Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (473-507)

ΚΡ. ἀλλ᾽ ἴσθι τοι τὰ σκλήρ᾽ ἄγαν φρονήματα
πίπτειν μάλιστα, καὶ τὸν ἐγκρατέστατον
475 σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ
θραυσθέντα καὶ ῥαγέντα πλεῖστ᾽ ἂν εἰσίδοις.
σμικρῷ χαλινῷ δ᾽ οἶδα τοὺς θυμουμένους
ἵππους καταρτυθέντας· οὐ γὰρ ἐκπέλει
φρονεῖν μέγ᾽ ὅστις δοῦλός ἐστι τῶν πέλας.
480 αὕτη δ᾽ ὑβρίζειν μὲν τότ᾽ ἐξηπίστατο,
νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους·
ὕβρις δ᾽, ἐπεὶ δέδρακεν, ἥδε δευτέρα,
τούτοις ἐπαυχεῖν καὶ δεδρακυῖαν γελᾶν.
ἦ νῦν ἐγὼ μὲν οὐκ ἀνήρ, αὕτη δ᾽ ἀνήρ,
485 εἰ ταῦτ᾽ ἀνατεὶ τῇδε κείσεται κράτη.
ἀλλ᾽ εἴτ᾽ ἀδελφῆς εἴθ᾽ ὁμαιμονεστέρα
τοῦ παντὸς ἡμῖν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῖ,
αὐτή τε χἡ ξύναιμος οὐκ ἀλύξετον
μόρου κακίστου· καὶ γὰρ οὖν κείνην ἴσον
490 ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου.
καί νιν καλεῖτ᾽· ἔσω γὰρ εἶδον ἀρτίως
λυσσῶσαν αὐτὴν οὐδ᾽ ἐπήβολον φρενῶν.
φιλεῖ δ᾽ ὁ θυμὸς πρόσθεν ᾑρῆσθαι κλοπεὺς
τῶν μηδὲν ὀρθῶς ἐν σκότῳ τεχνωμένων.
495 μισῶ γε μέντοι χὥταν ἐν κακοῖσί τις
ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ.
ΑΝ. θέλεις τι μεῖζον ἢ κατακτεῖναί μ᾽ ἑλών;
ΚΡ. ἐγὼ μὲν οὐδέν· τοῦτ᾽ ἔχων ἅπαντ᾽ ἔχω.
ΑΝ. τί δῆτα μέλλεις; ὡς ἐμοὶ τῶν σῶν λόγων
500 ἀρεστὸν οὐδέν, μηδ᾽ ἀρεσθείη ποτέ,
οὕτω δὲ καὶ σοὶ τἄμ᾽ ἀφανδάνοντ᾽ ἔφυ.
καίτοι πόθεν κλέος γ᾽ ἂν εὐκλεέστερον
κατέσχον ἢ τὸν αὐτάδελφον ἐν τάφῳ
τιθεῖσα; τούτοις τοῦτο πᾶσιν ἁνδάνειν
505 λέγοιτ᾽ ἄν, εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος.
ἀλλ᾽ ἡ τυραννὶς πολλά τ᾽ ἄλλ᾽ εὐδαιμονεῖ
κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ᾽ ἃ βούλεται.

***
ΚΡΕ. Μα ξέρε πως οι πιο σκληρές οι γνώμες
αυτές είναι που πιότερο και πέφτουν,
κι όσο γερό το σίδερο και να ᾽ναι
όταν στην πύρα της φωτιάς σκληρύνει,
τότε θα δεις πώς σπάνει και ραγίζει·
και τ᾽ άλογα τα πιο βαρβάτα, ξέρω,
ένα μικρό χαλινάρι τα σιάζει·
γιατί δεν πάει να μεγαλοφέρνει
όταν είναι κανείς δούλος των άλλων.
480 Κι αυτή ήξερε το θράσος της να δείξει
και τότε που τους νόμους μας πατούσε,
και δεύτερο αυτό θράσος της, αφού έχει
κάμει την πράξη και να την καυχιέται
και να γελά με το κατόρθωμά της.
Δεν είμαι εγώ, αυτή ᾽ναι τώρα ο άντρας,
αν ατιμώρητα έτσι την κρατήσει
την εξουσία αυτή· μ᾽ ας πάει να ᾽ναι
παιδί της αδερφής μου, ας πάει να ᾽ναι
η πιο στενή από αίμα συγγενής μου
μες σ᾽ όλους που τον ίδιο Εφέστιο Δία
λατρεύομε, μα αυτή και η αδερφή της
δε θα γλιτώσουν απ᾽ τον πιο κακό
το θάνατο· γιατί το ίδιο και κείνην
490 κατηγορώ, πως είχε μελετήσει
την ταφή του νεκρού. Φωνάξετέ την
ευτύς εδώ· την είδα τώρα μέσα
πὄκανε σαν τρελή κι αλλοπαρμένη·
γιατ᾽ η ψυχή εκεινών που σκεδιάζουν
στα σκοτεινά μιαν όχι καλή πράξη,
προδίνεται συχνά και πριν την κάμουν·
μα όχι πιο λίγο εχτρεύομαι όταν ένας
ζητά, σαν θα πιαστεί στο κακό επάνω,
με ωραία να το στολίζει έπειτα λόγια.
ΑΝΤ. Σκότωσέ με λοιπόν, θες τίποτ᾽ άλλο;
ΚΡΕ. Εγώ; μα τίποτα· έχω αυτό, όλα τα ᾽χω.
ΑΝΤ. Τί αργείς λοιπόν; γιατί καμιά δε βρίσκω
500 στα λόγια σου ευχαρίστηση, μήτε είθε
να βρω ποτέ μου εγώ· το ίδιο και σένα
ευχάριστες οι πράξεις μου δε σου είναι.
Αν και από πού θενά ᾽χα πιο μεγάλη
δόξα αποχτήσει, παρά θάβοντας
τον ίδιο μου αδερφό; Θα ομολογούσαν
κι όλοι αυτοί εδώ πως μ᾽ επιδοκιμάζουν,
αν φόβος δεν τους έκλεινε τη γλώσσα·
μα οι βασιλείες, εχτός από άλλα τόσα
πὄχουν να χαίρουνται αγαθά, μπορούνε
να λένε και να κάνουν ό,τι θέλουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου