Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 1.26.3–1.30.4

(ΘΟΥΚ 1.24.1–1.55.2: Τα "Κερκυραϊκά") Οι Κερκυραίοι πολιορκούν την Επίδαμνο – Ήττα των Κορινθίων από τους Κερκυραίους και παράδοση της Επιδάμνου

[1.26.3] Κερκυραῖοι δὲ ἐπειδὴ ᾔσθοντο τούς τε οἰκήτορας καὶ φρου-
ροὺς ἥκοντας ἐς τὴν Ἐπίδαμνον τήν τε ἀποικίαν Κορινθίοις
δεδομένην, ἐχαλέπαινον· καὶ πλεύσαντες εὐθὺς πέντε καὶ
εἴκοσι ναυσὶ καὶ ὕστερον ἑτέρῳ στόλῳ τούς τε φεύγοντας
ἐκέλευον κατ’ ἐπήρειαν δέχεσθαι αὐτούς (ἦλθον γὰρ ἐς τὴν
Κέρκυραν οἱ τῶν Ἐπιδαμνίων φυγάδες, τάφους τε ἀποδεικ-
νύντες καὶ ξυγγένειαν, ἣν προϊσχόμενοι ἐδέοντο σφᾶς κατ-
άγειν) τούς τε φρουροὺς οὓς Κορίνθιοι ἔπεμψαν καὶ τοὺς
οἰκήτορας ἀποπέμπειν. [1.26.4] οἱ δὲ Ἐπιδάμνιοι οὐδὲν αὐτῶν ὑπ-
ήκουσαν, ἀλλὰ στρατεύουσιν ἐπ’ αὐτοὺς οἱ Κερκυραῖοι
τεσσαράκοντα ναυσὶ μετὰ τῶν φυγάδων ὡς κατάξοντες,
καὶ τοὺς Ἰλλυριοὺς προσλαβόντες. [1.26.5] προσκαθεζόμενοι δὲ
τὴν πόλιν προεῖπον Ἐπιδαμνίων τε τὸν βουλόμενον καὶ
τοὺς ξένους ἀπαθεῖς ἀπιέναι· εἰ δὲ μή, ὡς πολεμίοις χρή-
σεσθαι. ὡς δ’ οὐκ ἐπείθοντο, οἱ μὲν Κερκυραῖοι (ἔστι δ’
ἰσθμὸς τὸ χωρίον) ἐπολιόρκουν τὴν πόλιν, [1.27.1] Κορίνθιοι δ’, ὡς
αὐτοῖς ἐκ τῆς Ἐπιδάμνου ἦλθον ἄγγελοι ὅτι πολιορκοῦνται,
παρεσκευάζοντο στρατείαν, καὶ ἅμα ἀποικίαν ἐς τὴν Ἐπί-
δαμνον ἐκήρυσσον ἐπὶ τῇ ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ τὸν βουλόμενον
ἰέναι· εἰ δέ τις τὸ παραυτίκα μὲν μὴ ἐθέλει ξυμπλεῖν, μετ-
έχειν δὲ βούλεται τῆς ἀποικίας, πεντήκοντα δραχμὰς κατα-
θέντα Κορινθίας μένειν. ἦσαν δὲ καὶ οἱ πλέοντες πολλοὶ
καὶ οἱ τἀργύριον καταβάλλοντες. [1.27.2] ἐδεήθησαν δὲ καὶ τῶν
Μεγαρέων ναυσὶ σφᾶς ξυμπροπέμψαι, εἰ ἄρα κωλύοιντο ὑπὸ
Κερκυραίων πλεῖν· οἱ δὲ παρεσκευάζοντο αὐτοῖς ὀκτὼ ναυσὶ
ξυμπλεῖν, καὶ Παλῆς Κεφαλλήνων τέσσαρσιν. καὶ Ἐπι-
δαυρίων ἐδεήθησαν, οἳ παρέσχον πέντε, Ἑρμιονῆς δὲ μίαν
καὶ Τροιζήνιοι δύο, Λευκάδιοι δὲ δέκα καὶ Ἀμπρακιῶται
ὀκτώ. Θηβαίους δὲ χρήματα ᾔτησαν καὶ Φλειασίους, Ἠλείους
δὲ ναῦς τε κενὰς καὶ χρήματα. αὐτῶν δὲ Κορινθίων νῆες
παρεσκευάζοντο τριάκοντα καὶ τρισχίλιοι ὁπλῖται.

[1.28.1] Ἐπειδὴ δὲ ἐπύθοντο οἱ Κερκυραῖοι τὴν παρασκευήν,
ἐλθόντες ἐς Κόρινθον μετὰ Λακεδαιμονίων καὶ Σικυωνίων
πρέσβεων, οὓς παρέλαβον, ἐκέλευον Κορινθίους τοὺς ἐν
Ἐπιδάμνῳ φρουρούς τε καὶ οἰκήτορας ἀπάγειν, ὡς οὐ μετὸν
αὐτοῖς Ἐπιδάμνου. [1.28.2] εἰ δέ τι ἀντιποιοῦνται, δίκας ἤθελον
δοῦναι ἐν Πελοποννήσῳ παρὰ πόλεσιν αἷς ἂν ἀμφότεροι
ξυμβῶσιν· ὁποτέρων δ’ ἂν δικασθῇ εἶναι τὴν ἀποικίαν,
τούτους κρατεῖν. ἤθελον δὲ καὶ τῷ ἐν Δελφοῖς μαντείῳ
ἐπιτρέψαι. [1.28.3] πόλεμον δὲ οὐκ εἴων ποιεῖν· εἰ δὲ μή, καὶ
αὐτοὶ ἀναγκασθήσεσθαι ἔφασαν, ἐκείνων βιαζομένων, φί-
λους ποιεῖσθαι οὓς οὐ βούλονται ἑτέρους τῶν νῦν ὄντων
μᾶλλον ὠφελίας ἕνεκα. [1.28.4] οἱ δὲ Κορίνθιοι ἀπεκρίναντο αὐτοῖς,
ἢν τάς τε ναῦς καὶ τοὺς βαρβάρους ἀπὸ Ἐπιδάμνου ἀπαγά-
γωσι, βουλεύσεσθαι· πρότερον δ’ οὐ καλῶς ἔχειν τοὺς μὲν
πολιορκεῖσθαι, αὐτοὺς δὲ δικάζεσθαι. [1.28.5] Κερκυραῖοι δὲ ἀντ-
έλεγον, ἢν καὶ ἐκεῖνοι τοὺς ἐν Ἐπιδάμνῳ ἀπαγάγωσι, ποιήσειν
ταῦτα· ἑτοῖμοι δὲ εἶναι καὶ ὥστε ἀμφοτέρους μένειν κατὰ
χώραν, σπονδὰς δὲ ποιήσασθαι ἕως ἂν ἡ δίκη γένηται.
[1.29.1] Κορίνθιοι δὲ οὐδὲν τούτων ὑπήκουον, ἀλλ’ ἐπειδὴ πλήρεις
αὐτοῖς ἦσαν αἱ νῆες καὶ οἱ ξύμμαχοι παρῆσαν, προπέμψαντες
κήρυκα πρότερον πόλεμον προεροῦντα Κερκυραίοις, ἄραντες
ἑβδομήκοντα ναυσὶ καὶ πέντε δισχιλίοις τε ὁπλίταις ἔπλεον
ἐπὶ τὴν Ἐπίδαμνον Κερκυραίοις ἐναντία πολεμήσοντες·
[1.29.2] ἐστρατήγει δὲ τῶν μὲν νεῶν Ἀριστεὺς ὁ Πελλίχου καὶ
Καλλικράτης ὁ Καλλίου καὶ Τιμάνωρ ὁ Τιμάνθους, τοῦ δὲ
πεζοῦ Ἀρχέτιμός τε ὁ Εὐρυτίμου καὶ Ἰσαρχίδας ὁ Ἰσάρχου.
[1.29.3] ἐπειδὴ δ’ ἐγένοντο ἐν Ἀκτίῳ τῆς Ἀνακτορίας γῆς, οὗ τὸ
ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνός ἐστιν, ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ Ἀμπρακικοῦ
κόλπου, οἱ Κερκυραῖοι κήρυκά τε προὔπεμψαν αὐτοῖς ἐν ἀκα-
τίῳ ἀπεροῦντα μὴ πλεῖν ἐπὶ σφᾶς καὶ τὰς ναῦς ἅμα ἐπλήρουν,
ζεύξαντές τε τὰς παλαιὰς ὥστε πλωίμους εἶναι καὶ τὰς ἄλλας
ἐπισκευάσαντες. [1.29.4] ὡς δὲ ὁ κῆρύξ τε ἀπήγγειλεν οὐδὲν εἰρη-
ναῖον παρὰ τῶν Κορινθίων καὶ αἱ νῆες αὐτοῖς ἐπεπλήρωντο
οὖσαι ὀγδοήκοντα (τεσσαράκοντα γὰρ Ἐπίδαμνον ἐπολιόρ-
κουν), ἀνταναγαγόμενοι καὶ παραταξάμενοι ἐναυμάχησαν· [1.29.5] καὶ
ἐνίκησαν οἱ Κερκυραῖοι παρὰ πολὺ καὶ ναῦς πέντε καὶ δέκα
διέφθειραν τῶν Κορινθίων. τῇ δὲ αὐτῇ ἡμέρᾳ αὐτοῖς ξυνέβη
καὶ τοὺς τὴν Ἐπίδαμνον πολιορκοῦντας παραστήσασθαι ὁμο-
λογίᾳ ὥστε τοὺς μὲν ἐπήλυδας ἀποδόσθαι, Κορινθίους δὲ
δήσαντας ἔχειν ἕως ἂν ἄλλο τι δόξῃ. [1.30.1] μετὰ δὲ τὴν ναυμα-
χίαν οἱ Κερκυραῖοι τροπαῖον στήσαντες ἐπὶ τῇ Λευκίμμῃ
τῆς Κερκυραίας ἀκρωτηρίῳ τοὺς μὲν ἄλλους οὓς ἔλαβον
αἰχμαλώτους ἀπέκτειναν, Κορινθίους δὲ δήσαντες εἶχον.
[1.30.2] ὕστερον δέ, ἐπειδὴ οἱ Κορίνθιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι ἡσσημένοι
ταῖς ναυσὶν ἀνεχώρησαν ἐπ’ οἴκου, τῆς θαλάσσης ἁπάσης
ἐκράτουν τῆς κατ’ ἐκεῖνα τὰ χωρία οἱ Κερκυραῖοι, καὶ πλεύ-
σαντες ἐς Λευκάδα τὴν Κορινθίων ἀποικίαν τῆς γῆς ἔτεμον
καὶ Κυλλήνην τὸ Ἠλείων ἐπίνειον ἐνέπρησαν, ὅτι ναῦς καὶ
χρήματα παρέσχον Κορινθίοις. [1.30.3] τοῦ τε χρόνου τὸν πλεῖστον
μετὰ τὴν ναυμαχίαν ἐπεκράτουν τῆς θαλάσσης καὶ τοὺς τῶν
Κορινθίων ξυμμάχους ἐπιπλέοντες ἔφθειρον, μέχρι οὗ Κορίν-
θιοι περιιόντι τῷ θέρει πέμψαντες ναῦς καὶ στρατιάν, ἐπεὶ
σφῶν οἱ ξύμμαχοι ἐπόνουν, ἐστρατοπεδεύοντο ἐπὶ Ἀκτίῳ
καὶ περὶ τὸ Χειμέριον τῆς Θεσπρωτίδος φυλακῆς ἕνεκα τῆς
τε Λευκάδος καὶ τῶν ἄλλων πόλεων ὅσαι σφίσι φίλιαι ἦσαν.
[1.30.4] ἀντεστρατοπεδεύοντο δὲ καὶ οἱ Κερκυραῖοι ἐπὶ τῇ Λευκίμμῃ
ναυσί τε καὶ πεζῷ. ἐπέπλεον δὲ οὐδέτεροι ἀλλήλοις, ἀλλὰ
τὸ θέρος τοῦτο ἀντικαθεζόμενοι χειμῶνος ἤδη ἀνεχώρησαν
ἐπ’ οἴκου ἑκάτεροι.

***
[1.26.3] Οι Κερκυραίοι όμως αγανάχτησαν όταν έμαθαν πως πάνε στην Επίδαμνο οι καινούργιοι άποικοι, και οι αρματωμένοι και πως είχε παραδοθεί η αποικία στην Κόρινθο. Κι αμέσως έφτασαν μπροστά στην Επίδαμνο με εικοσιπέντε καράβια και υστέρα και μ' άλλο στόλο, και πρόσταξαν σαν αφέντες τους Επιδαμνίους να δεχτούν πίσω τους εξορίστους (γιατί οι εξόριστοι Επιδάμνιοι είχαν πάει στην Κέρκυρα, αποδείχνοντας πως ήταν συγγενείς τους και οι πρόγονοί τους ήτανε θαμμένοι εκεί, και με την δικαιολογία αυτή τους είχαν παρακαλέσει να τους ξαναγυρίσουνε στην πατρίδα τους) και να διώξουν πίσω τις φρουρές και τους αποίκους που είχανε στείλει οι Κορίνθιοι. [1.26.4] Οι Επιδάμνιοι όμως δεν άκουσαν τίποτ' απ' αυτά, και τότε εκστρατεύουν ενάντιά τους οι Κερκυραίοι με σαράντα καράβια και τους εξορίστους, με σκοπό να τους επαναφέρουν, κ' έχοντας πάρει συμμάχους και τους Ιλλυριούς. [1.26.5] Κι αφού περικύκλωσαν την πολιτεία από παντού, προκήρυξαν όποιος ήθελε από τους Επιδαμνίους, και όλοι οι ξένοι να φύγουν χωρίς να πάθουν τίποτα, αλλά πως όποιος μείνει, θα του φερθούνε σα σ' εχτρό. Όταν όμως δεν υπάκουσαν, άρχισαν οι Κερκυραίοι ταχτική πια πολιορκία της πολιτείας, (που είναι χτισμένη πάνω σε ισθμό).

[1.27.1] Όταν τους ήρθαν μαντατοφόροι από την Επίδαμνο λέγοντας πως τους πολιορκούν, άρχισαν οι Κορίνθιοι να προετοιμάζουν εκστρατεία, και σύγκαιρα έβγαλαν προκήρυξη ζητώντας καινούργιους αποίκους για την Επίδαμνο, που θα είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους πολίτες της, και να πάει όποιος θέλει, κι αν κανείς δεν ήθελε να φύγει αμέσως, αλλά ήθελε να θεωρηθεί σαν άποικος, να καταθέσει πενήντα Κορινθιακές δραχμές και στο μεταξύ να μένει στην Κόρινθο. Και βρέθηκαν πολλοί που έφυγαν και πολλοί άλλοι που κατέθεσαν τα χρήματα. [1.27.2] Και παρακάλεσαν και τους Μεγαρίτες να συνοδέψουν την αποστολή με πολεμικά πλοία, μήπως και προσπαθήσουν οι Κερκυραίοι να τους εμποδίσουν το ταξίδι· κ' ετοιμάζονταν οι Μεγαρίτες να τους συνοδέψουν με οχτώ καράβια, καθώς και οι Παλείς από την Κεφαλληνία με τέσσερα. Και παρακάλεσαν τους Επιδαυρίους, που έστειλαν πέντε, κι άλλο ένα οι Ερμιόνιοι και δύο οι Τροιζήνιοι, καθώς και δέκα οι Λευκαδίτες, κ' οι Αμπρακιώτες οχτώ. Από τους Θηβαίους και τους Φλιασίους ζήτησαν χρήματα, από τους Ηλείους πάλι χρήματα και καράβια χωρίς πληρώματα και χρήματα. Από τους ίδιους τους Κορινθίους ετοιμάζονταν τριάντα καράβια και τρεις χιλιάδες βαρειά αρματωμένοι στρατιώτες.

[1.28.1] Όταν όμως οι Κερκυραίοι πληροφορήθηκαν για τις ετοιμασίες αυτές, έστειλαν πρέσβεις στην Κόρινθο, μαζί με πρέσβεις των Λακεδαιμονίων και των Σικυωνίων, που πήραν μαζί τους, και αξίωσαν από τους Κορινθίους ν' αποσύρουν από την Επίδαμνο τόσο την ένοπλη φρουρά όσο και τους αποίκους τους, γιατί τάχα δεν είχαν κανένα δικαίωμα στην Επίδαμνο. [1.28.2] Αν όμως είχαν κάποιαν αξίωση, ήταν πρόθυμοι να το βάλουνε στην κρίση όποιων πόλεων της Πελοποννήσου θα συμφωνούσαν και οι δυο για διαιτητές· και σε όποιον από τους δυο επιδικαστεί πως ανήκει η πολιτεία, αυτός να την κρατήσει. Ήταν επίσης πρόθυμοι ν' αναθέσουν τη διαιτησία και στο Μαντείο των Δελφών. [1.28.3] Μόνο πόλεμο δεν τους αναγνώριζαν το δικαίωμα να κάνουν· αν όμως δεν τους ακούσουν, θ' αναγκαστούν, είπαν, αφού τους βιάζουν οι Κορίνθιοι, να κάνουνε συμμάχους ανθρώπους που δεν τους θέλουνε για φίλους, άλλους από τους τωρινούς, για νά 'βρουνε βοήθεια. [1.28.4] Οι Κορίνθιοι πάλι τους αποκρίθηκαν πως θα σκεφτούν για τις προτάσεις τους, αν αποσύρουν και τα πλοία και τους βαρβάρους από την Επίδαμνο· πριν απ' αυτό όμως δεν είναι, είπαν, σωστό οι Επιδάμνιοι να βρίσκονται πολιορκημένοι, κι αυτοί οι ίδιοι να λογοφέρνουνε στα δικαστήρια. [1.28.5] Οι Κερκυραίοι πάλι αντιμίλησαν σε τούτο πως θα κάνουν ό,τι τους προτείνουν, αν αποσύρουν και οι Κορίνθιοι όσους είχανε στείλει στην Επίδαμνο· ήταν πρόθυμοι από την άλλη μεριά να δεχτούνε να μείνουν και τα δυο μέρη όπως ήταν και να κάνουν ανακωχή ώσπου να γίνει η δίκη.

[1.29.1] Αλλά οι Κορίνθιοι δεν ήθελαν ν' ακούσουν τίποτ' απ' αυτά, αλλά μια και είχαν κι όλας επανδρωμένα τα πλοία και οι σύμμαχοι είχαν έρθει και περίμεναν, έστειλαν πρώτα αντιπρόσωπο να κηρύξουν τον πόλεμο στους Κερκυραίους, σήκωσαν άγκυρα και ξεκίνησαν για την Επίδαμνο με εβδομήντα πέντε καράβια και δυο χιλιάδες βαρειά αρματωμένους στρατιώτες, με σκοπό να πολεμήσουν τους Κερκυραίους. [1.29.2] Και αρχηγοί του στόλου ήταν ο Αριστέας γιος του Πελλίχου, ο Καλλικράτης γιος του Καλλία, και ο Τιμάνωρ γιος του Τιμάνθη, στρατηγοί δε του πεζικού ο Αρχέτιμος γιος του Ευρύτιμου και ο Ισαρχίδας γιος του Ισάρχου. [1.29.3] Όταν πια είχανε φτάσει στο Άκτιο της Ανακτορίας όπου βρίσκεται το ιερό του Απόλλωνα, στην είσοδο του Αμπρακικού κόλπου οι Κερκυραίοι έστειλαν ένα κήρυκα με βάρκα να τους προειδοποιήσει να μην προχωρήσουν ενάντιά τους, και συγχρόνως επάνδρωναν τα καράβια τους, αφού έδεσαν με δοκάρια τα πιο παλιά για να τα κάνουν θαλασσοτάξιδα, και καλαφάτισαν τα άλλα. [1.29.4] Όταν όμως ο κήρυκας τους έφερε το μήνυμα πως καμιά ειρηνική διάθεση δεν είχαν οι Κορίνθιοι, και η επάνδρωση των πλοίων είχε τελειώσει, που ήταν ογδόντα, (γιατί άλλα σαράντα πολιορκούσαν την Επίδαμνο) άνοιξαν κι αυτοί πανιά κι αφού παρατάχτηκαν εναυμάχησαν· [1.29.5] και νίκησαν οι Κερκυραίοι με μεγάλη υπεροχή, και κατάστρεψαν δεκαπέντε καράβια Κορινθιακά. Κ' έτυχε την ίδια μέρα ν' αναγκάσουν την Επίδαμνο να συνθηκολογήσει αυτοί που την πολιορκούσαν και πούλησαν ως δούλους καινούργιους αποίκους, τους ένοπλους όμως Κορινθίους τους κράτησαν φυλακισμένους ώσπου ν' αποφασιστεί τι θα τους κάνουν.

[1.30.1] Ύστερα από τη ναυμαχία οι Κερκυραίοι έστησαν τρόπαιο της νίκης τους στη Λευκίμη, που είναι ακρωτήριο της Κέρκυρας, και σκότωσαν τους αιχμαλώτους από άλλα μέρη που είχαν πιάσει, αλλά τους Κορινθίους τους κράτησαν φυλακισμένους. [1.30.2] Αργότερα, αφού οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί τους, νικημένοι, είχανε φύγει με τα καράβια τους, ο καθένας για τον τόπο του, έμειναν οι Κερκυραίοι να εξουσιάζουν όλη τη θάλασσα στα μέρη εκείνα, και πήγαν στη Λευκάδα, αποικία των Κορινθίων, και λεηλάτησαν την ύπαιθρό της κ' εβαλαν φωτιά στην Κυλλήνη, το επίνειο των Ηλείων, επειδή είχαν δώσει καράβια και χρήματα στους Κορινθίους. [1.30.3] Και τον περισσότερο καιρό μετά τη ναυμαχία, εξουσίαζαν οι Κερκυραίοι τη θάλασσα κι αρμένιζαν στις πολιτείες που είχαν συμμαχήσει με την Κόρινθο και τις λεηλατούσαν, ώσπου οι Κορίνθιοι, όταν ξεγύρισε το καλοκαίρι, έστειλαν στόλο και στρατό επειδή βασανίζονταν οι σύμμαχοί, τους, κ' εστρατοπέδευσαν απάνω στο Άκτιο, και γύρω στο Χειμέριο της Θεσπρωτίας, για να φρουρούν τόσο τη Λευκάδα, όσο και τις άλλες φιλικές τους πολιτείες. [1.30.4] Ενάντιά τους έστησαν και οι Κερκυραίοι στρατόπεδο με καράβια και στρατό απάνω στη Λευκίμη· κανείς όμως από τους δυο δεν έκανε επίθεση στον άλλο, αλλά αφού κάθησαν αντικρυστά το καλοκαίρι εκείνο, σαν ήρθε πια ο χειμώνας γύρισαν κ' οι δυο στους τόπους τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου