Η δημιουργικότητα δεν παραπέμπει αποκλειστικά στη δημιουργία ενός έργου τέχνης. Ο Άγγλος παιδίατρος και ψυχαναλυτής Donald Winnicott διαχώριζε το «να ζει δημιουργικά» κάποιος από το να είναι «καλλιτεχνικά δημιουργικός». Όπως λέει ο ίδιος «Πρόκειται πρωτίστως για έναν δημιουργικό τρόπο, που δίνει στο άτομο την αίσθηση ότι η ζωή αξίζει τον κόπο να την ζεις».
Είναι αλήθεια ότι η δημιουργικότητα ήρθε στο προσκήνιο της ψυχαναλυτικής θεωρίας από τον Winnicott. Σε ένα μικρό κείμενο του γραμμένο (“Why children play”), στο οποίο υποστηρίζει ότι το σήμα κατατεθέν του φυσιολογικού παιδιού είναι η δημιουργικότητα, η φαντασία και η ζωντάνια, στοιχεία τα οποία κληροδοτεί στον ενήλικο εαυτό του.
Η «αρκετά καλή μητέρα»
Πώς αναπτύσσεται όμως η ικανότητα να είναι κάποιος δημιουργικός; Ο Winnicott εισήγαγε τον όρο της «αρκετά καλής μητέρας» (good – enough mother).
Η μητέρα, η οποία είναι συναισθηματικά διαθέσιμη για το παιδί της, αρχικά κατανοεί τις ανάγκες του για τροφή, ξεκούραση, αγκαλιά. Με την πάροδο του χρόνου κατανοεί και της ψυχικές του ανάγκες για αγάπη, θαυμασμό, έπαινο, τρυφερότητα, ασφάλεια. Γίνεται μια «αρκετά καλή μητέρα», καθώς το τέλειο και ιδανικό δεν υπάρχει.
Μπορεί να συναισθανθεί σιγά σιγά τι νιώθει και τι θέλει το παιδί, το οποίο, καθώς το αντιλαμβάνεται αυτό, αναπτύσσει μια εμπιστοσύνη, τόσο προς τον εαυτό του νιώθοντας πληρότητα (ναρκισσιστική παντοδυναμία), όσο και προς τον κόσμο έξω από αυτό.
Ο κόσμος πλέον δεν είναι απειλητικός, αλλά αρκετά ασφαλής ώστε να επενδύσει σε αυτόν.
Αυτό είναι η βάση για να μπορέσει να αποχωριστεί την μητέρα του και να γίνει ανεξάρτητο. Ανεξάρτητο ούτως ώστε να μπορεί να μείνει μόνο του, εάν κάποια στιγμή απουσιάσει η μητέρα και να παίξει μόνο του.
Έτσι, το μωρό, που το εγκαταλείπει για λίγο χρόνο η μητέρα, θα στεναχωρηθεί, αλλά θα επεξεργαστεί, τι θα κάνει αυτήν την απουσία. Θα παίξει με το πόδι του, με την κουδουνίστρα, θα εφεύρει έναν τρόπο να παρηγορήσει την απώλεια και να μάθει κάτι καινούργιο. Αυτή η απουσία, αυτή η εγκατάλειψη είναι η πηγή μιας καινούργιας γνώσης, μιας νέας μάθησης, της δημιουργικότητας, δηλαδή το πώς το ίδιο θα δομήσει κάτι νέο, στο κενό που βρέθηκε.
Υπάρχει λοιπόν ένας συμβολικός χώρος, ο χώρος χωρισμού, στον οποίον το παιδί και η μητέρα υπάρχουν χωριστά. Είναι ένας χώρος, στον οποίον το παιδί ζει δημιουργικά και χωρίς την μητέρα του, χρησιμοποιώντας μάλιστα κάποια αντικείμενα (μεταβατικά αντικείμενα).
Τα αντικείμενα αυτά, επιτρέπουν στο παιδί να αποχωριστεί για λίγο τη μητέρα και προσφέρουν μια ενδιάμεση εναλλακτική μεταξύ της παρουσίας της μητέρας και της ολοκληρωτικής απουσίας της. Συνήθως πρόκειται για κάποιο παιχνίδι ή κουβέρτα, που συχνά κουβαλάει το παιδί μαζί του.
Συνεπώς, η περιοχή χωρισμού αποτελεί τον χώρο στον οποίον το βρέφος, το παιδί, ο έφηβος ή ο ενήλικας μπορεί δημιουργικά να γεμίσει με παιχνίδι, κάτι που με τον καιρό γίνεται, ό,τι αποκαλείται πολιτιστική κληρονομιά.
Αν η μητέρα, λοιπόν, ανταποκριθεί με ενσυναίσθηση στα σημάδια επικοινωνίας και στα σημάδια έκφρασης των αναγκών του βρέφους, τότε το παιδί θα διαμορφώσει έναν αληθή εαυτό, αυτόνομο, ικανό να παίζει και να δημιουργεί. Αντίθετα, αν η μητέρα συνεχώς παρερμηνεύει τις κινήσεις του βρέφους με βάση τις δικές της ανάγκες, τότε εκείνο, για να επιβιώσει, θα κρατήσει κρυμμένο τον αληθή εαυτό του και θα αναπτύξει έναν ψευδή εαυτό, ο οποίος δεν μπορεί να είναι αυθόρμητος αλλά είναι μόνο υποχωρητικός, ακόμα και μιμητικός.
Η δημιουργικότητα των ενηλίκων
Κατά τον Winnicott η δημιουργικότητα του ενήλικου αντιστοιχεί με το δημιουργικό παιχνίδι του παιδιού. Η ικανότητα για παιχνίδι προεκτείνεται στη συνέχεια μέσα στην φαντασιακή ζωή και τη δημιουργική δουλειά. Ένας ενήλικας που ζει δημιουργικά, είναι ένα μεγάλο παιδί που παίζει.
Ο Freud υποστήριζε ότι το παιχνίδι συνεισφέρει εξαιρετικά στην αποφόρτιση των εντάσεων. Το παιχνίδι υπακούει στην αρχή της ευχαρίστησης, σε αντιδιαστολή με την κριτική σκέψη, η οποία βασίζεται στην πραγματικότητα. Δηλαδή, το αντίθετο του παιχνιδιού δεν είναι η σοβαρότητα, αλλά η πραγματικότητα.
Έτσι, συνηθίζεται να λέγεται πως οι ενήλικες, που ως παιδιά δεν έπαιξαν αρκετά και χορταστικά, στον εργασιακό τους βίο θα αποτελέσουν αρκετά καλούς υπαλλήλους, χωρίς απαραίτητα να ολοκληρώνονται από το επάγγελμά τους. Θα είναι οι ιδανικοί υπάλληλοι ενός εργοδότη, δηλαδή εργατικοί, υπομονετικοί, παραγωγικοί, χωρίς δημιουργικές προτάσεις και απαιτήσεις, εκτελώντας μονότονα την καθημερινότητά τους.
Στον αντίποδα, για κάποιους το επάγγελμα αποτελεί ευχαρίστηση, αποτελεί προσωπική ολοκλήρωση, σαν να βρίσκονται συνεχώς σε έναν παιδότοπο, παίζοντας μαζί με άλλα παιδιά ή και μόνοι τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η ζωή να μοιάζει με παιχνίδι. Ένας ασφαλής χώρος, μέσα στον οποίον η πρωτοβουλία και η φαντασία είναι τα κυριότερα εργαλεία σκέψης.
Συνοψίζοντας, αντιλαμβανόμαστε ότι η δημιουργικότητα καθορίζει και το πώς βιώνουμε την καθημερινότητά μας. Το να είναι κανείς δημιουργικός σημαίνει, να αισθάνεται ότι υπάρχει και είναι ζωντανός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου