Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

Ο Αριστοτέλης και οι δύο μορφές της καλοτυχίας

Οπωσδήποτε, μια φιλοσοφική διερεύνηση της ανθρώπινης ευτυχίας δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ολοκληρωμένη, αν δε λαμβανόταν υπόψη ο παράγοντας της τύχης: «Δεν είναι ούτε η φρόνηση από μόνη της που φέρνει την ευτυχία ούτε και η αρετή, αλλά κάποιοι είναι τυχεροί· έτσι τουλάχιστον το λέμε, με το σκεπτικό πως μπορεί την ευτυχία να τη φέρνει η τύχη, όπως τη φέρνει η ορθή γνώση» (1246b 46-47 και 1247a 1-2).

Η πεποίθηση των πολλών ότι η τύχη συμβάλλει καθοριστικά στην κατάκτηση της ευτυχίας καθιστά τη διερεύνηση του θέματος απαραίτητη, αφού είναι αδύνατο να αρνηθεί κανείς την (σε πολλές περιπτώσεις) καθοριστική σημασία της στην εξέλιξη (είτε θετική είτε αρνητική) των γεγονότων που προκύπτουν από τις ανθρώπινες πράξεις: «Ότι κάποιοι είναι άνθρωποι τυχεροί, το βλέπουμε. Διότι, ενώ δεν έχουν μυαλό, τα καταφέρνουν μια χαρά, ειδικά σε θέματα που τον πρώτο λόγο τον έχει η τύχη» (1247a 4-6).

Κι όχι μόνο αυτό: «Επιπλέον, τα καταφέρνουν καλά και σε θέματα που ναι μεν απαιτούν τεχνικές γνώσεις, όμως θέλουν και μεγάλη τύχη, π.χ. στη στρατηγική και στη διακυβέρνηση του πλοίου» (1247a 7-8). Η αναγνώριση ότι η τύχη είναι σε θέση να καθορίσει την επιτυχία ή την αποτυχία ενός εγχειρήματος ακόμα και σε ζητήματα που απαιτούνται ικανότητες, όπως η στρατηγική και η ναυσιπλοΐα, καταδεικνύει τη σημασία της ως απαραίτητου συμπληρωματικού παράγοντα δίπλα στη γνώση ή το ταλέντο.

Όσο σπουδαίος κι αν είναι ένας στρατηγός, όσο σωστά κι αν έχει προετοιμαστεί για τη μάχη, είναι δυνατό να ηττηθεί λόγω κάποιου απρόοπτου-αστάθμητου παράγοντα που ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα πρόβλεψης. Κι ο ικανότερος καπετάνιος ενδέχεται να χάσει το πλοίο του. Το τυχαίο είναι σε θέση να οδηγήσει στις μεγαλύτερες ανατροπές και να επιφέρει ακόμα και τις πιο παράλογες εκπλήξεις.

Ο στρατηγός που κερδίζει όλες τις μάχες, πέρα από την αναμφισβήτητη ικανότητά του, είναι και τυχερός, έστω και με την έννοια ότι ποτέ δεν τον βρίσκει το κακότυχο απρόβλεπτο, που θα τον ρίξει στα χέρια των εχθρών. Λαϊκές φράσεις όπως «έχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας» (για κάποιον που πετυχαίνει διαρκώς) ή «η τύχη ευνοεί τους ισχυρούς» καταδεικνύουν ότι μαζί με την ικανότητα συμπορεύεται και η τύχη που επισφραγίζει το αποτέλεσμα.

Ο Αριστοτέλης διερωτάται γι’ αυτούς τους ανθρώπους: «Τι ισχύει λοιπόν; Έχουν εκ φύσεως κάτι, και τους οδηγεί στις καλοτυχίες; Ή μήπως τα επιτεύγματά τους δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που είναι οι ίδιοι;» (1247a 9-11).

Αρχικά, θα διερευνηθεί το ζήτημα της φύσης: «Η άποψη που κυριαρχεί είναι ότι η τύχη τους ανάγεται στη φύση τους· είναι η φύση που τους δίνει τις συγκεκριμένες ικανότητες, και είναι ευθύς εξαρχής διαφορετικοί εκ γενετής, όπως ακριβώς άλλοι έχουν μάτια γαλανά και άλλοι σκούρα, απλώς γιατί το επιβάλλει η φύση· έτσι, λένε, συμβαίνει και με τους τυχερούς και τους άτυχους» (1247a 11-16).

Ασφαλώς, η άποψη ότι η τύχη του καθενός ορίζεται από τη φύση του, σαν να είναι η φύση υπεύθυνη για τις αναποδιές (μικρές ή μεγάλες) που συναντά κανείς στη ζωή του ή όχι, φαντάζει εξωφρενική. Η φύση μπορεί να ορίζει την τυχαιότητα στο γονιδιακό συνδυασμό που θα ορίσει την εξωτερική εμφάνιση (χρώμα ματιών κλπ.), αλλά με τίποτε δε θα μπορούσε να την επικαλεσθεί κανείς ως αίτιο της κακοτυχίας που επέφερε την ήττα σε μια μάχη. Η αποδοχή του εκ φύσεως άτυχου, σαν να επρόκειτο για γονιδιακό χαρακτηριστικό, θα εκμηδένιζε όλες τις ανθρώπινες προσπάθειες προκαθορίζοντας τα αποτελέσματά τους από την ώρα που γεννήθηκαν.

Όμως, αν η εκδοχή να αποδοθεί η τύχη στη φύση αποκλείεται, εξίσου αποκλείεται και το ενδεχόμενο να θεωρηθεί αποτέλεσμα της φρόνησης: «Προφανώς και τα επιτεύγματά τους» (εννοείται των τυχερών ανθρώπων) «δεν ανάγονται στη φρόνησή τους. Διότι η φρόνηση δεν είναι άσχετη με τη λογική, αλλά σ’ αυτήν στηρίζει τις επιλογές των πράξεών της. Αντίθετα, οι άνθρωποι οι τυχεροί δεν μπορούν να εξηγήσουν που βασίζεται η επιτυχία τους (αν το μπορούσαν δε θα ήταν τύχη άλλα τέχνη)» (1247a 17-20).

Εξάλλου «είναι φανερό ότι δεν έχουν μυαλό, όχι μόνο σε άλλα ζητήματα αλλά ακριβώς στα ζητήματα που αποδεικνύονται τυχεροί μολονότι άμυαλοι» (1247a 20-21 και 26-27). Το ότι η επιτυχία της απόλυτης τύχης δε σχετίζεται ούτε με τη λογική ούτε με τη γνώση καταδεικνύει το αδύνατο του συσχετισμού της με τη φρόνηση, αφού φρόνηση χωρίς λογική δεν υφίσταται.

Από κει και πέρα, αυτό που μένει είναι η αναζήτηση της τύχης στο θεό: «Μπορεί και να τους αγαπάει, όπως λένε» (εννοείται τους τυχερούς) «ο θεός, και η επιτυχία τους να ανάγεται σε κάτι που έρχεται απ’ έξω. Και ένα πλοίο κακοναυπηγημένο αποδεικνύεται συχνά καλύτερο, όχι όμως γι’ αυτό που είναι το ίδιο αλλά επειδή έχει κυβερνήτη καλό· μήπως όμως έτσι ο τυχερός θα έχει κυβερνήτη καλό κάποιο θεό;» (1247a 31-36).

Όμως, ούτε κι αυτή η εκδοχή φαίνεται να ικανοποιεί τον Αριστοτέλη: «Αλλά δε στέκει λογικά ένας θεός να αγαπάει απλά τον τυχερό και όχι τον πιο καλό και μυαλωμένο» (1247a 36-38).

Ο αποκλεισμός της τύχης τόσο από το πεδίο της φρόνησης όσο και από το πεδίο της θεϊκής δράσης αναγκάζει τον Αριστοτέλη να επανέλθει στο ενδεχόμενο της φύσης: «Εάν, λοιπόν, η επιτυχία κάποιου ανάγεται αποκλειστικά είτε στη φύση του είτε στη σκέψη του είτε στην άνωθεν προστασία του, και αν τα δύο από αυτά έχουν ήδη αποκλειστεί, τότε στη φύση θα οφείλονται τα επιτεύγματα των τυχερών» (1247a 39-41).

Όμως, σε αντίθεση με τα τυχαία που (συνήθως) γίνονται μία φορά, αυτά που έχουν ως αίτιο τη φύση επαναλαμβάνονται: «Και βέβαια αποτελεί αίτιο η φύση, όμως για κάτι που επαναλαμβάνεται συνέχεια ή έστω τις πιο πολλές φορές, ενώ η τύχη το αντίθετο. Εφόσον, λοιπόν, μια αδικαιολόγητη επιτυχία αποδίδεται στην τύχη και κάποιος τα καταφέρνει από τύχη, δεν μπορεί αυτή να είναι αίτιο για κάτι που συμβαίνει συνέχεια ή έστω τις πιο πολλές φορές» (1247 41-46).

Με άλλα λόγια, η τύχη που επαναλαμβάνεται δεν είναι τύχη. Κατ’ επέκταση εκείνος που ευημερεί για μεγάλο χρονικό διάστημα από τύχη, χωρίς τη βοήθεια της φρόνησης (αν το όφειλε στη φρόνηση αναμφίβολα δε θα ήταν τύχη) και χωρίς τη συνδρομή του θεού (ο θεός δε θα αγαπούσε τον δίχως φρόνηση άνθρωπο), προφανώς τη διαρκή του τύχη την οφείλει στη φύση του.

Από αυτή την έννοια, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι τυχερός αλλά προικισμένος από τη φύση: «Άρα, δεν πρόκειται για άνθρωπο τυχερό αλλά προικισμένο από τη φύση. Συμπεραίνουμε ότι αυτοί που λέγονται τυχεροί, δεν είναι όντως τυχεροί, αφού δεν είναι η τύχη που τους ευνοεί. Στην τύχη οφείλονται μόνο εκείνα που εκείνη προκάλεσε: τα αγαθά μιας τύχης αγαθής» (1247a 49-50 και 1247b 1-2).

Όμως, μια τέτοια εκδοχή στην ουσία αποτελεί ολοκληρωτική ακύρωση της τύχης σε εννοιολογικό επίπεδο: «Αλλά, εάν αυτό ισχύει, μήπως δεν υπάρχει καθόλου τύχη; Ή και να υπάρχει, μήπως δεν αποτελεί αιτία για τίποτε; Αλλά υποχρεωτικά η τύχη και υπάρχει και αιτία είναι. Άρα θα είναι και αιτία για κάποια αγαθά ή κακά που έχουν μερικοί άνθρωποι» (1247b 2-5).

Εκτός, αν φτάσουμε στο ισοπεδωτικό συμπέρασμα της ολικής άρνησης της τύχης: «Εάν, από την άλλη, αρνηθούμε τελείως την τύχη ως αιτία ορισμένων συμβάντων και πούμε ότι τίποτε δε συμβαίνει κατά τύχη, τότε είναι σαν να λέμε τύχη μιαν άλλη αιτία που υπάρχει μεν αλλά εμείς δεν μπορούμε να τη δούμε (γι’ αυτό και κάποιοι ορίζουν ως εξής την τύχη: αιτία απροσπέλαστη στην ανθρώπινη λογική, αιτία που ανάγεται σε κάποια ιδιότητα της φύσης). Αλλά αυτό αποτελεί άλλο πρόβλημα» (1247b 6-11).

Το σίγουρο είναι ότι το απολύτως τυχαίο δεν επαναλαμβάνεται συνέχεια: «Όταν, όμως, βλέπουμε ότι ορισμένους ανθρώπους τους ευνόησε η τύχη μια φορά, γιατί να μην το ξανακάνει; Ακριβώς επειδή κατόρθωσαν το πρώτο, έχουν την τύχη και για το επόμενο. Το αποτέλεσμα της τύχης, δηλαδή, λειτουργεί πια ως αίτιο» (1247b 11-14).

Η άποψη που θέλει την τύχη να στέκεται ευνοϊκά στο μέλλον, επειδή υπήρξε ευνοϊκή στο παρελθόν, αποτελεί παραλογισμό, αφού συγχέει το αίτιο με το αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα της παλιάς καλής τύχης δεν αποτελεί αιτία-εγγύηση ότι η τύχη θα είναι πάντα ευνοϊκή.

Αν, πράγματι, η τύχη συνεχίζει να χαμογελά διαρκώς, τότε δεν είναι τύχη («έτσι, όμως, δεν πρόκειται πια για τύχη» 1247b 14) κι αν επιμένουμε να λέμε τύχη αυτό που επαναλαμβάνεται, θα προκύψει ο εξής ορισμός: «Τύχη είναι όταν προκύπτει το ίδιο αποτέλεσμα ανάμεσα σε άπειρα ενδεχόμενα και ακαθόριστα, δηλαδή κάτι σίγουρα καλό ή κακό για κάποιον, που όμως δεν μπορούμε να το προσεγγίσουμε επιστημονικά μέσω της εμπειρίας. Αν μπορούσαμε να το καταλάβουμε, όλοι θα μάθαιναν τον τρόπο να αποδεικνύονται τυχεροί» (1247b 14-17).

Αν όμως ίσχυε αυτό, τότε και οι επιστήμες θα ήταν μορφές καλής τύχης (άποψη που ασπάζεται ο Σωκράτης) πράγμα που ο Αριστοτέλης απορρίπτει. Το τελικό συμπέρασμα ότι η τύχη δεν επαναλαμβάνεται οδηγεί σε ένα νέο κύκλο ερωτήσεων: «Τι αποτρέπει, λοιπόν, την πολλαπλή επανάληψη της τύχης κάποιου, μιας τύχης που δεν οφείλεται σ’ αυτό που είναι αυτός, αλλά είναι σαν να ρίχνει αυτός συνέχεια τις ζαριές που θέλει;» (1247b 19-21).

Οι άνθρωποι που η τύχη ευνοεί όλες τις επιλογές τους (ή τουλάχιστον τις περισσότερες) δεν μπορούν να συγκριθούν εκείνον που παίζει ζάρια. Γιατί ο τζογαδόρος είναι αδύνατο να έχει συνέχεια την τύχη με το μέρος του. Άλλο η τύχη του ενός κι άλλο του άλλου.

Για τη διαφοροποίηση αυτών των δύο εκδοχών της τύχης ο Αριστοτέλης θα επικαλεστεί τις ψυχικές παρορμήσεις: «Μήπως δεν υπάρχουν παρορμήσεις στην ψυχή, άλλες βασισμένες σε κάποιον υπολογισμό και άλλες (έρχονται μάλιστα και πρώτες-πρώτες) βασισμένες σε κάποια τάση εκτός πάσας λογικής;» (1247b 22-24).

Οι ψυχικές αυτές παρορμήσεις προς μια ενέργεια, επειδή ακριβώς δε βασίζονται ούτε στη λογική ούτε στη φρόνηση, ενδέχεται να οδηγήσουν στις πιο εσφαλμένες επιλογές. Ο συνετός άνθρωπος δεν αποφασίζει ποτέ υπό αυτές τις συνθήκες. Όμως, πέρα από αυτό, ενδέχεται μια τέτοια παρορμητική-ενστικτώδης επιλογή (που εν πολλοίς οφείλεται στο τυχαίο ως στιγμιαία έμπνευση) να αποδειχθεί εξόχως αποδοτική, απείρως αποδοτικότερη από εκείνη που βασίστηκε σε υπολογισμούς (που μπορεί να αποδειχθούν και λανθασμένοι).

Εκείνος που από ένστικτο αποφασίζει υπό αυτούς τους όρους και αποδεικνύεται κατ’ επανάληψη ότι αποφασίζει σωστά δεν υπόκειται στους νόμους της τυχαιότητας (η τύχη που επαναλαμβάνεται δεν είναι τύχη, αφού αυτός που παίζει ζάρια δε φέρνει συνέχεια την καλή ζαριά), αλλά υπάρχει κάτι άλλο, κάτι ανερμήνευτο και μη ορατό που τον κατευθύνει προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρόκειται για ένα εκ φύσεως χαρισματικό ένστικτο, μια φυσική-ταλαντούχα παρόρμηση που τον ωθεί στο σωστό, η οποία δεν υπόκειται στη λογική, όπως η καλή φωνή που δίνεται στον τραγουδιστή από τη γέννησή του.

Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Εάν ορισμένοι άνθρωποι έχουν εκ φύσεως κάποια πλεονεκτήματα, με τον τρόπο που κάποιος είναι τραγουδιστής όχι από γνώση αλλά από ταλέντο, τότε έτσι γεννήθηκαν και οι παρορμήσεις τους δεν έχουν καμία λογική. Είναι η φύση τους που τους οδηγεί, και έχουν την επιθυμία που πρέπει, για το αντικείμενο που πρέπει, στο σωστό χρόνο και με το σωστό τρόπο· οπότε θα πετύχουν αυτό που θέλουν, ακόμα κι αν είναι άμυαλοι και ανόητοι, όπως ορισμένοι μπορούν να τραγουδήσουν καλά, μολονότι αδυνατούν να διδάξουν τραγούδι» (1247b 26-33).

Κι αυτός ακριβώς είναι ο ορισμός των τυχερών ανθρώπων: «Έτσι ορίζονται συνεπώς οι τυχεροί: είναι αυτοί που τις περισσότερες φορές πετυχαίνουν αυτό που θέλουν, χωρίς να υπάρχει γι’ αυτή τους την επιτυχία καμία μα καμία λογική εξήγηση. Μόνο στη φύση μπορεί να αναχθεί η τύχη τους» (1247b 33-35).

Η καταφυγή σε μια ερμηνεία της τύχης που ξεπερνά τα όρια της λογικής (και μάλιστα από τον φιλόσοφο που την όρισε και την κατοχύρωσε ως θεμέλιο ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού) καταδεικνύει το αχαρτογράφητο της ανθρώπινης συμπεριφοράς που είναι αδύνατο να ερμηνευτεί με αποκλειστικά λογικά κριτήρια. Υπό αυτή την έννοια, όταν γίνεται λόγος για τον άνθρωπο και τα κριτήρια της ευτυχίας και των ενεργειών του, η λογική προσέγγιση, από θέση αρχής, κινείται μέσα σε ορισμένα όρια.

Ο άνθρωπος δεν ερμηνεύεται μονάχα με τη λογική. Πρέπει οπωσδήποτε να ληφθούν υπόψη και οι άλογες παρορμήσεις της φύσης, οι ανερμήνευτες κι ακατανόητες δυνατότητες που μπορεί να παρέχει διαφοροποιώντας την προσωπικότητα του καθενός. Το αχαρτογράφητο του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο από το αχαρτογράφητο των δυνατοτήτων και των επιλογών του.

Η διαπίστωση αυτή, όμως, κάθε άλλο παρά προτίθεται να ακυρώσει τη λογική. Η λογική αποτελεί το ύψιστο ανθρώπινο εργαλείο για την ερμηνεία του κόσμου και του εαυτού του. Η άρνηση της λογικής και η καταφυγή σε μεταφυσικές ή πάσης φύσεως υπερβατικές ερμηνείες κρίνονται βαθύτατα αντι-αριστοτελικές. Σε τελική ανάλυση, το δίχως λογική αχαρτογράφητο μέρος του ανθρώπου (άλογον μέρος της ψυχής) πάλι η λογική θα το χαρτογραφήσει. Κι αυτή είναι η επιστήμη του μέλλοντος.

Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Συμπεραίνουμε ότι το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν αποδεικνύει ότι ορισμένοι είναι καλότυχοι λόγω της φύσης τους, αλλά απλώς ότι δεν είναι όλοι οι θεωρούμενοι τυχεροί όντως ευνοημένοι από την τύχη, αλλά ορισμένοι είναι από τη φύση. Συγχρόνως, δεν αποδεικνύεται ότι η τύχη είναι μια ανύπαρκτη αιτία, αλλά απλώς ότι δεν αποτελεί αιτία όλων όσων θεωρείται αιτία» (1248a 16-20).

Με άλλα λόγια, η αναγνώριση ότι μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι με ταλέντο στις ενστικτώδεις αποφάσεις δεν αποδεικνύει ότι η ευτυχία βασίζεται στην τύχη, ως φυσικό χάρισμα. Οι άνθρωποι αυτοί είναι λίγοι και οι νόμοι ορίζονται από την τάση της συντριπτικής πλειοψηφίας που στερείται αυτού του χαρίσματος. Και βέβαια, μια τέτοια ερμηνεία δεν προτίθεται να ακυρώσει την έννοια της τύχης ανάγοντάς την αποκλειστικά στη φύση.

Η παρορμητική απόφαση μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχή επιλογή και από καθαρή τύχη, όπως αυτός που παίζει ζάρια μπορεί να βρεθεί σε βραδιά μεγάλης ρέντας. Όμως, τα αποτελέσματα της καθαρής τύχης δεν επαναλαμβάνονται και αυτός που, επειδή στάθηκε μια φορά τυχερός, θεωρεί ότι θα είναι πάντα τυχερός, κατά κανόνα καταστρέφεται.

Η παραδοχή της ύπαρξης ανθρώπων (ακόμη και ανόητων) που με άλογο τρόπο κατανοούν ενστικτωδώς το σωστό έχοντας φυσικό χάρισμα θα οδηγήσει τον Αριστοτέλη στα κατάβαθα της ανθρώπινης ύπαρξης: «Ποια είναι μέσα στην ψυχή η αρχή της κίνησης;» (1248a 32).

Η απάντηση θα δοθεί αμέσως: «Είναι τόσο ξεκάθαρο, όσο και το ότι στο σύμπαν αρχή είναι ο θεός. Μπορούμε, δηλαδή, να πούμε ότι κινεί τα πάντα μέσα μας ένας θεός εσωτερικός. Και του λογικού στοιχείου ακόμα, αρχή δεν είναι το λογικό στοιχείο, αλλά κάτι ανώτερο. Τι άλλο, λοιπόν, θα είναι ανώτερο από την επιστήμη και από το νου, παρά ο θεός; Διότι και η αρετή εργαλείο του νου είναι» (1248a 33-37).

Κι αυτός ο εσωτερικός θεός μπορεί να κάνει κάποιους (τυχερούς ως προς τη φύση) ανόητους να τα καταφέρνουν δίνοντας την επίφαση της τύχης (ως προς τις πράξεις), ενώ πρόκειται για φυσικό χάρισμα. «Γι’ αυτό και μερικοί τα καταφέρνουν μολονότι ανόητοι, όπως το λέγαμε και προηγουμένως: τυχεροί οποιοιδήποτε ορμήσουν οπουδήποτε. Αυτούς δεν τους συμφέρει να το σκέφτονται, αφού κατέχουν μια αρχή ανώτερη από το νου και την έλλογη απόφαση (οι άλλοι με το νου, αυτό δεν το έχουν όπως δεν έχουν και τη θεία έμπνευση). Το να λειτουργούν βάσει σκέψης δεν το δύνανται, και ακριβώς αυτή η έλλειψη είναι που τους δίνει την επιτυχία» (1248a 37-44).

Το χάρισμα αυτό προσομοιάζει με τη σωστή κρίση των σοφών που γίνεται αστραπιαία: «Τα ίδια ισχύουν ακόμα και για την αυτόματη ευθυκρισία των μυαλωμένων και σοφών, αυτή που μοιάζει με μαντική: δεν πρέπει να την αποδώσουμε μόνο στη λογική, αλλά υπάρχουν μυαλωμένοι και σοφοί που λειτουργούν είτε με βάση την εμπειρία είτε με κάποια συνήθεια που έχουν στη διάγνωση των καταστάσεων» (1248a 45-48).

Το τελικό συμπέρασμα είναι σαφές. Η καλοτυχία είναι δύο ειδών, η περιστασιακή, που δε σχετίζεται με την παρόρμηση και αφορά αποκλειστικά τη συγκυριακή τύχη, και η θεϊκή, που κινείται από τον εσωτερικό θεό της φωτισμένης κι άλογης προτροπής: «Συμπέρασμα: υπάρχουν δύο μορφές καλοτυχίας· η μία είναι θεϊκή (γι’ αυτό και το κατόρθωμα του τυχερού το ανάγουν στο θεό). Με τη θεϊκή καλοτυχία ο τυχερός τα καταφέρνει χάρη στην εσωτερική παρόρμησή του. Με την άλλη ο τυχερός τα καταφέρνει ενάντια στην παρόρμηση. Όπως και να έχει πάντως, και στις δύο αυτές μορφές καλοτυχίας η λογική απουσιάζει. Επίσης, η θεϊκή καλοτυχία είναι συνεχής, ενώ η άλλη περιστασιακή» (1248b 4-9).

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου