Κυριακή 10 Απριλίου 2022

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

8.3. Η γλυπτική της Ελληνιστικής εποχής: Έργα που τραβούν την προσοχή ζωντανεύοντας την αρχιτεκτονική και το φυσικό περιβάλλον


Η κατάκτηση της τρίτης διάστασης, του βάθους, που πέτυχαν, όπως είδαμε, οι γλύπτες του 4ου αιώνα π.Χ., έδωσε νέα ώθηση στην τέχνη και οδήγησε στην κατασκευή αγαλμάτων που δεν απλώνονται σε ένα μόνο επίπεδο, αλλά αναπτύσσονται τρισδιάστατα στον χώρο που τα περιβάλλει. Στα ελληνιστικά χρόνια η σχέση των γλυπτών με τον περιβάλλοντα χώρο γίνεται στενότερη, ώστε να δημιουργείται στον θεατή η εντύπωση ότι κινούνται ελεύθερα μέσα σε αυτόν. Ένα πρώιμο παράδειγμα της νέας αυτής αντίληψης είναι το επιτύμβιο μνημείο του Αριστοναύτη που εξετάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Ακόμη πιο ξεκάθαρα εμφανίζεται η τεχνοτροπία της ελληνιστικής εποχής στο άγαλμα της Τύχης της Αντιοχείας. Οι ίδιοι οι αρχαίοι μιλούν με θαυμασμό για τα γλυπτά της εποχής αυτής.

Ξέρουμε από διάφορες μαρτυρίες ότι στα ελληνιστικά χρόνια οι θεατές των έργων τέχνης (γλυπτών και ζωγραφιστών) έδιναν μεγάλη σημασία στη ζωντάνια τους και στην πιστή απόδοση των λεπτομερειών και ότι τους άρεσε να παρομοιάζουν τις μορφές που απεικόνιζαν με αληθινούς ανθρώπους και ζώα. Ένα ποιητικό κείμενο των μέσων του 3ου αιώνα π.Χ. μας δείχνει καθαρά πώς έβλεπαν και αντιλαμβάνονταν οι απλοί άνθρωποι τα έργα τέχνης: είναι ο 4ος Μιμίαμβος (μικρό θεατρικό επεισόδιο) του Ηρώνδα (στ. 20-38, 57-78), όπου δύο γυναίκες, η Κυννώ και η Κοκκάλη, επισκέπτονται το ιερό του Ασκληπιού στην Κω για να προσφέρουν θυσία στον θεό και με την ευκαιρία αυτή θαυμάζουν τα έργα τέχνης που είναι αφιερωμένα εκεί:

«Κοκκάλη: Τι όμορφα που είναι, καλέ Κυννώ, τα αγάλματα· ποιος καλλιτέχνης άραγε να τα έφτιαξε; Και ποιος τα έχει αφιερώσει;

Κυννώ: Οι γιοι του Πραξιτέλη· δε βλέπεις την επιγραφή στη βάση; Και τα αφιέρωσε ο Ευθίας, ο γιος του Πρήξωνος.

Κοκκάλη: Να τους έχει καλά ο Παιάν [ο Απόλλων] και αυτούς και τον Ευθία για τα όμορφά τους έργα.

Κυννώ: Κοίτα, καλή μου, εκείνο το κορίτσι που κοιτάζει ψηλά προς το μήλο. Λες πως, αν δεν το πιάσει, θα πέσει ξερή.

Κοκκάλη: Αμ εκείνο το γεροντάκι! Για όνομα των Μοιρών, δες και το παιδί πώς πνίγει τη χήνα.

Κυννώ: Μα την αλήθεια, αν τούτο εδώ το έργο δεν ήταν από πέτρα, θα έλεγες πως θα μιλήσει. Πού θα πάει, με τον καιρό οι άνθρωποι θα δώσουνε ζωή και στα λιθάρια.

Κοκκάλη: Για κοίτα εδώ, Κυννώ, αυτό το άγαλμα της Βαττάλης, της κόρης του Μύττη, πώς στέκεται έτσι! Όποιος δεν ξέρει την ίδια τη Βαττάλη, ας δει αυτή την εικόνα και δε θα χρειάζεται την αληθινή

Κοκκάλη: Κοίτα, καλή μου Κυννώ, τι ωραία έργα! Λες και τα ανάγλυφα τα σκάλισε μια νέα Αθηνά —ευλογημένη να είσαι, δέσποινα. Έτσι και το τσιμπήσω, Κυννώ, τούτο το παιδάκι, δε θα του κάνω μελανιά; Επάνω του οι σάρκες σαν να τρέμουν ζεστές ζεστές μέσα στο πλαίσιο. Και η λαβίδα η ασημένια; Αν την έβλεπαν ο Μύελλος και ο Παταικίσκος του Λαμπρίωνα [πρέπει να ήταν γνωστοί κλέφτες], δε θα τους έβγαιναν τα μάτια, μιας και θα νόμιζαν πως είναι από αληθινό ασήμι; Το βόδι πάλι και αυτός που το τραβάει και η γυναίκα που είναι δίπλα, και εκείνος με τη γαμψή τη μύτη και ο άλλος ο σγουρομάλλης; Δεν είναι όλοι τους σαν ζωντανοί; Αν δε φοβόμουνα μην κάνω κάτι αταίριαστο για γυναίκα, θα τσίριζα από το φόβο μήπως και με πειράξει το βόδι, έτσι λοξά που με κοιτάζει, Κυννώ, με το ένα μάτι.

Κυννώ: Αληθινές είναι, καλή μου, όλες οι ζωγραφιές από τα χέρια του Εφέσιου του Απελλή. Κανένας δε θα πει "Αυτός ο άνθρωπος το ένα το είδε, το άλλο όμως το παραμέλησε." Όποια έμπνευση του ερχόταν στο μυαλό —ακόμη και να αγγίξει με τα χέρια τους θεούς— αμέσως έσπευδε να την κάνει έργο. Όποιος μπροστά σε τέτοιον καλλιτέχνη ή στα έργα του δε στέκεται εκστατικός, να πάει να κρεμαστεί ανάποδα σε καθαριστήριο.»

Στην ελληνιστική εποχή τα αγάλματα προσπαθούν να αποδώσουν όσο το δυνατόν πιστότερα την έκφραση και την κίνηση των ανθρώπων (ή και των ζώων) που εικονίζουν και αποκτούν μια ιδιαίτερα στενή σχέση με τον χώρο στον οποίο είναι στημένα. Ορισμένα παραδείγματα βοηθούν να κατανοήσουμε τη νέα αυτή αισθητική. Πολύ γνωστό είναι ένα άγαλμα που βρίσκεται σήμερα στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου, το οποίο εικονίζει μια γριά καθισμένη στο έδαφος με μια λάγυνο (αγγείο για κρασί) ανάμεσα στα πόδια της· ο τρόπος με τον οποίο σηκώνει το κεφάλι και το άδειο βλέμμα της φανερώνουν ότι είναι μεθυσμένη. Η μεθυσμένη γριά είναι ένας από τους σταθερούς χαρακτήρες της αρχαίας κωμωδίας. Εδώ όμως το θέμα εικονίζεται με έναν ρεαλισμό που ξαφνιάζει τον θεατή. Το άγαλμα του Μονάχου είναι αντίγραφο ενός χάλκινου πιθανότατα πρωτοτύπου του τέλους του 3ου αιώνα π.Χ., που δεν αποκλείεται να ήταν στημένο στην Αλεξάνδρεια, καθώς η λάγυνος είναι ένα αγγείο που χρησιμοποιούνταν στις διονυσιακές γιορτές που οργάνωναν οι Πτολεμαίοι βασιλείς της Αιγύπτου.

Εξίσου εντυπωσιακή δημιουργία των ίδιων περίπου χρόνων είναι η μορφή ενός γέρου ψαρά σχεδόν γυμνού (φοράει μόνο ένα κομμάτι πανί τυλιγμένο γύρω από τη μέση του), που μας είναι γνωστή από αρκετά αντίγραφα. Ένα από αυτά, σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, είναι από σκούρο μάρμαρο, ένδειξη ότι το πρωτότυπο ήταν ίσως χάλκινο. Το έντονα ρυτιδωμένο δέρμα και οι εμφανείς φλέβες τονίζουν την προχωρημένη ηλικία του εικονιζόμενου.

Ένα τρίτο παράδειγμα είναι ο λεγόμενος Απακανθιζόμενος (Spinario), ένα νεαρό αγόρι που κάθεται και προσπαθεί να βγάλει από την πατούσα του ένα αγκάθι. Ένα αγαλμάτιο στο Βρετανικό Μουσείο, που αντιγράφει ένα πρωτότυπο του όψιμου 3ου αιώνα π.Χ., μας παραδίδει μια από τις πρωιμότερες παραλλαγές αυτού του εικονογραφικού σχήματος. Η φυσιογνωμία και το σώμα του γυμνού αγοριού αποδίδονται πολύ ρεαλιστικά. Εντελώς διαφορετικό στιλ έχει μια παραλλαγή του 1ου αιώνα π.Χ. στο Palazzo dei Conservatori στη Ρώμη, στην οποία τα κανονικά χαρακτηριστικά του προσώπου του παιδιού και τα μακριά, καλοχτενισμένα μαλλιά του προδίδουν το πνεύμα του κλασικισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου