4.4.2. Ο «θεός του Αρτεμισίου» και ο Απόλλων του Ομφαλού
Ένα από τα πιο σημαντικά χάλκινα γλυπτά του 5ου αιώνα π.Χ. ανασύρθηκε το 1929 από τα δίχτυα ψαράδων ανοιχτά του ακρωτηρίου του Αρτεμισίου στη βόρεια Εύβοια. Πρόκειται για ένα άγαλμα ύψους 2,09 m, που εικονίζει έναν γυμνό γενειοφόρο θεό σε διασκελισμό, έτοιμο να εκσφενδονίσει ένα μακρόστενο αντικείμενο που κρατάει στο δεξί του χέρι. Το εικονογραφικό μοτίβο μάς είναι γνωστό ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια από πολλά μικρά χάλκινα αγαλμάτια, αλλά και από αγγειογραφίες. Ο θεός είναι στις περισσότερες περιπτώσεις ο Δίας που εκσφενδονίζει τον κεραυνό, όπως τον δείχνει το υστεροαρχαϊκό άγαλμα από το Ugento, για το οποίο μιλήσαμε. Με τον ίδιο τρόπο εικονίζεται καμιά φορά και ο Ποσειδώνας να ρίχνει την τρίαινά του. Στην περίπτωση του αγάλματος από το Αρτεμίσιο η ταυτότητα του θεού δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρη. Η ίδια πολύπλοκη κόμμωση, με τις δύο μακριές κοτσίδες που ξεκινούν πίσω από τα αφτιά, διασταυρώνονται επάνω από τον αυχένα, αγκαλιάζουν το κεφάλι και δένονται επάνω από το μέτωπο, απαντά σε ένα πήλινο ανάγλυφο των ρωμαϊκών χρόνων, στο οποίο εικονίζεται κεφάλι Ποσειδώνα. Για τον λόγο αυτό θεωρήθηκε αρχικά ότι το άγαλμα από το Αρτεμίσιο παριστάνει τον θεό της θάλασσας. Ωστόσο, νεότερες έρευνες έδειξαν ότι ο θεός δεν είναι δυνατό να κρατούσε τρίαινα. Η θέση του δεξιού βραχίονα και το άνοιγμα ανάμεσα στα δάχτυλα φανερώνουν ότι το αντικείμενο στο δεξί χέρι ήταν σχετικά κοντό και παχύ, όμοιο δηλαδή με τον κεραυνό, που στην αρχαία τέχνη εικονίζεται σαν άτρακτος με ακτίνες και φτερά. Συνεπώς, το άγαλμα του Αρτεμισίου πρέπει να εικονίζει τον Δία.
Η σύγκριση του «θεού του Αρτεμισίου» με παλαιότερες απεικονίσεις του Δία στην ίδια στάση, όπως είναι για παράδειγμα ο Δίας του Ugento και ο Δίας της Δωδώνης, δείχνει πόσο μεγάλη ήταν η αλλαγή που συντελέστηκε στην ελληνική τέχνη κατά το πρώτο μισό του 5ου αιώνα. Η σχηματική απεικόνιση της κίνησης και η ακαμψία των μελών του σώματος που χαρακτηρίζουν τα έργα της αρχαϊκής εποχής έχουν δώσει τη θέση τους σε μια μελετημένη απόδοση της κίνησης, που καταφέρνει να εξισορροπήσει με σοφό τρόπο τις αντίρροπες δυνάμεις που δημιουργούνται. Ακόμη στο έργο της πρώιμης κλασικής εποχής βλέπουμε μια προσπάθεια για ακριβή απόδοση της μυϊκής διάπλασης του ανδρικού σώματος.
Το άγαλμα του Αρτεμισίου χρονολογείται λίγο πριν από τα μέσα του 5ου αιώνα (460-450 π.Χ.) και είναι έργο ενός σπουδαίου καλλιτέχνη. Στα ίδια χρόνια ανήκει ένας αγαλματικός τύπος Απόλλωνα, που μας είναι γνωστός από αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων και έχει το όνομα Απόλλων του Ομφαλού. Οι ομοιότητες του Απόλλωνα του Ομφαλού με τον «θεό του Αρτεμισίου», ιδιαίτερα στον τρόπο απόδοσης της πολύπλοκης κόμμωσης και της ανατομίας του σώματος, είναι τόσες και τέτοιες, ώστε να δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι είναι δημιουργίες του ίδιου γλύπτη. Τα δύο έργα εκπροσωπούν μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική τάση· η τεχνοτροπία του δημιουργού τους, τον οποίο δυστυχώς δεν μπορούμε να ταυτίσουμε με κάποιο γνωστό πρόσωπο, διαφέρει σαφώς από εκείνη του δημιουργού του Απόλλωνα του Kassel, που, όπως είδαμε πιο πάνω, υποθέτουμε ότι είναι ο Φειδίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου