Έχω λυγίσει. Παραδίνομαι. Έχω κουραστεί. Παραιτούμαι. Έχω τόσο οικειοποιηθεί με το μη υγιές, το βλαβερό, την επώδυνη επιμονή στο παράλογο. Να θέλω, μα να μην μπορώ. Να μην μπορώ σωματικά, ψυχικά, η πίεση να με πνίγει κι ας μας ήθελα όσο δεν ήθελα ποτέ ξανά, όσο δεν ήξερα ποτέ πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει η ισχύς των θέλω μου.
Εσύ, το χάος μου. Καταπατώ σταθερές και υπερβαίνω κριτήρια, έχοντας πλέον χάσει, κάθε έλεγχο. Άντεξα να αντέξω πιο πολλά απ’ ό,τι μου επέτρεπε η ιδιοσυγκρασία μου. Πιέστηκα να πιεστώ πιο βαθιά από ό,τι επέτρεπαν οι φυσικές δυνάμεις του οργανισμού μου. Τον αγνοούσα τον οργανισμό μου, μαζί και όλες του τις προειδοποιήσεις.
Κουράστηκα και παρέπεσα σε λάθη. Η δική μου πίεση, αφορμή να σου προκαλέσω εσένα πίεση. Ο πόνος μου, ο θυμός μου, το εσωτερικό κλάμα μου, αιτίες να χάσω τον έλεγχο και να ξεστομίσω λόγια που μετανιώνω σε κάθε στιγμή ανάμνησης, κάθε στιγμή που μου στερεί τις στιγμές μαζί σου. Πάλευα με πολλά, παλεύω με πολλά και κάποτε, τα χάνω. Μα, στης αγάπης τα επίπεδα, αν υπάρχουν, το παράλογο θα βρίσκεται ανέκαθεν πιο ψηλά απ’ όλα.
Και να ήξερες πόσο υπέμεινα πριν ξεσπάσω! Στην πραγματικότητα, το ξέσπασμα ήρθε τόσο αβίαστα, τόσο μόνο του, σχεδόν, απρόσκλητο. Συγγνώμη που δεν μπόρεσα να το ελέγξω και αυτό. Κατόρθωσα να χειριστώ ισχυρές κρίσεις πανικού, να χαλιναγωγήσω άνισες μάχες με το άγχος και την πίεση, χωρίς να σου πω ούτε λέξη. Μα δεν κατόρθωσα, ποτέ, να ρυθμίσω τις επιθυμίες μου και να εξισορροπήσω τη ψυχική μου γαλήνη με το συναίσθημα. Πόνεσα, πονούσα, μα ήθελα κάθε αυθεντική πτυχή του εαυτού σου και ήθελα όσο ποτέ να ξεδιπλώσεις κάθε κομμάτι σου, κάθε αλήθεια σου.
Σε ήθελα, όπως ακριβώς είσαι. Τι να σε έκανα άμα μου έμοιαζες; Το χάος σου, οι φοβίες σου, η ανάγκη να πιστεύεις ότι όλα είναι ρευστά, οι άμυνές σου, η αστάθειά σου, ήταν όλα, ένα προς ένα, τόσο γοητευτικά, ευπρόσδεκτα! Η αλήθεια σου, η απλότητά σου, το βλέμμα σου, η ψυχή σου... Αχ, η ψυχή σου!
Μα κιόλας, τι να με έκανα όταν τόσο καιρό μετά, έφτασα να μην μοιάζω καθόλου με εκείνη την τύπισσα που πρωτογνώρισες; Και ήθελα, μα τω θεώ, να αντέξω! Πάλευα για μία τόσο δα εισδοχή στο σκοτάδι σου. Στις πόρτες που έκλεινες κάθε μέρα και πιο απότομα, πάλευα άνισα να τρυπώσω, να χωρέσω αγάπη, ενσυναίσθηση, στήριγμα. Παράδοση άνευ όρων, έτσι, γιατί πίστευα πως στ’ αλήθεια, μπορούσα. Ήμουν πεπεισμένος πως οι δαίμονες θα εξαφανίζονταν, πως κάποια στιγμή τα κύματα θα ηρεμούσαν. Μα τελικά, κουράστηκα.
Χρειαζόμουν μόνο κάτι, ένα ακόμη απροσδιόριστο «κάτι» για να δικαιολογήσω όλες τούτες τις υπερβάσεις. Και το ‘χασα το παιγνίδι, δεν κατάφερα ποτέ να μου ανοιχτείς. Το χέρι μου το αρνήθηκες.
Τα ετερώνυμα έλκονται.. Αν έλκονται λέει...! Μα δεν ανέφερε ποτέ κανείς, πως τα ετερώνυμα αν δεν πετάξουν κάθε ισχυρό εγωισμό τους, πρόκειται να απωθήσουν ο ένας τον άλλο, σαν ομώνυμα ηλεκτρόνια. Όλοι μας έχουμε περάσει κάτι, είπες... Μα πόσο ίδια τυχεροί, δυνατοί και ατόφιοι σταθήκαμε;
Συγχώρα με που δεν σε ενέπνευσα να υπερβείς τον εαυτό σου και να θες να με διεκδικήσεις. Συγχώρα με που σε απογοήτευσα. Συγχώρα με που δεν κατόρθωσα ποτέ να σε προβληματίσω για την αιτία των ξεσπασμάτων μου, για τη βαθιά αυτοκριτική που ακόμα και οι ψυχές οι διαμαντένιες, οφείλουν να ακολουθούν.
Δεν ξέρω να σώζω, ούτε και να σώζομαι. Ξέρω όμως να αγαπώ, ρε!
Αντίο, διαμάντι μου. Εγώ, παραιτούμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου