Σχέση μητέρας - παιδιού
Το βρέφος, ήδη τη στιγμή της γέννησής του θα ένιωθε το φόβο του θανάτου, αν μια μοίρα χαριστική δεν το είχε στερήσει και από την παραμικρή ακόμη επίγνωση της αγωνίας που συνεπάγεται ο αποχωρισμός από τη μητέρα και το τέλος της ζωής του μέσα στη μήτρα.
Ακόμη και μετά τη γέννησή του, το βρέφος ελάχιστα διαφέρει σε σχέση με αυτό που ήταν πριν. Δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει αντικείμενα, δεν έχει συνείδηση ούτε του εαυτού του ούτε του κόσμου ως κάτι έξω από το ίδιο.
Δεν νιώθει, παρά τη θετική διέγερση της θαλπωρής και της τροφής, και ακόμη δεν διαχωρίζει καν τη θαλπωρή και την τροφή από την πηγή τους: τη μητέρα του.
Η μητέρα είναι θαλπωρή, η μητέρα είναι τροφή, η μητέρα είναι αυτή η κατάσταση της ευφορίας, η γεμάτη ικανοποίηση και ασφάλεια. Αυτή η κατάσταση είναι μια κατάσταση ναρκισσισμού -για να χρησιμοποιοήσουμε εδώ έναν φροϊδικό όρο.
Η μητρική αγάπη είναι μια άνευ όρων επιβεβαίωση της ύπαρξης και των αναγκών του παιδιού. Η επιβεβαίωση αυτή της ύπαρξης του παιδιού έχει δύο όψεις: η μία είναι η μέριμνα και η ευθύνη, απόλυτα αναγκαίες για την επιβίωση και την ανάπτυξη του παιδιού. Η άλλη όψη όμως προχωρεί πολύ πιο πέρα από την απλή επιβίωση.
Η άλλη όψη όμως προχωρεί πολύ πιο πέρα από την απλή επιβίωση. Είναι εκείνη η στάση που ενσταλάζει μέσα στο παιδί την αγάπη για τη ζωή, που το κάνει να αισθάνεται πως είναι ωραία που είναι ζωντανό, πως είναι ωραία να είναι αγόρι ή κορίτσι, πως είναι ωραία να βρίσκεται σε αυτή τη γη!
Σε αντίθεση προς την αδερφική και την ερωτική αγάπη, που είναι αγάπη μεταξύ ίσων, η σχέση μητέρας και παιδιού από την ίδια της τη φύση είναι μία σχέση ανισότητας, μία σχέση στην οποία το ένα μέρος χρειάζεται όλη τη βοήθεια και το άλλο την παρέχει.
Είναι χάρη σε αυτό τον αλτρουιστικό, ανιδιοτελή χαρακτήρα της που η μητρική αγάπη έχει θεωρηθεί ως το ανώτερο είδος αγάπης και ως ο ιερότερος συναισθηματικός δεσμός. Φαίνεται, όμως, ότι ο αληθινός άθλος της μητρικής αγάπης δεν βρίσκεται στην αγάπη της μητέρας για το βρέφος, αλλά στην αγάπη της για το παιδί που μεγαλώνει.
Η αλήθεια είναι πως η μεγάλη πλειοψηφία των μητέρων αγαπούν πραγματικά όσο το βρέφος είναι μικρό κι ακόμη απόλυτα εξαρτημένο από αυτές.
Οι περισσότερες γυναίκες επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά, είναι ευτυχισμένες με το νεογέννητό τους και γεμάτες λαχτάρα να το φροντίσουν. Κι αυτό ισχύει, παρότι οι ίδιες δεν «παίρνουν» από το παιδί τίποτα σε αντάλλαγμα, εκτός ίσως από ένα χαμόγελο ή μια έκφραση ικανοποίησης που βλέπουν στο πρόσωπό του.
Φαίνεται ότι αυτή η στάση της αγάπης είναι εν μέρει ριζωμένη σε ένα απόθεμα ενστίκτων που υπάρχει σε όλα τα θηλυκά στη φύση. Όποια όμως κι αν είναι η βαρύτητα αυτού του ενστίκτου, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι ιδιαίτεροι ψυχολογικοί παράγοντες, αποκλειστικά ανθρώπινοι, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι γι' αυτό το είδος αγάπης.
Το ναρκισσιστικό στοιχείο της μητρικής αγάπης και η επιθυμία για κατοχή
Ένας από αυτούς μπορεί να εντοπιστεί στο ναρκισσιστικό στοιχείο της μητρικής αγάπης. Στο βαθμό που αισθάνεται ακόμη το βρέφος ως τμήμα του εαυτού της, η φροντίδα της και η παράφορη αγάπη της μπορεί να είναι μία ικανοποίηση του ναρκισσισμού της.
Ένα άλλο κίνητρο αυτής της αγάπης μπορεί να εντοπιστεί στην επιθυμία της μητέρας για δύναμη ή κατοχή. Το παιδί, καθώς είναι ανίσχυρο και υπόκειται ολοκληρωτικά στη δική της βούληση, θα μπορούσε να αποτελεί ένα ζωντανό αντικείμενο ικανοποίησης για μία γυναίκα κυριαρχική και κτητική.
Αλλά το παιδί πρέπει να μεγαλώσει. Πρέπει να αναδυθεί από τη μητρική μήτρα, να αποσπαστεί από το μητρικό στήθος, πρέπει τελικά να γίνει μία εντελώς ξεχωριστή ανθρώπινη ύπαρξη.
Η πιο αληθινή ουσία της μητρικής αγάπης είναι να μεριμνήσει για την ανάπτυξη του παιδιού, και αυτό σημαίνει πως η μητέρα πρέπει να επιθυμεί τον αποχωρισμό της από το παιδί.
Εδώ έγκειται και η βασική διαφορά από την ερωτική αγάπη. Στην ερωτική αγάπη, δυο άνθρωποι που μέχρι τότε ήταν διαχωρισμένοι γίνονται ένα. Στη μητρική αγάπη, δύο άνθρωποι που ήταν ένα διαχωρίζονται.
Το καθήκον της μητρικής αγάπης
Η μητέρα δεν πρέπει απλώς να ανεχτεί αλλά και να επιθυμεί και να υποστηρίζει την απομάκρυνση του παιδιού. Και δεν είναι παρά σε αυτό το στάδιο που η μητρική αγάπη γίνεται ένα τόσο δύσκολο έργο, ένα καθήκον που απαιτεί ανιδιοτέλεια, ικανότητα να δίνεις τα πάντα και να μην επιθυμείς τίποτε, πέρα από τη ευτυχία αυτού που αγαπάς.
Και είναι επίσης σε αυτό το στάδιο που πολλές μητέρες αποτυχαίνουν στο καθήκον τους της μητρικής αγάπης.
Η ναρκισσιστική, η αυταρχική, η κτητική γυναίκα μπορεί να πετύχει να είναι στοργική μητέρα, αλλά για όσο διάστημα το παιδί είναι βρέφος ή νήπιο.
Μόνο η γυναίκα που γνωρίζει αληθινά να αγαπά, η γυναίκα που είναι πιο ευτυχισμένη όταν δίνει παρά όταν παίρνει, που είναι στέρεα ριζωμένη στην ίδια τη δική της ύπαρξη, μπορεί να δίνει αγάπη όταν το παιδί βρίσκεται στο στάδιο της απομάκρυνσης.
Η μητρική αγάπη για το παιδί που μεγαλώνει, αγάπη που απολύτως τίποτα δεν επιθυμεί για τον εαυτό της, είναι ίσως το πιο δύσκολο είδος αγάπης που μπορεί να πετύχει κάποιος, αλλά και μερικές φορές το πιο απατηλό, εξαιτίας της φυσικής άνεσης με την οποία μία μητέρα αγαπά το βρέφος της.
Αλλά ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η δυσκολία που αναφέραμε παραπάνω, μία γυναίκα μπορεί να είναι μία μητέρα η οποία αγαπά πραγματικά, μόνο αν είναι σε θέση να αγαπά έτσι κι αλλιώς. Αν μπορεί να αγαπά το σύζυγό της, τα άλλα παιδία, τους ξένους, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.
Η γυναίκα που δεν είναι ικανή να αγαπήσει με αυτή την έννοια, μπορεί να είναι μία στοργική μητέρα όσο το παιδί είναι μικρό, αλλά δεν μπορεί να είναι μία μητέρα που αγαπά αληθινά -καθώς η αγάπη της δοκιμάζεται από την προθυμία της να υποστεί τον αποχωρισμό και να εξακολουθήσει να αγαπά και μετά από αυτόν.
Ανάπτυξη αντικειμένου αγάπης
Στενά συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της ικανότητας για αγάπη είναι η ανάπτυξη του αντικειμένου της αγάπης. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού είναι αυτά στη διάρκεια των οποίων παραμένει πολύ στενά προσκολλημένο στη μητέρα του. Αυτό το δέσιμο αρχίζει πριν από τη στιγμή της γέννησης, όταν η μητέρα και το παιδί είναι ακόμη ένα, κι ας πρόκειται για δύο οντότητες. Η γέννηση του παιδιού αλλάζει αυτή την κατάσταση μόνο από κάποιες απόψεις, όχι όμως τόσο πολύ όσο φαίνεται αρχικά.
Το παιδί, το οποίο τώρα ζει έξω από τη μήτρα, εξακολουθεί να εξαρτάται απόλυτα από τη μητέρα του. Μέρα με τη μέρα όμως γίνεται όλο και περισσότερο ανεξάρτητο. Η σχέση με τη μητέρα του χάνει κάτι από τη ζωτική της σημασία, ενώ η σχέση με τον πατέρα γίνεται σταδιακά όλο και πιο σημαντική.
Προκειμένου να κατανοήσουμε αυτή τη μετατόπιση από τη μητέρα προς τον πατέρα, πρέπει να διερευνήσουμε τις ουσιώσεις ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στη μητρική και στην πατρική αγάπη.
Η μητρική αγάπη, από την ίδια της τη φύση, είναι αγάπη άνευ όρων.
Η μητέρα αγαπά το νεογέννητο βρέφος επειδή είναι το παιδί της και όχι επειδή εκπλήρωσε κάποιο συγκεκριμένο όρο ή κάποια ιδιαίτερη προσδοκία της.
Η άνευ όρων αγάπη ανταποκρίνεται σε έναν από τους βαθύτερους πόθους όχι μόνο του παιδιού, αλλά και κάθε ανθρώπινου όντος.
Από την άλλη πλευρά, το να σε αγαπούν επειδή το κέρδισες με την αξία σου, επειδή το αξίζεις, αφήνει πάντοτε κάποια αμφιβολία: ίσως, αν δεν ευχαρίστησα το άτομο το οποίο θέλω να με αγαπά... ίσως αυτό κι ίσως εκείνο... και πάντα υπάρχει ο φόβος ότι η αγάπη μπορεί να εξαφανιστεί.
Ακόμη περισσότερο, η επάξια «κερδισμένη» αγάπη μάς αφήνει εύκολα το πικρό συναίσθημα ότι δεν μας αγαπούν για εμάς τους ίδιους, αλλά μόνο επειδή προκαλούμε ευχαρίστηση στο άτομο το οποίο μας αγαπά. Σε τελευταία ανάλυση είναι περισσότερο σαν να μας χρησιμοποιούν παρά σαν να μας αγαπούν.
Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που όλοι μας μένουμε προσκολλημένοι στον πόθο μας για μητρική αγάπη, όχι μόνο τα παιδιά αλλά και οι ενήλικες. Τα περισσότερα παιδιά είναι αρκετά τυχερά ώστε να δέχονται τη μητρική αγάπη. Για τους ενήλικες, η ίδια αυτή επιθυμία είναι πολύ πιο δύσκολη να εκπληρωθεί.
Στην πιο ικανοποιητική εξέλιξη των πραγμάτων, αυτή η επιθυμία παραμένει μία από τις συνιστώσες της φυσιολογικής ερωτικής αγάπης. Συχνά όμως βρίσκει έκφραση και διέξοδο σε διάφορες θρησκευτικές τάσεις και ακόμη πιο συχνά σε νευρωτικές καταστάσεις.
Η πατρική αγάπη
Η σχέση με τον πατέρα είναι εντελώς διαφορετική. Η μητέρα είναι το σπίτι απ' το οποίο προερχόμαστε, είναι η φύση, η γη, ο ωκεανός. Ο πατέρας δεν αντιπροσωπεύει μια τέτοιους είδους φυσική πατρίδα. Έχει μικρή σύνδεση με το παιδί κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, και η σπουδαιότητα της παρουσίας του στη διάρκεια της πρώτης αυτής περιόδου δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σπουδαίοτητας της παρουσίας της μητέρας.
Ενώ όμως ο πατέρας δεν αντιπροσωπεύει για το παιδί τον φυσικό κόσμο, αντιπροσωπεύει τον άλλο πόλο της ανθρώπινης ύπαρξης. Τον κόσμο της σκέψης, της τεχνολογίας, του νόμου και της τάξης, της πειθαρχίας, του ταξιδιού και της περιπέτειας.
Ο πατέρας είναι αυτός που διδάσκει το παιδί, που του δείχνει το δρόμο της ζωής.
Στενά συνδεδεμένη με αυτή τη λειτουργία είναι και μία άλλη, η οποία αφορά την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη. Όταν καθιερώθηκε η ατομική ιδιοκτησία και ο θεσμός να κληρονομεί την πατρική περιουσία κάποιος από τους γιους, ο πατέρας άρχισε να προβληματίζεται σχετικά με το ποιος γιος ήταν ο πιο κατάλληλος για να τον κληρονομήσει.
Κι όπως είναι αυτονόητο, ο γιος που κληρονομούσε τελικά ήταν εκείνος τον οποίο ο πατέρας θεωρούσε ως τον καταλληλότερο για να τον διαδεχτεί. Με άλλα λόγια, το γιο που του έμοιαζε περισσότερο, το γιο στον οποίο είχε αδυναμία. Αυτού του είδους η πατρική αγάπη είναι αγάπη με όρους. Έχει αυτό το πρότυπο: «Σε αγαπώ επειδή πληροίς τις προσδοκίες μου, επειδή κάνεις το καθήκον σου, επειδή μου μοιάζεις».
Σε αυτή την υπό όρους πατρική αγάπη βρίσκουμε, όπως και στην άνευ όρων μητρική αγάπη, μία αρνητική και μία θετική όψη.
Η αρνητική όψη έγκειται στο ίδιο το γεγονός πως την πατρική αγάπη «πρέπει να την αξίζει» κανείς και ότι μπορεί να εξανεμιστεί αν το παιδί δεν εκπληρώσει κάποιες προσδοκίες. Στη φύση της πατρικής αγάπης οφείλεται το γεγονός ότι η υπακοή ανάγεται σε ύψιστη αρετή και η ανυπακοή γίνεται το χείριστο αμάρτημα - το οποίο τιμωρείται με την απώλεια της πατρικής αγάπης.
Η θετική όψη όμως είναι εξίσου σημαντική. Αφού η αγάπη του έχει όρους, τότε μπορώ να κάνω κάτι για να την κερδίσω, μπορώ να εργαστώ για να την αποκτήσω. Η δική του αγάπη δεν είναι έξω από τον έλεγχό μου όπως είναι η αγάπη της μητέρας μου.
Ο ρόλος της μητέρας και του πατέρα
Οι στάσεις του πατέρα και της μητέρας απέναντι στο παιδί ανταποκρίνονται στις ίδιες του τις ανάγκες. Το νήπιο χρειάζεται την άνευ όρων μητρική αγάπη και τη φροντίδα της, τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Μετά τα έξι του χρόνια, το παιδί αρχίζει να χρειάζεται την αγάπη του πατέρα του, την εξουσία και την καθοδήγησή του.
Ο ρόλος της μητέρας είναι να κάνει το παιδί να νιώσει ασφάλεια στη ζωή του, ο ρόλος του πατέρα είναι να το διδάξει, να το καθοδηγήσει όσον αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων εκείνων με τα οποία το φέρνει αντιμέτωπο η συγκεκριμένη κοινωνία στην οποία γεννήθηκε.
Στην ιδανική περίπτωση, η αγάπη της μητέρας δεν προσπαθεί να εμποδίσει το παιδί να ωριμάσει, δεν προσπαθεί να θέσει ένα εμπόδιο στην ενηλικίωσή του. Η μητέρα θα πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στη ζωή και συνεπώς να μην είναι υπερβολικά αγχώδης, ώστε να μην επηρεάζει το παιδί με το άγχος της.
Ένα κομμάτι της ίδιας της της ζωής θα πρέπει να είναι η επιθυμία της να γίνει το παιδί της ανεξάρτητο και τελικά να αποχωριστεί από αυτήν.
Η πατρική αγάπη θα πρέπει να καθοδηγείται από αρχές και προσδοκίες. Θα πρέπει συγχρόνως να είναι υπομονετική και ανεκτική και όχι απειλητική και αυταρχική.
Η πατρική αγάπη θα πρέπει να παρέχει στο παιδί που μεγαλώνει μία ολοένα αυξανόμενη αίσθηση ικανότητας και επάρκειας, μέχρι τελικά να το οδηγήσει να γίνει κύριος του εαυτού του και να απελευθερωθεί από την πατρική εξουσία.
Το ώριμο άτομο διαθέτει «μητρική» και «πατρική» συνείδηση
Τελικά, το ώριμο άτομο φτάνει στο σημείο να είναι το ίδιο μητέρα και πατέρας του εαυτού του. Διαθέτει πια «μητρική» και «πατρική» συνείδηση.
Η μητρική συνείδηση λέει: «Δεν υπάρχει κανένα σφάλμα, κανένα έγκλημα ακόμη, που να μπορεί να σε στερήσει από την αγάπη μου, από την επιθυμία μου να είσαι ζωντανός και ευτυχισμένος».
Η πατρική συνείδηση λέει: «Διέπραξες σφάλμα, δεν μπορείς τώρα να αποφύγεις κάποιες συνέπειες από το σφάλμα σου, και κυρίως πρέπει να αλλάξεις συμπεριφορά αν θέλεις να σε εκτιμώ».
Το ώριμο άτομο έχει απελευθερωθεί από τις εξωτερικές φιγούρες του πατέρα και της μητέρας και τους έχει τοποθετήσει σε μία συγκεκριμένη θέση μέσα του.
Σε αντίθεση με τη φροϊδική σύλληψη του «υπερεγώ», το ώριμο άτομο τοποθέτησε μέσα του τον πατέρα του και τη μητέρα του όχι ενσωματώνοντάς τους, αλλά κτίζοντας μία μητρική συνείδηση με θεμέλιο τη δική του λογική και δίκαιη κρίση.
Ακόμα περισσότερο, το ώριμο άτομο αγαπά συγχρόνως και με μητρική και με πατρική συνείδηση, παρά το γεγονός ότι αυτές οι δύο φαίνονται να αντιβαίνουν η μία στην άλλη.
Αν ο άνθρωπος μπορούσε να κρατήσει μόνο την πατρική συνείδηση, θα γινόταν σκληρός, ίσως και απάνθρωπος. Αν μπορούσε να κρατήσει μόνο τη μητρική του συνείδηση, θα ήταν επιρρεπής να χάσει την κρίση του και να γίνει εμπόδιο τόσο στην ίδια τη δική του ανάπτυξη όσο και στων άλλων.
Σε αυτή τη διαδικασία εξέλιξης από τη μητροκεντρική προς την πατροκεντρική προσκόλληση και στη σύνθεσή τους που τελικά προκύπτει, βρίσκεται το θεμέλιο της διανοητικής υγείας και της πετυχημένης πορείας ως την ωριμότητα. Σε μία πιθανή αποτυχία όμως αυτής της διαδικασίας βρίσκεται η βασική αιτία της νεύρωσης.
Νεύρωση και γονείς
Μία αιτία για την ανάπτυξη νεύρωσης ενδεχομένως να έγκειται στο γεγονός ότι ένα αγόρι είχε μια στοργική μητέρα, που όμως είναι είτε υπερβολικά ενδοτική είτε υπερβολικά αυταρχική μαζί του, κι έναν πατέρα με αδύναμο χαρακτήρα και αδιάφορο.
Σε αυτή την περίπτωση, το αγόρι μπορεί να εμείνει στην αρχική του προσκόλληση στη μητέρα του και να εξελιχθεί σε έναν ενήλικα ο οποίος θα είναι εξαρτημένος από τη μητέρα του, θα νιώθει ανίσχυρος και θα έχει τα χαρακτηριστικά του παθητικού ανθρώπου - δέκτη, δηλαδή θα νιώθει την ανάγκη να παίρνει από τους άλλους, να τον προστατεύουν και να τον φροντίζουν, ενώ θα του λείπουν οι πατρικές ιδιότητες -πειθαρχία, ανεξαρτησία και η ανικανότητα να πάρει τη ζωή του στα χέρια του.
Είναι πιθανό να αναζητά μία «Μητέρα» σε οποιοδήποτε πρόσωπο συναντά στη ζωή του, άλλοτε σε γυναίκες και άλλοτε σε άντρες που θα κατέχουν ισχύ και εξουσία.
Αν πάλι, από την άλλη πλευρά, η μητέρα είναι ψυχρή, αδιάφορη και αυταρχική, ενδέχεται το παιδί είτε να μεταφέρει στον πατέρα του και σε άλλες μεταγενέστερες πατρικές φιγούρες την ανάγκη του για μητρική προστασία -με αποτέλεσμα το τελικό αποτέλεσμα να είναι παρόμοιο με αυτό της προηγούμενης περίπτωσης- είτε να εξελιχθεί σε ένα άτομο μονόπλευρα προσανατολισμένο προς τον πατέρα, δοσμένο απόλυτα στις αρχές του νόμου, στην τάξη και στην εξουσία, στερημένο εξ ολοκλήρου από την ικανότητα να αποζητά και να αποδέχεται την άνευ όρων αγάπη.
Αυτού του είδους η εξέλιξη ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν ο πατέρας είναι αυταρχικός και συγχρόνως έντονα προσκολλημένος στο γιο.
Εκείνο που είναι κοινό χαρακτηριστικό σε όλες αυτές τις νευρωτικές περιπτώσεις είναι ότι το ένα πρότυπο, το μητρικό ή το πατρικό, αποτυγχάνει να αναπτυχθεί, ή ακόμη -και αυτή είναι η περίπτωση των πιο σοβαρών νευρωτικών καταστάσεων- οι ρόλοι του πατέρα και της μητέρας συγχέονται, τόσο απέναντι στους άλλους όσο και μέσα στο ίδιο το άτομο.
Μία περαιτέρω έρευνα του θέματος ίσως να δείξει πως κάποιες μορφές νεύρωσης, όπως είναι η ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση, προκαλούνται από τη μονόπλευρη προσκόλληση του παιδιού στον πατέρα, ενώ άλλες μορφές, όπως είναι η υστερία, ο αλκοολισμός, η ανικανότητα να βάλει κάποιος τα όριά του και να αντιμετωπίσει τη ζωή με ρεαλιστικό τρόπο και η κατάθλιψη, προκαλούνται από τη μονόπλευρη επικέντρωση στη μητέρα
Έριχ Φρομ, Η τέχνη της αγάπης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου