Η σειρά που αρχίζει, Η Ρώμη και ο κόσμος της αναπληρώνει, για πρώτη φορά στην ιστορία της εκπαίδευσής μας, ένα κενό της σχολικής Αρχαιογνωσίας, η οποία, χρόνια τώρα, επιμένει στην απόλυτη ελληνική κυριότητά της, απωθώντας με αστόχαστη υπεροψία το μερίδιο των Ρωμαίων στη συγκρότηση και στην παράδοση της κλασικής παιδείας, που αναγνωρίστηκε θεμέλιος λίθος των ανθρωπιστικών σπουδών και του ανθρωπισμού στον λεγόμενο δυτικό κόσμο - και όχι μόνον.
Στην πραγματικότητα η επιστήμη της Αρχαιογνωσίας συμπίπτει, ως προς το διπλό αντικείμενό της και τον δίδυμο στόχο της, με την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Αν το ελληνικό στοιχείο χρονικά προηγήθηκε και ποιοτικά λειτούργησε ως πρότυπο, η ρωμαϊκή του διαμεσολάβηση εξασφάλισε την πρακτική του εμπέδωση και τη διάδοσή του, έστω με κάποια δόση αυτοκρατορικής επίδειξης και μεγαλαυχίας. Από την άποψη αυτή ο ρωμαϊκός κόσμος αποτελεί δημιουργική αντανάκλαση του ελληνικού κόσμου, κάτοπτρο που διαθλά τις ακτίνες που υποδέχεται. Αυτή η συνάντηση των δύο κόσμων (που δεν αποκλείει πολεμικές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και αισθητικές διαφορές) εξελίχθηκε σε γενικότερη πολιτισμική αμοιβαιότητα.
Τη συγγένεια και τη συνέχεια του ρωμαϊκού με τον ελληνικό κόσμο αποτυπώνεται με συναρπαστικό τρόπο στην σειρά που ακολουθεί. Το οποίο τοπικά επικεντρώνεται κυρίως στη Ρώμη και χρονικά επιμένει στην ακμή του ανύσματος μεταξύ 8ου προχριστιανικού και 5ου μεταχριστιανικού αιώνα, μοιράζεται σε δεκαπέντε κεφάλαια και καταλήγει στον «Βιογραφικό πίνακα της Ρώμης».
Συγκεκριμένα: το έγκυρο ιστορικό υλικό παρουσιάζεται σε μορφή «σφιχτής» ή «χαλαρής» αφήγησης, αναλόγως· εμπλουτίζεται με «υπολογισμένες δόσεις μυθοπλασίας»· συχνά δραματοποιείται σε ανταγωνιστικούς διάλογους· ο σχολικός διδακτισμός ανακουφίζεται με ευτράπελα ανέκδοτα· η σχολαστική σοβαροφάνεια εξουδετερώνεται με καταλυτικό χιούμορ· σήματα της ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας παραπέμπουν σε σύγχρονες υπερατλαντικές φιλοδοξίες. Με δυο λόγια: σε τούτη την σειρά, η αυστηρή φιλολογία συμφιλιώνεται με την απολαυστική λογοτεχνία. Τελικώς η μακρινή Ρώμη προβάλλεται στο παρόν ως παραδειγματική σύνθεση ομοιότητας και διαφοράς: ελληνικές οι ρίζες, δικός της ο κορμός, ανάμεικτο το φύλλωμα.
Η σειρά αυτή είναι ένα ανθολόγιο από τα μικρά και μεγάλα θαύματα ενός κόσμου που για περισσότερους από δέκα αιώνες όρισε τις τύχες της γνωστής οικουμένης και άφησε τεράστια πολιτική, πολιτισμική και γλωσσική κληρονομιά. Ο κόσμος αυτός -ο ρωμαϊκός- είναι από πολλές απόψεις η συνέχεια του ελληνικού, και οι δυο τους, δυστυχώς μαζί με τον χριστιανισμό, αποτελούν τον συνταγματικό χάρτη της Δύσης· κι αν η Δύση γνώρισε και γνωρίζει σήμερα βαθιές αλλαγές, τα ιστορικά ανακλαστικά της και ο τρόπος με τον οποίο στοχάζεται τις αλλαγές της διαμορφώνονται -είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι- από αυτό το πανίσχυρο τρίγωνο. Ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε και αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τους «άλλους» είναι συνάρτηση των ιστορικών μας εμπειριών κι όσο πληρέστερα μελετάμε αυτές τις εμπειρίες τόσο καλύτερα γνωρίζουμε τον εαυτό μας και τους «άλλους». Είναι σημαντικό να ξέρουμε καλά την ιστορική μας προπαίδεια· αλλιώς το γινόμενο της ιστορικής μας γνώσης και, κυρίως, της ιστορικής μας «ευφυΐας» είναι λειψό. Ο «αρχαίος ελληνικός πολιτισμός» και η δήθεν «ελληνοχριστιανική παράδοση», με τη Ρώμη αφαιρετέα, δίνουν λειψό γινόμενο.
Τα δεκαπέντε κεφάλαια που περιλαμβάνει η σειρά αυτή, δεν είναι, βέβαια, αρκετά για να ξετυλίξουν ολόκληρο το «παραμύθι της Ρώμης» - της μικρής αγροτικής πόλης που έγινε κοσμοκρατορία. Και πρώτα πρώτα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα άρθρα δεν προσφέρουν μια ολοκληρωμένη ιστορική αφήγηση για τη Ρώμη και τον κόσμο της. Παρόλο που ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι υπάρχει ένα αδρό χρονολογικό νήμα (από τις αρχές της ρωμαϊκής ιστορίας, ας πούμε κάπου στον 8ο αιώνα π.Χ., μέχρι τη διαίρεση της αυτοκρατορίας σε ανατολικό και δυτικό τμήμα και την τελική διάλυση του δυτικού τμήματος τον 5ο αιώνα μ.Χ.), πολλά σημαντικά γεγονότα και προσωπικότητες δεν παρουσιάζονται καθόλου ή κάνουν απλώς μια τυπική, ονομαστική εμφάνιση. Η χρονολογική και θεματική πληρότητα της ιστορικής αφήγησης άλλες προϋποθέσεις θα είχε και άλλους στόχους θα υπηρετούσε.
Ας πούμε, λοιπόν, τα άρθρα, στη μορφή με την οποία παρουσιάζεται, φιλοδοξουν πάνω απ᾽ όλα να προβάλουν μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες και ερεθιστικές σκηνές μιας μεγάλης ιστορικής υπερπαραγωγής με τον γενικό τίτλο «Ρώμη». Από την άποψη αυτή, θα μπορούσε να πει κανείς, μοιάζει με συστηματική «διαφήμιση» που θέλει και το ενδιαφέρον να εξάψει αλλά και την παιδευτική αξία του προϊόντος που διαφημίζει να δηλώσει. Όπως είναι γνωστό, στις μεγάλες ιστορικές υπερπαραγωγές δεν πρωταγωνιστούν μόνο πολιτικοί και στρατιωτικοί - με μια λέξη, «αστέρες» της δημόσιας ζωής. Έτσι, στο εγχειρίδιο, μαζί με τις όψεις του δημόσιου βίου, προβάλλονται στιγμιότυπα από αυτό που γενικά συνηθίσαμε να ονομάζουμε «ιδιωτικό βίο». Μαζί με τους καίσαρες, τους στρατηγούς και τις λεγεώνες τους, «ιστορία γράφει» και η καθημερινή ζωή με τα άγχη, τις γιορτές και τα θεάματά της. Κι ακόμη, η πνευματική ζωή, με τους δημιουργούς, τους στοχαστές και τους ποιητές της, συμπληρώνει τις θεματικές περιοχές που δίνουν υλικό στο ανθολόγιο - ή, όπως το είπαμε μόλις τώρα, στα διαφημιστικά στιγμιότυπα. Στρατηγοί που ανακατεύουν τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ρώμης με την προσωπική συναισθηματική ζωή τους· νεαροί Ρωμαίοι που συνοδεύονται για πρώτη φορά σε θεατρικές παραστάσεις· φανατικοί και «χούλιγκαν» του ιπποδρόμου· αυτοκράτορες που πασχίζουν να κυβερνήσουν το χάος μιας αυτοκρατορίας που «παραμεγάλωσε», ή άλλοι που γεννιούνται καλλιτέχνες αλλά «καταντούν» αυτοκράτορες, και άλλοι ακόμη που συνδυάζουν την απόλυτη εξουσία με την απόλυτη σχιζοφρένεια· ποιητές που νοιάζονται πιο πολύ για την αγαπημένη τους παρά για τα «ιερά και τα όσια» της πατρίδας· μονομάχοι που τη «γλίτωσαν» από την αρένα και αποφασίζουν να γράψουν τα προσωπικά τους απομνημονεύματα· σκυθρωποί φιλόσοφοι «αυστηρών αρχών» που έκαναν το λάθος να περάσουν μια νύχτα με τους ασύδοτους «γλεντζέδες» στη ρωμαϊκή «Μύκονο»· κουρασμένα παλληκάρια που βαρέθηκαν το πολύβουο και συνωστισμένο κέντρο της Ρώμης (και τα ακριβά της ενοίκια) και αναζητούν ήσυχο καταφύγιο στην εξοχή· άλλοι που φορτώνουν όλα τα κακά της μοίρας τους στους μετανάστες (και κυρίως στους μετανάστες από την Ελλάδα) και ανησυχούν για το μέλλον της «ρωμαιοσύνης»· φιλέλληνες που δεν είναι τελικά ακριβώς φιλέλληνες - όλοι αυτοί και όλα αυτά γράφουν τα κεφάλαια της Ρώμης που ανθολογείται και διαφημίζεται στο εγχειρίδιο.
Δυο τρεις σκέψεις που καθοδήγησαν τον σχεδιασμό και το στήσιμο της σειράς, θα άξιζε ίσως να τις δηλώσουμε εδώ εισαγωγικά. Η μία αφορά τη συστατική αρχή της δουλειάς μας, που είναι η παρουσίαση του ιστορικού υλικού με υπολογισμένες δόσεις μυθοπλασίας και ελεύθερης ιστορικής ανάπλασης. Οι αναγνώστες του blog έχουν εδώ την ευκαιρία να ανακαλύψουν τη «σκληρή ιστορική ύλη» μέσα σε κείμενα που, άλλοτε σε δραματοποιημένη διαλογική μορφή, άλλοτε με «χαλαρές» αφηγήσεις και κάποτε με ένα είδος «ανεκδοτολογικής όρεξης», θέλουν να αποφύγουν την εντύπωση της σχολαστικής καταγραφής και, πάνω απ᾽ όλα, του καταναγκαστικού διδακτισμού που, συνήθως, πάνε χέρι χέρι με την ανάγκη της σχολικής αποστήθισης. Ωστόσο, καμιά από τις μυθοπλαστικές «διευκολύνσεις» και κανένα από τα παραφραστικά «δολώματα» που χρησιμοποιούνται δεν φαλκιδεύουν τις «μαρτυρίες» που εγγυώνται την αξιοπιστία των πληροφοριών. Αντίθετα, όλα τα επιμέρους κεφάλαια έχουν τη σταθερή πραγματολογική αφορμή και βάση τους στη σύγχρονη ιστορική και φιλολογική βιβλιογραφία για τον ρωμαϊκό κόσμο· και σε πολλές περιπτώσεις ενσωματώνουν, με εύληπτο (που σημαίνει, βέβαια, και εν μέρει απλουστευμένο) τρόπο θεωρίες, ερμηνείες και απόψεις από την «τελευταία λέξη της μόδας».
Μια δεύτερη καθοδηγητική σκέψη είχε να κάνει με την ανάγκη να αναδειχθούν ορισμένες πτυχές της «ειδικής σχέσης» ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Ρώμη. Στα εκπαιδευτικά μας πράγματα, το ιστορικό και πολιτισμικό αυτό δίδυμο αντιμετωπίστηκε συχνά με τη σαρωτική, και γι᾽ αυτό απλουστευτική, βεβαιότητα ότι, με δεδομένη τη χρονολογική προτεραιότητα και ποιότητα του κλασικού ελληνικού πολιτισμού, ο ρωμαϊκός κόσμος (παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του και το γεγονός ότι «έβγαλε» κάμποσους καλούς διοικητές και μηχανικούς) υπήρξε λίγο πολύ απλός οφειλέτης και αντιγραφέας. Τι ακριβώς εξυπηρέτησε (σε άλλους καιρούς) αυτή η μονότροπη στάση είναι περίπου προφανές, αλλά έτσι κι αλλιώς το εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό ζήτημα δεν χωράει στις εισαγωγικές τούτες γραμμές. Την απαράγραπτη αλήθεια της ρωμαϊκής πολιτισμικής οφειλής στην Ελλάδα δεν την αμφισβήτησε κανείς ποτέ - αλλά κυρίως δεν την αμφισβήτησαν οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, που δεν θα κατασκεύαζαν τη συλλογική τους ταυτότητα όπως τελικά την κατασκεύασαν αν δεν υπήρχε «εκεί» η Ελλάδα να τους τυραννάει και να τους γοητεύει συνάμα. Κι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Κι ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι είναι ο πρώτος δυτικός λαός που υποβάλλει σε συστηματική κριτική την Ελλάδα και τους Έλληνες· και ίσως το πιο ενδιαφέρον απ᾽ όλα να είναι το ότι την κριτική αυτή στάση την κληροδότησαν, κάποτε μαζί με όλα τα σχετικά στερεότυπα, στους νεότερους ευρωπαϊκούς λαούς. Ορισμένα από τα παράδοξα και τα μυστήρια αυτής της σχέσης ανάμεσα σε Ελλάδα και Ρώμη προσπαθήσαμε να τα αποτυπώσουμε στα κεφάλαια της σειράς μας. Και στο κεφάλαιο αυτό δεν είναι μόνο οι μαθητές που έχουν πράγματα να μάθουν. Γιατί, από πολλές απόψεις, η ιστορία της Ρώμης είναι και μάθημα για την ελληνική αυτογνωσία.
Τρίτη καθοδηγητική αρχή, και συναφής με την προηγούμενη, ήταν η μέριμνα να τοποθετηθούν, όπου αυτό ήταν δυνατό και πρόσφορο, τα σχετικά με τον ρωμαϊκό κόσμο και πολιτισμό σε ένα διακριτικό αλλά αναγνωρίσιμο συγχρονικό πλαίσιο, δηλαδή να υποδηλωθούν ή να σημειωθούν οι σύγχρονες εκείνες παράμετροι οι οποίες, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, διαθέτουν σημαντική συγκριτική αξία καθώς μας επιτρέπουν να δούμε το παλαιό με σύγχρονους πολιτισμικούς και ιδεολογικούς όρους ή, αντίστροφα, να μετρήσουμε τη σύγχρονη εμπειρία με μέτρα και σταθμά που συνάγουμε ιστορικά από το παρελθόν. Αυτό ισχύει τόσο για τα «ελάσσονα» (για παράδειγμα, η κοινωνιολογική σημασιοδότηση του φανατισμού στον ρωμαϊκό ιππόδρομο ή της «χλιδάτης καλοπέρασης» στο διασημότερο ρωμαϊκό θέρετρο) όσο και για τα «μείζονα» - και ίσως το πιο μείζον από αυτά να είναι η παραδειγματική μοίρα της ρωμαϊκής πολιτικής και στρατιωτικής υπερδύναμης. Η Ρώμη μπορεί να είναι «μάθημα» για την (παγκοσμιοποιημένη πια) πολιτική μας αυτογνωσία.
Αλλά, μαζί με όλα αυτά, η Ρώμη και η ιστορική της περιπέτεια προσφέρουν άφθονες ευκαιρίες για δημιουργική αναψυχή. Αυτή την πλευρά του πράγματος το εγχειρίδιο φροντίζει να την κρατάει όσο περισσότερο μπορεί σε πρώτο πλάνο. Ο «Βιογραφικός πίνακας της Ρώμης», που ολοκληρώνει το εγχειρίδιο, υπενθυμίζει ότι ο «σκληρός σκελετός» της Ιστορίας, με την (πληκτική κάποτε) ονοματολογία και τις χρονολογίες του είναι πάντα και αναπόφευκτα «εκεί», αλλά, πριν από τον πίνακα, υπολογίζει πολύ στην ανιδιοτελή ευχαρίστηση της μαθησιακής περιέργειας και θέλει να είναι μια ευθεία πρόσκληση στην άνεση και τη σοφία ενός μεγάλου και πολύτιμου παραμυθιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου