Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Φιλοκτήτης (730-778)

730 ΝΕ. ἕρπ᾽, εἰ θέλεις. τί δή ποθ᾽ ὧδ᾽ ἐξ οὐδενὸς

λόγου σιωπᾷς κἀπόπληκτος ὧδ᾽ ἔχῃ;
ΦΙ. ἆ ἆ ἆ ἆ.
ΝΕ. τί ἔστιν; ΦΙ. οὐδὲν δεινόν. ἀλλ᾽ ἴθ᾽, ὦ τέκνον.
ΝΕ. μῶν ἄλγος ἴσχεις τῆς παρεστώσης νόσου;
735 ΦΙ. οὐ δῆτ᾽ ἔγωγ᾽, ἀλλ᾽ ἄρτι κουφίζειν δοκῶ.
ἰὼ θεοί.
ΝΕ. τί τοὺς θεοὺς οὕτως ἀναστένων καλεῖς;
ΦΙ. σωτῆρας αὐτοὺς ἠπίους θ᾽ ἡμῖν μολεῖν.
ἆ ἆ ἆ ἆ.
740 ΝΕ. τί ποτε πέπονθας; οὐκ ἐρεῖς, ἀλλ᾽ ὧδ᾽ ἔσῃ
σιγηλός; ἐν κακῷ δέ τῳ φαίνῃ κυρῶν.
ΦΙ. ἀπόλωλα, τέκνον, κοὐ δυνήσομαι κακὸν
κρύψαι παρ᾽ ὑμῖν, ἀτταταῖ· διέρχεται
διέρχεται. δύστηνος, ὦ τάλας ἐγώ.
745 ἀπόλωλα, τέκνον· βρύκομαι, τέκνον· παπαῖ,
ἀπαππαπαῖ, παπᾶ παπᾶ παπᾶ παπαῖ.
πρὸς θεῶν, πρόχειρον εἴ τί σοι, τέκνον, πάρα
ξίφος χεροῖν, πάταξον εἰς ἄκρον πόδα·
ἀπάμησον ὡς τάχιστα· μὴ φείσῃ βίου.
750 ἴθ᾽, ὦ παῖ.
ΝΕ. τί δ᾽ ἔστιν οὕτω νεοχμὸν ἐξαίφνης, ὅτου
τοσήνδ᾽ ἰυγὴν καὶ στόνον σαυτοῦ ποῇ;
ΦΙ. οἶσθ᾽, ὦ τέκνον. ΝΕ. τί ἔστιν; ΦΙ. οἶσθ᾽, ὦ παῖ. ΝΕ. τί σοί;
οὐκ οἶδα. ΦΙ. πῶς οὐκ οἶσθα; παππαπαππαπαῖ.
755 ΝΕ. δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος.
ΦΙ. δεινὸν γὰρ οὐδὲ ῥητόν· ἀλλ᾽ οἴκτιρέ με.
ΝΕ. τί δῆτα δράσω; ΦΙ. μή με ταρβήσας προδῷς·
ἥκει γὰρ αὕτη διὰ χρόνου πλάνοις ἴσως
ὡς ἐξεπλήσθη. ΝΕ. ἰὼ ἰὼ δύστηνε σύ,
760 δύστηνε δῆτα διὰ πόνων πάντων φανείς.
βούλῃ λάβωμαι δῆτα καὶ θίγω τί σου;
ΦΙ. μὴ δῆτα τοῦτό γ᾽· ἀλλά μοι τὰ τόξ᾽ ἑλὼν
τάδ᾽, ὥσπερ ᾐτοῦ μ᾽ ἀρτίως, ἕως ἀνῇ
765 τὸ πῆμα τοῦτο τῆς νόσου τὸ νῦν παρόν,
σῷζ᾽ αὐτὰ καὶ φύλασσε. λαμβάνει γὰρ οὖν
ὕπνος μ᾽, ὅταν περ τὸ κακὸν ἐξίῃ τόδε·
κοὐκ ἔστι λῆξαι πρότερον· ἀλλ᾽ ἐᾶν χρεὼν
ἕκηλον εὕδειν. ἢν δὲ τῷδε τῷ χρόνῳ
770 μόλωσ᾽ ἐκεῖνοι, πρὸς θεῶν, ἐφίεμαι
ἑκόντα μήδ᾽ ἄκοντα μηδέ τῳ τέχνῃ
κείνοις μεθεῖναι ταῦτα, μὴ σαυτόν θ᾽ ἅμα
κἄμ᾽, ὄντα σαυτοῦ πρόστροπον, κτείνας γένῃ.
ΝΕ. θάρσει προνοίας οὕνεκ᾽. οὐ δοθήσεται
775 πλὴν σοί τε κἀμοί· ξὺν τύχῃ δὲ πρόσφερε.
ΦΙ. ἰδού, δέχου, παῖ· τὸν φθόνον δὲ πρόσκυσον,
μή σοι γενέσθαι πολύπον᾽ αὐτά, μηδ᾽ ὅπως
ἐμοί τε καὶ τῷ πρόσθ᾽ ἐμοῦ κεκτημένῳ.

***
ΝΕΟ. Ας προχωρούμε αν θέλεις· μα πώς έτσι
730 χωρίς κανένα λόγο στέκεσαι
αμίλητος και σαν αλλοπαρμένος;
ΦΙΛ. Άα, άα! ΝΕΟ. Τί τρέχει; ΦΙΛ. Τίποτα δεν είναι·
έλα, πάμε, παιδί μου. ΝΕΟ. Μήπως σου ήρθε
κανένας πόνος από την πληγή σου;
ΦΙΛ. Όχι, όχι· μάλιστα σα να τη νιώθω
πολύ τώρα καλύτερα. — — Θεέ μου!
ΝΕΟ. Τί κράζεις το Θεό κι αναστενάζεις;
ΦΙΛ. Να φανεί σπλαχνικός και να μας σώσει.
Άα, άα!
740 ΝΕΟ. Μα τί έχεις πάθει; δε θα πεις; θα μένεις
έτσι λοιπόν αμίλητος; μα εσύ
πολύ υποφέρεις, φαίνεται. ΦΙΛ. Παιδί μου,
χάνομαι, πάω και δε θα μπορέσω
να κρύψω το κακό από σας. Πωπώπω!
Με περνά, με σουβλίζει· οϊμένα, ο μαύρος,
χάθηκα, μ᾽ έφαγε, με ρούφηξε,
παιδί μου, ω πώπω, πω, πωπώ, πωπώπω!
Για όνομα του Θεού, παιδί μου, αν έχεις
κανένα σπαθί πρόχειρο μαζί σου,
χτύπα, κόψε μου αμέσως απ᾽ την άκρη
το πόδι· μη λυπάσαι τη ζωή μου.
750 Έλα, παιδί! ΝΕΟ. Μα τί κακό ᾽ναι τούτο
το ξαφνικό, που τόσο να βογκάς
σε κάνει και να κλαις τον εαυτό σου;
ΦΙΛ. Ξέρεις, παιδί. ΝΕΟ. Τί ᾽ναι που ξέρω; ΦΙΛ. Ξέρεις.
ΝΕΟ. Τί έχεις; δεν ξέρω. ΦΙΛ. Μα πώς να μην ξέρεις;
Ω πώπω, πώπω! ΝΕΟ. Φοβερό είν᾽ αλήθεια
κι ασήκωτο φορτιό το πάθημά σου.
ΦΙΛ. Φοβερ᾽ όσο δε λέγεται· μα ελέησέ με…
ΝΕΟ. Τί θες να κάμω; ΦΙΛ. Κοίτα μη σε πιάσει
φόβος και με προδώσεις· γιατ᾽ η αρρώστια
ξανάρχεται πολύν καιρό κατόπι
κι αφού χορτάσει αλλού ίσως να γυρίζει.
ΝΕΟ. Ω τί δυστυχισμένος που είσαι, αλήθεια
δυστυχισμένος, πὄχεις περασμένα
760 όλα τα βάσανα του κόσμου· θέλεις
να σε πιάσω; να σε στηρίξω κάπως;
ΦΙΛ. Όχι, άφησέ με· μόνο αυτά τα τόξα,
καθώς μου τα ζητούσες πριν, να, πάρ᾽ τα
ώς να περάσ᾽ η κρίση της αρρώστιας,
που τώρα με βαστά, και φύλαξέ τα
και σώσε μού τα· γιατί, σα μ᾽ αφήνει
πια το κακό, με κυριεύει ο ύπνος
και δε μπορεί να πάψει πριν, μα πρέπει
ήσυχο να μ᾽ αφήσουν να κοιμούμαι.
Κι αν στ᾽ αναμεταξύ φτάσουν εκείνοι,
770 στους θεούς σε ξορκίζω, να μην τύχει
και τους τα παραδώσεις, μήτε μόνος
με θέλημά σου, μήτε με τη βία,
μήτε μ᾽ άλλο κανένα τρόπο, αν θέλεις
να μη γενείς αιτία και του δικού σου
χαμού και μένα, που σου είμαι ικέτης.
ΝΕΟ. Έγνοια σου και το νου μου θα ᾽χω· σ᾽ άλλου
χέρια δεν πάνε, εκτός απ᾽ τα δικά μου
και τα δικά σου· δώσε τα κι ας είναι
η ώρα η καλή. ΦΙΛ. Νά, πάρε τα, παιδί μου,
και το Φθόνο προσκύνα, μη σου γίνουν
και σένα πολυστέναχτα, όπως ήταν
σε μένα και τον πρώτο κάτοχό τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου