχνει ὑψηλό ἐπίπεδο ἀνθρωπότητας. Γιά τέτοιο εἶδος κοινωνίας γράφτηκε ἡ κωμῳδία, ἄν ἐννοοῦμε μέ τήυ κωμῳδία, ὄχι τήν τραχιά ζωηρότητα τοῦ Ἀριστοφάνη, ἀλλά τό λεπτό πνεῦμα τοῦ Μένανδρου ἤ τοῦ Μολιέρου ἤ τοῦ Κονγκρήβ ἤ τή σύγχρονη Γαλλική κωμωδία.
Αὐτός ὁ λόγος κάνει τή Νέα Κωμωδία τόσο ἀντιπροσωπευτική του τέταρτου αἰώνα, πού εἶναι τό σημαντικότερο λογοτεχνικό προϊόν του. Ὁ Μένανδρος εἶναι ὁ νέος Εὐριπίδης. Διδάχτηκε ἀπό τό μεγάλο προκάτοχό του τήν ἐξιδανίκεψη τοῦ χαρακτήρα τῆς γυναίκας, τό ἐνδιαφέρον γιά τήν κοινή ζωή, καί ἕνα ἐκλεκτό ὕφος. Ἀλλά ἄφησε νά τοῦ πέση ἡ βαθιά σοβαρότητα τοῦ δασκάλου του. Ἡ τραγωδία ξέπεσε σέ κωμωδία, ἡ γεμάτη πάθος ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας σέ μιά φαιδρή κριτική τοῦ κοινοῦ νοῦ. Οἱ ἥρωες καί οἱ ἡρωίδες δίνουν τή θέση τους σέ ἑταῖρες καί γελωτοποιούς, σέ μαγείρους καί δούλους· καί τά τραγικά πάθη, ὁ Ἱππόλυτος πού πεθαίνει καί ὁ τυφλός Οἰδίποδας δίνουν τή θέση τους στά δάκρυα τῶν ἀπογοητευμένων ἐραστῶν καί τό στομαχόπονο πεινασμένων παρασίτων. Τό ἰδεῶδες του Μένανδρου εἶναι ἡ ἄνετη ἡ ἀν-ἡρωική ζωή—τό ἰδεῶδες του ἀστοῦ, γιά ἀκόλαστη ζωή στά νιάτα καί ἐντιμότητα μέ πολύφερνη γυναίκα ὅταν θά εἶναι μεσόκοπος.
Ὑπῆρχαν ἀναμφίβολα στήν Ἀθήνα ἐξοχώτερα καί πιό δραστήρια πνεύματα ἀπό τό Μένανδρο: ἀλλά καί αὐτά παθαίνουν μιά μεταβολή παρακμῆς Ἡ δράση ἀρχίζει νά χωρίζεται ἀπό τή σκέψη, καί ἐμφανίζεται τότε μιά τάξη στοχαστῶν πού θέλουν νά εἶναι μόνο θεατές τῆς ζωῆς· οἱ καλύτεροι ἀπ’ αὐτούς πιστεύουν στή σοφία τῶν θεωριῶν, ἀλλά μόνο ἀδύνατη προσπάθεια καταβάλλουν γιά νά τίς ἐπιβάλλουν στόν κόσμο, Οἱ χειρότεροι πάλι εἶναι εὐχαριστημένοι νά ἀναμετροῦν καί νά ἀποτιμοῦν πλῆθος θεωρίες χωρίς νά πιστεύουν καμιά καί χωρίς, ἀκόμη λιγότερο, νά ἐφαρμόζουν καμιά. Εἶναι ἀδύνατο νά μήν αἰσθανθῆ κανείς, διαβάζοντας τόν Ἀριστοτέλη, ὅτι, ἐνῶ οἱ πολιτικές του θεωρίες ξεκίνησαν γιά νά ὑπηρετήσουν πραγματική ἀνάγκη, ἐν τούτοις μένει ἱκανοποιημένος μέ τό ὅτι δημιούργησε τήν ἰδανική πολιτεία του, καί σχεδόν ἀδιάφορος γιά τή μετατροπή της σέ πραγματικότητα πάνω στή γῆ. Ζῆ μᾶλλον γιά νά γνωρίζη παρά γιά νά κάνη τή γνώση του ἀποτελεσματική. Καί ὁ Πλάτων ἀκόμη, πού βαθιά ἄγγιξαν τήν ψυχή του οἱ ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς του, δέχεται καρτερικά τήν ἄποψη ὅτι ἡ ἰδανική πολιτεία του πρέπει νά μένη στά σύννεφα. Βλέπει, πολύ καθαρά, ματαιότητα στήν ἀνθρώπινη προσπάθεια, ἀκόμη καί ὅταν πολύ ἔχη ἐπιτύχει, καί εἶναι ἀνυπόμονος καί ἀηδιασμένος ἀπό τήν ἀργήν ὁδοιπορία καί ἀπό τους ἀκατέργαστους καί λασπωμένους δρόμους. Γι’ αὐτό ἀφήνει τή γῆ καί ἐπιτρέπει στόν ἑαυτό του νά πλανιέται στόν καθαρό καί ἀνεμπόδιστο αἰθέρα τοῦ νοῦ,
ἀεροβατῶν καί περιφρονῶν τόν ἥλιον,
ὅπως ὁ Ἀριστοφάνης[41], πρίν ἀπό μία γενεά, εἶπε γεμάτος καταφρόνηση γιά τούς ἀνθρώπους αὐτοῦ του εἴδους, καί χτίζει τά ἀέρινα παλάτια του ἐκεῖ ὅπου κανείς δέν μπορεῖ νά ἐμποδίση ἤ νά μολύνη, ἤ νά καταστρέψη.
Ὁ κατόπιν αἰώνας ἔφερε μιά ἀναγέννηση, καί ἡ φιλοσοφία ἀκόμη μιά φορά ἔγινε ἠθική: κι οὔτε ἔχει ἡ ἱστορία πολλά περιστατικά περισσότερο ἄξια θαυμασμοῦ ἀπό τή Στωική καί Κυνική προσπάθεια γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας μέ τήν ἀρετή. Ἴσως σήμερα ὀφείλομε περισσότερα σ’ αὐτές τίς ἐποχές παρά στήν πρώιμη Ἑλλάδα. Ἀλλά ὁ νέος κόσμος δέν ἦταν ποτέ ἐντελῶς ὅπως ὁ παλαιός. Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα εἶχε γιά πάντα χάσει δυό πράγματα—την ἐλευθερία καί τή δόξα τῆς πρώτης της λογοτεχνίας.
------------------------
[1] Burnet, Early Greek Philosophy, p. 49. Ἀριστοτέλης Μεταφυσ. A. 3. 983b. 30
[2] Πλάτων, Πρωταγόρας, 313, 316, 317.
[3] Ἕνα ἀπό τά λίγα ἀποσπάσματα τοῦ Πρωταγόρα πού σώζονται
[4] Πλάτων, Πρωταγόρας 318, Γοργίας 451.
[5] Πλάτων, Πρωταγ. 318.
[6] De orotore I, 148 — 59. Orator, 11 — 19.
[7] Θουκ. 3. 37, 3 — 5.
[8] 3. 82,2;
[9] 3. 82 κ. ε. Τά θέματα πού ἀνάφερα πάρα πάνω τά πῆρα ἀπό τό λόγο τῶν Μυτιληναίων στή Σπάρτη (3. 9 κ. ε.), τό λόγο τοῦ Κλέωνα γιά τήν ἠθική τῆς ἡγεμονίας (3. 37 κ. ε.), τήν ἀπάντηση τοῦ Διοδότου (στό ἴδιο μέρος), τούς λόγους τοῦ Περικλῆ (2. 60 κ. ε.) καί τοῦ Ἀλκιβιάδη (6. 16 κ. ἑ.).
[10] Ἡ ἀμοιβή τοῦ Εὐήνου ἦταν 5 μναί (Πλάτων, Ἀπολ. 20). Ὑπολογίζω τήν ἀξία τοῦ νομίσματος τοῦ πέμπτου αἰώνα δέκα φορές μεγαλύτερη ἀπό τή σημερινή.
[11] Πρόσωπο τῆς Ἀγγλικῆς λαϊκῆς φαντασίας. Αρχηγός πονηρῶν πνευμάτων, σάν αὐτά πού παρουσιάζει ὁ Σαίξπηρ στό Ὄνειρο τῆς καλοκαιρινῆς νύχτας.
[12] Πλάτων, Συμπόσιο, 220. Τό ἑπόμενο χωρίο εἶναι ἀπό το πρῶτο βιβλίο τῆς Πολιτείας (331C κ.ἑ.).
[13] Ἡ συζήτηση τῆς «Πολιτείας» δέν ἔγινε στην Ἀθήνα ἀλλά στό σπίτι τοῦ Κεφάλου, τοῦ πατέρα τοῦ Λυσία, στόν Πειραιᾶ.
[14] Πλάτων, Φαίδων 9l ad.
[15] Burnet's History of his Own Times.
[16] Πλάτων, Γοργίας, 458 α.
[17] Πλάτων, Κριτίας 106
[18] Ξενοφ. Ἀπομνημ. I, 1, 16.
[19] Πλάτων, Ἀπολογία, 29d — 31.
[20] Ξενοφ. Ἀπομνημ. I, 1, 10.
[21] Μήδεια 844. Τά λόγια αὐτά θά ἦταν θαυμάσιο μόττο γιά Πανεπιστήμιο.
[22] Στήβενσον, γιά τόν Ἐρμπερτ Σπένσερ, στό ἔργο του: Ἡ ἐπίδραση τῶν βιβλίων.
[23] Μίλτων, Ἐπιστολή γιά τήν Παιδεία, καί Comus. Ἤ ἀπόδοση τῶν στίχων τοῦ Μίλτωνα ἀπό τό Θράς. Σταύρου.
[24] Βλέπε Εὐριπίδ. Ἠλεκτρα 101 1—50, ὅπου ἤ Κλυταιμνήστρα διατυπώνει αὐτές τίς κατηγορίες ἐναντίον τοῦ Ἀγαμέμνονα καί ἔτσι δικαιολογεῖ τή δική της διαγωγή.
[25] Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις 285 κ.ε. Ἡ μανία τοῦ Ὀρεστη εἶναι καθαρά φυσικό πράγμα καί στά τρία ἔργα τοῦ Εὐριπίδη, στά ὁποῖα τήν παρουσιάζει, τήν Ἠλεκτρα, τόν Ὀρέστη καί τήν Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις. Εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅτι στίς «Χοηφόρους» οἱ παριστάμενοι δέ βλέπουν τίς Ἐρινύες (στ. 1061).
[26] Ὀρέστης, 34 κ. ἑ. 255 κ. ἑ.
[27] Τρωάδες, 994—97: βλέπε τούς στίχους 969—1032.
[28] Ὅλες τίς λεπτομέρειες γιά τήν Ἑλένη τίς πῆρα ἀπό τόν Ὀρέοτη, 128, 1112, 1430 καί τόν Κύκλωπα 182—5. Εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅτι ἡ Ἑλένη κληρονομεῖ τή ματαιοδοξία της ἀπό τήν Κλυταιμνήστρα (Ἠλέκτρα, 1071) καί τήν κληροδοτεῖ στήν κόρη της Ἐρμιόνη (Ἀνδρομάχη, 147 κ. ε.). Ὁ Εὐριπίδης θεωρεῖ τήν «ἁβροφροσύνην» σάν κληρονομικό χαρακτηριστικό της οἰκογένειας, (Ὀρεστης, 349)
[29] 'Ὁ καθηγητής Μάρρεϋ στή μετάφραση τῶν «Τρωάδων» τονίζει, ὅτι αὐτή εἶναι ἤ σημασία του.
[30] Στήν Ἠλεκτρα καί τόν Ἴωνα.
[31] Βλέπε τήν πραγματεία τοῦ Βέρραλ γιά τόν Ὀρέστη στο ἔργο του «Τέσσερεις τραγῳδίες τοῦ Εὐριπίδη». . .
[32] Στήν «Ἀνδρομάχη» καί τόν «Ὀρεστη».
[33] Ἴων, 887 — 91.
[34] Ἴων, 936 — 7, 939 941, 946 — 961
[35] Ἴων, 264
[36] Ὅσα προηγοῦνται δέν εἶναι, φυσικά, οὔτε ἀπόπειρα γιά ἕνα πλήρη ἀπολογισμό τοῦ Εὐριπίδη, πού εἶχε καί ἄλλες ἰδιότητες ἐκτός ἀπό τόν κριτικό νοῦ. Ὅπως μέ τόν Πίνδαρο καί τόν Ἡρόδοτο στό πέμπτο κεφάλαιο καί μέ τόν Πλάτωνα στό ἕβδομο, ἀσχολήθηκα μόνο μ’ ἐκεῖνες τίς πλευρές του πού ἐξεικονίζουν τήν ἰδιαίτερη ἄποψή μου.
[37] Πρόκειται γιά τό Θωμᾶ τόν Ἀκινάτο, τό μεγάλο ἀριστοτελικό φιλόσοφο καί θεολόγο τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
[38] Τόσο μεγάλη σειρά πραγμάτων ἀνοίγεται καί ὅλο τό μέλλον σπεύδει πρός τό φῶς.
[39] Ξενοφ Ἀπομνημ. 3. 5. 7 κ. ἑ.
[40] Αἰσχίν. Κατά Κτησιφ. 178
[41] Νεφέλαι 225.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου