Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 2.17.5–2.22.3

(ΘΟΥΚ 2.10.1–2.24.2: Η εισβολή των Λακεδαιμονίων στην Αττική) 

Οι Πελοποννήσιοι στρατοπεδεύουν στις Αχαρνές – Οι Αθηναίοι παραμένουν εντός των τειχών

καὶ οἱ μὲν ἐν τούτῳ παρασκευῆς ἦσαν.

[2.18.1] Ὁ δὲ στρατὸς τῶν Πελοποννησίων προϊὼν ἀφίκετο τῆς
Ἀττικῆς ἐς Οἰνόην πρῶτον, ᾗπερ ἔμελλον ἐσβαλεῖν. καὶ
ὡς ἐκαθέζοντο, προσβολὰς παρεσκευάζοντο τῷ τείχει ποιη-
σόμενοι μηχαναῖς τε καὶ ἄλλῳ τρόπῳ· [2.18.2] ἡ γὰρ Οἰνόη οὖσα ἐν
μεθορίοις τῆς Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας ἐτετείχιστο, καὶ αὐτῷ
φρουρίῳ οἱ Ἀθηναῖοι ἐχρῶντο ὁπότε πόλεμος καταλάβοι.
τάς τε οὖν προσβολὰς ηὐτρεπίζοντο καὶ ἄλλως ἐνδιέτριψαν
χρόνον περὶ αὐτήν. [2.18.3] αἰτίαν τε οὐκ ἐλαχίστην Ἀρχίδαμος
ἔλαβεν ἀπ’ αὐτοῦ, δοκῶν καὶ ἐν τῇ ξυναγωγῇ τοῦ πολέμου
μαλακὸς εἶναι καὶ τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτήδειος, οὐ παραινῶν
προθύμως πολεμεῖν· ἐπειδή τε ξυνελέγετο ὁ στρατός, ἥ τε
ἐν τῷ Ἰσθμῷ ἐπιμονὴ γενομένη καὶ κατὰ τὴν ἄλλην πορείαν
ἡ σχολαιότης διέβαλεν αὐτόν, μάλιστα δὲ ἡ ἐν τῇ Οἰνόῃ
ἐπίσχεσις. [2.18.4] οἱ γὰρ Ἀθηναῖοι ἐσεκομίζοντο ἐν τῷ χρόνῳ
τούτῳ, καὶ ἐδόκουν οἱ Πελοποννήσιοι ἐπελθόντες ἂν διὰ
τάχους πάντα ἔτι ἔξω καταλαβεῖν, εἰ μὴ διὰ τὴν ἐκείνου
μέλλησιν. [2.18.5] ἐν τοιαύτῃ μὲν ὀργῇ ὁ στρατὸς τὸν Ἀρχίδαμον
ἐν τῇ καθέδρᾳ εἶχεν. ὁ δὲ προσδεχόμενος, ὡς λέγεται,
τοὺς Ἀθηναίους τῆς γῆς ἔτι ἀκεραίου οὔσης ἐνδώσειν τι καὶ
κατοκνήσειν περιιδεῖν αὐτὴν τμηθεῖσαν, ἀνεῖχεν. [2.19.1] ἐπειδὴ
μέντοι προσβαλόντες τῇ Οἰνόῃ καὶ πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες
οὐκ ἐδύναντο ἑλεῖν, οἵ τε Ἀθηναῖοι οὐδὲν ἐπεκηρυκεύοντο,
οὕτω δὴ ὁρμήσαντες ἀπ’ αὐτῆς μετὰ τὰ ἐν Πλαταίᾳ [τῶν
ἐσελθόντων Θηβαίων] γενόμενα ἡμέρᾳ ὀγδοηκοστῇ μάλιστα,
θέρους καὶ τοῦ σίτου ἀκμάζοντος, ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν·
ἡγεῖτο δὲ Ἀρχίδαμος ὁ Ζευξιδάμου, Λακεδαιμονίων βασιλεύς.
[2.19.2] καὶ καθεζόμενοι ἔτεμνον πρῶτον μὲν Ἐλευσῖνα καὶ τὸ Θριά-
σιον πεδίον καὶ τροπήν τινα τῶν Ἀθηναίων ἱππέων περὶ
τοὺς Ῥείτους καλουμένους ἐποιήσαντο· ἔπειτα προὐχώρουν
ἐν δεξιᾷ ἔχοντες τὸ Αἰγάλεων ὄρος διὰ Κρωπιᾶς, ἕως ἀφί-
κοντο ἐς Ἀχαρνάς, χωρίον μέγιστον τῆς Ἀττικῆς τῶν δήμων
καλουμένων, καὶ καθεζόμενοι ἐς αὐτὸ στρατόπεδόν τε
ἐποιήσαντο χρόνον τε πολὺν ἐμμείναντες ἔτεμνον. [2.20.1] γνώμῃ
δὲ τοιᾷδε λέγεται τὸν Ἀρχίδαμον περί τε τὰς Ἀχαρνὰς ὡς
ἐς μάχην ταξάμενον μεῖναι καὶ ἐς τὸ πεδίον ἐκείνῃ τῇ
ἐσβολῇ οὐ καταβῆναι· [2.20.2] τοὺς γὰρ Ἀθηναίους ἤλπιζεν, ἀκμά-
ζοντάς τε νεότητι πολλῇ καὶ παρεσκευασμένους ἐς πόλεμον
ὡς οὔπω πρότερον, ἴσως ἂν ἐπεξελθεῖν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἂν
περιιδεῖν τμηθῆναι. [2.20.3] ἐπειδὴ οὖν αὐτῷ ἐς Ἐλευσῖνα καὶ τὸ
Θριάσιον πεδίον οὐκ ἀπήντησαν, πεῖραν ἐποιεῖτο περὶ τὰς
Ἀχαρνὰς καθήμενος εἰ ἐπεξίασιν· [2.20.4] ἅμα μὲν γὰρ αὐτῷ ὁ
χῶρος ἐπιτήδειος ἐφαίνετο ἐνστρατοπεδεῦσαι, ἅμα δὲ καὶ
οἱ Ἀχαρνῆς μέγα μέρος ὄντες τῆς πόλεως (τρισχίλιοι γὰρ
ὁπλῖται ἐγένοντο) οὐ περιόψεσθαι ἐδόκουν τὰ σφέτερα δια-
φθαρέντα, ἀλλ’ ὁρμήσειν καὶ τοὺς πάντας ἐς μάχην. εἴ τε
καὶ μὴ ἐπεξέλθοιεν ἐκείνῃ τῇ ἐσβολῇ οἱ Ἀθηναῖοι, ἀδεέστερον
ἤδη ἐς τὸ ὕστερον τό τε πεδίον τεμεῖν καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν
πόλιν χωρήσεσθαι· τοὺς γὰρ Ἀχαρνέας ἐστερημένους τῶν
σφετέρων οὐχ ὁμοίως προθύμους ἔσεσθαι ὑπὲρ τῆς τῶν
ἄλλων κινδυνεύειν, στάσιν δ’ ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ. [2.20.5] τοιαύτῃ
μὲν διανοίᾳ ὁ Ἀρχίδαμος περὶ τὰς Ἀχαρνὰς ἦν.

[2.21.1] Ἀθηναῖοι δὲ μέχρι μὲν οὗ περὶ Ἐλευσῖνα καὶ τὸ Θριάσιον
πεδίον ὁ στρατὸς ἦν, καί τινα ἐλπίδα εἶχον ἐς τὸ ἐγγυτέρω
αὐτοὺς μὴ προϊέναι, μεμνημένοι καὶ Πλειστοάνακτα τὸν Παυ-
σανίου Λακεδαιμονίων βασιλέα, ὅτε ἐσβαλὼν τῆς Ἀττικῆς
ἐς Ἐλευσῖνα καὶ Θριῶζε στρατῷ Πελοποννησίων πρὸ τοῦδε
τοῦ πολέμου τέσσαρσι καὶ δέκα ἔτεσιν ἀνεχώρησε πάλιν ἐς
τὸ πλέον οὐκέτι προελθών (δι’ ὃ δὴ καὶ ἡ φυγὴ αὐτῷ ἐγένετο
ἐκ Σπάρτης δόξαντι χρήμασι πεισθῆναι [τὴν ἀναχώρησιν])·
[2.21.2] ἐπειδὴ δὲ περὶ Ἀχαρνὰς εἶδον τὸν στρατὸν ἑξήκοντα σταδίους
τῆς πόλεως ἀπέχοντα, οὐκέτι ἀνασχετὸν ἐποιοῦντο, ἀλλ’
αὐτοῖς, ὡς εἰκός, γῆς τεμνομένης ἐν τῷ ἐμφανεῖ, ὃ οὔπω
ἑοράκεσαν οἵ γε νεώτεροι, οὐδ’ οἱ πρεσβύτεροι πλὴν τὰ
Μηδικά, δεινὸν ἐφαίνετο καὶ ἐδόκει τοῖς τε ἄλλοις καὶ
μάλιστα τῇ νεότητι ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾶν. [2.21.3] κατὰ
ξυστάσεις τε γιγνόμενοι ἐν πολλῇ ἔριδι ἦσαν, οἱ μὲν κελεύ-
οντες ἐπεξιέναι, οἱ δέ τινες οὐκ ἐῶντες. χρησμολόγοι τε
ᾖδον χρησμοὺς παντοίους, ὧν ἀκροᾶσθαι ὡς ἕκαστος ὥρμητο.
οἵ τε Ἀχαρνῆς οἰόμενοι παρὰ σφίσιν αὐτοῖς οὐκ ἐλαχίστην
μοῖραν εἶναι Ἀθηναίων, ὡς αὐτῶν ἡ γῆ ἐτέμνετο, ἐνῆγον
τὴν ἔξοδον μάλιστα. παντί τε τρόπῳ ἀνηρέθιστο ἡ πόλις,
καὶ τὸν Περικλέα ἐν ὀργῇ εἶχον, καὶ ὧν παρῄνεσε πρότερον
ἐμέμνηντο οὐδέν, ἀλλ’ ἐκάκιζον ὅτι στρατηγὸς ὢν οὐκ ἐπεξά-
γοι, αἴτιόν τε σφίσιν ἐνόμιζον πάντων ὧν ἔπασχον. [2.22.1] Περικλῆς
δὲ ὁρῶν μὲν αὐτοὺς πρὸς τὸ παρὸν χαλεπαίνοντας καὶ οὐ τὰ
ἄριστα φρονοῦντας, πιστεύων δὲ ὀρθῶς γιγνώσκειν περὶ τοῦ
μὴ ἐπεξιέναι, ἐκκλησίαν τε οὐκ ἐποίει αὐτῶν οὐδὲ ξύλλογον
οὐδένα, τοῦ μὴ ὀργῇ τι μᾶλλον ἢ γνώμῃ ξυνελθόντας ἐξα-
μαρτεῖν, τήν τε πόλιν ἐφύλασσε καὶ δι’ ἡσυχίας μάλιστα
ὅσον ἐδύνατο εἶχεν. [2.22.2] ἱππέας μέντοι ἐξέπεμπεν αἰεὶ τοῦ μὴ
προδρόμους ἀπὸ τῆς στρατιᾶς ἐσπίπτοντας ἐς τοὺς ἀγροὺς
τοὺς ἐγγὺς τῆς πόλεως κακουργεῖν· καὶ ἱππομαχία τις ἐγέ-
νετο βραχεῖα ἐν Φρυγίοις τῶν τε Ἀθηναίων τέλει ἑνὶ τῶν
ἱππέων καὶ Θεσσαλοῖς μετ’ αὐτῶν πρὸς τοὺς Βοιωτῶν ἱππέας,
ἐν ᾗ οὐκ ἔλασσον ἔσχον οἱ Ἀθηναῖοι καὶ Θεσσαλοί, μέχρι
οὗ προσβοηθησάντων τοῖς Βοιωτοῖς τῶν ὁπλιτῶν τροπὴ
ἐγένετο αὐτῶν καὶ ἀπέθανον τῶν Θεσσαλῶν καὶ Ἀθηναίων
οὐ πολλοί· ἀνείλοντο μέντοι αὐτοὺς αὐθημερὸν ἀσπόνδους.
καὶ οἱ Πελοποννήσιοι τροπαῖον τῇ ὑστεραίᾳ ἔστησαν. [2.22.3] ἡ δὲ
βοήθεια αὕτη τῶν Θεσσαλῶν κατὰ τὸ παλαιὸν ξυμμαχικὸν
ἐγένετο τοῖς Ἀθηναίοις, καὶ ἀφίκοντο παρ’ αὐτοὺς Λαρισαῖοι,
Φαρσάλιοι, [Παράσιοι], Κραννώνιοι, Πυράσιοι, Γυρτώνιοι,
Φεραῖοι. ἡγοῦντο δὲ αὐτῶν ἐκ μὲν Λαρίσης Πολυμήδης
καὶ Ἀριστόνους, ἀπὸ τῆς στάσεως ἑκάτερος, ἐκ δὲ Φαρσάλου
Μένων· ἦσαν δὲ καὶ τῶν ἄλλων κατὰ πόλεις ἄρχοντες.

***
Σ' αυτό λοιπόν το σημείο της πολεμικής τους προετοιμασίας βρίσκονταν οι Αθηναίοι. [2.18.1] Ο στρατός πάλι των Πελοποννησίων έφτασε προχωρώντας πρώτα στην Οινόη της Αττικής απ' όπου είχαν σκοπό να εισβάλουν. Κι όταν πια στρατοπέδευαν ετοιμάζονταν να χτυπήσουν το τείχος με πολιορκητικές μηχανές κι άλλα μέσα. [2.18.2] Γιατί η Οινόη, που είναι στα σύνορα ανάμεσα Αττικής και Βοιωτίας, ήταν οχυρωμένη και οι Αθηναίοι τη χρησιμοποιούσαν σα φρούριο κάθε φορά που φοβούνταν πως θα ξεσπούσε πόλεμος. Ετοίμαζαν λοιπόν οι Πελοποννήσιοι τις επιθέσεις τους και με το 'να και τ' άλλο έχασαν κάμποσον καιρό γύρω στην Οινόη. [2.18.3] Κι ο Αρχίδαμος κατηγορήθηκε πικρά γι' αυτό, γιατί είχε δειχτεί μαλακός και τον καιρό που γινόταν η σύναξη για τον πόλεμο, και τώρα, και νόμιζαν πολλοί πως έκλινε με το μέρος των Αθηναίων και δεν τους παρακινούσε με μεγάλη ενεργητικότητα να πολεμήσουν· κι όταν πια είχε μαζευτεί ο στρατός, η αργοπορία στον Ισθμό και η καθυστέρηση της όλης πορείας δημιούργησαν υποψίες ενάντιά του, και περισσότερο απ' όλα πως κρατούσε το στρατό κοντά στην Οινόη. [2.18.4] Γιατί στο μεταξύ εξακολουθούσαν οι Αθηναίοι να μεταφέρουν τα κινητά τους μέσα στην πολιτεία. Και νόμιζαν οι Πελοποννήσιοι πως αν είχαν προχωρήσει όσο γρηγορότερα μπορούσαν, θα τα 'βρισκαν ακόμα όλα έξω και θα τα 'παιρναν, [2.18.5] αν δεν ήταν τόση η αργοπορία κ' η αναμελιά του, τόσο αγαναχτισμένος ήταν ο στρατός όσο κάθονταν και περίμεναν. Αυτός πάλι, περιμένοντας καθώς λένε, πως οι Αθηναίοι θα υποχωρούσαν όσο η γη τους ήταν ακόμη απείραχτη και πως θα δίσταζαν να τη δουν να ρημάζεται, τους συγκρατούσε.

[2.19.1] Αφού όμως πια έκαναν επίθεση στην Οινόη κ' έβαλαν σ' ενέργεια και δοκίμασαν κάθε λογής σχέδιο χωρίς να μπορέσουν να την κυριέψουν, και οι Αθηναίοι δεν έστελναν κήρυκα, τότε πια ξεσηκώθηκαν από την Οινόη, κάπου ογδόντα μέρες μετά τα γεγονότα στην Πλάταια, όταν είχε έρθει πια το καλοκαίρι για καλά και το στάρι είχε μεστώσει και εισέβαλαν στην Αττική με αρχιστράτηγο τον Αρχίδαμο, το γιο του Ζευξιδάμου, βασιλιά της Σπάρτης. [2.19.2] Κι αφού στρατοπέδεψαν άρχισαν να ρημάζουνε συστηματικά πρώτα την Ελευσίνα και το Θριάσιο κάμπο, και σε μια συμπλοκή ανάγκασαν το ιππικό των Αθηναίων να υποχωρήσει κοντά στα ρέμματα που τα λένε Ρείτους· κ' ύστερα προχώρησαν έχοντας δεξιά τους το Αιγάλεω μεσ' από την Κροπειά, ώσπου έφτασαν στις Αχαρνές, το μεγαλύτερο από τους τόπους που λέγονται δήμοι στην Αττική, κι αφού σταμάτησαν εκεί έστησαν στρατόπεδο κ' έμειναν στην ίδια εκείνη θέση πολύν καιρό ρημάζοντας τα γύρω χτήματα.

[2.20.1] Και λένε πως σ' εκείνη την πρώτην εισβολή έμεινε ο Αρχίδαμος στις Αχαρνές έχοντας παρατάξει το στρατό του σα για μάχη, και δεν κατέβηκε στον κάμπο της Αθήνας από την ακόλουθη ιδέα: [2.20.2] περίμενε δηλαδή πως οι Αθηναίοι έχοντας τόσους νέους πάνω στη βράση τους, κι όντας προετοιμασμένοι για πόλεμο, περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, θα 'βγαιναν να δώσουνε μάχη και δε θ' αψηφούσαν την τόση καταστροφή των χτημάτων τους. [2.20.3] Αφού λοιπόν δε βγήκαν να μετρηθούνε μαζί του, ούτε στην Ελευσίνα ούτε στο Θριάσιο κάμπο, έκανε ακόμα μια δοκιμή στρατοπεδευμένος γύρω στις Αχαρνές να τον χτυπήσουνε εκεί, [2.20.4] γιατί και το μέρος τού φαινόταν κατάλληλο να εγκαταστήσει στρατόπεδο, και οι Αχαρνείς, που αποτελούσαν σημαντικό μέρος του πληθυσμού της πολιτείας (τρεις χιλιάδες βαρειά αρματωμένους στρατιώτες έδιναν οι Αχαρνές) δε θ' άφηναν τα χτήματά τους να καταστραφούν, αλλά θα παράσερναν και τους άλλους σε μάχη· κι αν πάλι δεν έβγαιναν οι Αθηναίοι σε κείνη την εισβολή, τότε άφοβα πια θα λεηλατούσαν οι Πελοποννήσιοι την ύπαιθρο χώρα σε άλλες εισβολές και θα προχωρούσαν ενάντια στην ίδια την πολιτεία· γιατί αφού οι Αχαρνείς θα είχανε χάσει πια τα δικά τους, δε θα ρίχνονταν στον κίντυνο με την ίδια ορμή για να σώσουν τις περιουσίες των άλλων και θα διχάζονταν οι γνώμες των Αθηναίων. [2.20.5] Με τέτοιες σκέψεις λοιπόν έμενε ο Αρχίδαμος στις Αχαρνές.

[2.21.1] Οι Αθηναίοι πάλι, όσο ο εχτρικός στρατός δεν προχωρούσε κοντήτερα από την Ελευσίνα και το Θριάσιο κάμπο, και είχαν κάποιαν ελπίδα πως δε θα σίμωνε περισσότερο, κι αναθυμούνταν πως ο Πλειστοάναξ, ο γιος του Παυσανία και βασιλιάς της Σπάρτης, όταν εισέβαλε στην Αττική με Πελοποννησιακό στρατό δέκα τέσσερα χρόνια προτήτερα από τον πόλεμο τούτο, είχε φτάσει ως την Ελευσίνα και το Θριάσιο κάμπο αλλά γύρισε πίσω χωρίς να προχωρήσει περισσότερο (και γι' αυτό τον είχαν εξορίσει από τη Σπάρτη γιατί νόμισαν πως είχε δωροδοκηθεί για να υποχωρήσει)· [2.21.2] όταν όμως είδαν το στρατό να φτάνει ως τις Αχαρνές και ν' απέχει από την πολιτεία μόλις εξήντα στάδια, τότε τους φάνηκε πια αβάσταχτο, όπως ήτανε φυσικό, να βλέπουνε με τα ίδια τους τα μάτια να ρημάζονται τα χτήματά τους, πράμα που δεν είχαν ιδεί οι νεότεροι, κ' οι γεροντότεροι μόνο στα Μηδικά, το βρήκαν φοβερό, κ' ήθελαν όλοι, αλλά περισσότερο οι νέοι, να βγούνε να δώσουνε μάχη και να μην το υποφέρουν άλλο. [2.21.3] Και μαζεύονταν διάφοροι όμιλοι, λογομαχώντας ορμητικά, κ' οι περισσότεροι παρακινούσαν στη μάχη, κι άλλοι δεν ήθελαν να τους αφήσουν, και διάφοροι μαντολόγοι τραγουδούσανε χρησμούς κάθε λογής, ανάλογα με όσα είχε ο καθένας όρεξη ν' ακούσει. Και οι Αχαρνείς, που θεωρούσαν πως δεν αποτελούσαν μικρό μέρος της δύναμης της Αθήνας, επειδή ρημάζονταν τα δικά τους τα χτήματα παρορμούσαν με περισσότερη επιμονή για την έξοδο, κ' η πολιτεία ήταν σε αναταραχή κ' έξαψη απ' όλες τις απόψεις, και ήταν έξω φρενών με τον Περικλή, και δεν αναθυμούνταν πια διόλου τις προτήτερες ορμήνειες του, παρά τον κατηγορούσαν, που ενώ ήταν στρατηγός δεν τους οδηγούσε ενάντια στον εχτρό· πίστευαν μάλιστα πως αυτός φταίει για όλα τους τα βάσανα.

[2.22.1] Ο Περικλής πάλι, βλέποντας πόσο βαρυγκομούσαν γι' αυτά που γίνονταν και πως δεν μπορούσαν πια να σκεφτούνε σωστά, πιστεύοντας όμως πάντα πως ήταν σωστή η γνώμη του να μη βγούνε να δώσουνε μάχη, ούτε σύναξη του λαού καλούσε ούτε καμιάν άλλη συγκέντρωση, για να μη βγάλουν σφαλερή απόφαση όταν βρεθούν όλοι μαζί, παρασυρμένοι από το πάθος μάλλον παρά από την κρίση τους, κ' έβαλε και φρουρούσαν την πολιτεία γερά, και κρατούσε την κατάσταση όσο γινόταν πιο ήρεμη. [2.22.2] Έστελνε όμως συχνά έξω ίλες ιππικού, για να μην επιτεθούν εμπροσθοφυλακές του εχτρού στα χτήματα κοντά στην πολιτεία και κάνουνε ζημιές· κ' έγινε μια σύντομη συμπλοκή του ιππικού κοντά στα Φρύγια ανάμεσα σε μια ίλη Αθηναϊκού ιππικού μαζί με λίγους Θεσσαλούς, και στο ιππικό των Βοιωτών όπου κρατούσαν καλά οι Αθηναίοι κ' οι Θεσσαλοί ως τη στιγμή που πρόστρεξε το βαρύ τους πεζικό να βοηθήσει τους Βοιωτούς και νικήθηκαν οι Αθηναίοι, και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι από τους Αθηναίους και Θεσσαλούς που είχαν κάνει την έξοδο, αλλά σήκωσαν τους νεκρούς την ίδια μέρα χωρίς να ζητήσουν ανακωχή γι' αυτό το σκοπό. Και την άλλη μέρα οι Πελοποννήσιοι έστησαν τρόπαιο. [2.22.3] Η ενίσχυση αυτή από τους Θεσσαλούς δόθηκε σύμφωνα με την παλιά συμμαχία που είχαν με τους Αθηναίους, και τους ήρθαν οι ιππείς από τα Φάρσαλα, τη Λάρισα, τους Παράσιους, την Κρανώνα, την Πύρασο, τη Γυρτώνα και τις Φερές. Αρχηγοί τους ήταν από τη Λάρισσα ο Πολυμήδης και ο Αριστόνους, ο καθένας από το δικό του πολιτικό κόμμα, από τα Φάρσαλα ο Μένων, και υπήρχαν αρχηγοί και των άλλων, από κάθε πολιτεία χωριστά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου