Η επικράτησή τους έγινε χάρη της βίαιης ορμής τους, των ισχυρών όπλων τους και στη χρήση του πολεμικού άρματος που ήταν άγνωστο μέχρι τότε στην Αίγυπτο. «Υξώς» ονομάστηκαν από τους Αιγυπτίους, ενώ ο Μανέθων (3) τους ονόμαζε «Βασιλείς Ποιμένες» προφανώς θέλοντας να τους υποβαθμίσει, κάτι που γίνεται στις Αιγυπτιακές αναφορές, όταν οι μεταγενέστερες εξαφανίζουν τις ανεπιθύμητες προγενέστερες, όπως αυτές των Υξώς. Για την προέλευση τους οι απόψεις διίστανται. Πιστεύεται πως ή ήσαν σημιτικής καταγωγής με προέλευση περιοχές που θεωρούνται κοιτίδα τους ή ήσαν από περιοχές της Ινδίας. Αυτοί που, με Εβραιοκεντρικό χαρακτήρα, θεωρούν τους Υξώς ως τέτοιας σημιτικής καταγωγής, πέραν των άλλων αναφέρονται και σε κείμενα του κορυφαίου Ιουδαίου ιστορικού και συγ- γραφέα του 1ου μ.Χ. αιώνα Iώσηπου,όπου λέει ότι συμφώνως με χαμένες αναφορές του Μανέθωνα οι Υξώς ήσαν τα 12 παιδιά του Ιακώβ, που με τα στρατεύματά τους κατέλαβαν την Κάτω Αίγυπτο και ότι μετά την εκδίωξή τους από την Αίγυπτο επέστρεψαν στα πατρώα εδάφη. Επικρατέστερη όμως σήμερα χρονολογική περίοδος της Εξόδου των φυλών του Ισραήλ, θεωρούνται τα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ., στα τελευταία χρόνια του Φαραώ Ραμσή Β΄ ή τα πρώτα της βασιλείας του διαδόχου του Μερνεπτά, άρα δεν συμπίπτει χρονικά με την εκδίωξη των Υξώς. Πιο διευρυμένες απόψεις περί σημιτικής καταγωγής θεωρούν τους Υξώς συροπαλαιστινιακής προέλευσης και πως φυλές του Ισραήλ ήσαν μέρος των δυνάμεων των Υξώς, οι οποίες ενισχύθηκαν κατά την εισβολή τους, από φυλές του Ισραήλ που προϋπήρχαν των Υξώς στην Αίγυπτο.
Η άλλη άποψη θέλει τους Υξώς να προέρχονται από περιοχές των Ινδιών και τη δύναμή τους να συγκροτείται από λαούς των περιοχών αυτών. Επίσης ως πολεμιστές και διώκτες που κατατρόπωσαν τους Υξώς και συνέβαλαν στην εκδίωξή τους, αναφέρονται και πρόσωπα όπως ο Περσέας, ο Διόνυσος Β΄ και ο Μίνωας Α΄ που χρονολογικά δεν συμπίπτουν. Θα μπορούσαμε όμως να θεωρήσουμε πιθανό, στην εκδίωξη των Υξώς από τους Αιγυπτίους να συνέδραμαν Μινωίτες, αφού είχαν καλές σχέσεις μαζί τους και ίσως η κατοχή της Κάτω Αιγύπτου από τους Υξώς να είχε πλήξει τα συμφέροντα των Μινωιτών στην περιοχή. Προϋπόθεση γι’ αυτή την εκδοχή είναι να μην έχει προηγηθεί η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, αν θεωρήσουμε αυτό το γεγονός υπεύθυνο για τον αφανισμό τους, για την οποία δεν υπάρχει ακριβής χρονολόγηση. Οι Υξώς εκδιώχθηκαν περί το 1540 π.Χ., όταν Φαραώ τους ήταν ο Χαμουντί, από τον Άμωση Α’ (Αχμόσες) Φαραώ της 18ης δυναστείας της Άνω Αιγύπτου με πρωτεύουσα τη Θήβα (4) , ο οποίος και αποκατέστησε την ενότητα του Αιγυπτιακού βασιλείου ή από τον Κάμωση τελευταίο της 17ης (1640-1550). Δεν αποκλείουμε ο Κάμωσης να ξεκίνησε τον αγώνα της εκδίωξης και ο Άμωσις να τον ολοκλήρωσε ή να πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο και για σύγχυση ημερομηνιών. Λίγα χρόνια μετά ο Τούθμωσης Α΄ αποκαθιστά το μεγαλείο της Αιγύπτου, κατακτά τη Νουβία και περιοχές της Ασίας που εκτείνονται πέραν του Ευφράτη. Πιστεύεται ότι μετά την πτώση της δυναστείας τους και το διωγμό τους από την Αίγυπτο οι Υξώς κατέφυγαν στο Ουγκαρίτ (παράλια περιοχή της σημερινής Συρίας) ενισχύοντας το εκεί βασίλειο που είχε ιδρυθεί από τους δικούς τους Φαραώ και που καταστράφηκε αργότερα, όπως θα δούμε, από τους «Λαούς της Θάλασσας». Αναφορές για επιδρομές από συνασπισμένους λαούς που έρχονταν από τη θάλασσα και για τη δράση τους, που κρατάει πάνω από δύο αιώνες, υπάρχουν από τις αρχές του 14ου αιώνα π.Χ. και κορυφώνονται τον 12ο αιώνα. Μέσα σε ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα είναι προφανές ότι όχι μόνο η μορφή των συμμαχιών, των ισορροπιών, των επιδιώξεων και των συμφερόντων διαφοροποιείται, αλλά και αυτή η σύσταση και η υπόσταση των λαών. Έτσι δεν μπορούμε να δεχτούμε αυτούς τους συνασπισμούς ή τις συμμαχίες ως συμπαγείς χρονικά και απολύτως όμοιες, αλλά ως μεταλλασσόμενες. Οι πηγές που τους αναφέρουν είναι για την ώρα πενιχρές και ασαφείς και για το λόγο αυτό ίδια είναι και η εικόνα που μπορούμε να σχηματίσουμε γι’ αυτούς και για την προέλευσή τους.
Οι απόψεις γι’ αυτούς ποικίλουν και πολλές φορές είναι αντικρουόμενες. Αναγκαστικά λοιπόν για να τους «εντοπίσουμε» προχωράμε συγκριτικά και συνθετικά, με τα στοιχεία που έχουμε από κάθε πηγή της συγκεκριμένης εποχής ή νεότερη. Ο 12ος αιώνας είναι για την ανατολική Μεσόγειο συγκλονιστικός. Οι εθνολογικές ανακατατάξεις είναι ευρύτατες και αφορούν όχι μόνο μικρά φύλα ή λαούς αλλά και μεγάλες αυτοκρατορίες τις εποχής, που έπαψαν να υπάρχουν. Σημαντικό ρόλο στις σαρωτικές αυτές αλλαγές φαίνεται να έπαιξαν οι λεγόμενοι «Λαοί της Θάλασσας». Τον όρο «Λαοί της Θάλασσας» εισήγαγε το 1881 ο Γάλλος Αιγυπτιολόγος Γκαστόν Μασπερό, συμφώνως με αναφορές σε ανάγλυφα της νεκρόπολης Μέντινετ Χαμπού, κοντά στη Θήβα της Αιγύπτου. Βεβαίως επειδή η ιερογλυφική ή ιερατική γραφή δεν έχει γραμματική, συντακτικό και φωνήεντα, μπορούμε να δεχτούμε ότι αυτοί οι «Ξένοι» των Αιγυπτίων μπορούν να κληθούν και «Λαοί από τη Θάλασσα» ή «Θαλασσινοί Λαοί» κ.ο.κ. Επίσης επειδή είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι λαοί αυτοί είχαν ως ορμητήρια τις χώρες τους, που κάποιες από αυτές ήταν νησιωτικές και που όλες περιλαμβάνονταν στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, δεν μπορεί παρά να είχαν κρατική οργάνωση αν όχι υπόσταση, αφού διέθεταν εφοδιασμένα πλοία και εξοπλισμένο στρατό ακόμη και με άρματα, ικανό να διεξάγει οργανωμένες επιδρομές, κυρίως από τη θάλασσα αλλά και από τη στεριά, επί πολλά έτη και να δίνει πολυήμερες μάχες με άριστα οργανωμένους στρατούς όπως της Αιγύπτου.
Οι ανάγλυφες επιγραφές μας πληροφορούν ότι οι επιδρομείς «Άπλωσαν τα χέρια τους πάνω στις χώρες τόσο μακριά όσο ή περιφέρεια της γης», δηλαδή σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο που όσο κι αν λάβουμε υπ’ όψιν μας το υπερβολικό και πομπώδες ύφος αυτών των επιγραφών δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το βάσιμο των αναφορών τους. Από αυτό συμπεραίνουμε ότι δεν ήσαν περιστασιακοί επιδρομείς, αντάρτες ή πειρατές αλλά λαοί με συγκεκριμένο σχέδιο δράσεων, από επιδρομές και λαφυραγωγήσεις μέχρι την κατάλυση κρατών και τον εποικισμό. Ας δούμε όμως ποιοι ήσαν αυτοί οι λαοί κατά τους Αιγυπτίους και πια η πιθανότερη αντιστοίχιση τους με γνωστούς σε μας λαούς της περιοχής που προαναφέραμε. Οι Αιγυπτιακές πηγές αναφέρουν λαούς με διαφορετικά χαρακτηριστικά, ένδυση και οπλισμό, που τους ονομάζουν: -Πελεσέτ ή Πελέστ (Prst). Οι Πελασγοί, Φιλισταίοι οι οποίοι συμφώνως με αναφορές του Θουκυδίδη και τις Παλαιάς Διαθήκης προέρχονταν από την Μινωική Κρήτη. Δεν είναι τυχαίο που οι Έλληνες αργότερα ονόμασαν τον τόπο εγκατάστασής τους Παλαιστίνη. – Τζεκέρ (Tk,r ). Μπορεί να αποδοθεί ως Τεύκροι, αυτοί που ακολούθησαν τον Τεύκρο τον Τελαμώνιο αδελφό του Αίαντα από τη Σαλαμίνα και οι οποίοι μετά τον Τρωικό πόλεμο, αφού περιπλανήθηκαν, εγκαταστάθηκαν στη Μυσία. -Ντενυέν (Dnn). Όνο μα που ταιριάζει με των Δαναών και με τους Τανάγια των Αιγυπτίων -Σεκελές (Škrš) Ίωνες Σικελοί -Σακάλσα. Πισίδες της Σαγαλασσού. Η πόλη δεν βρίσκεται στα παράλια της Πισιδίας αλλά αυτό δεν αποκλείει τη συμμετοχή της. -Αχαϊβάσα ή Ακβάσα. Θεωρούνται ως οι Αχιγιάβα – Αχαιοί των Χετιτικών κειμένων. -Εκβές (Ikws).
Ταυτίσθηκαν με τους Ακβάσα, όμως οι Εκβές εμφανίζονται στις αιγυπτιακές παραστάσεις να έχουν κάνει περιτομή. -Λαμπού ή Λιμπού. Είναι ασφαλώς οι Λίβυοι. -Μεσβές. Γείτονες και σύμμαχοι των Λιβύων. -Σερντέν ή Σαρντάνα (Šrdn). Οι από τις Σάρδεις της Λυδίας, οι οποίοι πιθανολογείται πως είχαν δημιουργήσει σημαντική αποικία στη Σαρδηνία. -Λούκα ή Λουκού (Lk). Ταυτίζονται με τους Lukka των χετιτικών πηγών που γεωγραφικά τοποθετούνται στην περιοχή της Λυκίας. -Τερές ή Τουρσά (Trs). Συνδέονται με τους Τυρρηνούς, όπως τους έλεγαν οι Έλληνες, δηλαδή τους Ετρούσκους, αλλά λογική φαίνεται και η εκδοχή να πρόκειται για τους Τρώες. Θα μπορούσαμε ενισχύοντας αυτή την άποψη να τους τοποθετήσουμε στην Ιουλούσα που αναφέρεται από τους Χετταίους και θεωρείται ως το Ίλιο-Τροία. -Βεσές (Wss). Δεν υπάρχει αποδεκτή άποψη. Σχετικά με τους Εκβές, η περιτομή χαρακτηρίζει λαούς ασιατικούς όπως π.χ. οι Εβραίοι. Αυτοί δεν ήσαν βεβαίως θαλασσινός λαός. Την εποχή της μεγάλης δράσης των Λαών της Θάλασσας οι Εβραίοι έχουν πραγματοποιήσει την έξοδό τους και πολεμούν για να κατακτήσουν εδάφη στη Γη Χαναάν. Θα μπορούσαν όμως να συνδράμουν τους επιδρομείς αφού ο εχθρός ήταν κοινός. Το συλλογισμό κάνουμε γιατί πολλές φορές λαοί χαρακτηρίζονται και ονοματίζονται από τη θρησκεία τους και το Ikws που αποδίδεται Εκβές θα μπορούσε να είναι Ιακβές- Ιαχβές οι οπαδοί του Γιαχβέ, θεού των Εβραίων.
Επίσης δίκαια μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους λαούς πού είναι οι Φοίνικες, ισχυρή ναυτική δύναμη, με συμφέροντα στην περιοχή που δεν μπορεί να μην εμπλέκονται στις καταιγιστικές εξελίξεις των αρχών του 12ου π.Χ. αιώνα και στις πολεμικές αναμετρήσεις που γίνονται στη «γειτονιά» τους. Οι Φοίνικες που αυτοαποκαλούνται Kana’ani (Χαναανίτες) εγκαταστάθηκαν μετά το 3.000 π.Χ. στη Χαναάν (σημερινός Λίβανος), στη Φοινίκη κατά τους Έλληνες, προερχόμενοι, κατά τον Ηρόδοτο, από την Ερυθρά Θάλασσα. Υπάρχει η άποψη ότι η ονομασία «Φοίνικες» προέρχεται από την ελληνική ηχητική απόδοση Αιγυπτιακής λέξης, που με αυτή χαρακτήριζαν οι Αιγύπτιοι αυτούς τους ασιάτες. Εξ’ άλλου στην αρχαία φοινός σήμαινε κόκκινος σαν αίμα. «Πορφυρούς Άνθρωπους» και που οι Έλληνες απέδωσαν ως «Φοίνιξ» και σήμαινε μελαμψός. Άλλη εκδοχή, όχι ισχυρή, είναι ότι ονομάζονταν Φοίνικες λόγω του ότι, μεταξύ άλλων, εμπορεύονταν ένα είδος πορφύρας και τη βαθυκόκκινη βαφή της. Εμείς βρίσκουμε μια ηχητική συγγένεια μεταξύ του Wss (που αποδίδεται ως Βεσές) και του Φοίνιξ, αν και παρακινδυνευμένο γιατί ίσως είναι αυτοί που οι Αιγύπτιοι αποκαλούν Fenkhw. Θα μπορούσαν όμως οι Φοίνικες να ήσαν ένας από τους επιδρομείς θαλασσινούς λαούς, αφού για μεγάλα διαστήματα ήσαν υποτελής στους Αιγυπτίους και την επίμαχη εποχή δεν φαίνεται να υφίστανται καμία μεγάλη καταστροφή άρα ήσαν με το μέρος των νικητών. Εδώ μπαίνει ένας προβληματισμός, πως Εβραίοι και Φοίνικες-Χαναναίοι θα συμπολεμούσαν κατά της Αιγύπτου. Όμως στους πολέμους η σύμπραξη δεν σημαίνει πάντα και συμμαχία, πόσο μάλλον όταν δεν γίνεται απευθείας αλλά μέσω τρίτης δύναμης. Παρατηρούμε επίσης πως όλος ο χαρακτηρισμός των Φοινίκων περιστρέφεται γύρω από το βαθύ κόκκινο χρώμα: Ερυθρά Θάλασσα, Κοκκινωποί Άνθρωποι, Φοίνικες, πορφυρά υφάσματα και βαφή. Την εποχή της επιδρομής των Υξώς αυτοί ήσαν προ πολλού στην περιοχή. Οι «Ερυθρομέλανοι» Υξώς μπορεί να μην είχαν καμία σχέση μαζί τους; Η γεωγραφική τους θέση ήταν προνομιακή για όποιον θα ήθελε να οργανώσει επίθεση από ξηρά και θάλασσα κατά των Αιγυπτίων. Εξάλλου οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι στην ευρύτερη περιοχή τους τοποθετούν και το μεγαλύτερο οργανωμένο στρατόπεδο των Υξώς. Την πρώτη καταγραμμένη εισβολή στην Αίγυπτο βρίσκουμε σε επιγραφές του Καρνάκ και του Ατριμπίς, που αναφέρονται στο 5ο έτος της βασιλείας του Φαραώ Μερνεπτά και σε μάχη στα δυτικά του Δέλτα του Νείλου που χρονολογείται μεταξύ 1220 και 1209 π.Χ. Η επίθεση έγινε από μια συμμαχία Λίβυων με τους «Λαούς της Θάλασσας». Οι εισβολείς απέτυχαν και αποκρούστηκαν. Η δεύτερη εισβολή έγινε το 1186 π.Χ., με επίθεση από ξηρά και θάλασσα, με το πιο οργανωμένο στρα- τόπεδό τους στην περιοχή των Αμουρού μετά των αφανισμό τους, κατά το 8ο έτος της βασιλείας του Ραμσή Γ΄. Είναι αυτή που περιγράφεται σε επιγραφή του ταφικού ναού του Ραμσή στο Μεντινέτ Χαμπού και η οποία μας δίνει και τα περισσότερα στοιχεία. Η επιγραφή αλλά και πάπυροι που υμνούν τον Ραμσή λένε ότι κατατροπώθηκαν από τον ένδοξο βασιλιά.
Το βέβαιο είναι ότι απωθήθηκαν αλλά προκαλώντας μεγάλες φθορές. Η Αίγυπτος χάνει εδάφη και περιορίζεται στην κοιλάδα του Νείλου και στο Δέλτα του. Στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. οι Λαοί της Θάλασσας είχαν γίνει σοβαρή πολεμική απειλή για την Αίγυπτο, ενώ οι μαζικές εισβολές τους κατέστρεψαν την επικράτεια των Χετταίων και άλλα κράτη και λαούς της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Πρόκειται για την Αλασία ή Αλασγία, το Ουγκαρίτ και το Αμουρού, που βρίσκονταν κάτω από την επιρροή των Αιγυπτίων και των Χετταίων, κάτι σαν προτεκτοράτα τους. Κύριος στόχος τους δηλαδή ήταν οι δύο μεγάλες δυνάμεις τις εποχής, οι Αιγύπτιοι και οι Χετταίοι που κυριαρχούσαν σε κάθε διακίνηση και εκμετάλλευση πλούτου στην ανατολική Μεσόγειο, καθώς και οι μικρότεροι σύμμαχοί τους. Βλέπουμε λοιπόν δυο μεγάλες κυρίαρχες δυνάμεις και μία τρίτη που τις αντιμάχεται και προσπαθεί να γίνει κυρίαρχη. Αποτέλεσμα, μια σκληρή και εκτεταμένη σύρραξη. Οι τρεις αυτές δυνάμεις έχουν, πέραν των οικονομικών, και άλλες βασικές διαφορές, φυλετικές, πολιτισμικές και γεωγραφικές. Οι Αιγύπτιοι είναι στην Αφρικανική ήπειρο, οι Χετταίοι είναι Ασιάτες και οι λαοί που έρχονται από τη θάλασσα, προέρχονται από ναυτικά κράτη που βρίσκονται σε Ευρωπαϊκό έδαφος ή σε αποικίες τους στα Αφρικανικά ή Μικρασιατικά παράλια και δύναμή τους είναι η θάλασσα και οι δρόμοι της.
Στο Νότιο ελλαδικό χώρο επικρατούν οι Αχαιοί, που περιβάλλονται από άλλα ελληνικά φύλα και ως εκ τούτου δεν θα ήταν υπερβολικό να δεχθούμε ότι οι Έλληνες επικρατούν στο συγκεκριμένο Ευρωπαϊκό χώρο. Έτσι μπαίνουμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε ότι ο κύριος κορμός των «Λαών της Θάλασσας» ήταν ελληνικός ή ελληνογενής με σύμμαχούς τους λαούς με τους οποίους τους συνέδεαν κοινοί στόχοι και συμφέροντα. Για το ότι η θάλασσα είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη των Ελλήνων και η σχέση μαζί της προαιώνια, δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε. Πάντοτε πίστευαν (5) στην έννοια της φράσης «Μέγα το της Θαλάττης κράτος», που ο Θουκυδίδης αποδίδει στον Περικλή και με την πίστη τους αυτή, πως ισχυρός είναι αυτός που στηρίζεται στη δύναμη που του δίνει η θάλασσα, επιβίωσαν. Ο τρόπος που επέλεξαν οι θαλασσινοί λαοί για να πετύχουν το σκοπό τους είναι ο μακροχρόνιος πόλεμος φθοράς αφού η απευθείας προσπάθειες για κατάλυση της παντοδυναμίας των ισχυρών δεν έφερνε αποτελέσματα. Οι Αιγύπτιοι, παρ’ όλες τις φθορές και τις απώλειες που είχαν, απέκρουσαν αποτελεσματικά τις επιθέσεις που δέχτηκαν, απέφυγαν τελικά την ολοκληρωτική καταστροφή και όχι μόνο δεν πέρασαν στο περιθώριο της ιστορίας αλλά παρέμειναν στο προσκήνιο για πάνω από χίλια ακόμα χρόνια. Όσα διασώθηκαν από τον πολιτισμό τους μας δίνουν σαφή εικόνα γι’ αυτούς και μας είναι τόσο γνωστοί που δεν χρειάζεται να επεκταθούμε για να τους γνωρίσουμε. Παράλληλα αποτελούν κύρια πηγή πληροφόρησης γενικώς για τα γεγονότα της εποχής τους και ειδικότερα για το θέμα που εξετάζουμε. Οι Χετταίοι ή Χιττίτες, λαός ασιατικός, ίδρυσαν ισχυρό κράτος και ηγήθηκαν μίας ομοσπονδίας λαών-κρατών (κατ’ άλλους αυτοκρατορία), με σημαντικό πολιτισμό, που κατελάμβανε σχεδόν όλο τον κεντρικό κορμό της Μικράς Ασίας με διείσδυση προς ανατολάς. Η παρουσία τους χρονολογείται πριν από το 1500 π.Χ., μέχρι την καταστροφή τους τον 12ο π.Χ. αιώνα. Πρωτεύουσά τους ήταν η Χαττούσα στο βορειοανατολικό τμήμα της. Οι Αιγύπτιοι, οι Βαβυλώνιοι και οι Αχαιοί είχαν συνάψει μαζί τους διπλωματικές, εμπορικές αλλά και, κατά καιρούς, συμμαχικές σχέσεις και οι βασιλείς τους, θεωρούσαν αλλήλους ισότιμους. Δεν έλειπαν βέβαια και οι μεταξύ τους εχθροπραξίες. Οι Χετταίοι θεωρούνται οι πρώτοι που διατάραξαν το εμπόριο στην περιοχή με τον αποκλεισμό της επικοινωνίας μεταξύ ανατολικών και δυτικών περιοχών και ασφαλώς των Ασσυρίων και των Αχαιών που είχαν αποικίες και συμφέροντα στο δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας και στα παράλιά της. Αυτό αναπόφευκτα προκάλεσε πολεμικές συγκρούσεις μεγάλης έκτασης και μεγέθους, κάτι που επιβεβαιώνεται με την εκστρατεία των Αχαιών κατά της Τροίας και τις αλλεπάλληλες εκστρατείες των Χετταίων προς τα δυτικά.
Τα εκτεταμένα μέτωπα που άνοιξαν οι Χετταίοι τους έφεραν αντιμέτωπους με νέους αντιπάλους τους οποίους δεν κατάφεραν να αναχαιτίσουν. Αυτή τη δεινή θέση φαίνεται να εκμεταλλεύτηκαν και οι Λαοί της Θάλασσας, για να δώσουν το τελειωτικό χτύπημα στη πρωτεύουσά τους Χαττούσα να την καταστρέψουν και να καταλύσουν την κυριαρχία τους στην περιοχή. Μετά την πτώση τους οι Χετταίοι εξέπεσαν, τα υπολείμματά τους απετέλεσαν μικρούς πληθυσμούς που αποσύρθηκαν στις γύρω περιοχές και η κυριαρχία του χώρου περιήλθε στους Ασσυρίους. Με το τέλος τους τερματίζεται και η αποκλειστικότητα της επεξεργασίας του σιδήρου, την οποία οι Χετταίοι κρατούσαν ως μυστική τέχνη και που μετά την πτώση τους διαδόθηκε σε όλη την Ανατολή και στην Μεσόγειο, τερματίζοντας έτσι, χωρίς να το θέλουν και χωρίς να το ξέρουν, την εποχή του χαλκού, η οποία θεωρείται ότι για την περιοχή του Αιγαίου άρχισε περίπου το 3.000 π.Χ..
Την Αλασία τη βρίσκουμε σε Αιγυπτιακές και Χετιτικές αναφορές και συνδέεται με την παραγωγή και το εμπόριό του χαλκού. Ήταν ισχυρή και πλούσια περιοχή και είχε εμπορικές συναλλαγές με τα γύρω κράτη. Ο τόπος της δεν είναι απολύτως εξακριβωμένος, αλλά τοποθετείται στην Κύπρο και ιδιαίτερα στην αρχαία Έγκωμη κοντά στη Σαλαμίνα στον κόλπο της Αμμοχώστου, βάσει σφηνοειδών κειμένων που τους ταυτίζουν με το νησί. Από αυτά μαθαίνουμε ότι κοντά στο 1430 οι Αλασοί νικήθηκαν από τους Αχιγιάβα (Αχαιοί) και ο βασιλιάς τους βρήκε καταφύγιο στους Χετταίους. Σημαντικές παραδόσεις επίσης αναφέρουν τον Τεύκρο ως ιδρυτή της Σαλαμίνας της Κύπρου κάτι που προφανώς έγινε μετά την εγκατάσταση των Τεύκρων στη Μυσία και που ενισχύει την άποψη του αφανισμού των Αλασγών κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Σημειώνουμε ότι Βορείως της Κύπρου, στην απέναντι Μικρασιατική Κιλικία της Παλαιστίνης στη σημερινή Συρία. Φαίνεται πως στην τελική φάση ήσαν υποτελή στους Χετταίους και επειδή ήσαν υποχρεωμένα να στείλουν στρατιωτική βοήθεια σ’ αυτούς, για να αντιμετωπιστούν οι θαλασσινοί εισβολείς, έμειναν ανυπεράσπιστα δέχτηκαν και εκείνα επίθεση και εν τέλει καταστράφηκαν ολοσχερώς. Οι Ασσύριοι από το 1100 π.Χ. και μετά αναφέρονται στην περιοχή Αμουρού, καμμία όμως αναφορά δεν γίνεται για σχετικό κράτος, λαό ή γλώσσα. υπάρχει πόλη Αλάγια, την οποία η Έλληνες κάτοικοί της αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν κατά την Μικρασιατική καταστροφή και μετά την πρώτη αποβίβασή τους στην Κύπρο, να καταφύγουν σε ελλαδικό έδαφος. Η παραδόσεις τους μιλούν για προαιώνιες στενές σχέσεις με τους Κύπριους. Πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στους Ποδαράδες – Νέα Ιωνία Αττικής. Η Τούρκοι την ονομάζουν Αλάνια (Alanya).
Ο συσχετισμός Αλασγίας και Αλάγιας αναζητείται. Οι Αχαιοί ως ένα από τα τέσσερα μεγάλα ελληνικά φύλα (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς), απετέλεσαν πρώιμο ελληνικό έθνος που, θα μπορούσαμε να πούμε με σημερινούς όρους, λειτουργούσε με ομοσπονδιακό σύστημα και επεκράτησε κατά τη Μυκηναϊκή εποχή, με τη δύναμη των όπλων, στον αρχαίο ελλαδικό χώρο. Το αχαϊκό κράτος, αναγνωρίστηκε ως ισάξιο από την Αίγυπτο και τη Χετιτική αυτοκρατορία και κείμενα των Χετταίων από το 1300 π.Χ. αναγνωρίζουν την κραταιή παρουσία των Αχιγιάβα – Αχαιών «πέρα από τη θάλασσα»(6) και είναι τόσο καλές οι σχέσεις τους που ο Χετταίος ηγεμόνας αποκαλεί το βασιλιά τους «αδελφό». Στην Κρήτη οι Αχαιοί συνάντησαν το Μινωικό πολιτισμό (7), που τους επηρέασε καθοριστικά και η συνύπαρξη με αυτόν ήταν σε γενικές γραμμές ειρηνική. Οι κάτοικοι της Κρήτης ήσαν δεινοί στη ναυτιλία και στο εμπόριο και, ως έμπειροι και θαρραλέοι ποντοπόροι, αποτελούσαν τον συνδετικό κρίκο λαών με την Αίγυπτο, με την οποία είχαν πολύ καλές σχέσεις, μέχρι ίσως και τις βαρβαρικές περιοχές του Δούναβη. Οι Αχαιοί διαδέχτηκαν τους Μινωίτες ως ναυτική δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο και θεωρείται πως αυτοί εκτόπισαν Πελασγούς από τα νησιά του Αιγαίου και υπολείμματα των Μινωιτών από την Κρήτη, που εγκαταστάθηκαν στην Παλαιστίνη και αναφέρονται ως Φιλισταίοι. Μετά την πολύχρονη επικράτηση και σταθεροποίησή τους στον ελλαδικό χώρο, προς το τέλος της ακμής τους, έθεσαν ως στόχο την εκμετάλλευση πόρων και αγαθών της Δυτικής Μικρασιατικής χερσονήσου και τον έλεγχο των στενών προς τον Ελλήσποντο και, γιατί όχι, προς τον Εύξεινο Πόντο. Εμπόδιο στα σχέδιά τους αποτελούσε το μικρό αλλά πλούσιο και ισχυρό κράτος της Τροίας, που στηριζόταν από ομοεθνείς και αλλοεθνείς συμμάχους, γι’ αυτό και εκστράτευσαν εναντίων τους προκαλώντας τον Τρωικό Πόλεμο. Πιστεύεται σήμερα ότι κύρια αίτια του Τρωικού Πολέμου ήσαν οι στόχοι που προαναφέρθηκαν και η αναζήτηση νέων χωρών για την επίτευξή τους, λόγω της καθόδου των Δωριέων γύρω στα 1200 π.Χ, με Ελλήσποντο μέχρι τη Λυκία είναι εγκατεστημένα άλλα ελληνικά ή συγγενικά τους φύλα. (7)
Ως Μινωική περίοδος της εποχής του Χαλκού ορίζεται το χρονικό διάστημα από περίπου 2600 έως 1100 π.Χ. Η χρονολόγηση είναι ακόμη σχετική και κυρίαρχα γεγονότα θεωρούνται η οικοδόμηση της Κνωσού το 1900, η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, και η καταστροφή της Κνωσού το 1375. Η επικράτεια των Μινωιτών απλωνόταν σε όλη την Κρήτη όπου ήκμασαν περί τις 100 Μινωικές πόλεις, αλλά η επιρροή τους απλωνόταν και στα νησιά του Αιγαίου, στα Μικρασιατικά παράλια, αλλά και στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Γενικά οι Μινωίτες δεν θεωρούνται φιλοπόλεμοι. Σήμερα πιστεύεται ότι μια έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης και το παλιρροϊκό κύμα που την ακολούθησε, απετέλεσε σημαντική αιτία της παρακμής του Μινωικού πολιτισμού αποτέλεσμα τα εγκατεστημένα φύλα να δέχονται αφόρητη πίεση αφού με αυτήν τέθηκε θέμα επικράτησης και επιβίωσης. Η Αχαϊκή «πανστρατιά» περιγράφεται στην Ιλιάδα από τον ‘Ομηρο στον «Νηών Κατάλογο» και συγκροτείται από δυνάμεις που προέρχονταν από 28διαφορετικές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Επικρατούσε, αλλά και ακόμα έχει υποστηρικτές, η άποψη ότι οι Τρώες δεν ήσαν ελληνικό φύλο, αν καιo Όμηρος είναι σαφέστατος ως προς αυτό αφού οι αντιμαχόμενοι έχουν αναφορά σε κοινούς προγόνους και κοινά ήθη, έθιμα, θρησκεία και γλώσσα. Και σε ότι αφορά στη θρησκεία ο Ποιητής βάζει τους Ολύμπιους θεούς, ούτε λίγο ούτε πολύ, να διχάζονται για χάρη τους και όχι να μάχονται με διαφορετικές θεότητες της περιοχής, που προφανώς δεν αγνοούσε και αυτό το κάνει για να καταδείξει με ποιητικό τρόπο, το ισοδύναμο των δύο στρατοπέδων, το αμφίρροπο των μαχών και το αβέβαιο της τελικής έκβασης. Όσο για τη γλώσσα μεταξύ των συμμάχων των Τρώων, λαών της Μακεδονίας, της Θράκης, της δυτικής και κεντρικής Μικράς Ασίας, ξεχωρίζει αυτούς που δεν μιλούσαν ελληνικά (ή ελληνικές διαλέκτους) αλλά άλλες γλώσσες.
Η άποψη ότι ο Όμηρος «ποιητική αδεία» παρέθεσε έτσι τα γεγονότα καταρρίπτεται όσο προχωρά η έρευνα, όπως και η άποψη ότι τα Ομηρικά έπη στερούνται ιστορικότητας. Αν και ο Τρωικός Πόλεμος έληξε με νίκη των Αχαιών, η απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό και η οικονομική αιμορραγία απέβη γι’ αυτούς μοιραία. Ακολούθησε επιδρομή κάποιων θαλασσινών λαών με τους οποίους οι Τρώες είχαν φυλετικές και συμμαχικές σχέσεις. Υπάρχει δε η άποψη ότι αυτοί κατέστρεψαν τα μυκηναϊκά ανάκτορα και διέλυσαν τη συμμαχία Αχαιών και Χεταίων. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι αυτό αποτέλεσε ένα είδος αντιποίνων για τον αφανισμό των Τρώων. Αυτή όμως φαίνεται να είναι μια συγκυριακή συμμαχία γιατί σύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις, δεν μπορούμε να μην θεωρούμε τους Αχαιούς «Λαό της Θάλασσας», αφού δεν τους ήσαν άγνωστες οι επιδρομές και η λαφυραγώγηση. Στην Ιλιάδα ο Αχιλλέας απευθυνόμενος στον Αγαμέμνονα του θυμίζει πόσα λάφυρα είχαν αποκομίσει «πατώντας» πολλούς λαούς και στην Οδύσσεια, όπως είδαμε σ’ αυτή τη ραψωδία, ο μικρός στόλος του Μενέλαου παρασυρμένος από τους ανέμους περιπλανιέται για οκτώ χρόνια, περνώντας από την Κρήτη, την Κύπρο, τη Φοινίκη, την Αίγυπτο, την Αιθιοπία, τη Σιδώνα και τη Λιβύη, επιστρέφει όμως στην Πελλάνα με πολύτιμο φορτίο. Το αν το απέκτησε από δώρα ηγεμόνων που βοήθησε πολεμώντας, αν ήσαν λάφυρα ή και τα δύο μαζί, είναι θέμα ιδιαίτερης μελέτης. Αυτό όμως που βλέπουμε, είναι μία χαρακτηριστική συμπεριφορά ηγέτη λαού της θάλασσας. Πιθανά ορμητήρια και οι στόχοι των «Λαών της Θάλασσας». Λίγα μόλις χρόνια μετά από αυτά τα συμβάντα, έγινε η Κάθοδος των Δωριέων, που κατέστρεψε τελείως το Μυκηναϊκό κόσμο και έφερε το τέλος των Αχαιών. Η κάθοδος των Δωριέων προ- κάλεσε ομαδική φυγή των Αχαιών προς το Αιγαίο, την Κρήτη, την Κύπρο, τη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή και μόνο λίγοι παρέμειναν και αγωνίστηκαν εναντίον τους, ιδιαίτερα στην νότια Πελοπόννησο, ενώ λίγοι διασώθηκαν στην Αιγιάλεια, απωθώντας τους εγκατεστημένους εκεί Ίωνες, στην Αττική. Από αυτούς λοιπόν πήρε το όνομά της η Αχαΐα και το διατηρεί ως σήμερα. Σε ότι αφορά στους Δαναούς, ας αρχίσουμε από το γενάρχη τους. Κατά τη Μυθολογία ο Δαναός, πρόγονος του Περσέα, ήταν γιος του βασιλιά Βήλου της Αιγύπτου, της «χώρας των Μελαμπόδων» όπως την αποκαλούσαν τότε, απογόνου της Ιούς και δίδυμος αδελφός του Αίγυπτου. Ο Ευριπίδης αναφέρει ότι είχε αδέλφια και τους Κηφέα και Φινέα και κατά άλλο μύθο και τους Φοίνικα και Αγήνορα. Μητέρα του ήταν η κόρη του Νείλου Αγχινόη. Ο Βήλος πριν πεθάνει όρισε το Δαναό ως βασιλιά της Λιβύης, όπου και ίδρυσε το ιερό του Άμμωνος, και τον Αίγυπτο βασιλιά του ανατολικού βασιλείου το οποίο παίρνοντας το όνομά του ονομάστηκε Αίγυπτος. Από το γάμο τους με πολλές γυναίκες τα δύο αδέλφια απέκτησαν πολλά παιδιά, πενήντα γιους ο Αίγυπτος, και πενήντα κόρες ο Δαναός, τις Δαναΐδες, από τις γυ- ναίκες που παντρεύτηκε την Ευρώπη, την Αντινόη, την Τεγέα και την Κασιέπεια. Όμως μετά τον θάνατο του πατέρα τους, τα αδέλφια ήρθαν σε ρήξη, εξαιτίας των επεκτατικών βλέψεων του Αιγύπτου στην πατρική κληρονομιά και ο Δαναός φοβούμενος τους γιους του Αίγυπτου και την εκπλήρωση χρησμού, που έλεγε πως θα δολοφονηθεί από γιο του αδελφού του, καθοδηγούμενος από την Θεά Αθηνά ναυπήγησε πρώτος μια πεντηκόντορο (πλοίο με 50 κουπιά) και έφυγε μαζί με τις κόρες του, εγκαταλείποντας το βασίλειό του για να ζητήσει καταφύγιο στην προγονική του κοιτίδα την Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Άργος.
Εκεί βασίλευε ο Γελάνωρ από τον οποίο ο Δαναός ζήτησε να του παραδώσει την εξουσία, αφού η προγιαγιά του Ιώ, ήταν κόρη του βασιλιά Ινάχου του Άργους. Ο ηλικιωμένος και χωρίς διάδοχο βασιλιάς δεν έφερε αντιρρήσεις, αλλά έπρεπε να συμφωνήσει και ο λαός και ενώ αναμενόταν η απάντησή του λαού, ένας λύκος μπήκε στην πόλη, επιτέθηκε σε ταύρο που ζούσε μέσα σε αυτή και τον κατασπάραξε. Ο λαός θεώρησε το γεγονός ως οιωνό ευνοϊκό για το Δα- ναό και του παραχώρησαν το βασίλειο. Αυτός έχτισε στο Άργος ακρόπολη έθεσε νόμους, δίδαξε γράμματα και τέχνες, καθιέρωσε την λατρεία της Αθηνάς και τα θεσμοφόρια, δίδαξε την ναυπήγηση νέου τύπου πλοίων, καταλληλότερων για μακρινά ταξίδια και η γη του Άργους έγινε πλούσια με τα αρδευτικά έργα και την καλλιέργεια των αγρών και νέων άγνωστων φυτών. Ο Δαναός όρισε με νόμο οι Αργείοι από Πελασγοί στο εξής να λέγονται Δαναοί, ονομασία που στα Ομηρικά έπη εναλλάσσεται με το «Αργείοι» «Αχαιοί» και «Έλληνες» στον κατάλογο των Νηών, όπου θέλει να υπογραμμίσει την πανελλαδική μορφή της εκστρατείας συμπεριλαμβάνοντας το σύνολο των Ελλήνων της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας και της Κρήτης, χαρακτηρίζοντάς τους «Έλληνες» ως μίαν εθνική ολότητα. Κατά δε τον Ευριπίδη: «Πελασγιώτας δ’ ονομασμένους το πριν, Δαναούς καλείσθαι νόμον έθηκαν Ελλάδα». Από τις παραπάνω αναφορές είναι προφανές πως οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν τους εποικισμούς τις μετακινήσεις αλλά και τις συγκρούσεις των προγόνων τους Αχαιών- Δαναών, με στους Αιγυπτίους, και τη γνώση τους αυτή την κληροδότησαν σε μας με μυθολογικές αναφορές, με ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα. Σύμφωνα λοιπόν με όσα τώρα γνωρίζουμε, θα ήταν άστοχο να μην συμπεριλάβουμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στους «Λαούς της Θάλασσας» και τους Δαναούς – Αχαιούς. Εν κατακλείδι οι «Λαοί της Θάλασσας», παρ’ όλο που η παρουσία τους καθίσταται ασαφής από τη χρονική ομίχλη που τους περιβάλει, η δράση τους φαίνεται να έχει διαμορφώσει ριζικά την ιστορική και πολιτισμική ροή των γεγονότων που καθορίζουν την μετέπειτα πορεία όλων των λαών της ανατολικής Μεσογείου και των ίδιων συμπεριλαμβανομένων, αφού συνετέλεσαν στον αφανισμό μιας υπερδύναμης, περιόρισαν την άλλη, προκάλεσαν σοβαρές ανακατατάξεις και συνέβαλαν αποφασιστικά στο τέλος μιας εποχής και στην ανατολή μιας νέας.
ΔΕΣ:
ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
--------------------------------------
1. Οι χρονολογήσεις και τα αντίστοιχα ονόματα εκείνης της εποχής δεν είναι συγκεκριμένα και ίδια σε όλες τις πηγές, γι’ αυτό και είναι πιθανή η aνακρίβεια κάποιων στοιχείων.
2. Παρεμβάλλεται η 14η με ένα μόνο Φαραώ το Νεχεσί, άρα βραχύβια και μεταβατική μέχρι την τελική επικράτηση των Υξώς.
3. Ο Μανέθων ήταν Αιγύπτιος αρχιερέας και ιστορικός του 3ου αιώνα π.Χ. Έγραψε στα Ελληνικά την ιστορία της Αιγύπτου από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλέξανδρου.
4. Στην Άνω Αίγυπτο εγκαθιδρύθηκαν ανεξάρτητες δυναστείες παράλληλες με αυτές των Υξώς.
5. Η Αργοναυτική εκστρατεία που έγινε πριν από την χρονική περίοδο που εξετάζουμε, επιβεβαιώνει την άποψη πως το βλέμμα των Ελλήνων ήταν πάντα στραμμένο προς τη θάλασσα και τα πλούτη που αυτή παρέχει στους τολμηρούς που την διαπλέουν.
6. Η αναφορά αυτή των Χετταίων, που αφορά στο Αιγαίο, είναι ακριβής, γιατί στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, από τον Ελλήσποντο μέχρι τη Λυκία είναι εγκατεστημένα άλλα ελληνικά ή συγγενικά τους φύλα.
7. Ως Μινωική περίοδος της εποχής του Χαλκού ορίζεται το χρονικό διάστημα από περίπου 2600 έως 1100 π.Χ. Η χρονολόγηση είναι ακόμη σχετική και κυρίαρχα γεγονότα θεωρούνται η οικοδόμηση της Κνωσού το 1900, η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, και η καταστροφή της Κνωσού το 1375. Η επικράτεια των Μινωιτών απλωνόταν σε όλη την Κρήτη όπου ήκμασαν περί τις 100 Μινωικές πόλεις, αλλά η επιρροή τους απλωνόταν και στα νησιά του Αιγαίου, στα Μικρασιατικά παράλια, αλλά και στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Γενικά οι Μινωίτες δεν θεωρούνται φιλοπόλεμοι. Σήμερα πιστεύεται ότι μια έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης και το παλιρροϊκό κύμα που την ακολούθησε, απετέλεσε σημαντική αιτία της παρακμής του Μινωικού πολιτισμού.
2. Παρεμβάλλεται η 14η με ένα μόνο Φαραώ το Νεχεσί, άρα βραχύβια και μεταβατική μέχρι την τελική επικράτηση των Υξώς.
3. Ο Μανέθων ήταν Αιγύπτιος αρχιερέας και ιστορικός του 3ου αιώνα π.Χ. Έγραψε στα Ελληνικά την ιστορία της Αιγύπτου από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλέξανδρου.
4. Στην Άνω Αίγυπτο εγκαθιδρύθηκαν ανεξάρτητες δυναστείες παράλληλες με αυτές των Υξώς.
5. Η Αργοναυτική εκστρατεία που έγινε πριν από την χρονική περίοδο που εξετάζουμε, επιβεβαιώνει την άποψη πως το βλέμμα των Ελλήνων ήταν πάντα στραμμένο προς τη θάλασσα και τα πλούτη που αυτή παρέχει στους τολμηρούς που την διαπλέουν.
6. Η αναφορά αυτή των Χετταίων, που αφορά στο Αιγαίο, είναι ακριβής, γιατί στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, από τον Ελλήσποντο μέχρι τη Λυκία είναι εγκατεστημένα άλλα ελληνικά ή συγγενικά τους φύλα.
7. Ως Μινωική περίοδος της εποχής του Χαλκού ορίζεται το χρονικό διάστημα από περίπου 2600 έως 1100 π.Χ. Η χρονολόγηση είναι ακόμη σχετική και κυρίαρχα γεγονότα θεωρούνται η οικοδόμηση της Κνωσού το 1900, η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, και η καταστροφή της Κνωσού το 1375. Η επικράτεια των Μινωιτών απλωνόταν σε όλη την Κρήτη όπου ήκμασαν περί τις 100 Μινωικές πόλεις, αλλά η επιρροή τους απλωνόταν και στα νησιά του Αιγαίου, στα Μικρασιατικά παράλια, αλλά και στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Γενικά οι Μινωίτες δεν θεωρούνται φιλοπόλεμοι. Σήμερα πιστεύεται ότι μια έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης και το παλιρροϊκό κύμα που την ακολούθησε, απετέλεσε σημαντική αιτία της παρακμής του Μινωικού πολιτισμού.
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΤΗΣ ΘΆΛΑΣΣΑΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΑΚΟΜΗ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΤΜΗΜΕΝΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΝΑ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΘΟΎΝ ΤΗΝ ΑΙΓΛΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥΣ .
ΑπάντησηΔιαγραφή