Πόσο εύκολο είναι τελικά να αναλαμβάνει κανείς την προσωπική του ευθύνη σε όσα βιώνει;
Οι καταστάσεις δημιουργούνται από μόνες τους ή τις δημιουργούμε εμείς;
Φταίει η μοίρα, το πεπρωμένο, η τύχη ή οι επιλογές που κάνουμε;
Άνδρες και γυναίκες που νιώθουν ότι οι σύντροφοί τους δεν τους καταλαβαίνουν, γονείς που αισθάνονται ότι τα παιδιά τους δεν τους υπολογίζουν, φιλίες που χάνονται με το πέρασμα του χρόνου, αφού ο ένας περιμένει από τον άλλο κάποια κίνηση προσέγγισης, άνθρωποι που ταλαιπωρούνται και εγκλωβίζονται στις ίδιες τους τις επιλογές ή σε επιλογές που έχουν επιτρέψει σε άλλους να τους επιβάλλουν.
Συντροφικές σχέσεις
Συχνά στις συντροφικές σχέσεις ο ένας ρίχνει το «φταίξιμο» στον άλλο, χωρίς να αναρωτηθεί ποια είναι η συμμετοχή του σε όλο αυτό. Είναι πιο εύκολο ή πιο οικείο να στρέφουμε την προσοχή μας στο τι πρέπει να αλλάξει ο άλλος και όχι τι πρέπει να αλλάξουμε εμείς. Αυτό όμως αν και φαίνεται εύκολο, τελικά θα μας εγκλωβίσει.
Δε μπορούμε να ορίσουμε τι θα κάνει ο άλλος, αλλά μόνο τι θα κάνουμε εμείς σε σχέση με τον άλλο. Και αν υπάρχει κάποια πιθανότητα για αλλαγή και μετακίνηση, μόνο έτσι θα γίνει, αν καταφέρουμε να συνεπάρουμε και να εμπνεύσουμε τον σύντροφό μας στην αλλαγή, αλλάζοντας πρώτα εμείς οι ίδιοι.
Διαφορετικά, όσο ο άλλος δεν αλλάζει, εμείς θα «βουλιάζουμε», θα κλεινόμαστε όλο και περισσότερο στον εαυτό μας, θα θυμώνουμε και τελικά θα τον χρεώνουμε για τη δυστυχία μας, ενώ στην πραγματικότητα εμείς δεν θα έχουμε κάνει τίποτα παρά μόνο να περιμένουμε και να υπομένουμε. Ρόλος του συντρόφου δεν είναι να μας κάνει ευτυχισμένους ούτε ολοκληρωμένους ανθρώπους, αυτός είναι ο ρόλος του εαυτού μας, της προσωπικής μας ύπαρξης.
Σχέσεις γονέων-παιδιών
Υπάρχουν γονείς που νιώθουν ότι τα παιδιά τους δεν τους σέβονται, δεν τους υπολογίζουν, δεν τους ακούνε και πιστεύουν ότι δε μπορούν να κάνουν τίποτα σε σχέση με αυτό. Ίσως με έκπληξη θα άκουγαν από τα ίδια τους τα παιδιά ότι κι εκείνα έτσι νιώθουν.
Έχουν λοιπόν να αναρωτηθούν αν είναι πραγματικά κοντά στα παιδιά τους, αν ακούνε τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους ή προσπαθούν να τους επιβληθούν, αν παίρνουν στα σοβαρά όσα λένε τα παιδιά ή δεν τους δίνουν μεγάλη σημασία («εντάξει, σιγά, παιδιά είναι, δεν ξέρουν»).
Έχουν να ρωτήσουν τα παιδιά τους πώς νιώθουν, πώς μπορούν να τα βοηθήσουν, τι θα ήθελαν να αλλάξουν, τι τα ενοχλεί και να βρουν ένα νέο τρόπο επικοινωνίας. Με αυτό τον τρόπο, ο γονέας ορίζει τη σχέση που θέλει να έχει με το παιδί του, αντί να το «ανέχεται» και να νιώθει ανήμπορος.
Τα παιδιά, όταν αντιδρούν, θέλουν να περάσουν ένα μήνυμα στους γονείς που είναι πολύ σημαντικό να καταφέρουν να αποκωδικοποιήσουν.
Πίσω από τη σκέψη «δε με σέβεται το παιδί μου», έχει να μπει το ερώτημα «πόσο τελικά το σέβομαι εγώ;» ή και «πόσο σέβομαι τον/την σύντροφό μου;
Τι μηνύματα του έχω περάσει για το σεβασμό μέσα στην οικογένειά μας;». Για να αλλάξει το πρότυπο επικοινωνίας γονέα-παιδιού, χρειάζεται ο ενήλικας να καθοδηγήσει και να διδάξει το παιδί μέσα από το προσωπικό του παράδειγμα.
Η ανάληψη της προσωπικής ευθύνης όσο δύσκολη μπορεί να είναι ταυτόχρονα είναι και ανακουφιστική, λυτρωτική.
Μόνο τότε νιώθουμε ελεύθεροι και ικανοί να αλλάξουμε αυτά που θέλουμε.
Περνάμε από το ρόλο του ηθοποιού που παίζει με δοσμένο σενάριο στο ρόλο του σεναριογράφου της ζωής μας.
Αν θέλουμε να εξελίξουμε τις σημαντικές σχέσεις της ζωής μας, έχουμε να μετακινηθούμε από το «γιατί μου συμβαίνει αυτό;» στο «τι μπορώ να κάνω, για να το αλλάξω;»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου