Το θαύμα της ζωής. Να έχεις τη μοναδική ευκαιρία να παρακολουθείς από κοντά έναν άνθρωπο να μεγαλώνει. Από την πρώτη του εμφάνιση στη γη μέχρι τη στιγμή που αποκτάει την ικανότητα να επικοινωνεί με τους γύρω του. Μια ικανότητα που υπάρχει εξαρχής, πριν ακόμη δει το φως που αντικρύζουμε καθημερινά. Με το πέρασμα του χρόνου το μωρό ανακαλύπτει νέους κόσμους, νέες δυνατότητες που εξελίσσονται μπροστά στα μάτια του. Μια από τις βασικότερες είναι αυτή της ομιλίας κι είναι πραγματικά μαγικό πώς ένα παιδάκι, βήμα-βήμα, κινείται σε έναν δρόμο που του επιτρέπει να εκφράζει αυτά που υπάρχουν ως εικόνες στο μυαλό του.
Μέχρι και τους τρεις πρώτους μήνες το βρέφος χρησιμοποιεί διαφορετικά μέσα ώστε να μπορέσει να επικοινωνήσει αυτό που θέλει ή δε θέλει στους μεγάλους. Θα γυρίσει όταν ακούσει ένα γνωστό ήχο και θα ηρεμήσει με μια συγκεκριμένη φωνή, συνήθως των γονιών του. Στην προσπάθειά του να μιλήσει θα κλάψει όταν νιώσει άβολα, αν θέλει να αλλάξει θέση, αν πεινάει ή νυστάζει και για οτιδήποτε άλλο μπορεί να απασχολεί ένα νεογέννητο. Αυτό το πρώτο στάδιο ονομάζεται «cooing» και είναι η φάση κατά την οποία το μωρό βγάζει ακατανόητους ήχους. Είναι αξιοθαύμαστο το πώς μπορεί να εστιάσει σε κάτι ή κάποιον για πολλή ώρα, ακόμα και να αντιγράψει κάποια γκριμάτσα. Ποιος θα το φανταζόταν ότι με το να βγάζει τη γλώσσα του εκείνο το μικρό ανθρωπάκι μάς λέει πως μας ακούει κι αυτή είναι η απάντησή του.
Από τους τρεις μέχρι τους έξι μήνες, το παιδάκι φαίνεται ικανό να δώσει σημασία και να παρακολουθήσει το πρόσωπο αυτού που μιλάει. Αυτή τη φορά γνωρίζει πως τους ήχους που κάνει θα τραβήξει την προσοχή κι αυτός είναι ο σκοπός του. Οι ήχοι αυτοί θα διαφοροποιηθούν ανάλογα και με την ανάγκη που θέλει να εκφράσει τη δεδομένη στιγμή. Το πιο εντυπωσιακό σ’ αυτή την ηλικία είναι πως ξεκινούν οι εκούσιες εκφράσεις που το μωρό θα γελάσει κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και θα «απαντήσει» όταν κάποιος του απευθύνει τον λόγο. Σε σχέση με την ανάγκη κοινωνικοποίησης σ’ αυτή τη φάση θ’ ανταποκριθεί διαφορετικά στο κάλεσμα του γονέα, άλλοτε με γέλιο, άλλοτε με σιγή. Το μόνο βέβαιο είναι πως άκουσε, αντιλήφθηκε κι αποκρίθηκε.
Από τους έξι μήνες μέχρι το παιδάκι να γίνει ενός έτους, η εξέλιξη είναι φαντασμαγορική, καθώς είναι ικανό να εντοπίσει από πού έρχεται κάποιος ήχος, για παράδειγμα το κουδούνι. Μπορεί να καταλάβει τη σημασία κοινών λέξεων, όπως είναι το «ναι» και το «όχι» αλλά και να γυρίσει όταν ακούσει το όνομά του. Η ομιλία του προχωράει στο στάδιο του «babbling», το οποίο πήρε την ονομασία του από τις συλλαβές που βγαίνουν απ’ το στόμα του παιδιού, όπως είναι το «πα» και το «μπα». Είναι εκείνη η στιγμή που ο γονιός θα ενθουσιαστεί γιατί θα ακούσει το παιδί του να «το φωνάζει» στην προσπάθειά του να μιλήσει. Θα χρησιμοποιήσει επίσης για πρώτη φορά χειρονομίες για να «εξηγήσει» καλύτερα τι εννοεί. Είναι η περίοδος που θ’ αρχίσει ν’ απολαμβάνει παιδικά τραγουδάκια, θα προσπαθεί να μιμηθεί τις κινήσεις των χειλιών των ενηλίκων και θα μπορεί μέσω του babbling ν’ απαντάει και να συμμετέχει σε συζητήσεις.
Μετά τον ένα χρόνο το παιδάκι μπορεί να αναγνωρίσει λέξεις σε προτάσεις. Συγκεκριμένα μπορεί να καταλάβει περισσότερες από εκείνες που είναι ικανό να αρθρώσει. Ταυτόχρονα είναι σε θέση να ακολουθήσει απλές οδηγίες, όπως «στείλε φιλάκι», «πες ευχαριστώ». Ένα παιδάκι σ’ αυτή την ηλικία μπορεί να πει γύρω στις δέκα λέξεις, ενώ ταυτόχρονα δείχνει το αντικείμενο το οποίο σχετίζεται μ’ αυτό που λέει. Μετά κι απ’ τους δεκαπέντε μήνες, το παιδί καταλαβαίνει μικρές φράσεις και δίνει ονόματα σε οικεία αντικείμενα. Πλέον γνωρίζει γύρω στις είκοσι λέξεις και αλλάζει τον τόνο της φωνής του όταν «μιλάει» κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Αντιγράφει κινήσεις από τους μεγάλους και παρ’ όλο που ξεκινάει να γίνεται ανεξάρτητο εξακολουθεί να του αρέσει η συντροφιά ενός οικείου προσώπου.
Από δύο μέχρι και τριών ετών, το παιδάκι αρχίζει να καταλαβαίνει πιο περίπλοκες οδηγίες και το εύρος των λέξεων που γνωρίζει μεγαλώνει. Χρησιμοποιεί αντωνυμίες, πληθυντικό και προθέσεις, όμως αντιμετωπίζει ακόμα μερικά θεματάκια με την προφορά δίφθογγων ή κάποιων δυσκολότερων συμφώνων, όπως το «ρ» και το «λ». Σ’ αυτή την ηλικία είναι ικανό να λάβει μέρος σε ολοκληρωμένη συζήτηση, όμως θα πετάγεται από θέμα σε θέμα. Περίπου στα τέσσερα χρόνια, το παιδί φτιάχνει πια προτάσεις των πέντε-έξι λέξεων με πιθανά λαθάκια. Είναι όμως πλέον ικανό να χρησιμοποιεί σωστά παρελθοντικό και μελλοντικό χρόνο. Γύρω στα πέντε του χρόνια το παιδί γίνεται πλήρως κατανοητό από τους μεγάλους και εκφέρει προτάσεις που βγάζουν ξεκάθαρο νόημα με πιθανές δυσκολίες στην προφορά κάποιων δύσκολων ήχων. Σ’ αυτό το σημείο φτάνει η υπέροχη στιγμή που το παιδί γίνεται περίεργο και κάνει ερωτήσεις για ό,τι βλέπει γύρω του, από άγνωστες λέξεις που θ’ ακούσει μέχρι όλα τα «γιατί» και τα «τι» του κόσμου.
Είναι εντυπωσιακό πώς η ανθρώπινη φύση κι ο εγκέφαλος εξελίσσονται με τόσο γοργούς ρυθμούς και η απόδειξη βρίσκεται στο πρόσωπο ενός μικρού παιδιού. Από τη στιγμή που θα έρθει στον κόσμο μέχρι την ώρα που θα δει κανείς την πρώτη του αντίδραση σε κάτι που θα του πει κάποιος μεγάλος. Η πρώτη φορά που θα εστιάσει κάπου και θα φανεί ότι πράγματι κοιτάει καθαρά, το πρώτο γέλιο, ο ήχος που θα σημαίνει «πεινάω», η πρώτη συλλαβή, η πρώτη λέξη, η πρώτη ολοκληρωμένη πρόταση. Όλα για πρώτη φορά στη ζωή εκείνου του μικρού ανθρώπου αλλά και κάθε φορά πρωτόγνωρα για τον ενήλικα που στέκεται και παρατηρεί.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου