Άγχος, ψυχοσωματικό συναίσθημα
Το άγχος, ένα συναίσθημα ψυχοσωματικό που προέρχεται από το ρήμα άγχω και σημαίνει σφίγγω ή πνίγω.
Αυτό το αίσθημα φόβου, ανησυχίας και θυμού νιώθουμε να μας πνίγει με πολλαπλές σκέψεις τόσο σε απλές καθημερινές απαιτήσεις όσο και σε κρίσιμα για το άτομο ζητήματα, όπως μια απώλεια, μια οικονομική δυσπραγία, μια σοβαρή ασθένεια, η απόκτηση ενός παιδιού, οι δυσλειτουργικές σχέσεις, η διαχείριση κακοποιητικών και τοξικών καταστάσεων, οι κοινωνικές συναναστροφές ή ο εκφοβισμός.
Ψευδαίσθηση της πραγματικότητας λόγω άγχους
Μήπως εγώ τα βλέπω τραγικά ή είναι έτσι στα αλήθεια;
Ναι, όταν αυτό το πνίξιμο των συναισθημάτων ξεπεράσει τα όριά μας, τις ψυχικές μας αντοχές, όχι μόνο αρχίζει να γίνεται αυτό-κακοποιητικό αλλά καταλήγει σε αρκετές περιπτώσεις σε ψευδαίσθηση της πραγματικότητας.
Ό,τι πρόβλημα τίθεται στο τραπέζι, νιώθουμε ότι είναι τόσο πάνω από εμάς ώστε να διαστρεβλώνονται οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος αλλά και η ικανότητα του εαυτού μας να το λύσουμε χωρίς να υπεκφεύγουμε άμεσα ή έμμεσα από τον κίνδυνο. Χωρίς προσχήματα και υποκατάστατα.
«Πώς θα τα βγάλω πέρα αν δεν έχω τον άνδρα μου;»
«Φοβάμαι να πάω σχολείο μήπως πάλι αυτοί οι περίεργοι μου πουλήσουν τσαμπουκά.»
«Φοβάμαι πως η εγκυμοσύνη μου θα αποτύχει επειδή είμαι μεγάλη»
«Ο χωρισμός μου στοίχισε τόσο που δεν ξέρω αν μπορώ να ξαναεμπιστευτώ.»
Και πόσα άλλα παραδείγματα, χιλιάδες μπορούν να ειπωθούν, που φανερώνουν τις προσωπικές ανησυχίες, που όσο και αν ορισμένα άτομα διογκώνουν, ή υπεργενικεύουν «όλοι είναι έτσι ή πάντα θα με θεωρούν ανίκανο» είτε υπάρχει η σκέψη του ότι συμβεί θα σημαίνει καταστροφή, δεν παύουν να αποτελούν ειλικρινείς συναισθηματικές καταστάσεις από τη στιγμή που βιώνονται από το ίδιο το άτομο.
Γιατί δεν ξεφεύγω από το άγχος
Δεν μπορούμε να μιλάμε για το πώς το άγχος διαιωνίζεται αν δεν αναγνωρίσουμε αυτό που το πυροδοτεί. Ακόμη και εκείνοι που λένε «δεν ξέρω τι έχω», ή «δεν ξέρω γιατί είμαι θλιμμένος», ή «γιατί ανέχομαι καταστάσεις που με κάνουν να υποφέρω», υπάρχει κάπου μέσα στους ιστούς της ψυχής μια σπίθα που σιγοκαίει αλλά κάτι την πιέζει και δεν την αφήνει να περάσει στο δέρμα για να γίνει φανερό το σημάδι.
Υπάρχει ο λόγος πίσω από κάθε σκέψη, συναίσθημα και συμπεριφορά. Καμία σκέψη και κανένα συναίσθημα δεν έρχεται τυχαία, ακόμη και αν δεν το γνωρίζει η συνείδησή μας.
Οι άνθρωποι που υποφέρουν από γενικευμένη διαταραχή άγχους, κρίσεις πανικού, εμμονικές ή ψυχαναγκαστικές σκέψεις, που έχουν την αδυναμία να ανατρέχουν συνέχεια στο παρελθόν, που διακατέχονται από τελειοθηρικές συμπεριφορές, που φοβούνται τους αποχωρισμούς ή τις δεσμεύσεις, που εθίζονται για να ξεχάσουν, που λειτουργούν με καχυποψία απέναντι σε όλους και σε όλα, είναι βαθιά τραυματισμένοι άνθρωποι ψυχικά.
Το ποιο είναι το τραύμα, από πού πηγάζει και πως μας επηρεάζει μας δίνουν μια γεύση για το πόσο ευάλωτοι γινόμαστε στις συγκεκριμένες αγχογόνες καταστάσεις και πόσο εύκολα ή δύσκολα θα βγούμε από αυτές, ώστε να μην διαιωνίζονται.
Το άγχος ως πρώιμη ψυχοσωματική εμπειρία
Το άγχος συνιστά μια ψυχοσωματική εμπειρία. Συνδέεται με την υπερδιέγερση του συμπαθητικού συστήματος και της νοραδρενεργικής δραστηριότητας. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο βρίσκεται σε υπερένταση και οξυθυμία.
Σαν ένα βρέφος που κλαίει έχοντας ένα αίτημα αλλά η μαμά του τις περισσότερες φορές δεν είναι εκεί για τις ανάγκες του. Κλαίει, κλαίει, κλαίει, ουρλιάζει χωρίς ανταπόκριση. Κάποια στιγμή παραιτείται όταν πια συνειδητοποιεί πως κανείς δεν θα τρέξει για βοήθεια. Αυτή η παραίτηση δεν είναι απλώς παραίτηση από το κλάμα, αλλά παραίτηση από τη ζωή.
Κυρίως, το νευρικό σύστημα του παιδιού έχει ταλαιπωρηθεί τόσο από τα άγχη και τον θυμό του «δε με προσέχει κανείς» και του «μου λείπει η στοργή» που μεγαλώνοντας γίνεται υπερκινητικός, υπερδιεργεμένος, ευέξαπτος και αγχώδης.
Δεσμός προσκόλλησης και άγχος
Αγχώδης απέναντι στην πιθανή δέσμευση ή αποχωρισμό ενός/μιας συντρόφου, απέναντι στις απαιτήσεις της εργασίας, και καταλήγει βρίσκοντας διέξοδο στον υπολογιστή, τα αγχολυτικά χάπια ή το αλκοόλ.
Με αυτές τις συμπεριφορές συνδέεται επίσης ο τύπος προσκόλλησης μεταξύ μητέρας-παιδιού. Δηλαδή η χαμηλή αυτοεκτίμηση, το αίσθημα κατωτερότητας και η ανασφάλεια, που δομήθηκαν λόγω των ελλείψεων της μητέρας διαιωνίζουν το άγχος που αφορά την ίδια την ύπαρξη του ατόμου απέναντι στις προκλήσεις της ζωής και τις διάφορες εκφάνσεις της.
Θετική αποδοχή υπό όρους
Οι αυστηρές τιμωρίες, η υπερβολική πειθαρχία και οι τάσεις υπερπροστασίας του παιδιού από τους γονείς αναζωπυρώνουν ένα νευρωσιακό αλλά και ηθικό άγχος στο παιδί. Και αυτό συμβαίνει για να εκφράσει ή να μην εκφράσει τις εσωτερικές του ενορμήσεις.
Το παιδί θεωρεί ότι αυτές οι ενορμήσεις είναι επικίνδυνες, αρνητικές και μη αποδεχτές καταλήγοντας σε μια αδιάκοπη προσπάθεια να τις ελέγχει. Ακόμη και ένα παιδί που έχει δαμάσει τον εαυτό του μέσα σε αυστηρά κριτήρια υιοθετεί και στη ζωή του την λεγόμενη θετική αποδοχή υπό όρους. Καταβάθος υπάρχει μια μεγάλη άρνηση του εαυτού η οποία πρέπει να καλυφθεί υιοθετώντας τα πρότυπα των ανθρώπων γύρω του.
Συνεπώς, το άτομο υποτάσσει τα πιστεύω και τις επιθυμίες του, απορρίπτοντας ή παραποιώντας τις πραγματικές του σκέψεις και εμπειρίες.
Το έντονο άγχος του να αποδείξω τον ιδανικό εαυτό για τους άλλους κοστίζει ακριβά ψυχικά, αλλά και κάθε φορά που ορισμένες αρνητικές κρίσεις για τον εαυτό υπεισέλθουν στη σκέψη επιφέρουν ένα αυξανόμενο άγχος.
Όσο αυτό το άγχος κυβερνά το μυαλό τόσο εδραιώνεται στη ζωή, ψυχικά και σωματικά.
Όταν οι κατασκευασμένες πεποιθήσεις κοντράρουν τις υποσυνείδητες
Από την άλλη οι προκαταλήψεις και οι δυσλειτουργικές πεποιθήσεις για τον εαυτό και τον κόσμο που έχουν καλλιεργηθεί με τα χρόνια τρέφουν το άγχος και τη δυσκινησία της σκέψης και του τρόπου ζωής.
Είτε αυτές προέρχονται από προσωπικά τραύματα (σωματική βία στην οικογένεια), είτε από αντιλήψεις της οικογένειας και του περίγυρου (ξενοφοφία, η θέση της γυναίκας, το να πρέπει να είσαι «πρώτος ή τέλειος», το αν δεν τους την φέρω εγώ θα μου την φέρουν πρώτοι αυτοί, ακόμη και το τι αποδέχεται ως σωστό ο περίγυρος ενάντια στις προσωπικές επιθυμίες) σίγουρα διαμορφώνουν το ποιοι φαινομενικά είμαστε αλλά στο βάθος, στο υποσυνείδητο κομμάτι, θα ευχόμασταν να μην τις είχαμε ποτέ.
Στην περίπτωση αυτή το άγχος εδραιώνεται ακριβώς επειδή έχουμε ανθυποβάλει τον οργανισμό μας σε μια λειτουργία αναστολής των προσωπικών και αυθεντικών συναισθημάτων. Απωθούμε και καταπίνουμε για χρόνια όσα θα μας προσέφεραν την προσωπική μας ελευθερία και βούληση. Τα πράγματα που θα όριζαν την δική μας ικανοποίηση και ευτυχία. Εφόσον, αυτή η βούληση έχει κατασκευαστεί από άλλους είναι σαν να ζούμε για τους άλλους, μια ζωή δίχως νοηματοδότηση.
Και το άγχος πολλές φορές εμφανίζεται όταν μια συνειδητή επιθυμία/απόφαση έρχεται σε σύγκρουση με μια υποσυνείδητη.
Έρχεται μια πίεση και μια απογοήτευση που θέλει κάτι να μας πει. Γιατί μάλλον ο εσωτερικός μας εαυτός κάτι παραπάνω ξέρει που θέλει να μας μεταδώσει ώστε το άγχος να εκτονωθεί και να αποβληθεί από την συνείδηση.
«Αφού με αναστατώνει αυτή η κατάσταση, γιατί ανέχομαι την εξουσία του άνδρα μου;»
«Θα ήταν τρομακτικό αν μέχρι τα 30 μου δεν βρω δουλειά.»
«Ποιος θα με πάρει εμένα που έχω ήδη δυο παιδιά;».
Πολλές φορές μοιάζει σαν να προδικάζουμε το μέλλον, εμπεριέχοντας ακόμη και κινδύνους φανταστικούς.
Η δυσπιστία που γεννιέται απέναντι στο μέλλον εντείνει το άγχος. Ακόμη και το πώς θα τα βγάλει πέρα το άτομο σε μελλοντικά σενάρια ζωής είναι τόσο βασανιστικό που το μυαλό αποκρυσταλλώνει όλο του το είναι στο «τι θα γίνει αύριο» χάνοντας τη δύναμη του σήμερα.
Το άγχος μου είναι η δική μου αλήθεια
Πίσω όμως από το άγχος του καθενός ξετυλίγεται ένα μοναδικό κουβάρι προσωπικών ιστοριών. Είναι ένα συναίσθημα υποκειμενικό, υποκινούμενο μέσα από προσωπικές ανασφάλειες, δεδομένες συνθήκες, συγκεκριμένα ερεθίσματα, την ιδιοσυγκρασία του ατόμου, την προσωπικότητα και την γνώμη του κόσμου. Το γιατί αγχώνεται κανείς και από πού πηγάζει αυτό, κανείς άλλος δεν το καταλαβαίνει, πέρα από το άτομο που το βιώνει.
Παρόλα αυτά, δυο από τα πιο βαρυσήμαντα κριτήρια που εντοπίζονται στην ανθρώπινη συμπεριφορά σε σχέση με την διαιώνιση του άγχους αποτελούν οι τάσεις αποφυγής και οι συμπεριφορές ασφαλείας που υιοθετούνται.
Αποφεύγω ό,τι με πληγώνει
«Δεν το θέλω γιατί ξέρω ότι θα πονέσω. Αντικρίζοντας αυτό που με αγχώνει πληγώνομαι και φοβάμαι ότι θα ριχτώ στο απόλυτο κενό.»
Όμως κάπως έτσι λειτουργούν τα αγχωτικά πράγματα γιατί κατά βάση μας φοβίζουν.
Μερικές φορές επιχειρούμε να παρεμποδίσουμε νοητικά τις δυσμενείς ή καταστροφικές σκέψεις ώστε να γίνει μια εκτροπή της προσοχής μας σε άλλα, λιγότερο προκλητικά ερεθίσματα. Σε υποκατάστατα που θα μας βγάλουν από την δύσκολη θέση και που υποτίθεται θα μας ηρεμήσουν για λίγο.
Από το να αποφεύγει κανείς τα ύψη επειδή τα φοβάται μέχρι να αποφεύγει μια αληθινή ερωτική σύνδεση με έναν/μία σύντροφο. Από το να αποφεύγει κανείς να μιλάει με πολύ κόσμο φοβούμενος την έκθεση και την ντροπή ή ακόμη και να αποφεύγει κανείς να ενηλικιωθεί συναισθηματικά και να ανοίξει τα φτερά του.
Αποτρέποντας, λοιπόν, τον εαυτό μας από το να εξοικειωθεί με τους φόβους του, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος δυσφορίας μιας και το άτομο πιστεύει πως με την αποφυγή θα ξεπεράσει τα άγχη του όμως εκείνα δεν εξαλείφονται. Δεν εξαλείφονται επειδή αυτά δεν έρχονται σε αληθινή επαφή και σύνδεση με τον κάτοχό τους.
Δεν επεξεργάζονται, δεν δουλεύονται στην πράξη, απλώς κινούνται κατ’ επανάληψη σε μια τροχιά άρνησης. Πολλές φορές κάνουμε σαν να μην υπήρξαν ποτέ αυτά που σήμερα μας φοβίζουν. Όσο αποφεύγουμε κάτι, τόσο μειώνουμε από τον εαυτό μας την ευκαιρία ή την δυνατότητα να ανακαλύψουμε αν είμαστε και πόσο ικανοί είμαστε να αναμετρηθούμε με μια κατάσταση που τόσο πολύ θέλουμε να πνίξουμε μέσα μας.
Η αποφυγή στις σχέσεις
Ένα αυτοκαταστροφικό σφάλμα που παρατηρείται διακαώς στις διαπροσωπικές σχέσεις είναι ακριβώς αυτό το ύφος της αποφυγής/υπεκφυγής, στον τρόπο που επικοινωνούν οι άνθρωποι και στον τρόπο που αυτοαποκαλύπτονται στον φίλο ή τον σύντροφο. Ακόμη και τους ξένους που σιγά σιγά γίνονται γνωστοί μας.
Ακριβώς επειδή ο εαυτός μας κατακλύζεται από απανωτούς φόβους και ενορμήσεις, αποφεύγουμε να παρουσιάσουμε τις αληθινές πτυχές του εαυτού μας, αυτές τις ανθρώπινες, με τα ελαττώματα, τις ευαισθησίες και αδυναμίες μας. Γιατί το άγχος επικεντρώνεται στο απέναντι πρόσωπο, ανησυχώντας πως θα μας παρεξηγήσει, θα μας υποτιμήσει, θα αλλοιώσει την εικόνα του για εμάς ή θα μας αφήσει για κάποιον άλλον που είναι λίγο αλλιώτικος από μας.
Το κυνήγι του τέλειου, που στην ουσία είναι σαν κυνηγούμε τους άλλους, είναι μια μορφή αποφυγής, εσωτερικής, ενδοψυχικής, που είναι τόσο αγχωτικό όσο και αυτό-καταστροφικό σε μακροχρόνια βάση.
Συμπεριφορές ασφαλείας
Safe-zone, ένας μύθος – τρόπος ζωής.
«Αν βγώ στον έξω κόσμο εκτεθειμένος, χωρίς ασπίδα, χωρίς όπλα, θα με φάνε… ή μήπως θα με φάει ο εαυτός μου; Πού να τρέχω τώρα; Πού να μπλέκω σε ιστορίες; Είμαι καλά εδώ.»
Οι συμπεριφορές ασφαλείας, είναι μια στρατηγική που συνηθίζεται να χρησιμοποιείται απέναντι στις αγχογόνες καταστάσεις, που πάλι όμως δεν φέρνουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Αντί να χαλαρώνει την πίεση και το στρες, αυτή η τεχνική την τρέφει συνεχώς. Είναι ένα ψυχικό «βόλεμα» του ατόμου που δεν σημαίνει ότι συμβαίνει εσκεμμένα, αλλά δύναται να επιλέγεται και από το άτομο συνειδητά, ως επιλογή, ως προσωπική απόφαση, από το να κουβαλάει κανείς πάντα στην τσάντα του ένα τύπου φάρμακο εάν νιώθει ότι θα απειληθεί από μια κρίση πανικού, μέχρι να εμμένει κανείς σε έναν γάμο που κατά βάση να είναι αποτυχημένος επειδή φοβάται να τις αλλαγές.
Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί το να λαμβάνει κανείς ένα ηρεμιστικό για να τον πάρει πιο εύκολα ο ύπνος μέχρι να επιμένει κανείς να τρέφεται από το γονεϊκό περιβάλλον όσα χρόνια και αν περάσουν.
Η συνέπεια αυτού τελικά δεν είναι η μείωση του άγχους, είναι η διατήρηση της πεποίθησης ότι η κατάσταση αυτή που βιώνει το άτομο είναι επικίνδυνη, ακριβώς επειδή τα άτομα μένουν εστιασμένα στον κίνδυνο, δηλαδή, το ψυχικό ξεβόλεμα. Κάτι που θα χαρακτηρίζαμε φαινομενικά ασήμαντο, θα σήμαινε προσωπική επανάσταση για κάποιον που το βιώνει.
Βολεύεται κανείς όταν θέλει να σώσει τον εαυτό του από μια απειλή. Αλλά όποια και αν είναι αυτή η απειλή, αν είναι στο σπίτι ή έξω στο δρόμο, δεν ξέρει κανείς ότι θα υπάρχει πάντα κάτι ή κάποιος που θα τον σώσει.
Άρα, κάπως, πρέπει να παλέψει μόνος του για να δει που μπορεί να φτάσει. Και αυτό απαιτεί ρίσκο. Κάτι που είναι αντιφατικό με την συμπεριφορά ασφαλείας.
Η συμπεριφορά ασφαλείας πέρα από το άγχος που συνεχώς μας χτυπάει την πόρτα, παραμερίζει βασικές ανάγκες και επιθυμίες, βάζει στα «αποφάγια» όλα όσα στα αληθινά θέλουμε να ζήσουμε αλλά ο φόβος μας τραβάει πίσω. Οδηγούμαστε έτσι σε μια ζωή που λείπει η ζωτικότητα, μια ζωή πιο μίζερη, ανελεύθερη, σχεδόν εξαρτητική από αυτό που μας προσφέρει μια πλασματική έστω ασφάλεια.
Γιατί μπορεί να μην φταίει το πρόβλημα, αλλά η οπτική σου για αυτό, όσο μεγάλο και αν σου φαίνεται ή όσο μικρό και αν σου φαίνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου