Σημαντικότερο πνευματικό κέντρο στάθηκε αναμφίβολα στην Ελληνιστική εποχή η Αλεξάνδρεια· όμως για τη φιλοσοφία παγκόσμιο κέντρο έμεινε η Αθήνα, όπου όχι μόνο συνέχισαν να λειτουργούν η Ακαδημία και το Λύκειο αλλά ιδρύθηκαν και νέες σχολές. Η ολοκληρωμένη έκθεση των φιλοσοφικών θεωριών δεν είναι έργο της Γραμματολογίας, που περιορίζεται σε μια γενική παρουσίαση των σχολών, των σπουδαιότερων εκπροσώπων τους και του συγγραφικού τους έργου.[1]
Η Ακαδημία συνέχισε την πλατωνική παράδοση, δίνοντας βαρύτητα στις ιδέες και στους ιδεατούς αριθμούς περισσότερο παρά στον πραγματικό κόσμο. Παράλληλα, οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας ήρθε στιγμή να επιστρέψουν στη σωκρατική παράδοση, εστιάζοντας τα ενδιαφέροντά τους στην ηθική, αλλά και αμφισβητώντας ακόμα και τη δυνατότητα της αληθινής γνώσης. Για να περιγράψουν την εξέλιξη της ακαδημαϊκής σκέψης, οι ιστορικοί της φιλοσοφίας ξεχώρισαν μετά την Παλαιά Ακαδημία (του Πλάτωνα), δύο ακόμα φάσεις: τη Μέση και τη Νέα Ακαδημία.
Σημαντικός μετά τον Σπεύσιππο και τον Ξενοκράτη σχολάρχης της Ακαδημίας (314-270 π.Χ.) στάθηκε ο Πολέμων ο Αθηναίος, που υποστήριξε ότι στη συμπεριφορά του ανθρώπου η αρετή πρέπει να συμβαδίζει με τη φύση. Έγραψε αρκετά, μας πληροφορεί ο Διογένης Λαέρτιος,[2] αλλά έμειναν ανέκδοτα και χάθηκαν με την καταστροφή της Ακαδημίας.
Μαθητής του Πολέμωνα, και διάδοχός του στη διεύθυνση της Ακαδημίας, ο Κράτης ο Αθηναίος, που «άφησε πίσω του βιβλία (άλλα φιλοσοφικά, άλλα για την κωμωδία, άλλα με ομιλίες δημόσιες και πρεσβευτικές) αλλά και μαθητές αξιόλογους, ανάμεσά τους τον Αρκεσίλαο…» (Διογένης Λαέρτιος 4.23).
Ο Αρκεσίλαος από τη μικρασιατική Πιτάνη (316-242 π.Χ.), μαθητής του περιπατητικού Θεόφραστου αλλά και του Πολέμωνα και του Κράτη, σηματοδότησε τη στροφή από την Παλαιά στη Μέση Ακαδημία. Συγκεκριμένα, αντιδρώντας στον δογματισμό των Στωικών, ο Αρκεσίλαος ξαναγύρισε στους σωκρατικούς διαλεκτικούς τρόπους: πρόβαλλε επιχειρήματα ενισχύοντας ή αναιρώντας κάθε θέση χωρίς να καταλήγει πουθενά. Μόνη σωστή στάση ήταν κατά τη γνώμη του η ἐποχή, όπως την εδίδασκε ο Πύρρων, δηλαδή η αναστολή κάθε οριστικής κρίσης - και γι᾽ αυτό δεν έγραψε τίποτα!
Για τον ίδιο λόγο, πιστεύοντας στην ἐποχή, δεν άφησε συγγραφικό έργο και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Μέσης Ακαδημίας, ο Καρνεάδης από την Κυρήνη (214-129 π.Χ.), άνθρωπος φιλόπονος με σημαντικά ρητορικά προσόντα, που ως αποσταλμένος στη Ρώμη[3] είχε αγορεύσει τη μια μέρα υπέρ και την άλλη εναντίον της δικαιοσύνης. Ωστόσο, αν και πίστευε πως κάθε σταθερή θέση είναι άσκοπη, γιατί δεν υπάρχει οριστικό κριτήριο της αλήθειας, πάλι δίδασκε ότι μπορεί κανείς μελετώντας τις πιθανότητες να αποφύγει τα μεγάλα λάθη.
Η στροφή προς τη Νέα Ακαδημία σημειώθηκε μετά την καταστροφή της σχολής, της βιβλιοθήκης και του αρχείου της από τον Σύλλα (84 π.Χ.), όταν επικεφαλής ήταν ο Αντίοχος από την Ασκάλωνα της Συρίας. Ως φιλόσοφος ο Αντίοχος μπορεί και πρέπει να χαρακτηριστεί εκλεκτικός, καθώς η διδασκαλία του βασίστηκε σε θέματα όπου οι ακαδημαϊκοί, οι περιπατητικοί και οι στωικοί φιλόσοφοι σε γενικές γραμμές συμφωνούσαν. Ο εκλεκτισμός του μεταδόθηκε και στον διασημότερο μαθητή του, τον Κικέρωνα, που παρακολούθησε μαθήματά του όταν επισκέφτηκε την Αθήνα, το 77 π.Χ.
Από τα έργα των παραπάνω διαδόχων του Πλάτωνα σώζονται μόνο περιορισμένα αποσπάσματα και πληροφορίες.
Το Λύκειο συνέχισε την περιπατητική φιλοσοφική παράδοση του ιδρυτή του, τον εμπειρισμό και την καλλιέργεια των επιμέρους επιστημών. Ενώ όμως το διδακτικό και ερευνητικό έργο εξακολούθησε για αιώνες σε αυτό το πραγματικό παν-επιστήμιο, η φιλοσοφική θεωρία του Αριστοτέλη παραμελήθηκε και τα συγγράμματά του, εξαιρώντας κάποιους εξωτερικούς διάλογους, έμεναν άγνωστα. Σταθμό και ανανέωση της περιπατητικής φιλοσοφίας αποτέλεσε, τον 1ο π.Χ. αιώνα, η ανεύρεση και η έκδοση των έργων του Αριστοτέλη από τον τότε επικεφαλής του Λυκείου, τον Ανδρόνικο από τη Ρόδο.
Μαθητής του Αριστοτέλη ο Εύδημος (4ος/3ος π.Χ. αι.) γύρισε, μετά τον θάνατο του δασκάλου του, στην πατρίδα του τη Ρόδο, όπου ίδρυσε δική του σχολή. Όπως ο Θεόφραστος, έτσι και ο Εύδημος έμεινε πιστός στην αριστοτελική διδασκαλία. Από τα πολλά του λογικά, μαθηματικά, αστρονομικά κ.ά. έργα πιο γνωστά μάς είναι τα Φυσικά, όπου με ελάχιστες παραλλαγές επαναλάβαινε και διευκρίνιζε το ομώνυμο έργο του Αριστοτέλη.
Μαθητής του Αριστοτέλη ήταν και ο Δημήτριος ο Φαληρέας (4ος/3ος π.Χ. αι.), ρήτορας, πολιτικός και νομοθέτης, που ως εκπρόσωπος του Κασσάνδρου κυβέρνησε για δέκα χρόνια την Αθήνα και θέλησε, ως ένα σημείο και πέτυχε, να επιβάλει στους Αθηναίους τις περιπατητικές ηθικές και πολιτικές αρχές. Αντίστοιχα, στο μεγάλο πλήθος των έργων του περιλαμβάνονταν διατριβές Περὶ νόμων, Περὶ τῆς δεκαετίας, Περὶ δημαγωγίας, Περὶ ῥητορικῆς κ.ά.π.
Ο Στράτων από τη Λάμψακο ήταν για πολλά χρόνια δάσκαλος του Πτολεμαίου Β' πριν διαδεχτεί τον Θεόφραστο στη διεύθυνση του Λυκείου (287 π.Χ.). Από τα πολλά και ποικίλα έργα που παραδίδεται ότι έγραψε πιο γνωστές ήταν οι διατριβές του σε θέματα κοσμολογίας και φυσικής, ίσως γιατί σε αυτές δε δίστασε να διαφωνήσει με τον Αριστοτέλη.
Ο Κριτόλαος από τη μικρασιατική Φάσηλη ήταν διευθυντής του Λυκείου από το 180 ως το 170 π.Χ. Αξιοσημείωτη ήταν η τάση του να υποτιμά τους πολιτικούς ρήτορες και γενικά τη ρητορική, που τη θεωρούσε «περισσότερο κακοτεχνία παρά τέχνη». Αξία είχαν γι᾽ αυτόν οι θεωρητικοί φιλόσοφοι ως διδάσκαλοι κάθε αρετής.
Από τα έργα των μετά τον Θεόφραστο περιπατητικών φιλοσόφων της Ελληνιστικής εποχής δε σώζονται παρά περιορισμένα αποσπάσματα και πληροφορίες.
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ (341-271 π.Χ.)[4]
Λάθε βιώσας.[5]
Γεννήθηκε στη Σάμο από Αθηναίους γονείς, αλλά αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του στην Κολοφώνα. Κατά την παράδοση μαθήτεψε στον Ναυσιφάνη, οπαδό του Δημόκριτου, και στον Πάμφιλο, οπαδό του Πλάτωνα. Νέος έζησε στη Μυτιλήνη και στη Λάμψακο, όπου ίδρυσε και την πρώτη του σχολή. Τριάντα πέντε χρονών πήγε στην Αθήνα, αγόρασε ένα σπιτάκι με κήπο στην περιφέρεια της πόλης και εγκατάστησε τη σχολή του, τον Κήπο, περισσότερο μια φιλική κοινότητα όπου μπορούσε ο καθένας να έρθει να συμφιλοσοφήσει παρά σχολή με τη συνηθισμένη έννοια. Η διδασκαλία του είχε επιτυχία, γιατί ανταποκρινόταν στις ανάγκες των ανθρώπων της εποχής και γιατί ο ίδιος με την προσωπικότητα και τον τρόπο ζωής του αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα ατάραχου και ευτυχισμένου ανθρώπου: μάρτυρες «η ευγνωμοσύνη στους γονείς του, η συμπαράσταση στους αδελφούς του, η καλοσύνη του στους υποτακτικούς, γενικά η φιλάνθρωπη στάση του απέναντι σε όλους. Δεν περιγράφονται με λόγια η ευσέβειά του προς τους θεούς και η φιλοπατρία του» (Διογένης Λαέρτιος 10.10).
Ο Επίκουρος πίστευε ότι σκοπός της φιλοσοφίας δεν είναι να προσφέρει γνώσεις και ικανότητες, αλλά να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Έτσι η στάση του ήταν αρνητική απέναντι στη ρητορική, τη λογική, τα μαθηματικά και τα άλλα νοητικά πεδία, καθώς μεγαλύτερη αξία από τον νου είχαν, πίστευε, οι αισθήσεις. Θετικές έννοιες στη διδασκαλία του ήταν η αυτάρκεια, που χαρίζει ελευθερία, η φιλία, που συμβάλλει στην ασφάλεια, η φρόνηση, η ψυχική αταραξία, πάνω απ᾽ όλα η ηδονή, σε αντίθεση με τον πόνο, τον φόβο, τη λύπη και τη στέρηση. Την ηδονή ο Επίκουρος τη θεωρούσε σύδδετη με την ανθρώπινη φύση και δεν την ξεχώριζε από την αρετή. Χαρακτηριστική και η διδασκαλία του για τον θάνατο, που δεν πρέπει, έλεγε, καθόλου να τον φοβόμαστε, γιατί «όσο υπάρχουμε εμείς δεν είναι παρών ο θάνατος, και όταν είναι παρών ο θάνατος, δεν υπάρχουμε εμείς» (Διογένης Λαέρτιος 10.125).
Το συγγραφικό έργο του Επίκουρου ήταν τεράστιο: πάνω από 40 διατριβές, ανάμεσά τους μία Περὶ Φύσεως σε 37 βιβλία. Στα χέρια μας έφτασαν (α) το έργο Κύριαι δόξαι, όπου είχαν καταγραφεί για διδακτική χρήση, καλοδιατυπωμένες σε απλό λόγο, ορισμένες βασικές του θέσεις,[6] (β) η διαθήκη του, και (γ) τρεις επιστολές - σημαντικές, καθώς στη μία εκθέτει συμπυκνωμένες τις απόψεις του για τη φυσική, στην άλλη για τα ουράνια φαινόμενα, και στην τρίτη για την ηθική. Πληροφορίες για τη διδασκαλία και αποσπάσματα από έργα του Επίκουρου μας διασώζουν πλήθος ακόμα πηγές, π.χ. οι καρβουνιασμένοι πάπυροι της έπαυλης του Πίσωνα στο Ηράκλειο, κοντά στην Πομπηία, που όταν διαβάζονται μας αποκαλύπτουν κομμάτια από τα συγγράμματα του Φιλόδημου.[7]
Διάδοχοι του Επίκουρου υπήρξαν πολλοί, η σχολή του κρατήθηκε ζωντανή ως και τον 1ο π.Χ. αιώνα, και η διδασκαλία του πολύ περισσότερο. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η διάδοση της επικούρειας φιλοσοφίας στη Ρώμη, όπου ανάμεσα στους φίλους και οπαδούς της συγκαταλέγονταν προσωπικότητες όπως ο Οράτιος, ο Σενέκας, ο Λουκρήτιος πάνω απ᾽ όλους, που το έργο του Για τη φύση των πραγμάτων (De rerum natura) αποτελεί ολοκληρωμένη έκθεση της φυσικής θεωρίας του Επίκουρου.
Ανταγωνιστική, ναι και εχθρική, προς τον Κήπο στάθηκε η δεύτερη φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε και άκμασε στα ελληνιστικά χρόνια, η Στοά. Η εξαιρετικά μεγάλη της διάρκεια και οι μεταλλαγές της οδήγησαν τους ιστορικούς της φιλοσοφίας να ξεχωρίζουν, όπως και στην περίπτωση της Ακαδημίας, τρεις φάσεις: την Αρχαία και τη Μέση Στοά στην Ελληνιστική εποχή, και τη Νέα Στοά στους ρωμαϊκούς χρόνους.[8]
ΖΗΝΩΝ (332-261 π.Χ.)
Γεννήθηκε στο Κίτιο της Κύπρου, αλλά η καταγωγή του ήταν από τη Φοινίκη. Είκοσι χρονών βρέθηκε στην Αθήνα, όπου για δέκα χρόνια μαθήτεψε στον Κράτη τον κυνικό, στον Στίλπωνα τον μεγαρικό και στον Πολέμωνα της Ακαδημίας. Στα τριάντα του άρχισε να δίνει ο ίδιος μαθήματα στην Ποικίλη στοά,[9] απ᾽ όπου πήρε και το όνομά της η σχολή του. Η διδασκαλία του είχε εξαρχής μεγάλη επιτυχία και συγκέντρωνε πολλούς και σημαντικούς μαθητές. Οι Αθηναίοι τον στεφάνωσαν όσο ζούσε, και όταν πέθανε του παραχώρησαν, αν και ήταν ξένος, δημόσιο τάφο στον Κεραμεικό - για να ξέρουν όλοι, έγραφε το ψήφισμα, ότι ὁ δῆμος τῶν Ἀθηναίων τοὺς ἀγαθοὺς καὶ ζῶντας τιμᾷ καὶ τελευτήσαντας (Διογένης Λαέρτιος 7.12). Η φιλοσοφία του είχε δεχτεί έντονες επιδράσεις, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να διαφέρει σημαντικά τόσο από τα κλασικά συστήματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη όσο και από τη σύγχρονη διδασκαλία του Επίκουρου και των σκεπτικών. Δική του ήταν η διαίρεση της φιλοσοφίας σε (α) Λογική, με περιεχόμενο τη γνωσιολογία, τη γραμματική, τη ρητορική και τη λογική, (β) Φυσική, με περιεχόμενο την οντολογία, την κοσμολογία, την ψυχολογία και τη θεολογία, και (γ) Ηθική, όπου έδινε και το μεγαλύτερο βάρος. Στόχος της φιλοσοφίας ήταν (τι άλλο;) η ευδαιμονία, με απαραίτητη προϋπόθεση την αρετή. Μια γνώμη του δείχνει πόσο η σκέψη του ήταν συνταιριασμένη με τις τάσεις της εποχής: «Μη ζούμε οργανωμένοι χώρια σε πόλεις και σε δήμους, έχοντας καθορίσει δικά μας κάθε τόπος δίκαια, αλλά όλους τους ανθρώπους να τους θεωρούμε συνδημότες και συμπολίτες· ένας να είναι ο τρόπος της ζωής και μία η τάξη, όπως σε ένα κοπάδι που συμβόσκει και συντρέφεται ολόκληρο με τον ίδιο κανονισμό.»[10]
Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονταν, εκτός από τις φιλοσοφικές του διατριβές Περὶ τοῦ κατὰ φύσιν βίου, Περὶ παθῶν κλπ., και έργα φιλολογικά: Περὶ λέξεων, Περὶ ποιητικῆς ἀκροάσεως και πέντε βιβλία Ὁμηρικῶν προβλημάτων - όλα, εκτός από ελάχιστα αποσπάσματα, χαμένα.
Το Ζήνωνα διαδέχτηκε στη Στοά ο Κλεάνθης από την Άσσο της Τρωάδας (330-232 π.Χ.). Στην Αθήνα είχε έρθει ως φτωχός πυγμάχος, αλλά ενθουσιάστηκε με τη διδασκαλία του Ζήνωνα τόσο ώστε τη νύχτα να δουλεύει στα περιβόλια και την ημέρα να σπουδάζει. Ως επικεφαλής της σχολής ἐφιλοσόφησε γενναιότατα: έμεινε πιστός στις θεωρίες του δασκάλου του, έγραψε πλήθος βιβλία να τις στηρίξει και να τις συμπληρώσει, ανάπτυξε τη στωική θεολογία και σύνθεσε έναν τεχνικά άρτιο και φιλοσοφικά μεστό Ύμνο στον Δία, που μας σώζεται. Ωστόσο, στα χρόνια του η στωική φιλοσοφία αμφισβητήθηκε από πολλές πλευρές και η σχολή ίσως να είχε διαλυθεί, αν δεν τύχαινε ο επόμενος σχολάρχης της, ο Χρύσιππος, να αποδειχτεί τόσο δυναμικός και αξιόλογος.
ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ (περ. 280-205 π.Χ.)
Εἰ μὴ γὰρ ἦν Χρύσιππος, οὐκ ἂν ἦν στοά.[11]
Διογένης Λαέρτιος 7.183
Καταγόταν από τους Σόλους της Κιλικίας. Νέος ήρθε στην Αθήνα και αρχικά σπούδασε στην Ακαδημία. Αργότερα προσχώρησε στον στωικισμό και αναδείχτηκε, σε δύσκολους καιρούς, ικανός σχολάρχης και σωτήρας της Στοάς. Άνθρωπος «ευφυής και απότομος τσακώθηκε με τον Ζήνωνα, αλλά και με τον Κλεάνθη. Στον τελευταίο έλεγε συχνά ότι του φτάνει να διδάσκεται τα δόγματα· τις αποδείξεις θα τις βρει μονάχος» (Διογένης Λαέρτιος 7.179). Πραγματικά, η διαλεκτική άνεση που είχε αποχτήσει στην Ακαδημία και οι συλλογιστικές του ικανότητες τον βοήθησαν πρώτος αυτός να συστηματοποιήσει τη στωική διδασκαλία και να τη στηρίξει σε στέριες ορθολογικές βάσεις.
Η παράδοση του αποδίδει πάνω από 700 διατριβές, που αφορούσαν όλα σχεδόν τα πεδία της φιλοσοφίας. Έτσι, δεν απορούμε όταν μαθαίνουμε ότι τα συγγράμματά του ήταν συνθεμένα ανέμελα, γεμάτα επαναλήψεις, παλινωδίες και παραθέματα από άλλους συγγραφείς.
Η στροφή της Αρχαίας προς τη Μέση Στοά πραγματοποιήθηκε με τον Παναίτιο από τη Ρόδο (περ. 185-109 π.Χ.). Πριν ενταχτεί στη Στοά, ο Παναίτιος είχε μαθητέψει στον Κράτη, τον άξιο φιλόλογο της Περγάμου. Έζησε στη Ρόδο, όπου ήταν ιερέας του Ποσειδώνα, στη Ρώμη, όπου συντρόφεψε με τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό, και στην Αθήνα, όπου τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του ως επικεφαλής της Στοάς προσέλκυσε και δίδαξε πλήθος αξιόλογους μαθητές. Η φιλοσοφία του, λιγότερο αυστηρή από των προκατόχων του, αποδεχόταν ορισμένες από τις προτάσεις της Ακαδημίας και του Περιπάτου· και σε θέματα ηθικής η διδασκαλία του ήταν προσαρμοσμένη στα ιδανικά των (ρωμαίων) πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών. Τα συγγράμματα του Παναίτιου έχουν χαθεί· όμως το έργο του Κικέρωνα De officiis ακολουθεί σε πολλά τη δική του ομότιτλη διατριβή Περὶ τοῦ καθήκοντος.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟΣ (περ. 135-50 π.Χ.)
Ο Ποσειδώνιος από την Απάμεια της Συρίας ήταν μαθητής του Παναίτιου. Για πολλά χρόνια ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γαλατία και τη Βόρεια Αφρική, ώσπου τελικά εγκαταστάθηκε και δίδαξε στη Ρόδο, όπου παρακολούθησαν για λίγο τα μαθήματά του και αναγνώρισαν την αξία του πρώτα ο Κικέρωνας (77 π.Χ.), αργότερα και ο Πομπήιος (66 και 62 π.Χ.).[12]
Τα ενδιαφέροντα, αντίστοιχα και τα συγγράμματα, του Ποσειδώνιου δεν περιορίζονταν στην ηθική, τη λογική και τα άλλα καθαυτό φιλοσοφικά πεδία, αλλά επεκτείνονταν και στη θεολογία, την κοσμολογία, την αστρονομία, τη φυσιογνωσία, τη γεωγραφία, την εθνογραφία και την ιστορία. Στο τελευταίο αυτό πεδίο ο Ποσειδώνιος αποφάσισε να συνεχίσει το ιστορικό έργο του Πολύβιου και έγραψε τη Μετὰ Πολύβιον ἱστορίην σε 56 βιβλία, καλύπτοντας τα χρόνια από το 146 ως το 88 π.Χ.
Το πλάτος των ενδιαφερόντων και η ανθρωπολογική πολυμάθεια του Ποσειδώνιου τον βοήθησαν να διαμορφώσει ένα φιλοσοφικό σύστημα οικουμενικό, ταιριαστό με την ιστορική εικόνα της εποχής, όπου η ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατείχε και καθόριζε τα πάντα. Ενιαίο και ταχτικό το σύμπαν του Ποσειδώνιου περιλάβαινε τους θεούς, τους ανθρώπους και τον φυσικό κόσμο, όλα σε αρμονική συνύπαρξη και συνεργασία, δεμένα με αυτό που οι στωικοί ονόμαζαν συμπάθειαν.
Από τα πάμπολλα έργα του Ποσειδώνιου δε μας σώθηκε κανένα. Μόνο πληροφορίες έχουμε, κάποια παραθέματα και αναφορές, που δείχνουν τη μεγάλη του επίδραση στους μεταγενέστερους στοχαστές, Έλληνες και Ρωμαίους.
Τα έργα του Ποσειδώνιου δεν ήταν τα μόνα που χάθηκαν. Αν εξαιρέσουμε τον Ύμνο στον Δία του Κλεάνθη, από την πλούσια παραγωγή της Αρχαίας και τη Μέσης Στοάς κανένα έργο δε μας έχει σωθεί. Παράξενο, γιατί οι έμμεσες αναφορές και πληροφορίες δείχνουν πως η στωική διδασκαλία είχε μεγάλη απήχηση στη σκέψη όχι μόνο της Ελληνιστικής εποχής αλλά και των αιώνων που ακολούθησαν.
Η τρίτη φιλοσοφική κατεύθυνση που αναπτύχτηκε στα αλεξανδρινά χρόνια, η Σκέψις, δεν οργανώθηκε σε σχολή με την κυριολεκτική έννοια, αλλά βασίστηκε στην προφορική διδασκαλία του Πύρρωνα, όπως διαμορφώθηκε και συμπληρώθηκε από τους μαθητές του.
ΠΥΡΡΩΝ (περ. 360-270 π.Χ.)
Παντὶ λόγῳ λόγος ἀντίκειται.[13]
Διογένης Λαέρτιος 9.74
Γεννήθηκε στην Ηλεία και κατά την παράδοση ακολούθησε τον Μεγαλέξανδρο στην εκστρατεία του ως τις Ινδίες, όπου γνώρισε τη φιλοσοφία των Γυμνοσοφιστών και των Μάγων. Βέβαιο είναι μόνο ότι για πολλά χρόνια έζησε φτωχός και τιμημένος στην πατρίδα του ως ανεξάρτητος δάσκαλος της φιλοσοφίας.
Ο Πύρρων δεν άφησε πίσω του κανένα σύγγραμμα - φυσικά, θα λέγαμε, αφού πίστευε ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια της αλήθειας, ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο και ότι ο κάθε λόγος ισχύει ακριβώς όσο και ο αντίθετός του, δηλαδή καθόλου. Το μόνο που μπορεί και πρέπει να κάνει κανείς είναι να σκέπτεται (δηλαδή να παρατηρεί) τα φαινόμενα, παραμένοντας αδιάφορος, ατάραχος και κατά συνέπεια ευτυχισμένος.
Πρόδρομοι του σκεπτικισμού[14] μπορούν να θεωρηθούν όλοι όσοι κατά καιρούς είχαν αμφισβητήσει είτε την ίδια την ύπαρξη της αλήθειας είτε τη δυνατότητα των ανθρώπων να την καθορίσουν· όμως η απόλυτη ἐποχή, δηλαδή η άρνηση του σοφού να εκφέρει οποιαδήποτε κρίση, πρέπει να αποδοθεί στη διδασκαλία του Πύρρωνα, απ᾽ όπου και την υιοθέτησαν ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης της Μέσης Ακαδημίας.
Η διδασκαλία του Πύρρωνα συστηματοποιήθηκε και καταγράφηκε πολύ αργότερα, τον 1ο π.Χ. αιώνα, από τον κρητικό Αινεσίδημο που δίδασκε φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια. Τα Πυρρωνείων λόγων ὀκτὼ βιβλία που έγραψε έχουν στο μεγαλύτερο μέρος τους χαθεί· όμως το περιεχόμενό τους μας είναι λίγο πολύ γνωστό από άλλους συγγραφείς, σύγχρονους όπως ο Κικέρων, ή μεταγενέστερους όπως ο Σέξτος ο εμπειρικός.
Στο κεφάλαιο της αλεξανδρινής φιλοσοφίας εντάσσονται τρεις ακόμα συγγραφείς, που προτίμησαν να φιλοσοφήσουν με σατιρική διάθεση, και σε στίχους:
Ο Τίμων από τη Φλιούντα (περ. 320-230 π.Χ.) ήταν μαθητής του Πύρρωνα. Έγραψε πλήθος έργα, πεζά και ποιητικά, ανάμεσά τους και σατιρικούς σίλλους, όπου διακωμωδούσε τα ποικίλα φιλοσοφικά συστήματα και τους εκπροσώπους τους.
Ο Κερκίδας από τη Μεγαλόπολη (περ. 290-220 π.Χ.), πολιτικός, νομοθέτης και θαυμαστής του κυνικού Διογένη, έγραψε ηθικοπλαστικούς Μελιάμβους σε δωρική διάλεκτο, όπου επαινούσε τον Έρωτα όταν έρχεται ευνοϊκός, αλλά κατηγορούσε τον πλούτο και τους θεούς που δεν τον μοιράζουν σωστά.
Σύγχρονος του Κερκίδα και μαθητής των κυνικών ήταν ο Μένιππος από τα Γάδαρα της Συρίας, που με τη σειρά του διακωμώδησε τα φιλοσοφικά συστήματα και τους φιλοσόφους. Τα έργα του, όπου ο πεζός λόγος διανθιζόταν με στίχους, έχουν χαθεί, αλλά η ολοφάνερη επίδρασή τους σε κατοπινούς έλληνες και ρωμαίους σατιρικούς συγγραφείς μάς επιτρέπει να μαντέψουμε την ευστοχία και την ευρηματικότητά τους.
---------------------
1. Για την ελληνιστική φιλοσοφία βλ. Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι
2. Ο Διογένης ο Λαέρτιος, συγγραφέας του 3ου μ.Χ. αιώνα, έγραψε τη Φιλοσόφων βίων καὶ δογμάτων συναγωγή, που αποτελεί την καλύτερή μας πηγή για τη ζωή και τις θεωρίες των αρχαίων φιλοσόφων.
3. Το 156 π.Χ. οι Αθηναίοι, για να υποστηρίξουν τη θέση τους σε μια διαφορά που είχαν με τους κατοίκους του Ωρωπού, έστειλαν στη Ρώμη αντί για άλλους εκπροσώπους τρεις φιλοσόφους: τον ακαδημαϊκό Καρνεάδη, τον στωικό Διογένη και τον περιπατητικό Κριτόλαο. Οι τρεις τους εντυπωσίασαν με τη σοφία και την ευγλωττία τους τους Ρωμαίους τόσο, ώστε ορισμένοι συντηρητικοί κύκλοι φοβήθηκαν πως θα διαφθείρουν τους νέους και φρόντισαν να τους ξαποστείλουν το γρηγορότερο.
4. Περισσότερα για τον Επίκουρο και τη φιλοσοφία του βλ. Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι.
5.«Ζήσε αθόρυβα (μακριά από την πολιτική), να μη σε καταλάβουν.»
6. Ένα νεότερο γνωμολόγιο του Επίκουρου σώζεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού.
7. Ο Φιλόδημος από τα Γάδαρα της Συρίας (περ. 110-40 π.Χ.), φιλόσοφος και ποιητής, έζησε για ένα διάστημα στη Νεάπολη της Κάτω Ιταλίας, όπου με τη διδασκαλία, τις γνωριμίες και τα πολλά του συγγράμματα βοήθησε να διαδοθεί η φιλοσοφία του Επίκουρου.
8. Περισσότερα για τη φιλοσοφία της Στοάς Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι.
9. Ποικίλη (πολύχρωμη) ονομαζόταν μια από τις στοές της αθηναϊκής αγοράς, γιατί την κοσμούσαν πλήθος τοιχογραφίες, ανάμεσά τους και η περίφημη «Ιλίου πέρσις» του Πολύγνωτου.
10. Μὴ κατὰ πόλεις μηδὲ δήμους οἰκῶμεν ἰδίοις ἕκαστοι διωρισμένοις δικαίοις, ἀλλὰ πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα δημότας καὶ πολίτας· εἷς δὲ βίος ᾗ καὶ κόσμος, ὥσπερ ἀγέλης συννόμου νόμῳ κοινῷ συντρεφομένης (απόσπ. 262 = Πλούταρχος, Ηθικά 329a-b).
11. «Αν δεν υπήρχε ο Χρύσιππος, δε θα υπήρχε ούτε η στοά.»
12. Χαρακτηριστικό ότι, όταν ο Ποσειδώνιος έγραψε μια ξεχωριστή Περὶ Πομπήιον ἱστορίαν, ο Κικέρωνας ζήλεψε και του έστειλε μιαν έκθεση της δικής του προσωπικής δράσης· όμως η ελπίδα να τον τιμήσει και αυτόν ο φιλόσοφος με ένα του έργο διαψεύστηκε.
13. «Ο κάθε λόγος έχει (ισότιμο) αντίλογο».
14. Σκεπτικισμός ονομάζεται στην ιστορία της φιλοσοφίας η θεωρία του Πύρρωνα και Σκεπτικοί (φιλόσοφοι) οι οπαδοί της. Ωστόσο, στη νεότερη γλώσσα ο όρος σκεπτικισμός χρησιμοποιείται γενικότερα με τη σημασία της «αμφιβολίας,» της «αμφισβήτησης», ακόμα και της «δυσπιστίας» απέναντι σε κάθε ισχυρισμό· και όσοι τηρούν αυτή τη στάση ονομάζονται «σκεπτικιστές».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου