Πριν από λίγα χρόνια, μια είδηση σε μια εφημερίδα πανεθνικής κυκλοφορίας στη Μεγάλη Βρετανία αφηγούνταν τα δεινά ενός μεσοαστικού ζευγαριού στο Λονδίνο που αγωνιζόταν να τα βγάλει πέρα με ένα εισόδημα της τάξης των 150.000 λιρών ετησίως (περίπου πενταπλάσιο του εθνικού μέσου όρου).
Όπως ήταν αναμενόμενο, ελάχιστη συμπάθεια εισέπραξαν από τους αναγνώστες εκείνους που μόνο στα όνειρά τους μπορούσαν να δουν τόσα χρήματα. Αυτό που πιστεύουμε ότι χρειαζόμαστε φαίνεται να είναι πολύ υποκειμενικό και σχετικό με την ιδιαίτερη κατάστασή μας.
Τέτοιου είδους ζητήματα δεν είναι κάτι καινούριο. Τον πρώτο αιώνα π.Χ. ο Οράτιος στοχαζόταν πάνω στα ίδια θέματα στη Ρώμη. Κανείς, σχολίαζε, δεν μοιάζει ικανοποιημένος από αυτό που έχει.
Οι άνθρωποι επιθυμούν συνεχώς όλο και πιο πολλά, κοιτάζοντας με ζήλια όσους έχουν περισσότερα από αυτούς:
«Τίποτα δεν είναι αρκετό», λένε, «γιατί η αξία σου λογίζεται με βάση ό,τι κατέχεις». Τι μπορείς να κάνεις με έναν τέτοιο άνθρωπο; Καλύτερα να του πεις πως είναι δυστυχής, καθώς η δυστυχία είναι αυτό που απολαμβάνει.
Φανταστείτε να βιώνετε μια συνεχή κατάσταση δυστυχίας, που προκαλείται από απληστία και φθόνο… δεν είναι ζωή αυτή!
Αν όντως καταφέρουμε να συγκεντρώσουμε αρκετά χρήματα και υλικά αγαθά ώστε να ξεπεράσουμε τέτοιου είδους συναισθήματα, τότε, σχολιάζει ο Οράτιος, θα μας κυριεύσουν νέες ανησυχίες: Μήπως προτιμάς να κείτεσαι ξάγρυπνος και μισοπεθαμένος από τον τρόμο, να περνάς τις μέρες και τις νύχτες σου φοβούμενος τους διαρρήκτες ή τη φωτιά ή τους ίδιους σου τους δούλους, που μπορεί να σε «γδύσουν» και μετά να εξαφανιστούν;
Αν αυτές είναι οι ευλογίες της υλικής επιτυχίας, προσθέτει ο Οράτιος, τότε ίσως η φτώχεια να μην είναι και τόσο άσχημη. Το πρόβλημα είναι ο ατέλειωτος αγώνας για πλουτισμό: το διαρκές συναίσθημα ότι, όσα και αν κατέχουμε, δεν θα είναι ποτέ αρκετά.
Πόσα πρέπει να έχουμε τελικά για να δραπετεύσουμε από τον φόβο ότι δεν έχουμε αρκετά;
Η προσέγγιση του Επίκουρου, που έζησε γύρω στα μέσα του τέταρτου αιώνα π.Χ, σε αυτό το ερώτημα ήταν να απογυμνώσει τα πράγματα φτάνοντας στη βασική τους μορφή. Τι χρειαζόμαστε πραγματικά; Τι είναι απαραίτητο για τη φυσική μας επιβίωση; Τροφή, νερό και καταφύγιο από τα στοιχεία της φύσης· περί αυτού πρόκειται. Αυτές είναι οι απαιτήσεις της φύσης.
Ο Επίκουρος, χαρακτήρισε την επιθυμία για τέτοιου είδους πράγματα «φυσική και απαραίτητη».
Τι γίνεται όμως αν δεν θέλουμε απλώς και μόνο ένα καταφύγιο, αλλά το δικό μας ιδιωτικό καταφύγιο, σε ένα ωραίο μέρος της πόλης, πιθανώς με μια καινούρια, μοδάτη κουζίνα; Και τι γίνεται αν δεν θέλουμε απλώς τροφή, αλλά ένα ενδιαφέρον, καλομαγειρεμένο φαγητό, μαζί με ένα ποτήρι καλό κρασί;
Όλα αυτά είναι μια χαρά, θα έλεγε ο Επίκουρος, και απόλυτα λογικά.
Η επιθυμία για τέτοιου είδους πράγματα προκύπτει ξεκάθαρα από τις πιο βασικές μας φυσικές επιθυμίες για τροφή, νερό και στέγη, ακόμα κι αν υπερβαίνει ό,τι είναι απολύτως απαραίτητο.
Ο Επίκουρος αποκάλεσε αυτά τα πράγματα «φυσικά αλλά όχι απαραίτητα». Είναι ωραίο να τα έχουμε, αλλά μπορούμε, και εκατομμύρια άνθρωποι όντως το μπορούν, να ζήσουμε απόλυτα ευτυχισμένοι χωρίς αυτά.
Και ακολουθούν όλα τα άλλα: όλα τα άλλα πράγματα που πιστεύουμε ότι χρειαζόμαστε για να ζήσουμε μια ευτυχισμένη ζωή, αν λάβουμε υπόψη πόσα χρήματα είναι πρόθυμοι μερικοί άνθρωποι να ξοδέψουν για γκάτζετ τελευταίας τεχνολογίας, κοσμήματα και φανταχτερά ρολόγια κ.λπ. Για τον Επίκουρο, αυτά τα πράγματα εμπίπτουν στην Τρίτη κατηγορία πραγμάτων, τα λεγόμενα «αφύσικα και περιττά».
Όχι μόνο δεν τα χρειαζόμαστε, αλλά δεν εξυπηρετούν καν έναν χρήσιμο φυσικό σκοπό.
Τι χρειαζόμαστε, λοιπόν; Για τον Επίκουρο, η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Τα μόνα πράγματα που χρειαζόμαστε είναι αυτά που είναι φυσικά και απαραίτητα.
Τα υπόλοιπα είναι απλώς βιτρίνα.
Αυτά που χρειαζόμαστε είναι στην πραγματικότητα πολύ λίγα και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο είναι αρκετά εύκολο να τα εξασφαλίσουμε.
«Ο πλούτος της φύσης», έγραψε ο Επίκουρος, «είναι πεπερασμένος και κερδίζεται εύκολα, ενώ ο πλούτος της κενής συνήθειας φτάνει έως το άπειρο». Αν και αποτελεί τραγωδία το γεγονός ότι μερικοί άνθρωποι στον ανεπτυγμένο κόσμο πασχίζουν ακόμη για να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη για τη ζωή και πολύ περισσότερο ότι άνθρωποι σε άλλα μέρη του κόσμου αγωνίζονται σκληρά για να επιβιώσουν, πολλοί από εμάς έχουμε την τύχη να μην είμαστε αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε τη ρεαλιστική πιθανότητα να μείνουμε κάποτε χωρίς καθόλου τροφή.
Αντίθετα, είμαστε απορροφημένοι από την προσπάθειά μας να διασφαλίσουμε όλα τα άλλα πράγματα που ο Επίκουρος επέμενε ότι είναι περιττά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει ποτέ να ακολουθούμε τον συρμό. Αλλά ο Επίκουρος θα ήθελε εδώ να επισημάνει δύο πράγματα.
Το πρώτο είναι ότι θα ήταν παρανοϊκό να ταραζόμαστε υπερβολικά επειδή δεν καταφέρνουμε να εξασφαλίσουμε πράγματα που δεν χρειαζόμαστε, ειδικά αν ο απώτερος στόχος είναι να απολαύσουμε μια ευχάριστη, γαλήνια ζωή, η οποία θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο με την ταραχή αυτή.
Το δεύτερο είναι ότι η γνώση πως όσα χρειαζόμαστε πραγματικά είναι ουσιαστικά ελάχιστα και πολύ εύκολα στην απόκτησή τους θα αφαιρέσει μεγάλο μέρος του άγχους που έχουμε για να αποκτήσουμε ό,τι νομίζουμε πως χρειαζόμαστε.
Αυτή η γνώση από μόνη της θα συμβάλει στην ψυχική ηρεμία μας.
Ξαφνικά η πίεση παύει.
«Όποιος καταλαβαίνει τα όρια της καλής ζωής», έγραψε ο Επίκουρος, «γνωρίζει ότι αποκτάται εύκολα αυτό που εξαλείφει τα δεινά που προκαλεί η ανάγκη και κάνει τη ζωή τέλεια στο σύνολό της, έτσι ώστε να μην υπάρχει καμία ανάγκη για εγχειρήματα που συνεπάγονται τον αγώνα για επιτυχία».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου