Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἠλέκτρα (121-152)

ΧΟΡΟΣ
ὦ παῖ, παῖ δυστανοτάτας [στρ. α]
Ἠλέκτρα ματρός, τίν᾽ ἀεὶ
τάκεις ὧδ᾽ ἀκόρεστον οἰμωγὰν
τὸν πάλαι ἐκ δολερᾶς ἀθεώτατα
125 ματρὸς ἁλόντ᾽ ἀπάταις Ἀγαμέμνονα
κακᾷ τε χειρὶ πρόδοτον; ὡς ὁ τάδε πορὼν
ὄλοιτ᾽, εἴ μοι θέμις τάδ᾽ αὐδᾶν.
ΗΛ. ὦ γενέθλα γενναίων,
130 ἥκετ᾽ ἐμῶν καμάτων παραμύθιον·
οἶδά τε καὶ ξυνίημι τάδ᾽, οὔ τί με
φυγγάνει, οὐδ᾽ ἐθέλω προλιπεῖν τόδε,
μὴ οὐ τὸν ἐμὸν στενάχειν πατέρ᾽ ἄθλιον.
ἀλλ᾽, ὦ παντοί-
ας φιλότητος ἀμειβόμεναι χάριν,
135 ἐᾶτέ μ᾽ ὧδ᾽ ἀλύειν,
αἰαῖ, ἱκνοῦμαι.

ΧΟ. ἀλλ᾽ οὔτοι τόν γ᾽ ἐξ Ἀΐδα [ἀντ. α]
παγκοίνου λίμνας πατέρ᾽ ἀν-
στάσεις οὔτε γόοις οὔτε λιταῖσιν·
140 ἀλλ᾽ ἀπὸ τῶν μετρίων ἐπ᾽ ἀμήχανον
ἄλγος ἀεὶ στενάχουσα διόλλυσαι,
ἐν οἷς ἀνάλυσίς ἐστιν οὐδεμία κακῶν.
τί μοι τῶν δυσφόρων ἐφίῃ;
145 ΗΛ. νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς
οἰχομένων γονέων ἐπιλάθεται.
ἀλλ᾽ ἐμέ γ᾽ ἁ στονόεσσ᾽ ἄραρεν φρένας,
ἃ Ἴτυν, αἰὲν Ἴτυν ὀλοφύρεται,
ὄρνις ἀτυζομένα, Διὸς ἄγγελος.
ἰὼ παντλά-
150 μων Νιόβα, σὲ δ᾽ ἔγωγε νέμω θεόν,
ἅτ᾽ ἐν τάφῳ πετραίῳ,
αἰαῖ, δακρύεις.

***
ΚΟΜΜΟΣ ΧΟΡΟΥ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΑΣ

ΧΟΡΟΣ
Κόρη, πανάθλιας κόρη μητέρας,
έτσι θα σκούζεις αχόρταγα πάντα
του πατέρα σου, Ηλέκτρα; το θρήνο,
που τώρα και τόσον καιρό
άθεα η άπιστη τύλιξε η μάνα σου
στα δολερά της πλεμάτια
και σε κακά τον παράδωσε χέρια;
που είθε —αν αυτή μού επιτρέπεται η ευχή—
είθε, όποιος τα ᾽φερε αυτά, να χαθεί.

ΗΛΕ. Αρχοντοκόρες καλές μου,
έρχεστε παρηγοριά στα δεινά μου να φέρετε·
130 ξέρω, το νιώθω και δε με γελά
η προαίρεση αυτή σας· μα εγώ
να παρατήσω τους θρήνους
του αθλίου μου πατέρα δε θέλω.
Μα ω σεις, που μ᾽ αντιχαρίζετε
την κάθεν αγάπη σας,
αφήστ᾽ αχ αφήστε με, σας ικετεύω,
έτσι έξω φρενών να ξεδίνω.

ΧΟΡ. Μ᾽ αχ, απ᾽ τον Άδη —την παντοδόχα τη λίμνη—
πίσω ποτέ τον πατέρα σου δε θα τον φέρεις
ούτε με κλάψες ούτε με δέησες·
140 κι έξω από καθετί μέτρο σε ανώφελους
πόνους περνάς τη ζωή σου και φθείρεσαι
δίχως, μ᾽ αυτά, στα δεινά σου καμιά
να μπορεί να βρεθεί απαλλαγή.
Γιατί να βρίσκεις χαρά στ᾽ ανυπόφερτα;

ΗΛΕ. Αναίσθητος όποιος ξεχνά
τους γονιούς του, που μ᾽ άδικο θάνατο πήγαν.
Μα εγώ από καρδιάς μου ζηλεύω
τη γογγύχτρ᾽ αηδόνα
που όλο τον Ίτυ, τον Ίτυ της μύρεται,
η πλανταγμένη μηνύτρα της άνοιξης.
Ω και συ απ᾽ όλους πιο δύστυχη Νιόβη,
150 εγώ όμως θεό σε νομίζω,
γιατί απ᾽ τον πέτρινο τάφο σου μέσα
πάντα σου, αλίμονο, δάκρυα σταλάζεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου