Oι ερωτήσεις σχετικά με μια δίκαιη και ανθρωπιστική πολιτική που αφορά την αρχή και το τέλος της ανθρώπινης ζωής θα βρουν ξεκάθαρα πιο φωτισμένες απαντήσεις, όταν τεθούν στο φως μιας καλύτερης νευροεπιστημονικής κατανόησης. Ωστόσο, η σπουδαιότερη επίδραση θα είναι στην ανθρώπινη ζωή μεταξύ αυτών των δύο σημείων.
Πιο συγκεκριμένα, είναι πιθανόν να δούμε μια επανάσταση στους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία αντιμετωπίζει το ευρύ φάσμα των παθολογικών κοινωνικών συμπεριφορών. Mια κοινωνία με γνώσεις για το νευρικό σύστημα και εξελιγμένη τεχνολογικά θα μπορεί να διατυπώνει αξιόπιστες κρίσεις και να παρεμβαίνει αποτελεσματικά εκεί όπου η τρέχουσα πρακτική προχωρεί ψηλαφητά και επιδεικνύει αδυναμία.
Παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων είναι πολλά. Ένα ζήτημα που αντιμετωπίζει κάθε δικαστήριο είναι η γνωσιακή, συναισθηματική και στοχαστική ικανότητα, καθώς και η πραγματική γνωσιακή, συναισθηματική και προθετική κατάσταση, κατά τη διάρκεια της τέλεσης του υποτιθέμενου αδικήματος. O νόμος κάνει αρκετές χοντρικές αλλά αποφασιστικής σημασίας διακρίσεις, όπως αυτή μεταξύ της κατανόησης ή μη του είδους της πράξης μεταξύ τού να είναι κάποιος λογικός ή παράφρων κατά τη διάρκεια τέλεσης της πράξης μεταξύ προμελετημένων και αυθόρμητων πράξεων και μεταξύ διαφόρων κατηγοριών κινήτρων – το χυδαίο, το αθώο και το ευγενές.
Aυτές οι διακρίσεις είναι αποφασιστικής σημασίας, γιατί ο βαθμός της ενοχής απέναντι στο νόμο εξαρτάται από αυτές και γιατί, επίσης, ο χαρακτήρας και το μέγεθος της τιμωρίας, της φυλάκισης ή άλλης σωφρονιστικής ποινής που θα επιβληθεί στο άτομο που έχει καταδικαστεί, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το πού το κατατάσσει το δικαστήριο μέσα σε αυτόν το χώρο των πιθανών ψυχολογικών καταστάσεων. H ίδια φυσική πράξη μπορεί να επιφέρει 10 χρόνια φυλάκισης σε ένα άτομο, 2 χρόνια σε μια ψυχιατρική κλινική σε ένα άλλο, και 160 ώρες παροχής κοινωνικών υπηρεσιών σε ένα τρίτο, όλα αυτά σε σχέση με γνωσιακούς και άλλους ψυχολογικούς παράγοντες.
H δικαιοσύνη και ο κοινός νους απαιτούν να λαμβάνονται υπόψη τέτοιες διακρίσεις, τόσο στην απόφαση περί της ενοχής όσο και στον καθορισμό της κατάλληλης ποινής. Aλλά λίγοι θα αρνηθούν ότι τα δικαστήρια είναι βαθιά αναξιόπιστα στον προσδιορισμό των πολλών διαστάσεων της γνωσιακής, συναισθηματικής και κοινωνικής ικανότητας κάθε κατηγορουμένου. Kαι δεδομένου του μεγάλου αριθμού υποτροπών, λίγοι θα ισχυριστούν ότι οι ισχύουσες διαδικασίες τιμωρίας ή σωφρονισμού είναι αποτελεσματικές. H μέθοδος που ακολουθούν οι Η.Π.Α., σε σχέση τουλάχιστον με τα επαναλαμβανόμενα βίαια εγκλήματα, είναι να εγκαταλείπουν τις προσπάθειες σωφρονισμού και να φυλακίζουν απλώς τους εγκληματίες μακριά από την κοινωνία όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Kαθώς γράφω αυτές τις γραμμές, η πολιτεία της Kαλιφόρνιας, στην οποία ζω, ψήφισε χθες το πρωί νόμο που προβλέπει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης για εκείνον που καταδικάζεται τρίτη φορά λόγω βιαιοπραγίας. Kαι η σημερινή εφημερίδα ανήγγειλε ότι η πρώτη κατηγορία στο San Diego βάσει αυτού του νόμου απαγγέλθηκε εναντίον ενός από τους τρεις οπλισμένους ληστές που λήστεψαν ένα σούπερ μάρκετ, στο τέλος του δρόμου στον οποίο μένω, έξι μόνον ώρες μετά την υπογραφή του νόμου από τον κυβερνήτη. Oι εγκληματίες διέφυγαν από τον τόπο του εγκλήματος με ένα αμάξι που είχαν κλέψει από έναν τρομοκρατημένο οδηγό μόλις πριν από μια ώρα. Τελείως συμπτωματικά, η φυγή τους από το σούπερ μάρκετ υπέπεσε στην αντίληψη κάποιων πρακτόρων του FBI, που έτυχε να τρώνε το παγωτό τους απέναντι από το χώρο στάθμευσης. Δέκα μίλια μακρύτερα και ύστερα από είκοσι λεπτά, οι τρεις οπλοφόροι περικυκλώθηκαν και συνελήφθησαν. Mερικοί από τους γνωστούς μου υπαλλήλους στο κατάστημα τρέμουν ακόμη.
Tέτοια νομοσχέδια, και αμφιβάλλω για το αν αυτό της Kαλιφόρνιας θα είναι το τελευταίο, είναι έκφραση αποτυχίας: της αποτυχίας των ισχυουσών νομικών και σωφρονιστικών πρακτικών να προστατεύουν τον αθώο κόσμο. Aυτές οι αποτυχίες είναι ολοφάνερα πραγματικές, και έτσι η τρέχουσα αντίδραση Κλείδωσέ τους και πέταξε το κλειδί πρέπει να γίνει σεβαστή. Ίσως μάλιστα θα έπρεπε να την υποστηρίξουμε, με πολύ σθένος εάν χρειαστεί. Aλλά το κόστος είναι τρομακτικό, τόσο σε χρήματα των φορολογουμένων, χρήματα που χρειάζονται επειγόντως σε άλλους τομείς, όσο και στη σπατάλη ανθρώπινων πόρων – φύλακες και φυλακισμένοι.
Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς εάν τα επόμενα πενήντα χρόνια μπορούν να παραγάγουν ένα δικαιότερο, αποτελεσματικότερο και λιγότερο ακριβό σύστημα αντιμετώπισης της εγκληματικής συμπεριφοράς. Oι δυνατότητες εδώ είναι ασαφείς και αβέβαιες, συνεπώς κρατήστε το σκεπτικισμό σας σε λογικά επίπεδα. Aπό την άλλη πλευρά, η κατανόηση της παθολογίας και οι τεχνικές μας για την αντιμετώπισή της είναι σίγουρο ότι θα αλλάξουν, και μάλιστα δραματικά. Θα ήταν καλό να είμαστε, έστω και μερικώς, προετοιμασμένοι γι αυτό. Έτσι, δεδομένης της ασάφειας, ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε, για να την ξεπεράσουμε.
H εγκληματική συμπεριφορά είναι βέβαιο ότι δεν έχει μια μοναδική αιτία ή θέση στον εγκέφαλο. Mπορεί να πηγάζει από χρόνιες αποτυχίες στην κοινωνική αντίληψη, από την ανικανότητα να αισθάνεται κάποιος συμπάθεια για τους άλλους, από ένα διαστρεβλωμένο συναισθηματικό προφίλ, από περίεργες και ισχυρότατες επιθυμίες, από χρόνια ελαττώματα ως προς την πρακτική συλλογιστική, από την έλλειψη ή τη διαφθορά της φυσιολογικής κοινωνικοποίησης, από απλή απόγνωση, από απλή αδιαφορία, από κάθε συνδυασμό των ανωτέρω και από εκατοντάδες άλλους παράγοντες, που δεν μπορούμε ακόμη να κατανοήσουμε.
Mε τον τρόπο του, ο νόμος αναγνωρίζει ήδη αυτήν την πολλαπλότητα αιτιών με τη σημασία που αποδίδει στη γνωσιακή, συναισθηματική και πνευματική επάρκεια κάθε κατηγορουμένου. Όμως, όπως παρατηρήσαμε προηγουμένως, ο νόμος χρειάζεται να βελτιωθεί πολύ, ώστε να καταστεί αξιόπιστος σε αυτά τα ζητήματα, εάν επιθυμούμε τη λήψη χρήσιμων αποφάσεων. Άλλη μια φορά, η νευροτεχνολογία μπορεί να βοηθήσει.
Tρία πράγματα χρειάζεται να αναπτυχθούν και να συνδυαστούν.
Πρώτον, οι μη παρεμβατικές απεικονιστικές τεχνικές για την καταγραφή άκρως εστιασμένης εγκεφαλικής δραστηριότητας πρέπει να φτάσουν σε υψηλά επίπεδα ακρίβειας και ευκολίας χειρισμού. Oι λειτουργικές τεχνικές MRI και MEG φαίνεται ότι αποτελούν το μέλλον.
Δεύτερον, η θεωρητική κατανόηση των πολλών διαστάσεων της γνωσιακής, συναισθηματικής και στοχαστικής δραστηριότητας πρέπει να αποκτήσει βάθος, ίσως και να επαναπροσδιοριστεί εντελώς, ώστε να συμβαδίζει με τα ευρήματα των απεικονιστικών τεχνικών, τόσο σχετικά με τους υγιείς εγκέφαλους όσο και σχετικά με τους ανάπηρους, τραυματισμένους και πραγματικά παθολογικούς εγκεφάλους.
Tρίτον, χρειάζεται να αναπτύξουμε τεχνητά δίκτυα που θα μας βοηθούν στη διάγνωση όχι μόνον των ασθενειών του σώματος, όπως αναφέραμε προηγουμένως, αλλά και των αποτυχιών και παθολογικών καταστάσεων στην εγκεφαλική λειτουργία.
Oι νέες τεχνικές ανίχνευσης θα μας επιτρέψουν να συγκεντρώσουμε μια μεγάλη βάση δεδομένων σχετικά με τα ατομικά προφίλ της εγκεφαλικής λειτουργίας, από φυσιολογικούς ανθρώπους μέχρι αυτούς που εκδηλώνουν αντικοινωνική συμπεριφορά. Aυτά τα εγκεφαλικά προφίλ μπορεί να διερευνηθούν και να καταγραφούν, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια παρακολούθησης από τον εξεταζόμενο, σε μια οθόνη τηλεόρασης, μιας ποικιλίας πρωτοτυπικών κοινωνικών, ηθικών και πρακτικών περιστάσεων. Mόλις καταγραφούν, αυτά τα νευρωνικά προφίλ μπορεί να συνοδευτούν από μια ανεξάρτητη διάγνωση της συνολικής γνωσιακής κατάστασης του εξεταζομένου και, το πιο σημαντικό, από το προφίλ της πραγματικής ιστορίας της συμπεριφοράς του εξεταζομένου, τόσο της κοινωνικής όσο και της εγκληματικής. Ένας μεγάλος αριθμός τέτοιων ζευγών θα αποτελέσει το εκπαιδευτικό σύνολο για το είδος του διαγνωστικού δικτύου που επιθυμούμε, ένα δίκτυο το οποίο, αφού εκπαιδευτεί, θα διαγιγνώσκει με ακρίβεια ορισμένους τύπους εγκεφαλικών δυσλειτουργιών και θα προβλέπει με ακρίβεια την προβληματική κοινωνική συμπεριφορά.
Όπως στην ιατρική περίπτωση που εξετάσαμε προηγουμένως, ένα τέτοιο ψυχοδιαγνωστικό δίκτυο μπορεί να φτάσει στο σημείο να περικλείει πολύ περισσότερη πείρα από κάθε μεμονωμένο άτομο και να την εφαρμόζει με συνέπεια σε κάθε περίπτωση που αντιμετωπίζει, όσο σύνθετη και αν είναι αυτή. Mια τέτοια τεχνολογία δε θα μας επέτρεπε να κάνουμε κάτι που δεν κάνουμε ήδη στο μεγαλύτερο μέρος του αιώνα. Eίναι πολύ συνηθισμένο οι κατηγορούμενοι για διάφορα εγκλήματα να παραπέμπονται για ψυχιατρική εξέταση, εάν το δικαστήριο θεωρεί ότι μια τέτοια εξέταση απαιτείται για τη δίκαιη εκδίκαση της συγκεκριμένης περίπτωσης.
Aλλά η τεχνολογία αυτή θα μας επέτρεπε να πραγματοποιήσουμε αυτό το σημαντικό έργο με πολύ περισσότερη ακρίβεια – και συνεπώς με μεγαλύτερη δικαιοσύνη – από ό,τι η παρούσα γνώση μάς επιτρέπει. H ικανότητα αξιόπιστης διάκρισης μεταξύ των πραγματικά προβληματικών ανθρώπων και των άλλων – αυτών που τυχαίνει να έχουν μία μόνο σύγκρουση με το νόμο – θα είναι ένα σημαντικό όφελος. H δικαιοσύνη μπορεί γρήγορα να επαναφέρει αυτούς τους τελευταίους, κατάλληλα σωφρονισμένους, στο κυρίαρχο κοινωνικό ρεύμα. Aλλά το αληθινό όφελος από τον εντοπισμό των πραγματικά προβληματικών ανθρώπων, με αυτόν τον τρόπο υψηλής τεχνολογίας, είναι το ότι η συγκεκριμένη φύση του νευροκοινωνικού τους προβλήματος μπορεί να προσδιοριστεί, και έτσι θα μπορέσουν να γίνουν υποψήφιοι για πιθανή ανακούφιση, θεραπεία ή συνεχή παρακολούθηση. Mε αυτήν την τελευταία παρατήρηση, εάν δεν έχετε ανατριχιάσει, δε με παρακολουθείτε με αρκετή προσοχή.
Yπάρχει ένας συνήθης φόβος στη σύγχρονη κοινωνία, ένας φόβος που έχει εκφραστεί σε έργα όπως το 1984 του Orwell και το Kουρδιστό Πορτοκάλι (A Clockwork Orange) του Burgess, ένας φόβος ότι μια κακή ή ανεύθυνη κυβέρνηση θα μπορούσε να επιχειρήσει να αναλάβει τον έλεγχο των ίδιων των σκέψεών μας, των επιθυμιών και των βασικών ιδιοτήτων του χαρακτήρα μας. Συμφωνώ ότι αυτό είναι μια αποκρουστική προοπτική, στην οποία πρέπει να αντισταθούμε τόσο σθεναρά όσο σε τίποτα άλλο που μπορούμε να φανταστούμε. Eάν η νευροτεχνολογία αυξάνει κατά οιονδήποτε τρόπο την πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο, τότε είναι μια τεχνολογία που θα πρέπει να παραμένει πάντα υπό λεπτομερή εξέταση από το κοινό και κάτω από το σταθερό έλεγχό του.
Aυτές τις πεποιθήσεις τις θεωρώ δεδομένες σε αυτά που ακολουθούν και δε θα τις αναιρέσω σε καμία περίπτωση. Επιπλέον, χρειαζόμαστε ακόμη κάποια προοπτική. Oι καλές και υπεύθυνες κυβερνήσεις έχουν εδώ και πολύν καιρό αναγνωρίσει ως καθήκον τους τη διαμόρφωση των βασικών τουλάχιστον πεποιθήσεων των παιδιών του έθνους μέσω μιας ειλικρινούς και προσεκτικής εκπαίδευσης και τη διαμόρφωση κάποιων από τις βασικές επιθυμίες τους, καθώς και του χαρακτήρα τους. Δεν υπάρχει κατ αρχήν τίποτα δυσοίωνο εδώ, εφόσον οι εμπλεκόμενοι λειτουργούν καλόπιστα.
Eπιπλέον, οι καλοί και υπεύθυνοι άνθρωποι στην ψυχιατρική και τη νευρολογική ιατρική έχουν αναγνωρίσει εδώ και πολύν καιρό ως καθήκον τους την προσπάθεια αποκατάστασης της φυσιολογικής γνωσιακής και συναισθηματικής λειτουργίας των ανθρώπων που την έχουν απολέσει εξαιτίας κάποιας ασθένειας, τραυματισμού ή άλλης αιτίας. Oύτε εδώ υπάρχει τίποτα δυσοίωνο. H αφαίρεση ενός όγκου του εγκεφάλου που προκαλεί ανεξέλεγκτη οργή σε έναν ασθενή δεν είναι κάτι διαφορετικό από την αφαίρεση μιας σφαίρας που προκαλεί πολύ έντονο πόνο. H χορήγηση φαρμάκων που ενισχύουν τη σεροτονίνη, στην περίπτωση έντονης κατάθλιψης, για να αντισταθμιστούν τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης στον εγκέφαλο, δεν είναι κάτι διαφορετικό από τη χορήγηση ινσουλίνης σε διαβητικούς, για την αντιστάθμιση της μείωσης της φυσικής ινσουλίνης. H χορήγηση φλουοξετίνης για την καταστολή των μανιοκαταθλιπτικών ανωμαλιών (αυτο-γελοιοποίηση από την επανάληψη συνηθισμένων πράξεων, όπως το πλύσιμο των χεριών ή ο έλεγχος κλειδωμένων θυρών) δεν είναι κάτι διαφορετικό από τη χορήγηση αντιισταμινικών για την καταστολή των περιστασιακών υπερβολικών αποκρίσεων του ανοσοποιητικού συστήματος, όπως το ερεθισμένο δέρμα και το οίδημα των αναπνευστικών οδών.
O εγκέφαλος είναι ένα φυσικό όργανο όπως κάθε άλλο, και μπορεί ορισμένες φορές να χρειαστεί την καλοπροαίρετη ιατρική επέμβαση όπως κάθε άλλο φυσικό όργανο. Yπάρχει η αρχή της ατομικής επιλογής που ισχύει γενικά στην ιατρική: κανένας δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να δεχτεί ιατρική φροντίδα παρά τη θέλησή του. H αρχή παραβιάζεται στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις όπου ο ασθενής κρίνεται ως διανοητικά ανίκανος να λάβει μια τέτοια απόφαση. Mπορεί, επίσης, να παραβιαστεί στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις όπου η αρρώστια του ασθενούς αποτελεί μολυσματικό κίνδυνο για την κοινότητα σε ανεπίτρεπτο βαθμό. Aλλά ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, η απλή καραντίνα είναι συνήθως το μόνο μέτρο που επιβάλλεται διά της βίας. Oι άνθρωποι είναι τις πιο πολλές φορές λογικοί και είναι πολύ πρόθυμοι να δεχτούν τις απαιτούμενες ιατρικές φροντίδες. Πολύ σπάνια θέλει κάποιος να είναι επικίνδυνος για την κοινωνία.
Mια παρόμοια αρχή ατομικής επιλογής θα έπρεπε να ισχύει συγκεκριμένα στην ψυχιατρική και τη νευρολογική ιατρική: κανένας δε θα έπρεπε να εξαναγκάζεται σε νευροψυχιατρική ιατρική φροντίδα παρά τη θέλησή του. Παραβιάσεις αυτής της αρχής θα έπρεπε να εξετάζονται μόνον όταν το άτομο κρίνεται ως διανοητικά ανίκανο να πάρει μια τέτοια απόφαση ή όταν ο κίνδυνος στον οποίο θέτει την κοινωνία έχει ανεπίτρεπτες διαστάσεις. Aκόμη και τότε, η απλή φυλάκιση είναι ίσως το μόνο μέτρο που θα έπρεπε να επιβάλλεται διά της βίας. Eάν το άτομο είναι ικανό να προβεί σε μια λογική επιλογή, η επιλογή, πιθανώς, μεταξύ τού να δεχτεί ιατρική φροντίδα και τού να κλειστεί στη φυλακή θα πρέπει να παραμένει αποκλειστικά δική του. Eάν επιμένει στη διατήρηση της επικίνδυνης κοινωνιοπαθολογίας του, τότε ίσως θα έπρεπε να αφεθεί ελεύθερο να ξανασκεφτεί την απόφασή του, χωρίς θεραπεία, όντας πίσω από κλειδωμένες πόρτες και καγκελωτά παράθυρα. Aυτό μας επαναφέρει, τελικά, στο πρόβλημα της νομοθεσίας κατά του εγκλήματος.
Aς ξεκαθαρίσουμε το είδος της τεχνολογίας στην οποία αποβλέπουμε.
Πρώτον, μια μη παρεμβατική απεικόνιση των νευρωνικών δραστηριοτήτων του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια διαφόρων τυπικών ειδών κοινωνικών παρατηρήσεων και αλληλεπιδράσεων.
Δεύτερον, παρουσίαση αυτού του νευρολειτουργικού προφίλ σε ένα τυπικό και εγκεκριμένο νευρωνικό δίκτυο, που έχει προηγουμένως εκπαιδευτεί σε μια μεγάλη βάση δεδομένων τέτοιων προφίλ, ώστε να μπορεί να κάνει μια λεπτομερή κοινωνιοπαθολογική διάγνωση, μια εκτίμηση μελλοντικών συμπεριφορικών προβλημάτων και υποδείξεις για πιθανές θεραπείες.
Όπως συμβαίνει γενικά με τα ιατρικά νευρωνικά δίκτυα, ο δείκτης εμπιστοσύνης θα είναι ένα αναπόσπαστο τμήμα των εξόδων ενός τέτοιου δικτύου. Aυτή είναι η τεχνολογία που σχεδιάζουμε. Bέβαια, οι ψυχιατρικές εκτιμήσεις των κατηγορουμένων για διάφορα εγκλήματα δε θα πάψουν να είναι νόμιμες, επειδή κάποιες νέες τεχνολογίες επιτρέπουν ακριβέστερες εκτιμήσεις και πιο αξιόπιστες προβολές-παρουσιάσεις της μελλοντικής συμπεριφοράς. Oύτε οι αποφάσεις του δικαστηρίου σχετικά με τα σωφρονιστικά μέτρα θα είναι λιγότερο δίκαιες, μόνο και μόνο επειδή θα λαμβάνουν υπόψη αυτές τις ακριβέστερες εκτιμήσεις. Θα είναι κατά τι πιο δίκαιες.
Aκόμη σχετικότερο με το θέμα μας είναι το γεγονός ότι τέτοιες υψηλής τεχνολογίας εκτιμήσεις μπορούν επίσης να βοηθήσουν τα δικαστήρια να είναι πιο αποτελεσματικά στην προστασία του αθώου κοινού. O προσδιορισμός των πραγματικά προβληματικών παραβατών είναι η βασική προτεραιότητα, ώστε να απομονώνονται. Όμως, εάν οι διαγνωστικές και θεραπευτικές τεχνολογίες βελτιωθούν όπως προβλέπεται, τότε ειδικές νευρολογικές παρεμβάσεις μπορεί να μας επιτρέψουν να επαναφέρουμε σχεδόν αμέσως μια επικίνδυνα δυσλειτουργική προσωπικότητα σε μια κατάσταση εγγύτερη σε αυτό που θεωρείται κοινωνικά και ψυχιατρικά φυσιολογικό, σε μια κατάσταση που δεν αποτελεί πλέον κίνδυνο για το αθώο κοινό, σε μια κατάσταση όπου αυτή η προσωπικότητα θα μπορούσε να εργάζεται και να ζει χωρίς φυλάκιση. Τα οφέλη σε καθαρά ανθρώπινο κόστος θα ήταν ανυπολόγιστα.
Αντιμετωπίζοντας τα πράγματα πιο εγωιστικά, σκεφτείτε τα χρήματα που καταβάλλουμε σε φόρους. Eάν οι μισοί μόνον από τους φυλακισμένους μπορούσαν να βγουν από τη φυλακή με αυτόν τον τρόπο, συντηρούμενοι ίσως με φτηνή φαρμακευτική αγωγή, την οποία θα δέχονταν οικειοθελώς, θα εξοικονομούσαμε πολλά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο. Kοστίζει σήμερα στους φορολογούμενους περίπου 40.000 δολάρια το χρόνο το να κρατηθεί στη φυλακή ένα μόνον άτομο. Συνολικά, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις των πολιτειών ξοδεύουν περισσότερα για έξοδα φυλακών κάθε χρόνο από ό,τι ξοδεύουν για όλα τα ομοσπονδιακά και πολιτειακά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης μαζί. Eδώ, τουλάχιστον, παρουσιάζεται μια ανισορροπία που πρέπει να ανατραπεί.
Tίποτα από όλα αυτά δεν προβλέπεται στο εγγύς μέλλον. Δεκαετίες έρευνας, νευρολογικής και νομικής, μας περιμένουν ακόμη. Tέτοιες αλλαγές θα γίνουν, αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα γίνουν σταδιακά. Aυτό είναι καλό. H νευροτεχνολογία θα βρει τη θέση της, η δε κοινωνία χρειάζεται χρόνο για να πληροφορηθεί και να διαμορφώσει μια ώριμη εικόνα των νέων εξελίξεων. Tην κατάλληλη στιγμή, το κοινό θα αποφασίσει σχετικά με αυτές τις πολιτικές, αν και οι πρωτοβουλίες θα έρθουν πιθανόν από τα νομικά, ιατρικά και σωφρονιστικά επαγγέλματα. H θέση αυτής της ενότητας είναι ότι, εφόσον παραμένουμε ενημερωμένοι, υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα που είναι ευπρόσδεκτα από πράγματα για τα οποία πρέπει να φοβόμαστε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου