Αὐτὰρ ὁ ἐκ λιμένος προσέβη τρηχεῖαν ἀταρπὸν
χῶρον ἀν᾽ ὑλήεντα δι᾽ ἄκριας, ᾗ οἱ Ἀθήνη
πέφραδε δῖον ὑφορβόν, ὅ οἱ βιότοιο μάλιστα
κήδετο οἰκήων, οὓς κτήσατο δῖος Ὀδυσσεύς.
5 Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἐνὶ προδόμῳ εὗρ᾽ ἥμενον, ἔνθα οἱ αὐλὴ
ὑψηλὴ δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ,
καλή τε μεγάλη τε, περίδρομος· ἥν ῥα συβώτης
αὐτὸς δείμαθ᾽ ὕεσσιν ἀποιχομένοιο ἄνακτος,
νόσφιν δεσποίνης καὶ Λαέρταο γέροντος,
10 ῥυτοῖσιν λάεσσι καὶ ἐθρίγκωσεν ἀχέρδῳ.
σταυροὺς δ᾽ ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα,
πυκνοὺς καὶ θαμέας, τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσας·
ἔντοσθεν δ᾽ αὐλῆς συφεοὺς δυοκαίδεκα ποίει
πλησίον ἀλλήλων, εὐνὰς συσίν· ἐν δὲ ἑκάστῳ
15 πεντήκοντα σύες χαμαιευνάδες ἐρχατόωντο,
θήλειαι τοκάδες· τοὶ δ᾽ ἄρσενες ἐκτὸς ἴαυον,
πολλὸν παυρότεροι· τοὺς γὰρ μινύθεσκον ἔδοντες
ἀντίθεοι μνηστῆρες, ἐπεὶ προΐαλλε συβώτης
αἰεὶ ζατρεφέων σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων·
20 οἱ δὲ τριηκόσιοί τε καὶ ἑξήκοντα πέλοντο.
πὰρ δὲ κύνες θήρεσσιν ἐοικότες αἰὲν ἴαυον
τέσσαρες, οὓς ἔθρεψε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν.
αὐτὸς δ᾽ ἀμφὶ πόδεσσιν ἑοῖς ἀράρισκε πέδιλα,
τάμνων δέρμα βόειον ἐϋχροές· οἱ δὲ δὴ ἄλλοι
25 οἴχοντ᾽ ἄλλυδις ἄλλος ἅμ᾽ ἀγρομένοισι σύεσσιν,
οἱ τρεῖς· τὸν δὲ τέταρτον ἀποπροέηκε πόλινδε
σῦν ἀγέμεν μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ἀνάγκῃ,
ὄφρ᾽ ἱερεύσαντες κρειῶν κορεσαίατο θυμόν.
Ἐξαπίνης δ᾽ Ὀδυσῆα ἴδον κύνες ὑλακόμωροι.
30 οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἕζετο κερδοσύνῃ, σκῆπτρον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
ἔνθα κεν ᾧ πὰρ σταθμῷ ἀεικέλιον πάθεν ἄλγος·
ἀλλὰ συβώτης ὦκα ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν
ἔσσυτ᾽ ἀνὰ πρόθυρον, σκῦτος δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
35 τοὺς μὲν ὁμοκλήσας σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον
πυκνῇσιν λιθάδεσσιν· ὁ δὲ προσέειπεν ἄνακτα·
«ὦ γέρον, ἦ ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο
ἐξαπίνης, καί κέν μοι ἐλεγχείην κατέχευας.
καὶ δέ μοι ἄλλα θεοὶ δόσαν ἄλγεά τε στοναχάς τε·
40 ἀντιθέου γὰρ ἄνακτος ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων
ἧμαι, ἄλλοισιν δὲ σύας σιάλους ἀτιτάλλω
ἔδμεναι· αὐτὰρ κεῖνος ἐελδόμενός που ἐδωδῆς
πλάζετ᾽ ἐπ᾽ ἀλλοθρόων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε,
εἴ που ἔτι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο.
45 ἀλλ᾽ ἕπεο, κλισίηνδ᾽ ἴομεν, γέρον, ὄφρα καὶ αὐτὸς
σίτου καὶ οἴνοιο κορεσσάμενος κατὰ θυμὸν
εἴπῃς ὁππόθεν ἐσσὶ καὶ ὁππόσα κήδε᾽ ἀνέτλης.»
Ὣς εἰπὼν κλισίηνδ᾽ ἡγήσατο δῖος ὑφορβός,
εἷσεν δ᾽ εἰσαγαγών, ῥῶπας δ᾽ ὑπέχευε δασείας,
50 ἐστόρεσεν δ᾽ ἐπὶ δέρμα ἰονθάδος ἀγρίου αἰγός,
αὐτοῦ ἐνεύναιον, μέγα καὶ δασύ. χαῖρε δ᾽ Ὀδυσσεὺς
ὅττι μιν ὣς ὑπέδεκτο, ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«Ζεύς τοι δοίη, ξεῖνε, καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι
ὅττι μάλιστ᾽ ἐθέλεις, ὅτι με πρόφρων ὑπέδεξο.»
55 Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«ξεῖν᾽, οὔ μοι θέμις ἔστ᾽, οὐδ᾽ εἰ κακίων σέθεν ἔλθοι,
ξεῖνον ἀτιμῆσαι· πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες
ξεῖνοί τε πτωχοί τε· δόσις δ᾽ ὀλίγη τε φίλη τε
γίγνεται ἡμετέρη· ἡ γὰρ δμώων δίκη ἐστὶν
60 αἰεὶ δειδιότων, ὅτ᾽ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες
οἱ νέοι. ἦ γὰρ τοῦ γε θεοὶ κατὰ νόστον ἔδησαν,
ὅς κεν ἔμ᾽ ἐνδυκέως ἐφίλει καὶ κτῆσιν ὄπασσεν,
οἷά τε ᾧ οἰκῆϊ ἄναξ εὔθυμος ἔδωκεν,
οἶκόν τε κλῆρόν τε πολυμνήστην τε γυναῖκα,
65 ὅς οἱ πολλὰ κάμῃσι, θεὸς δ᾽ ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ,
ὡς καὶ ἐμοὶ τόδε ἔργον ἀέξεται, ᾧ ἐπιμίμνω.
τῷ κέ με πόλλ᾽ ὤνησεν ἄναξ, εἰ αὐτόθι γήρα·
ἀλλ᾽ ὄλεθ᾽ ―ὡς ὤφελλ᾽ Ἑλένης ἀπὸ φῦλον ὀλέσθαι
πρόχνυ, ἐπεὶ πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ᾽ ἔλυσε·
70 καὶ γὰρ κεῖνος ἔβη Ἀγαμέμνονος εἵνεκα τιμῆς
Ἴλιον εἰς εὔπωλον, ἵνα Τρώεσσι μάχοιτο.»
***
κι αυτός, αφήνοντας πίσω του το λιμάνι, πήρε ν᾽ ανηφορίζεισε μονοπάτι απότομο, βαθιά στο δάσος προχωρώντας, γυρεύοντας
την άκρη, όπως εξήγησε η Αθηνά, να βρει
τον θείο χοιροβοσκό, εκείνον που το βιός του φρόντιζε
από τους άλλους δούλους πιο πολύ, όσους στη δούλεψή του είχε
ο Οδυσσέας ισόθεος.
Και τον εβρήκε καθισμένο στο υποστατικό μπροστά,
όπου χτισμένος ψήλωνε ο αυλόγυρος, σε χώρο ξάγναντο —
ωραίος περίβολος, μεγάλος.
Τον είχε χτίσει μόνος του ο χοιροβοσκός, για χοίρους,
σαν έφυγε ο κύρης του στα ξένα, απόμακρα κι απ᾽ τη βασίλισσα
κι από τον γέροντα Λαέρτη.
10 Έκοψε τα λιθάρια και πάνω τους στεφάνωσε χλωρά κλωνάρια
αγριαπιδιάς, απέξω μπήγοντας πολλά παλούκια στη σειρά, πυκνά,
αφού πρώτα ξεφλούδισε το μαύρο της βαλανιδιάς.
Έφτιαξε μέσα στην αυλή δώδεκα χοιροστάσια,
το ᾽να με τ᾽ άλλο κολλητά, για να κοιμούνται οι χοίροι.
Κι ήσαν στο κάθε χοιροστάσι μαντρισμένες
πενήντα χαμοκύλιστες γουρούνες που γεννούσαν· οι αρσενικοί,
πολύ λιγότεροι, πλάγιαζαν έξω. Γιατί τους έτρωγαν θεόμορφοι οι μνηστήρες,
και δεν περίσσευαν πολλοί· έστελνε εκεί ο χοιροβοσκός, διαλέγοντας
απ᾽ τα θρεφτάρια, μέρα τη μέρα κι ένα χοίρο, τον καλύτερο.
20 Ξέμειναν έτσι τρακόσοι εξήντα.
Σιμά τους τέσσερα σκυλιά, θηρία σωστά, μέρα και νύχτα φύλακες,
ησύχαζαν· τα είχε θρέψει ο καλός χοιροβοσκός, ο πρώτος υπηρέτης.
Την ώρα εκείνη ταίριαζε στα πόδια του σαντάλια,
κόβοντας σε λουρίδες δέρμα καλόχρωμο βοδιού.
Οι άλλοι έλειπαν, καθένας τους κι αλλού, βόσκοντας
τα γουρούνια — οι τρεις· τον τέταρτο τον έστειλε κάτω στην πόλη
να τους φέρει χοίρο, για να τον σφάξουν άθελά του οι αλαζονικοί μνηστήρες,
κρέας να χορτάσει η καρδιά τους.
Και ξαφνικά αλυχτώντας είδαν τον Οδυσσέα οι σκύλοι,
30 έπεσαν πάνω του γαβγίζοντας, εκείνος όμως πονηρός
έσκυψε κάτω κι άφησε απ᾽ το χέρι το ραβδί.
Και μολοντούτο, εκεί στο χτήμα το δικό του, θα ζούσε τότε
ένα κακό ντροπής, αν ο χοιροβοσκός δεν πέταγε το δέρμα
που κρατούσε, αν δεν ορμούσε τρέχοντας να βγει προς την αυλόθυρα·
όπου, με δύναμη φωνάζοντας, απόδιωξε τους σκύλους
πετώντας πέτρες. Φύγαν οι σκύλοι εδώ κι εκεί,
και τότε εκείνος μίλησε στον κύρη του:
«Γέρο μου, λίγο ακόμη και θα σ᾽ έκαναν κομμάτια τα σκυλιά,
οπότε στα καλά καθούμενα το κρίμα θα ᾽ριχνες σ᾽ εμένα.
Μου φτάνουν όμως στεναγμοί και βάσανα όσα μου δώσαν οι θεοί,
40 που μένω εδώ οδυρόμενος, θρηνώντας βασιλιά ισόθεο.
Να τρέφω εγώ παχιά γουρούνια γι᾽ άλλους, να τρώνε αυτοί, να τα χορταίνουν,
κι εκείνου να του λείπει το ψωμί, να βωλοδέρνει
σε πολιτείες και χώρες αλλόγλωσσων ανθρώπων —
αν βέβαια ζει, αν βλέπει ακόμη ηλίου φως.
Μόνο έλα τώρα στα βήματά μου, γέροντα, να μπούμε οι δυο μας στο καλύβι,
κι αφού το μέσα σου χορτάσει ψωμάκι και κρασί,
μου λες, αν θες, ποιος είναι ο τόπος σου και πόσα βάσανα
υπόμεινε η ψυχή σου.»
Μιλώντας του προχώρησε, και φτάνει στο καλύβι ο θείος χοιροβοσκός.
Τον έμπασε κι αυτόν και του είπε να καθήσει, αφού έστρωσε
50 στο χώμα χλωρά κλαδιά κι έριξε πάνω τους το δέρμα
μαλλιαρής, άγριας γίδας — ήτανε το δικό του στρώμα,
φαρδύ και μαλακό.
Η τόση υποδοχή δίνει στον Οδυσσέα χαρά,
που τώρα μίλησε κι ευχήθηκε:
«Ο Δίας, ξένε, ας σου χαρίσει, κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,
ό,τι ποθεί η ψυχή σου πιο πολύ, που με υποδέχτηκες τόσο φιλόξενα.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Το δίκιο, ξένε, δεν μ᾽ αφήνει του ξένου την τιμή
να αποστερήσω· όποιος κι αν φτάσει σπίτι μου,
ας είναι ταπεινότερός σου.
Γιατί όλοι οι ξένοι κι οι φτωχοί είναι του Δία αποσταλμένοι,
έτσι που το δικό μας χάρισμα, έστω και λίγο, γίνεται με αγάπη.
Τόσο και το δικαίωμα των δούλων, αφού από φόβο
σκύβουν πάντα το κεφάλι, σαν τύχει να ᾽χουν πάνω τους
60 καινούργια αφεντικά.
Μόνο τον νόστο εκείνου τον έχουν δέσει οι θεοί!
Που θα με φρόντιζε κι εμένα, θα μ᾽ αγάπαγε, θα μου έστηνε νοικοκυριό —
σπίτι, χωράφι και περήφανη γυναίκα· όσα χαρίζει
ο καλόθυμος αφέντης στον δούλο του οίκου του,
φτάνει να δούλεψε πολύ, κι ένας θεός να ευλόγησε τον μόχθο του.
Έχει προκόψει κι ο δικός μου μόχθος, μ᾽ αυτά που κάνω
κι επιμένω, γι᾽ αυτό κι ο κύρης θα μου φύλαγε αμοιβή γενναία,
αν έμενε για να γεράσει εδώ.
Έφυγε όμως, χάθηκε! Ας ήταν σύρριζα η φύτρα της Ελένης
από προσώπου γης ν᾽ αφανιστεί, αυτή που έλυσε
τα γόνατα τόσων αντρών.
70 Γιατί κι εκείνος μπήκε στο καράβι για την τιμή του βασιλιά Αγαμέμνονα,
στο Ίλιο πήγε, με τις καλές φοράδες, τους Τρώες να πολεμήσει.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου