Κυριακή 25 Απριλίου 2021

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ: ΓΡΑΦΗ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ

ΜΕΡΟΣ Α'


Εἴτε ἡ καινούρια πρόταση ἐπεδίωκε τήν θέσπιση νόμου εἴτε τήν ἔκδοση ψηφίσματος, ὁ ἴδιος ὁ προτείνων εἶχε τήν εὐθύνη νά βεβαιωθεῖ ὅτι δέν παραβίαζε κανέναν ὑπάρχοντα νόμο εἴτε στή μορφή εἴτε ἀτό περιεχόμενο. Ἄν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ὁ προτείνων μποροῦσε νά διωχθεῖ. Ἀμέσως μόλις ὁ μηνυτής προέβαινε σέ ἔνορκη δήλωση («ὑπομωσία» ) ὅτι προετίθετο νά ὑποβάλει «γραφή παρανόμων», ὁ προτεινόμενος νόμος ἤ ψήφισμα, εἴτε ἡ Ἐκκλησία εἶχε ψηφίσει γι' αὐτόν εἴτε ὄχι, ἀναστελλόταν μέχρι τή διεξαγωγή τῆς δίκης. Ἄν ὁ ἐναγόμενος κρινόταν ἔνοχος, τιμωρούνταν, συνήθως μέ πρόστιμο, ἐνῶ ὁ νόμος ἤ τό ψήφισμα πού πρότεινε ἀκυρωνόταν. Ἄν κάποιος καταδικαζόταν τρεῖς φορές γι’ αὐτό τό εἴδος ἐγκλήματος, ὑφίστατο ἐπιπρόσθετα καί στέρηση τών πολιτικῶν του δικαιωμάτων («ἀτιμία»).[1]

Οἱ παλιότερες γνωστές περιπτώσεις «γραφῆς παρανόμων» ἦταν ἡ μήνυση πού ὑπέβαλε ὁ Λεωγόρας κατά τοῦ Σπευσίππου τό 415 καί μία περίπτωση στήν ὁποία ἐμπλέκονταν ὁ Ἀντιφῶν καί ὁ Δημοσθένης (ὁ στρατηγός, ὄχι ὁ ρήτορας) τήν ἴδια περίπου ἐποχή[2]. Εἶναι ἄγνωστο πόσο πρίν ἀπό τήν ἐποχή αὐτή εἶχε θεσπισθεῖ αὐτή ἡ διαδικασία καί ποιός τήν πρότεινε, καί καθώς λείπουν τά στοιχεῖα, οἱ διάφορες εἰκασίες πού ἔγιναν ἀπό νεότερους φιλολόγους δέν χρειάζεται νά ἀναφερθοῦν· ὅποιος κι ἄν τήν πρότεινε ἦταν ἀναμφίβολα κάποιος πού πίστευε στή διατήρηση τοῦ νόμου καί τοῦ ὑφιστάμενου πολιτεύματος. Ἡπολιτειακή της σημασία βρίσκεται ἔξω ἀπό τό πεδίο αὐτοῦ του βιβλίου· οἱ ἀναγνῶστες πού ἐνδιαφέροντα: γιά αὐτό τό θέμα θά πρέπει νά ἀνατρέξουν σέ πρόσφατα βιβλία τῶν Η. J. Wolff καί Μ. H. Hansen.[3]

Κατά τόν τέταρτο αἰώνα ἦταν ἐπίσης δυνατόν νά μηνυθεῖ κάποιος μέ «γραφή» γιά τήν «θέσπιση ἀναρμοστου νόμου» («νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι») . Αὐτή ἡ κατηγορία ἦταν κατά ἕνα τρόπο στενότερη ἀπό τή «γραφή παρανόμων», διότι εἶχε νά κάνει μόνο μέ νέους νόμους, ὄχι μέ νέα ψηφίσματα· ἀπό μία ἄλλη ἄποψη ὅμως ἦταν εὐρύτερη, διότι ἡ λέξη «μή ἐπιτήδειος» ἀποτελεΐ ἕναν ἀόριστο ὅρο πού θά μποροῦσε νά καλύψει καί ἄλλα ἀδικήματα πέρα ἀπό τήν παραβίαση ὑφισταμένου νόμου. Ὑπῆρχε ἕνα χρονικό ὁριο: ἄν οἱ σχετικές διαδικασίες δέν ξεκινοῦσαν μέσα σέ ἕνα ἔτος, αὐτός πού πρότεινε τόν νέο νόμο δέν μποροῦσε πιά νά τιμωρηθεῖ, ἀλλά ἦταν ἀκόμη δυνατόν νά ὑποβληθεῖ «γραφή» κατά τοῦ νόμου του, ὁ ὁποῖος ἀκυρωνόταν ἄν ἡ μήνυση εἶχε ἐπιτυχή ἔκβαση· μάλιστα, ἔτσι ἀκριβῶς εἶχαν τά πράγματα ὅταν ὁ Δημοσθένης συνέθεσε τόν σωζόμενο λόγο του «Κατά τοῦ Λεπτίνου ς» τό 355/4, ὁ ὁποῖος ἀφοροῦσε «γραφή» ἐναντίον τοῦ νόμου τοῦ Λεπτίνους[4]. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ λόγος «Κατά Τιμοκράτους» (Δημοσθένης 24) βρισκόταν μέσα στά χρονικά ὅρια καί ζητοῦσε τήν τιμωρία τοῦ Τιμοκράτους. Ἡ ποινή σ’ αὐτήν τήν περίπτωση «γραφῆς» καταλογιζόταν ἀπό τό δικαστήριο καί μποροῦσε νά εἶναι πολύ αὐστηρή· μάλιστα τό 382/1 κάποιος Εὔδημος καταδικάστηκε σέ θάνατο[5].

Κατά τόν πέμπτο αἰώνα δέν ὑπάρχουν γνωστές περιπτώσεις μηνύσεως γιά τήν θέσπιση «μή ἐπιτηδείου» νόμου καί τό γεγονός ὅτι αὐτή ἡ διαδικασία ἐφαρμοζόταν μόνο γιά νόμους ὑποδηλώνει ὅτι πρέπει νά θεσπίστηκε κατά τήν ἐποχή μετά τό 403, ὅταν ἡ διάκριση ἀνάμεσα σέ νόμους καί ψηφίσματα ἦταν ἐπακριβῶς καθορισμένη. Ὅπως συνέβαινε μέ τό σύστημα τῆς θέσπισης νόμων διά τῶν «νομοθετῶν», ἔτσι καί αὐτή ἡ διαδικασία ἐνδέχεται νά προέκυψε ἀπό τήν ἰδιαίτερη ἀνησυχία πού ὑπῆρχε ἐκείνη τήν περίοδο, γιά τήν προστασία τοῦ κώδικα νόμων ἀπό ἀνεπιθύμητες μεταβολές. Τά ψηφίσματα ὅμως ἐξακολουθοῦσαν νά προσβάλλονται μέ τή «γραφή παρανόμων» πού φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἡ πολύ συνηθέστερη ἀπό τίς δύο κατηγορίες. Ἔγινε δημοφιλής μέθοδος ὑποβολῆς κατηγορίας ἐναντίον ἐξεχόντων πολιτικῶν ἄνδρων, οἱ ὁποῖοι ὑπέβαλλαν συχνά προτάσεις στήν Ἐκκλησία. Ὁ Κέφαλος, ἕνας πολιτικός πού ἔδρασε στήν ἀρχή τοῦ τέταρτου αἰώνα, καυχιόταν ὅτι μολονότι εἶχε προτείνει πολλά ψηφίσματα, δέν εἶχε ποτέ ὑποβληθεῖ ἐναντίον του «γραφή παρανόμων»· ἀλλά τό καύχημα τοῦ Ἀριστοφώντα ἦταν ὅτι εἶχε ἀθωωθεῖ ἑβδομήντα πίντε φορές σέ περιπτώσεις «γραφῆς παρανόμων»[6].

Ἡ πιό γνωστή ἀπ' ὅλες τίς «γραφές παρανόμων» ἦταν μία πού εἶχε πολιτικά κίνητρα, ἡ ὑπόθεση τοῦ στεφάνου τοῦ Δημοσθένη. To 336 ὁ Κτησιφῶν πρότεινε ἕνα ψήφισμα σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ Ἀθηναϊκός λαός ὄφειλε νά ἀπονείμει χρυσό στεφάνι στό Δημοσθένη καί ὁ κήρυκας νά διακηρύςει τό γεγονός στό θέατρο στή γιορτή τοΰ Διονύσου, γιά νά τιμηθεῖ ἡ ἀξία καί ἡ ἀρετή τοῦ ρήτορα κι ἀκόμη ἐπειδή συνεχίζει νά λέει καί νά κάνει ὅ,τι εἶναι καλύτερο γιά τόν λαό[7]. Ὁ Αίσχίνης, ὁ παλιός πολιτικός ἀντίπαλος τοϋ Δημοσθένη, σταμάτησε τό ψήφισμα μέ τήν ὑποβολή «γραφῆς παρανόμων» κατά τοϋ Κτησιφώντα. Ἡ ὑπόθεση ἐκδικάστηκε τό 330 (δέν γνωρίζουμε γιατί καθυστέρησε ἐπί ἕξι χρόνια, ἀλλά οἱ λόγοι πρέπει νά ἦταν πολιτικοί, ὄχι νομικοί) , ἐνῶ οἱ λόγοι τοῦ Αἰσθίνη «κατά Κτησιφῶνταος» καί τοϋ Δημοσθένη «περί τοῦ στεφάνου, πού ἐκφωνήθηκε πρός ὑποστήριξη τοῦ Κτησιφώντα, σώζονται καί οἱ δύο καί ἀποτελοῦν δύο ἀπό τά ἐκτενέστερα καί πιό θαυμαστά παραδείγματα τῆς ἀρχαίας ρητορικής. Ὁ Αἰσχίνης προβάλλει τρεῖς λόγους γιά νά ὑποστηρίςει ὅτι τό ψήφισμα τοΰ Κτησιφώντα ἦταν παράνομο. Πρῶτον, ὑπῆρχε νόμος πού ἀπαγόρευε τήν ἀπονομή στεφάνου σέ ὅποιον ἀξιωματοῦχο δέν εἶχε ἀκόμη ὑποστεῖ τόν προβλεπόμενο ἔλεγχο ὡς πρός τόν τρόπο ἄσκησης τοῦ λειτουργήματος του («εὔθυνα»), καί ὁ Δημοσθένης, κατά τήν ἐποχή κατά τήν ὁποία ὁ Κτησιφῶν ὑπέβαλε τήν πρότασή του, κατεῖχε πράγματι τό ἀξίωμα τοῦ «τειχοποιοῦ» (δήλ. τοϋ ὑπεύθυνου γιά τήν ἀνέγερση καί τήν ἐπιδιόρθωση τῶν τειχῶν τῆς πόλης) καί τοῦ ἀξιωματούχου τοῦ ὑπεύθυνου γιά τό «θεωρικόν ταμεῖον». Δεύτερον, λέει, ὑπῆρχε νόμος σύμφωνα μέ τόν ὁποιο ἡ ἀπονομή στεφάνου ἀπό τόν λαό ἔπρεπε νά διακηρυχθεῖ σέ συνέλευση τῆς Ἐκκλησίας καί πουθενά ἀλλοῦ, ἐνῶ ἡ πρόταση τοῦ Κτησιφώντα προέβλεπε διακήρυξη τῆς ἀπονομῆς στό θέατρο κατά τή διάρκεια τῶν Διονυσίων. Τρίτον, ἦταν παράνομο νά συμπε- ριληφθεῖ ψευδής δήλωση σέ ψήφισμα καί ἦταν ψευδές, κατά τόν Αἰσχίνη, νά ὑποστηρίζεται ὅτι οἱ λόγοι καί οἱ πολιτικές ἐπιλογές τοϋ Δημοσθένη ἦταν ὠφέλιμες γιά τήν Ἀθήνα. Τό τρίτο ἀπό τά ἐπιχειρήματα αὐτά εἶναι ἐκεῖνο πού πραγματικά ἐνδιαφέρει τόν Αἰσχίνη καί γι’ αὐτό τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ λόγου του ἀποτελεῖται ἀπό κριτική κατά τοῦ συνόλου τῆς πολιτικῆς σταδιοδρομίας τοῦ Δημοσθένη· ὁ Δημοσθένης στήν ἀπάντησή του δίνει μία λεπτομερή ἔκθεση τῶν πολιτικῶν γεγονότων, ἰδιαίτερα τῶν ἐτῶν 340-338, καί δικαιολογεῖ τήν πολιτική του τῆς ἀντίστασης κατά τοΰ Φιλίππου τῆς Μακεδονίας. Αὐτοί οἱ λόγοι ἀποτελοῦν δύο ἀπό τίς σημαντικότερες πηγές πληροφοριῶν γιά τήν πολιτική ἱστορία ταῆς Ἑλλάδος ἐκείνη τήν περίοδο, καί σημειώνουν τό ἀποκορύφωμα τῆς τάσης πού ὑπῆρχε κατά τόν τέταρτο αἰώνα νά χρησιμοποιεῖται ἡ «γραφή παρανόμων» ὡς πεδίο πολιτικοῦ ἀγώνα. Ὁ Κτησιφῶν ἀθωώθηκε λόγω τῆς δημοτικότητας καί τῆς ρητορικῆς δεινότητας τοῦ Δημοσθένη, παρά τό γεγονός ὅτι μερικά τουλάχιστον ἀπό τά ἐπιχειρήματα τοῦ Αἰσχίνη φαίνεται ὅτι ἦταν βάσιμα ἀπό νομικής πλευρᾶς. Ἦταν δύσκολο νά πείσει κανείς ἕνα ἀθηναϊκά δικαστήριο νά δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στίς ἐπιταγές τοῦ νόμου ἀπ’ ὅ,τι στίς προσωπικότητες πού ἐμπλέκονταν σέ μία ὑπόθεση.
----------------------------
[1] Ἀν­τι­φά­νης 198, Ὑπ. «Φι­λιπ­πί­δης» 11-12, Δημ. 51-12, Πλου. «Φω­κί­ων» 26.3· πβλ. Harrison «Law» II 176.

[2] Άνδ. 1.17, Πλου. «Ἠ­θι­κά» 833 d, Ἀντ. ἀπ. 8-14.

[3] H.J. Woolf «Normenkontrolle, und Gesetzesbegriff in der Attischen Demokratie (Sitzungsberichte der Heidelberger Akademie dor Wisseuschaften, Philosophisch-historische Klasse, 1970), M.IL Hanson «The Sovereignty of the People’s Court in Athens in the Fourth Century· B.C. and the Public Action against Unconstitutional Proposals» (1974).

[4] ΑΠ 59.2, Δη μ. 20.144 (μέ «ὑ­πό­θε­ση» 2.3).

[5] Δημ. 24.138.

[6] Αἰσ. 3.194, Δημ. 18,251. «Ἑ­βδο­μήν­τα πέν­τε» πρέ­πει νά εί­ναι υ­περ­βο­λή· πβλ. S.I. Oost στο CP 72 (1977) 238-40.

[7] Αἰσ. 3.49.


-----------------------------
Ένας άλλος θεσμός που επιτρέπει στο λαό να αυτοελέγχεται είναι η κατηγορία για ἀπάτην τοῦ δήμου, νομική αγωγή επίσης που είναι όμως λιγότερο γνωστή, εφαρμόζεται αν έχετε παροτρύνει το δήμο να ψηφίσει κάποιο μέτρο στη βάση απατηλών πληροφοριών: θα προσαχθείτε τότε ενώπιον του δικαστηρίου. Τα δικαστήρια έχουν επίσης αρμοδιότητα όταν επικαλείται κανείς ένα άλλο άρθρο που ονομάζεται νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι, που σημαίνει ασφαλώς δύο πράγματα. Αφενός ότι ο νόμος δεν είναι κατάλληλος για τη συγκεκριμένη περίσταση, και αφετέρου ότι ο νόμος δεν είναι καλός. Υπάρχει επομένως έλεγχος της ποιότητας του νόμου και τα δικαστήρια είναι επιφορτισμένα με αυτόν. (Κ. Καστοριάδη «Η Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι», σελ. 206)

ΜΕΡΟΣ Β'

Η κατηγορία για παράνομη πρόταση

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

Εκτός από τους άνδρες που ήταν προικισμένοι στον στρατιωτικό τομέα, οι φιλόδοξοι πολίτες είχαν την τάση κατά τον 5ο αιώνα, και ολοένα και περισσότερο κατά τον 4ο, να μην επιζητούν αξιώματα ως δικαστές ή αξιωματούχοι με ετήσια θητεία και επομένως δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Η γραφή παρανόμων, ή κατηγορία για παράνομη πρόταση, ήταν ένα μέσο αντιμετώπισης των πολιτών που πρότειναν ψηφίσματα στην Εκκλησία αλλά δεν κατείχαν επίσημη θέση και ήταν ένας τρόπος για να εφαρμοσθεί στους ρήτορες η γενική αρχή της προσωπικής ευθύνης για δημόσιες πράξεις[1]. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό, επειδή κατά τον 4ο αιώνα υπήρχε μια αυξανόμενη τάση, αν και ίσως όχι τόσο γενική όσο θα ήθελε να πιστέψουμε ο Δημοσθένης, να αφήνουν οι ρήτορες ένα περιθώριο υποχώρησης σε περίπτωση που κάτι συνέβαινε. Κατά τον Δημοσθένη, κανείς από τους μεγάλους ρήτορες πριν από την εποχή του - και κατωνόμαζε τον Καλλίστρατο, τον Αριστοφώντα, τον Κέφαλο και τον Θρασύβουλο - δεν αφοσιώθηκε ποτέ σε κάποια δημόσια υπόθεση από την αρχή ώς το τέλος· εκείνος που έκανε μια πρόταση δεν πήγαινε στην πρεσβεία και εκείνος που πήγαινε στην πρεσβεία δεν έκανε την πρόταση. Γιατί ο καθένας τους συνήθιζε να αφήνει κάποιο περιθώριο και ταυτόχρονα κάποιο παραθυράκι, για την περίπτωση που θα συνέβαινε κάτι[2].

Έτσι, ο πολιτικός ηγέτης μπορούσε να προσπαθήσει να προστατευτεί συμμετέχοντας είτε στη λήψη των αποφάσεων είτε στην υλοποίηση της πολιτικής, αλλά όχι και στα δύο.

Ο Δημοσθένης απέρριπτε την πρόδηλη αντίρρηση ότι έδειχνε να ισχυρίζεται ότι ήταν τόσο ισχυρότερος και τολμηρότερος από τους άλλους ώστε μπορούσε να κάνει τα πάντα μόνος του και έλεγε ότι παρέβλεπε την προσωπική του ασφάλεια λόγω του σοβαρού κινδύνου που απειλούσε την Αθήνα. Ο Αισχίνης έβλεπε το πράγμα μάλλον διαφορετικά. Υποστήριζε ότι ο Δημοσθένης, «κατάφερε να αποκτήσει τέτοια εξουσία (δυναστεία) ώστε να ανεβαίνει στο βήμα και να δηλώνει ότι θα πήγαινε ως πρέσβης όπου ήθελε, είτε τον έστελνες ή όχι»[3].

Αν και ο Δημοσθένης υπερέβαλλε στην έκταση της προσέγγισης του «παραθύρου» πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο ρόλος του πρέσβη μπορούσε να είναι επικίνδυνος. Αυτό ίσχυε ιδίως όταν η Αθήνα δεν βρισκόταν σε ισχυρή διαπραγματευτική θέση και οι απεσταλμένοι ήταν πιθανόν να επιστρέψουν στην Αθήνα με προτάσεις ή εκθέσεις που ήταν απογοητευτικές ή απαράδεκτες για το σώμα των πολιτών. Ο ίδιος ο Δημοσθένης, όταν ασκούσε δίωξη κατά του Αισχίνη για κακή διαγωγή στην αποστολή προς τον Φίλιππο Β' το 346, υπενθύμισε στους ενόρκους τις ποινές που είχαν επιβληθεί σε δύο περιπτώσεις κατά τα προηγούμενα πενήντα χρόνια. Το 392/1 ο Ανδοκίδης, ο Επικράτης, ο Κρατίνος και ο Ευβουλίδης διώχθηκαν από τον Καλλίστρατο για ανυπακοή στις οδηγίες και δωροληψία κα­τά την αποστολή τους στη Σπάρτη προκειμένου να συζητήσουν τους όρους της ειρήνης: καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο[4]. Το 367 δύο Αθηναίοι που στάλθηκαν ως πρέσβεις στα Σούσα απέτυχαν να πείσουν τον Πέρση βασιλέα να τροποποιήσει τους όρους της Πελοπιδείου Ειρήνης, που απαιτούσε να παροπλίσουν οι Αθηναίοι τον στόλο τους. Όταν γύρισαν στην Αθήνα, ο Λέων, υποκινούμενος πιθανόν από την επιθυμία να προστατέψει τον εαυτό του, κατηγόρησε τον συνά­δελφό του Τιμαγόρα ότι αρνήθηκε να συνεργαστεί μαζί του, ότι συνεργάστηκε με τον Πελοπίδα και ότι δέχθηκε δώρα από τον Μεγάλο Βασιλέα. Ο Τιμαγόρας τιμωρήθηκε με την ποινή του θανάτου[5].

Ένας άλλος σημαντικός παράγων στην τάση να χρησιμοποιείται η γραφή παρανόμων ήταν η επίπονη διαδικασία κατά τον 4ο αιώνα για την αναθεώρηση των νόμων. Επειδή οι ρήτορες προσπαθούσαν να παρακάμψουν αυτή τη διαδικασία, οι αντίπαλοί τους προσέφευγαν στην κατηγορία για παράνομη πρόταση. Μερικές φορές ήταν απλώς ένα τέχνασμα παρακώλυσης. Πράγματι, εάν η πρόταση που προσβαλλόταν ήταν προβούλευμα που δεν είχε ψηφιστεί από την Εκκλησία, μια γραφή παρανόμων μπορούσε να εξαφανίσει εντελώς την πρόταση, αφού οι αποφάσεις της Βουλής ίσχυαν μόνο για ένα χρόνο. Έτσι οι προτάσεις του Αριστοκράτη να τιμηθεί ο Χαρίδημος (352/1) και του Κτησιφώντα να τιμηθεί ο Δημοσθένης (336) πάγωσαν[6]. Η γραφή παρανόμων κατέληξε να χρησιμοποιείται ως κύριο όπλο στον πολιτικό αγώνα και η συχνή προσφυγή σ’ αυτήν ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους τα δικαστήρια έγιναν συνηθισμένο πεδίο μάχης των Αθηναίων πολιτικών κατά τα μέσα του 4ου αιώνα. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις, πέρα από το λόγο του Αισχίνη Κατά Κτησιφώντος και του λόγου του Δημοσθένη Περί του Στεφάνου, ότι οι τεχνικοί βάσεις μιας κατηγορίας για παράνομη πρόταση ήταν πιθανόν λιγότερο σημαντικές από την πολιτική κρίση των ενόρκων - για την κατάσταση, για έναν άνθρωπο και την πολιτική του όχι μόνο κατά το παρελθόν αλλά και κατά το παρόν, και για τις πολιτικές συνέπειες της καταδίκης ή της αθώωσης - και ότι γενικά η πολιτική εξίσωση ήταν σημαντική στους διαφόρους τύπους δημόσιων υποθέσεων οι οποίες κρίνονταν από τους δικαστές καθώς και εκείνων που αποφασίζονταν από την Εκκλησία. Πράγματι, ο αληθινός στόχος πολλών γραφών παρανόμων δεν ήταν ο προτείνων, αλλά ένα διακεκριμένο άτομο το οποίο τιμούσε η προσβαλλόμενη απόφαση - είτε επρόκειτο για ρήτορα όπως ο Δημοσθένης είτε για στρατηγό όπως ο Χαβρίας.

Η συχνότητα με την οποία οι πολιτικά ενεργοί πολίτες εκμεταλλεύονταν τη γραφή παρανόμων υποδηλώνεται από την καυχησιολογία του Αριστοφώντα (που αναφέρεται από τον Αισχίνη) ότι είχε απαλλαγεί 75 φορές από την κατηγορία της υποβολής παράνομης πρότασης. Στην άλλη άκρη του φάσματος βρισκόταν ο Κέφαλος, ο οποίος ισχυριζόταν ότι, αν και είχε προτείνει περισσότερα μέτρα από οποιονδήποτε άλλο, δεν είχε κατηγορηθεί ποτέ για παράνομη πρόταση. Ο Αισχίνης υποστήριζε ότι αυτό ήταν λόγος υπερηφάνειας, γιατί εκείνη την εποχή οι κατηγορίες δεν διατυπώνονταν μόνον από πολιτικούς αντιπάλους αλλά και από φίλους, εάν κάποιος είχε διαπράξει κάποιο σφάλμα εις βάρος του κράτους[7]. Αλλά δεν θα πρέπει να δεχθούμε αυτού του είδους τη ρητορεία. Και, όπως αντέκρουε αρκετά δικαιολογημένα ο Δημοσθένης, γιατί έπρεπε ένας άνθρωπος που είχε κατηγορηθεί συχνά αλλά ποτέ δεν είχε καταδικαστεί, να προσφέρεται περισσότερο σε επικρίσεις;[8] Πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι, όποιοι και αν ήταν οι λόγοι για την «ανοσία» του Κεφάλου από τέτοιες διώξεις, η πολιτική του σταδιοδρομία - που όπως και εκείνη του Αριστοφώντα άρχισε γύρω στις αρχές του 4ου αιώνα - φαίνεται ότι διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 370, ενώ ο Αριστοφών εξακολουθούσε να είναι εν ενεργεία κατά τη δεκαετία του 340[9]. Η προσφυγή στη γραφή παρανόμων φαίνεται ότι ήταν συχνότερη μετά το τέλος της συμμετοχής του Κεφάλου στο δημόσιο βίο. Πράγματι, ο ίδιος ο Αισχίνης παραπονιόταν το 330 ότι η γραφή παρανόμων είχε χάσει την αποτελεσματικότητά της[10]. Αλλά ο δισταγμός που έδειχναν ο Δημοσθένης και οι υποστηρικτές του στην πρόταση μέτρων τα οποία ίσως εναντιώνονταν στον νόμο που ρύθμιζε τη διάθεση των πλεονασμάτων του κράτους αποτελεί εν μέρει μέτρο της αποτελεσματικότητας αυτού του είδους της κατηγορίας και όχι απλώς της αντιδημοτικότητας μιας πρότασης που αφαιρούσε χρήματα από το Ταμείο Εορτών.

Η καταδίκη με την κατηγορία της πρότασης παράνομου ψηφίσματος θα μπορούσε να είχε ως αποτέλεσμα μια ποινή με καταστροφικές οικονομικές και πολιτικές συνέπειες. Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει κανένα γνωστό παράδειγμα επιβολής της ποινής του θανάτου και υπάρχουν μόνον υπαινιγμοί ότι θα μπορούσε να είναι κατάλληλη ποινή, αν και ο Δημοσθένης αναφέρει ότι κάποιος Εύδημος (κατά τα άλλα άγνωστος) θανατώθηκε το 382/1, όταν καταδικάστηκε βάσει της κατηγορίας της πρότασης ακατάλληλου νόμου[11]. Εκείνοι που κινούσαν τη διαδικασία της γραφής παρανόμων φαίνεται ότι είχαν στόχο να πείσουν το δικαστήριο να επιβάλει βαρύ πρόστιμο. Και κατά προτίμηση, όπως φαίνεται, ένα πρόστιμο τόσο μεγάλο ώστε ο κατηγορούμενος να μην μπορεί να το πληρώσει και, κατά συνέπεια, να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα και να διπλασιάζεται το πρόστιμο. Γιατί τότε ο εναγόμενος έχανε τα δικαιώματα του ενεργού πολίτη και βρισκόταν γενικά σε ευάλωτη θέση[12]. Οι ένορκοι, αν είχαν καταδικάσει αυτόν που πρότεινε ψήφισμα, άκουγαν τις ποινές που πρότειναν ο κατήγορος και ο κατηγορούμενος. Μπορούσαν ακόμη και να αρκεστούν σε ένα συμβολικό πρόστιμο, όπως μπορεί να θεωρηθεί το πρόστιμο των 25 δραχμών που επιβλήθηκε στον Πολύευκτο (330- 324)[13]. Αλλά αυτό ήταν μάλλον σπάνιο. Ο εύπορος Απολλόδωρος εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τους ενόρκους οι οποίοι το 349/8, αν και είχαν κρίνει ότι η πρότασή του να αποφασίζει η Εκκλησία κατά πόσον τα πλεονάζοντα χρήματα έπρεπε να πηγαίνουν στο Στρατιωτικό Ταμείο ή στο Ταμείο Εορτών ήταν παράνομη, όρισε τουλάχιστον την ποινή σε 1 τάλαντο και απέρριψε την πρόταση του Στεφάνου για ένα πρόστιμο 15 ταλάντων. Ο Απολλόδωρος παραπονιόταν ότι η πρόταση ήταν μια εσκεμμένη προσπάθεια να στερηθεί ο ίδιος και τα παιδιά του τα πολιτικά τους δικαιώματα, γιατί η περιουσία του άξιζε λιγότερο από 3 τάλαντα. Δεν είναι απαραίτητο να πιστέψουμε τον τελευταίο αυτό ισχυρισμό. Ήταν φυσικό να ισχυριστεί ότι είχε πληρώσει με δυσκολία το πρόστιμο[14]. Ένα πρόστιμο 5 ταλάντων επιβλήθηκε (335-330) στον Αριστογείτονα, που ήταν μια μάλλον διαβόητη παρά εξέχουσα φυσιογνωμία στη δεκαετία του 330 και του 320 και τον ονόμαζαν «ο σκύλος-φύλακας του Δήμου (ή της δημοκρατίας)»· μη μπορώντας να πληρώσει, έχασε τα πολιτικά του δικαιώματα[15]. Το 323 ο Δημάδης καταδικάστηκε σε πρόστιμο 10 ταλάντων για το ψήφισμά του που πρότεινε να αναγνωριστεί ο Αλέξανδρος (ο Μέγας) ως θεός· εάν, όπως φαίνεται πιθανό, κατηγορήθηκε για την υποβολή παράνομης πρότασης και όχι για ασέβεια, αυτή ήταν η μία από τις τρεις γραφές παρανόμων για τις οποίες καταδικάστηκε και είχαν ως συνέπεια να χάσει τα πολιτικά δικαιώματά του[16].

Δεν γνωρίζουμε άλλους εξέχοντες ρήτορες οι οποίοι να επηρεάστηκαν σοβαρά και άμεσα από την καταδίκη για παράνομη πρόταση. Η πρόταση του Θρασυβούλου για την απονομή της ιδιότητας του πολίτη σε όσους βοήθησαν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403/2 απορρίφθηκε: αναφέρεται ότι του επιβλήθηκε πρόστιμο μιας δραχμής. Η πρόταση του Υπερείδη το 338 για απονομή της ιδιότητας του πολίτη στους μετοίκους, απελευθέρωση των δούλων και απόδοση των δικαιωμάτων τους σε πολίτες που τα είχαν στερηθεί, υποστηρίχθηκε από τους δικαστές. Και οι δύο προτάσεις συνεπάγονταν τη χαλάρωση ή την εγκατάλειψη παραδοσιακών και θεμελιωδών στοιχείων του χαρακτήρα της αθηναϊκής κοινωνίας και ασφαλώς θα είχαν καταγγελθεί, όποιος και αν τις είχε υποβάλει. Στην περίπτωση του Θρασυβούλου, ο ισχυρισμός του Αισχίνη για φιλία μεταξύ του Θρασυβούλου και του Αρχίνου, που κατηγόρησε τον συμμαχητή του για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, μπορεί να γίνει δεκτός εάν απορρίψουμε τη ρητορεία περί «παλιού καλού καιρού». Εάν, όπως ανέφερε ένας σχολιαστής, ο Θρασύβουλος τιμωρήθηκε με πρόστιμο μόνο μίας δραχμής, ίσως αυτή να ήταν η ποινή που πρότεινε ο Αρχίνος, αποφασισμένος να παγώσει την πρόταση αλλά αρκούμενος σε αυτό. Η επίθεση του Αριστογείτονα εναντίον της πρότασης του Υπερείδη υποδηλώνει έντονα την επιθυμία για επίθεση κατά του προτείνοντος στον ίδιο ή και σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο κατά της ίδιας της πρότασης[17]. Ασφαλώς λόγοι πολιτικής αντιζηλίας επικρατούσαν στην επίθεση κατά της πρότασης του Ανδροτίωνα το 356/5 για την απονομή στεφάνου στην απερχόμενη Βουλή και στην επίθεση του Υπερείδη κατά της πρότασης του Δημάδη να τιμηθεί ένας Ολύνθιος[18]. Δύο ακόμη διώξεις που ασκήθηκαν από τον Υπερείδη το 361 και το 343 - κατά του Αριστοφώντα και του Διοπείθη - ήταν πιθανόν γραφές παρανόμων: είτε επρόκειτο για κατηγορίες είτε για παραπομπές, δεν γνωρίζουμε την ουσία αυτών των διώξεων αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχαν τουλάχιστον εν μέρει ως κίνητρό τους την επιθυμία αμφισβήτησης ενός πολιτικού αντιπάλου. Το αποτέλεσμα στην περίπτωση του Διοπείθη δεν είναι γνωστό. Ο Αριστοφών αθωώθηκε - με διαφορά 2 ψήφων[19]. Στην ανεπιτυχή καταγγελία της πρότασης του Υπερείδη να τιμηθεί ο Δημοσθένης (338) και στην επιτυχή καταγγελία της πρότασης του Δημάδη να αναγνωρισθεί ο Αλέξανδρος ως θεός (323), τόσο ο προτείνων όσο και εκείνος που επρόκειτο να τιμηθεί ήταν στόχος επίθεσης[20].

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αντιρρήσεις για ένα ψήφισμα κυμαίνονταν από ουσιαστικές αντιρρήσεις προς το περιεχόμενό του μέχρι μιαν απλή επιθυμία πολιτικής προβολής και οποιοσδήποτε κατήγορος ήταν πιθανό να έχει αρκετά κίνητρα για να υποβάλει τη μήνυση. Σε πολλές από τις γνωστές περιπτώσεις γραφής παρανόμων, κύριος στόχος της επίθεσης φαίνεται ότι ήταν ο έμμεσος στόχος - δηλαδή ο υποψήφιος αποδέκτης των προτεινόμενων τιμών. Έτσι, κατά τη δεκαετία του 370 τρεις εξαιρετικά επιτυχημένοι στρατηγοί δέχθηκαν ιδιαίτερες τιμές, αλλά όχι χωρίς αμφισβήτηση του ψηφίσματος με γραφή παρανόμων σε μία και πιθανόν και στις τρεις περιπτώσεις. Όπως τα ψηφίσματα που τιμούσαν τον Χαβρία (376/5), τον Τιμόθεο (375/4) και τον Ιφικράτη (371/0), ένα ψήφισμα προς τιμήν του Φωκίωνα (το 322 ή νωρίτερα) υποστηρίχθηκε από τα δικαστήρια, ενώ δεν γνωρίζουμε το αποτέλεσμα της αμφισβήτησης ενός ψηφίσματος που τιμούσε τον Χαρίδημο (352/1)[21]. Στόχος του Αισχίνη στην κατηγορία του κατά του Κτησιφώντα το 336 ήταν σαφώς ο παλαιός του αντίζηλος Δημοσθένης, που επρόκειτο να είναι ο αποδέκτης των τιμών, ενώ ο Πολύευκτος είχε στόχο του τον Δημάδη (περ. 335) και τον Υπερείδη, στην περίπτωση των τιμών που προτάθηκαν υπέρ του Ευβούλου (343-330)[22].

Οι κίνδυνοι της μήνυσης

Η γραφή παρανόμων, όμως, εμπεριείχε κάποιο κίνδυνο και για τον κατήγορο. Για παράδειγμα, ο Λυκίνος (το 348) και ο Αισχίνης (το 330) δεν κέρδισαν το ένα πέμπτο των ψήφων και τιμωρήθηκαν με πρόστιμο 1.000 δραχμών και απώλεια του δικαιώματος για υποβολή άλλης γραφής παρανόμων. Μπορεί ο Αισχίνης μάλλον να μην ήθελε παρά να μην μπορούσε να πληρώσει το πρόστιμο, αλλά εν πάση περιπτώσει, είτε μπορούσε να πληρώσει είτε όχι, ήταν φανερό ότι είχε αποτύχει στον κύριο σκοπό του, να δυσφημίσει τον Δημοσθένη και την πολιτική του - και ταπεινωμένος αποσύρθηκε από την Αθήνα[23]. Εντούτοις, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε, μια ανεπιτυχής καταγγελία δεν συνεπαγόταν μειονεκτήματα εκτός από το γεγονός της ήττας. Επιπλέον, στην περίπτωση της εισαγγελίας ο κατήγορος μπορούσε να προτείνει την ποινή του θανάτου. Και, αν και οι περισσότερες εισαγγελίες φαίνεται ότι στρέφονταν κατά στρατηγών, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την απαγγελία σοβαρών κατηγοριών κατά οποιουδήποτε Αθηναίου (ή μετοίκου). Πιθανόν κατά τον 5ο αιώνα να υπήρχαν αρκετά μεγάλα περιθώρια ως προς τις πράξεις που μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εισαγγελίας, αλλά ίσως κατά την περίοδο 410-403 (και ασφαλώς περί τα μέσα του 4ου αιώνα) ψηφίστηκε ένας νόμος που προσδιόριζε τους τύπους των αδικημάτων. Ίσως να εξακολουθούσε να υπάρχει κάποιο περιθώριο ή ίσως αναπτύχθηκε και, κατά τη δεκαετία του 330, ισοδυναμούσε μ6 «τέντωμα» του νόμου[24]. Στην υπεράσπιση του Ευξενίππου, κατά την περίοδο μεταξύ 330 και 324, ο Υπερείδης ανέφερε τις περιπτώσεις στις οποίες μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η εισαγγελία.

Εάν οποιοσδήποτε [λέει ο νόμος] επιχειρήσει να ανατρέψει τη δημοκρατία των Αθηναίων, ή εάν συναντάται με άλλους σε οποιοδήποτε μέρος με σκοπό την ανατροπή της δημοκρατίας, ή σχηματίσει πολιτική λέσχη (εταιρικόν)· ή εάν οποιοσδήποτε προδώσει μια πόλη ή πλοία ή μια χερσαία ή ναυτική δύναμη, ή, ενώ είναι ρήτορας, εκφωνήσει λόγο αντίθετο προς τα συμφέροντα του αθηναϊκού Δήμου, ή δέχεται χρήματα (και δώρα από εκείνους που εργάζονται κατά του αθηναϊκού Δήμου)[25].

Αν και οι στρατηγοί μπορούσαν να κατηγορηθούν με τη δεύτερη κατηγορία της στρατιωτικής προδοσίας, οι συμβουλές κατά των συμφερόντων του Δήμου με κίνητρο τη διαφθορά ήταν η κατηγορία που απαγγέλθηκε κατά του Καλλιστράτου το 361 και πιθανόν το 366/5. Το 366/5 ο Χαβρίας, ως στρατηγός που συγκατατέθηκε στην κατάληψη του Ωρωπού από τις βοιωτικές δυνάμεις εν αναμονή διαιτησίας, και ο Καλλίστρατος, που πρότεινε αυτό το (μεταβατικό) μέτρο, διώχθηκαν για την απώλεια του Ωρωπού, αλλά αθωώθηκαν και οι δύο[26]. Δεν συνέβη το ίδιο στην περίπτωση του Καλλιστράτου το 361. Η απομάκρυνσή του από την Αθήνα εμπόδισε, ή μάλλον καθυστέρησε, την εκτέλεση της ποινής του θανάτου· όταν υπολόγισε λανθασμένα τη γενική διάθεση και επέστρεψε στην Αθήνα το 355, συνελήφθη και θανατώθηκε[27]. Το 343 ο Υπερείδης κατηγόρησε τον Φιλοκράτη για παροχή υπηρεσιών στον Φίλιππο κατά της Αθήνας και πέτυχε την καταδίκη του: η α­ποχώρησή του εμπόδισε την εκτέλεση της ποινής του θανάτου[28]. Εισαγγελία ασκήθηκε πιθανόν κατά του Θρασυβούλου από τον Κολλυτό για (δήθεν διεφθαρμένες) συμβουλές που δόθηκαν κατά την περίοδο της κατοχής της Καδμείας από τους Λακεδαιμονίους το 382, αλλά πιθανόν αθωώθηκε[29]. Μένει κανείς με την εντύπωση ότι οι ρήτορες όχι μόνο γίνονταν λιγότερο συχνά αντικείμενο επίθεσης μέσω εισαγγελίας, αλλά ήταν σε θέση να υπερασπίσουν τον εαυτό τους με μεγαλύτερη επιτυχία από όσο οι στρατηγοί. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ήταν δύσκολο να αποδειχθεί η διαφθορά και να πεισθούν οι δικαστές ότι οι συμβουλές που είχε δώσει ο ρήτορας είχαν επηρεαστεί από την αποδοχή «δώρων». Επίσης, η αποτυχία ενός στρατηγού ήταν κάτι που μπορούσε να αποδειχθεί.

Φαίνεται ότι γινόταν όλο και μεγαλύτερη κατάχρηση της εισαγγελίας - όπως και της γραφής παρανόμων - κατά το τρίτο τέταρτο του 4ου αιώνα. Οι κατήγοροι χρησιμοποιούσαν την εισαγγελία κατά τις δεκαετίες του 330 και του 320, αν όχι και νωρίτερα, για να διατυπώσουν κατηγορίες που απαιτούσαν κάποιο «τέντωμα» του νόμου για να παρουσιαστούν ως αδικήματα σύμφωνα με το νόμο περί της χρήσης της εισαγγελίας. Ταίριαζε στην υπεράσπιση του Ευξενίππου από τον Υπερείδη να υπερβάλει την αντίθεση μεταξύ «σοβαρών και διαβόητων εγκλημάτων, που (περίπου το 360) οδήγησαν σε εισαγγελία» (κατά του Καλλιστράτου και τεσσάρων στρατηγών) και αυτού που περιγράφει ως πρακτική της δεκαετίας του 320 να «διατυπώνονται επιπόλαιες κατηγορίες που δεν έχουν καμία σχέση με το νόμο περί εισαγγελίας». Ο Ευξένιππος είχε κατηγορηθεί ότι είχε δεχθεί «δώρα» και ότι είχε αναφέρει ένα όνειρο που αντέκειτο στα συμφέροντα του Δήμου. Ο Υπερείδης προσπάθησε να αρνηθεί τον ορισμό του ρήτορα ως κάποιου προσώπου που μιλούσε στην Εκκλησία και προέβαλε το επιχείρημα ότι ο Ευξένιππος ήταν κοινός πολίτης (ιδιώτης) και όχι ρήτορας ή τακτικός ομιλητής, κατά του οποίου θα μπορούσε να ασκηθεί δικαίως εισαγγελία[30]. Αυτή ήταν ειδική συνηγορία. Η εισαγγελία είχε σκοπό να ρίξει ένα εκτεταμένο δίκτυ για να είναι δυνατή η γρήγορη δράση και ασφαλώς περιελάμβανε όλους τους Αθηναίους. Η προδοσία με την έννοια της εγκατάλειψης μιας πόλης ήταν σαφώς λόγος παραπομπής και το 338 όταν κατηγορούσε τον Λεωκράτη για την εγκατάλειψη της Αθήνας μετά την καταστροφική ήττα της Χαιρώνειας, ο Λυκούργος δυσκολεύτηκε για πολλούς λόγους να υποστηρίξει το επιχείρημα ότι ήταν σωστό να ασκηθεί εισαγγελία κατά του ατόμου αυτού (ιδιώτη) και να παρουσιασθεί η αναχώρησή του ως προδοσία - κατά της Αθήνας[31]. Γενικά, φαίνεται να υπήρχε κάποια αλήθεια σ’ αυτό που έλεγε ο Υπερείδης για την κατάχρηση της εισαγγελίας, ιδίως αν δεχθούμε τη δήλωσή του ότι ένας πολίτης και ένας μέτοικος είχαν μηνυθεί για τον λόγο ότι είχαν προσλάβει αυλήτριες με τιμή μεγαλύτερη από εκείνη που όριζε ο νόμος (και ίσως μπορούσαν να παρουσιαστούν ως παραβάτες του νόμου και να υποστηριχθεί ότι έθεταν σε κίνδυνο τη δημοκρατία, αν και η αιτιολογία της παραπομπής μπορεί να ήταν ευρύτερη από ό,τι ανέφερε ο Υπερείδης)[32]. Η υπόθεση αυτή ανήκει στην ίδια περίοδο με την υπόθεση του Ευξενίππου και είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα υπό το φως μιας προσπάθειας να αναχαιτιστεί η κατάχρηση της εισαγγελίας, που μπορεί να χρονολογείται περίπου στο 333. Γιατί τότε είχε θεσπιστεί ότι ένας κατήγορος που κέρδιζε λιγότερο από το ένα πέμπτο των ψήφων υπέκειτο σε πρόστιμο 1.000 δραχμών αλλά όχι σε απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων του[33].

Πάντως, ο πειρασμός της κατάχρησης της εισαγγελίας και της γραφής παρανόμων δεν θα έπρεπε να συσκοτίσει το γεγονός ότι οι πολιτικοί ηγέτες, κυρίως οι ρήτορες αλλά επίσης (συχνά έμμεσα) και οι στρατηγοί, αναμιγνύονταν συχνά στα δικαστήρια και στην Εκκλησία καθώς και το γεγονός ότι μια καταδίκη μπορούσε να οδηγήσει σε θάνατο, «εξορία», δήμευση περιουσίας, απώλεια πολιτικών δικαιωμάτων ή βαρύ πρόστιμο, για να μην αναφέρουμε την ατίμωση. Γιατί, ενώ η εισαγγελία και η γραφή παρανόμων ήταν τα μέσα που χρησιμοποιούνταν συχνότερα και μπορούσαν να εμφανιστούν ως ειδικά μέσα με τα οποία ένας ρήτορας προστάτευε τον Δήμο από πολιτικές ενέργειες που έβλαπταν τα συμφέροντά του, οι πολιτικοί ηγέτες μπορούσαν επίσης να υποχρεωθούν να λογοδοτήσουν με άλλες μεθόδους[34]. Η διαδικασία που είναι γνωστή ως απόφασις (έκθεση έρευνας), για παράδειγμα, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον εκείνων που ήταν ύποπτοι για προδοσία και δωροληψία ή (πιθανόν) για απόπειρες ανατροπής της δημοκρα­τίας[35]. Η γνωστότερη χρήση της αποφάσεως ήταν το 324/3 εναντίον εκείνων που ήταν ύποπτοι για λήψη χρημάτων από τον Άρπαλο, τον φυγάδα θησαυροφύλακα του Αλεξάνδρου του Μεγάλου. Φαίνεται ότι περίπου 350 τάλαντα έλειπαν από τα 700 τάλαντα που πιστευόταν ότι είχαν κατατεθεί από τον Άρπαλο στην Ακρόπολη, υπό τη φύλαξη ειδικά διορισμένων επιτρόπων, μεταξύ των οποίων και ο Δημοσθένης. Ακόμη και χωρίς εσωτερικές πολιτικές αντιζηλίες, οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να κάνουν τα στραβά μάτια και να αγνοήσουν το ενδιαφέρον του Αλεξάνδρου του Μεγάλου για τα χρήματα που είχε καταχραστεί ο θησαυροφύλακάς του. Μετά από έρευνα, ο Άρειος Πάγος δημοσίευσε έναν κατάλογο ονομάτων που ανέφερε χρηματικά ποσά αποδιδόμενα στον καθένα: για παράδειγμα, 20 τάλαντα στον Δημοσθένη. Το Δικαστήριο των 1.500 καταδίκασε τον Δημοσθένη, που ήταν ο πρώτος που παραπέμφθηκε σε δίκη. Ο Δημοσθένης, μη μπορώντας να πληρώσει το πρόστιμο των 50 ταλάντων φυλακίστηκε αλλά σύντομα απέδρασε. Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου λίγους μήνες αργότερα, ο Δημοσθένης ανακλήθηκε. Ο Δημάδης, που επίσης καταδικάστηκε, έμεινε στην Αθήνα[36]. Άλλες διαδικασίες που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για πολιτικούς σκοπούς κατά των αντιπάλων ήταν η προβολή (κατάθεση μήνυσης στην Εκκλησία) και η ένδειξις (κατάθεση πληροφοριών - που επέτρεπε, αλλά δεν απαιτούσε, ο κατήγορος να πραγματοποιήσει μια σύλληψη). Αν και η υποστήριξη μιας μήνυσης (προβολή) στην Εκκλησία μπο­ρούσε να είναι πολύτιμη αν το ζήτημα βρισκόταν υπό κρίση στα δικαστήρια, η προβολή δεν ήταν πολύ χρήσιμη για πολιτικούς σκοπούς (και φαίνεται ότι την χρησιμοποιούσαν σπάνια), γιατί η κατάθεση μήνυσης περιοριζόταν, τουλάχιστον κατά τη δεκαετία του 320, στην κεντρική συνεδρίαση της έκτης πρυτανείας κάθε χρόνο. Καθιστούσε δυνατή τη λήψη μέτρων κατά συκοφαντών (όπως κατά των κατηγόρων των στρατηγών των Αργινουσών το 406), κατά αδικημάτων σχετικών με εορτές (όπως από τον Δημοσθένη κατά του Μειδιά που, παρά τις διαψεύσεις του Δημοσθένη, μπορούσε να έχει πολιτική σημασία) ή κατά «οποιουδήποτε δεν έκανε κάτι που υποσχέθηκε στον Δήμο» (όπως φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από τον Εύβουλο κατά του Αριστοφώντα)[37]. Όσο για την ένδειξη, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, για παράδειγμα, κατά των ατόμων τα οποία, παρά την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων τους (συχνά ως οφειλέτες του δημοσίου) αναλάμβαναν δημόσια δραστηριότητα. Αυτές οι πληροφορίες κατατέθηκαν κατά του Θεοκρίνη για άσκηση καθηκόντων κατηγόρου σε δημόσιες δίκες, κατά του Πολυεύκτου επειδή έγινε μέλος της Βουλής και κατά του Αριστογείτονα για αγόρευση στην Εκκλησία και άσκηση καθηκόντων κατηγόρου[38]. Αν και φαίνεται ότι χρησιμοποιείτο ελάχιστα, η δοκιμασία των ρητόρων χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά από τον Αισχίνη όταν εξαίρεσε τον Τίμαρχο ως πιθανό κατήγορο της δικής του συμπεριφοράς κατά την πρεσβεία προς τον Φίλιππο το 346[39]. Και στην περίπτωση των Αθηναίων αξιωματούχων και πρέσβεων, οι ευθύνες ήταν ένα σημαντικό μέσο λήψης μέτρων, αν και υπάρχουν εκπληκτικά λίγες περιπτώσεις που μπορούν να ταυτιστούν με βεβαιότητα[40].
----------------------
[1] Αριστ. Πολ. 1255a 8-9, Δείν. 1.100-1. Βλ. για την καταδίκη της πρότασης ενός ακατάλληλου νόμου.

[2] Δημ. 18.129 (τρεις από τους τέσσερις είναι γνωστό ότι έχουν ενεργήσει και με τις δύο ιδιότητες, αν και όχι στην παρούσα μαρτυρία, στο ένα ζήτημα της δημόσιας υπόθεσης)· Ισοκρ. 8.54-5, Αριστ. Ρητ. 1364al9-23· πρβλ. Θουκ. 5.46,Tod 123.7,76,Δημ. 19.10-12, Αι- σχίν. 2.18,3.63-4.

[3] Δημ. 18.220, Αισχίν. 3.145-6.

[4] Δημ. 19.276-80, Φιλόχ. FGrH328 απ. 149· πρβλ. Perlman (1976)230-1,Roberts 88-93.

[5] Ξεν. Ελλ. 7.1.33-8 (καμία αναφορά σε δωροδοκία), Δημ. 19.31, 137, 191, Πλουτ. Πελ. 30.6- πρβλ. Perlman (1976) 228-9.

[6] Δημ. 23.92-3, 18.8-9.

[7] Αισχίν. 3.194.

[8] Δημ. 18.251.

[9] Βλ. Κ. Καστοριάδη «Η Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι»

[10] Αισχίν. 3.191-2.

[11] Δημ. 22.69, [Δημ.] 25.87· Δημ. 24.138. Η καταγγελία για την εισήγηση ακατάλληλου νόμου φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί πολύ λιγότερο συχνά από τις γραφές παρανόμων, αντανακλώντας, σε μεγάλο βαθμό, το γεγονός ότι προτείνονταν πολύ περισσότερα ψηφί­σματα από ό,τι νόμοι. Περίπου έξι πιθανές περιπτώσεις είναι γνωστές. Επιπρόσθετα στην εκτέλεση του Εύδημου, ο Δημ. 24.138 λέει ότι κάποιος Φίλιππος γλίτωσε το θάνατο με μικρή πλειοψηφία και ότι οι ένορκοι αποδέχθηκαν το επιχείρημά του για τιμωρία, ένα υψηλό πρόστιμο. Σε άλλες υποθέσεις η έκβαση είναι αβέβαιη ή άγνωστη. Λυσ. απ. 86-7, Δημ. 20.1, 92, 96, 144 (Λεπτίνης, 355), Δημ. 24.1, 17 αλλά πρβλ. 24.3 (Τιμοκράτης), Αισχίν. 1.34. Βλ. ΑΠ59.2, Wolff (1970) 28-44 και Hansen (1974) 44-8.

[12] Δημ. 18.15· [Δημ.] 59.6-8. Βλ. Αισχίν. 2.14 για μια προτεινόμενη ποινή 100 ταλάντων. Για την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων, βλ. Hansen (1976) 56-60 (το τρωτό) και 90-4 (διάφορες γραφές ή καταδίκες για προσβολές, τιμωρητέες με ατιμία).

[13] Βλ. παρακάτω για το πρόστιμο της 1 δραχμής που αναφέρεται ότι έχει επιβληθεί στον Θρασύβουλο.

[14] [Δημ.] 59.6-8· πρβλ. APF438-42.

[15] [Δημ.] 25.40,60-7· [Δημ.] 25. νποθ. 2-3, Δεί,ν. 2.12- Sealey 186-99. Για πρόστιμα 10 ταλάντων, βλ. [Δημ.] 58.1-2, 30-2,66, Δημ. 21.182. Πρβλ. [Δημ.] 58.43.

[16] Αθ. 25 lb, Αιλ. 5.12· D.S. 18.18 και Πλουτ. Φωκ. 26, όπου σημειώνεται επίσης η αποκατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων του Δημάδη από το Δήμο στην απελπιστική κατάσταση του 322. Βλ. Υπ. 2.11-12 για τον υπερβολικά μακεδονόφιλο Φιλιππίδη που είχε καταδικαστεί σε δύο τουλάχιστον περιστάσεις, επειδή διατύπωνε παράνομες προτάσεις.

[17] ΑΠ 40.2, Αισχίν. 3.187, 194-5 (και σχολιαστής, αν και δεν χρειάζεται να δεχτούμε όλες τις λεπτομέρειες του όπως την πρόταση του Θρασύβουλου για θανατική ποινή, προκειμένου να ντροπιάσει τους Αθηναίους), [Πλουτ.] Ηθ. 835f-836a.

[18] Βλ. απ. 76, Jensen.

[19] Υπ. 4.28-9 (δηλώνοντας ότι αυτός είχε «φέρει σε δίκη» (πρβλ. 4.27) τον Αριστοφώντα, τον Διοπείθη και τον Φιλοκράτη, αλλά ορίζοντας λεπτομερώς μια εισαγγελία μόνον κα­τά του Φιλοκράτη), απ. Β.15, αλλά πρβλ. Hansen (1975) 99· Υπ. απ. Β. 17 (πρβλ. απ. 40-4, Jensen· πρβλ. Hansen (1974) 31).

[20] Δημ. 18.222, Υπ. απ. Β.20· βλ. σημ. 92- πρβλ. Υπ. 4 (ο Υπερείδης το 336 κατήγγειλε τον υπερβολικά μακεδονόφιλο Φιλιππίδη, του οποίου οι αντιλήψεις αναφέρονται σε ένα ψήφισμα, που τιμούσε το βασιλιά της Μακεδονίας).

[21] Δημ. 20.146 (δηλώνει ότι ο Λεωδάμας κατήγγειλε την παραχώρηση στον Χαβρία), Αισχίν. 3.243 (λέει ότι «οι ένορκοι» έκαναν τις παραχωρήσεις και στους τρεις - βλ. Hansen (1974) 30-1)· Υπ. απ. Β. 22 ([Πλουτ.] Ηθ. 850b, πρβλ. Πλουτ. Φωκ. 4)· Δημ. 23.

[22] Λυκούργ. απ. C. 14, Υπ. απ. Β. 21.

[23] Αισχίν. 2.14· πρβλ. Δημ. 18.103,222.

[24] Για συζήτηση του νόμου και άλλων αδικημάτων υποκείμενων στην εισαγγελία, βλ. MacDowell 169-70,183-6, 198-201,210- Harrison 2.50-9, Rhodes 162-71 και (1979) 103-14 και Hansen (1975) ιδίως 12-20και (1980Α) 89-95.

[25] Υπ. 4.7-8,29,39. Η φράση «απατώντας το λαό με ψεύτικες υποσχέσεις» ([Δημ.] 49.67) είναι πιθανόν μια διασάφηση στο τρίτο αίτιο αλλά, ίσως, και στο τέταρτο.

[26] Αριστ. Ρητ. 1364al9-23, 141 lb6-10, Πλουτ. Δημ. 21.64.

[27] Υπ. 4.1-2, Λυκούργ. Λεωκ. 93.

[28] Υπ. 4.29-30· βλ. Hesperia (1936) 399-400, γραμμές 46-50, 110-15 για την πώληση της δημευμένης περιουσίας του Φιλοκράτη.

[29] Λυσ. 26.23 Δημ. 24.134. Βλ. επίσης στον Κατάλογο του Hansen (1975) αρ. 116 (Πυθέας, 336-323), 126 (Μενέσαιχμος, πριν το 325) και 130 (Ιμέραιος, 336-322).

[30] Υπ. 4.1-2,4,8-9.

[31] Λυκούργ. Λεωκ. 1-10,59. Για άλλες εισαγγελίες ή πιθανές εισαγγελίες (οι περισσότερες από αυτές εναντίον ανδρών που δεν είναι γνωστό ότι είχαν διατελέσει στρατηγοί ή ρήτορες ή πρέσβεις), βλ. τον Κατάλογο του Hansen (1975) αρ. 79 (ταμίες της Αθηνάς και των άλ­λων θεών), 99, 103-8 (θεσμοθέτες το 344/3), 111, 113-15, 117-19, 122,125,127,140-4.

[32] Υπ. 4.3.

[33] Βλ. Αισχίν. 3.194.

[34] Δείν. 1.100-2- πρβλ. Λυκούργ. Λεωκ. 7-10.

[35] Η απόφασις, που πιθανόν εισήχθη περί το 350, δήλωνε την έκθεση της προκαταρκτικής έρευνας που έκανε ο Άρειος Πάγος στην Εκκλησία. Αυτοί που «ονομάσθηκαν» από την έρευνα θα μπορούσαν να προσαχθούν σε δίκη στα Δικαστήρια. Βλ. Δείν. 1.1,2.1· Hansen (1975) 39-40, MacDowell 190-1.

[36] Υπ. 5, Δείν. 1-3· βλ. σημ. 59. Για άλλες περιπτώσεις αποφάσεων, βλ. Δημ. 18.132-2, Δείν. 1.56-8,62-3, P.Oxy. 2686.

[37] ΑΠ 43.4-5, Ξεν. Ελλ. 1.7.35, Δημ. 21.8-10,218 (και σχολιαστής)· Harrison 2.59-64, Hansen (1975)38-9.

[38] [Δημ.] 58, Διον. Αλικ. 651. Δείν. 10, Δείν. 2.12-13, [Δημ.] 25-6. Για την ένδειξιν, την απα­γωγήν (ο κατηγορούμενος, που καταγγέλθηκε από τον κατήγορο, «συλλαμβάνεται» από τους άρχοντες) και την εφήγησιν, βλ. Hansen (1976) 90-8, Harrison 2.221-32.

[39] Αισχίν. 1, ιδίως 28-30,64· πρβλ. Λυσ. 10.1 και Hansen (1983Β) 153 σημ. 8.

[40] Βλ. Hansen (1983Α) 42 σημ. 32.


ΜΕΡΟΣ Γ'

Σκέψεις για την γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι»

Στην Αθηναϊκή Δημοκρατία οι γραφές «παρανόμων» [1] και «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι» - δίκες δημοσίου δικαίου, όπως θα λέγαμε σήμερα- είχαν μεγάλη σπουδαιότητα, κα­θώς αποτελούσαν προληπτικές και συγχρόνως κα­τασταλτικές εγγυήσεις τηρήσεως του πολιτεύματος και εκδικάζονταν από το δικα­στήριο της Ηλιαίας.

Αυτή που μας ενδιαφέρει σήμερα είναι η τελευταία αναφερόμενη.

Η γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι [2]ήταν δίκη δημοσίου δικαίου εναντίον της θεσπίσεως ασύμφορου νόμου, δηλαδή νόμου που θα μπο­ρούσε να βλάψει (ή είχε βλάψει) τα συμφέροντα της πόλεως. Η δια­φορά της γραφής αυτής από τη «γραφή παρανόμων» συνίστατο στο ότι αφορούσε μόνο νόμους, όχι ψηφίσματα.

Η προσωπική ευθύνη του εισηγητή και των αξιωματούχων που διηύθυναν τις εργασίες της εκκλησίας ούτε ατονούσαν ούτε μετριαζόταν επειδή ο λαός είχε επιψηφίσει την πρόταση. Δεν διαρκούσε όμως και στο διηνεκές. Ένα χρόνο μετά την υποβολή της πρότασης(ή την ψήφισή της)έπαυε να υπάρχει.

Οι ποινές επί καταδίκης εξικνούντο έως το θάνατο. Πάντως η γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι» έπρεπε, για να έχει ποινικές συνέπειες, να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την ψήφιση του νόμου. Η απειλή της μερικής ατιμίας πρέπει να λειτούργησε και να έκανε ορισμένους πιο προσεκτικούς στις εισηγήσεις τους.[3]

Η διαδικασία ξεκίνησε τον 4ο Αιώνα. Ο Δημοσθένης ανάγει τη διαδικασία στο Σόλωνα και θεωρεί ότι μη επιτήδειοι ήταν οι νόμοι που οι επιταγές τους ή δεν ήταν απλές και κατανοητές ή δεν ήσαν υλοποιήσιμες[4]. Ο Αισχίνης αφήνει να εννοήσουμε ότι έτσι χαρακτηρίζονται οι νόμοι που δεν ήταν λειτουργικοί[5]. «Φαίνεται πάντως ότι στις περιπτώσεις των γραφών για «νόμο μη επιτήδειο» , το ηλιαστικό δικαστήριο των θεσμοθετών όφειλε να εξετάσει όχι τόσο τη νομιμότητα , όσο τη σκοπιμότητα των νομοθετικών πρωτοβουλιών»[6]

Εκτός από την ατομική κύρωση της επιβολής ποινής, η συγκεκριμένη γραφή είχε και ακυρωτικό απο­τέλεσμα ως προς το νόμο ή το ψήφισμα. Η αναστολή διαρκούσε, έως την έκδοση της δικαστικής απόφασης. Εάν η από­φαση ήταν καταδικαστική για τον προτείνοντα, τότε ο νόμος ή το ψήφισμα ακυρωνόταν ή σταματούσε η περαιτέρω νομοθετική διαδικασία επί της προτάσε­ως. Η ποινή για τον ένοχο ήταν πρόστιμο και, σε πε­ρίπτωση υποτροπής για τρίτη φορά, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων («ατιμία»).

Η «γραφή» αυτή θα μπορούσε να χαρακτηρι­σθεί ως διφυές ένδικο βοήθημα, τόσο ποινικού όσο και διοικητικού (ακυρωτικού) χαρακτήρα[7].

Εικάζεται ότι καταδικαστικές αποφάσεις της Ηλιαίας σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω «γραφές» σπανιότατα μόνον εκδίδονταν. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι αποφάσεις απήλλασσαν τον κατηγορούμενο και επικύρωναν το θεσπισθέντα νόμο ή το ψήφισμα. Τούτο συνέβαινε προδήλως διότι το πολυμελέστατο δικαστήριο της Ηλιαίας αποτελούσαν τα ίδια τα μέλη της Εκκλησίας του Δήμου που είχαν ήδη ψήφισε το νόμο ή το ψήφισμα. Δύσκολα θα μπορούσαν, επομένως, οι ίδιοι πολίτες να αναιρούν δικαστικά αυτό που είχαν αποφασίσει νομοθετικά.

Σημειώθηκε ότι οι γραφές «παρανόμων» και, δεν ήσαν μόνο κατασταλτικές αλλά και προληπτικές εγγυήσεις τηρήσεως των πολιτικών και δικαιικών θεσμών της α­θηναϊκής δημοκρατίας. Ο προληπτικός χαρακτήρας των γραφών αυτών συνίστατο στο ότι οι επαπειλούμενες βαριές ποινές λειτουργούσαν αποτρεπτικά για τη θέσπιση νέων νομοθετικών ρυθμίσεων που θα ήσαν «δυνάμει» επικίνδυνες για τη λειτουργία του πολιτεύματος.[8]

Όπως σημειώθηκε στα αμέσως παραπάνω αναφερόμενα η συγκεκριμένη γραφή ήταν …προληπτικές εγγυήσεις τηρήσεως των πολιτικών και δικαιικών θεσμών ….και αποσκοπούσε και στην σκοπιμότητα των νομοθετικών πρωτοβουλιών.

Θα μπορούσε να ισχύσει , κατ’ αναλογία και σύμφωνα με το σύγχρονο δικαιικό πλαίσιο κάτι το παρεμφερές in senso lato ,στη σημερινή νομοθετική λειτουργία της Βουλής των Ελλήνων; Γνωρίζουμε ότι πολλά νομοθετήματα έχουν αποδειχτεί βλαπτικά εις βάρος του κοινωνικού συνόλου αλλά και του γενικά αναφερομένου εθνικού συμφέροντος. Ένα τέτοιο νομοθέτημα είναι το άρθρο 86 του Συντάγματος του 2001 και ο βασιζόμενος σε αυτό εκτελεστικός νόμος (N. 3126/2003) περί ευθύνης υπουργών. H ποινική ευθύνη των υπουργών αποτέλεσε μέλημα των ελληνικών Συνταγμάτων ήδη από το 1844, το οποίο στο άρθρο 83 προέβλεπε την έκδοση σχετικού νόμου. Ο πρώτος νόμος περί ευθύνης υπουργών ήταν ο ΦΠΣτ του 1876, όπως τροποποιήθηκε από τον N. XE του 1873. Το νομοθετικό αυτό καθεστώς διατηρήθηκε σε ισχύ για έναν αιώνα μέχρι την έκδοση του ΝΔ 802/1971. Οι ρυθμίσεις του τελευταίου, οι οποίες πάντως επαναλαμβάνουν τις ως τότε ισχύουσες αρχές, διατηρήθηκαν σε ισχύ και από το Σύνταγμα του 1975 με ρητή μεταβατική διάταξη (άρθρο 115 παρ. 1) «ώσπου να εκδοθεί ο από το άρθρο 86 παρ. 1 προβλεπόμενος νόμος». Ο νόμος αυτός εκδόθηκε μόλις τον Ιούλιο του 1997 (N. 2509/1997) μετά τις πολιτικές και νομικές περιπέτειες του τόπου την επαύριον των σκανδάλων του 1989. Οι διατάξεις όμως εκείνες είχαν επικριθεί έντονα και έτσι κρίθηκε η ανάγκη τροποποιήσεώς τους. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο το σχετικό άρθρο 86 του Συντάγματος αναθεωρήθηκε το 2001.

«Όμως και η νέα αυτή διατύπωση δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας σύγχρονης δικαιοκρατικής κοινωνίας. Διότι θεσμοθετήθηκε μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία για την ποινική δίωξη των υπουργών, η οποία πολύ δύσκολα μπορεί να καταλήξει στην παραπομπή τους στο ακροατήριο. Συγκεκριμένα, χρειάζεται να αποφασίσει το Κοινοβούλιο δύο φορές, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ώστε να ασκηθεί ποινική δίωξη. Την πρώτη φορά, για να συσταθεί η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και τη δεύτερη, όταν το πόρισμα της επιτροπής αυτής εισαχθεί στην Ολομέλεια, η οποία τελικά αποφασίζει για την άσκηση ή μη διώξεως. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού του βουλευτών, η Βουλή μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή της ή να αναστείλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία, οποτεδήποτε, δηλαδή και αν ακόμη έχει περαιωθεί η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου και αναμένεται η έκδοση της αποφάσεώς του.

Το πλέον όμως σκανδαλώδες είναι το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 86Σ, σύμφωνα με το οποίο «η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της (να συστήσει δηλαδή επιτροπή και να ασκήσει δίωξη) μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Με τη διάταξη αυτή η ατιμωρησία καθίσταται σχεδόν βεβαία για τα αδικήματα που τελέστηκαν κατά την τελευταία σύνοδο της προηγούμενης βουλευτικής περιόδου εφόσον το ίδιο κόμμα κερδίσει τις εκλογές. H προθεσμία αυτή είναι προφανές ότι είναι ασφυκτική και οδηγεί στην εξάλειψη του αξιόποινου των πράξεων μέσα σε ελάχιστα χρόνια από την τέλεσή τους.»[9]

Δεν νομίζω ότι υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ελλήνων πολιτών ότι τι συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος εμποδίζει τη Δικαιοσύνη να κατανείμουν τις ευθύνες σε πρόσωπα , κόμματα και λοιπούς φορείς για σειρά σκανδάλων που έχουν προκαλέσει ζημιά στην περιουσία του Δημοσίου (νοουμένη με όλους τους δυνατούς τρόπους). Επίσης στερεί τη δυνατότητα στους έλληνες πολίτες να γνωρίζουν και επομένως να αποφασίζουν δια της ψήφου των. Υπάρχει όμως συγκεκριμένος εισηγητής της αναθεώρησης του Συντάγματος ο οποίος πρότεινε το συγκεκριμένο άρθρο. Σε συνεργασία με το κόμμα του .βεβαίως. Και το οποίο άρθρο υπερψηφίστηκε από την πλειοψηφία της Βουλής. Βεβαίως.

Όμως αυτό δεν θα πρέπει να αθωώνει τους εισηγητές των νομοθετημάτων και η λήθη να σκεπάζει τη συμβολή τους στη ψήφιση ενός σημαντικού νόμου που προκάλεσε βλάβη. Αν ίσχυε μια ανάλογη ρύθμιση με αυτή του «νόμον μη ἐπιτήδειον θεῖναι», τα ζητήματα αυτά δεν θα οδηγούνταν στις ελληνικές καλένδες. Θα μπορούσαν να ανασυρθούν και αφού εξεταστούν να δείχνεται εις τους πολίτες ότι η συγκεκριμένη συνταγματική- νομοθετική ρύθμιση που εισηγήθηκε ο τάδε βουλευτής ή υπουργός προκάλεσε αυτά τα δεινά στον τόπο. [10]

Η μοναδική ποινή όλων όσοι εισηγήθηκαν τέτοια βλαπτικά νομοθετήματα θα είναι η ανάρτηση του ονόματός τους σε στήλες έξω από τη Βουλή και βεβαίως στο Διαδίκτυο. Η επανεκλογή τους στο Κοινοβούλιο νομίζω ότι θα ήταν …αρκετά δύσκολη.
-------------------------
[1] Η «γραφή παρανόμων» ήταν μία δημοσίου δικαί­ου δίκη εναντίον εκείνου ο οποίος είχε προτείνει νόμο ή ψήφισμα που ερχόταν σε αντίθεση με τους προϋφιστάμενους κανόνες ή που είχε θεσπισθεί κα­τά παράβαση της νομοθετικής διαδικασίας. Μόλις ο μηνυτής εξεδήλωνε την πρόθεση του, με δημόσιο όρκο («υπωμοσία»), να καταθέσει «γραφή παρανόμων», η συνέχιση της νομοθετικής διαδικασίας ανα­στελλόταν. Αναστελλόταν επίσης η ισχύς του νέου νόμου ή ψηφίσματος, εάν η νομοθετική διαδικασία επί της προτάσεως νόμου είχε ήδη ολοκληρωθεί.

[2] G. Glotz, Η Ελληνική «Πόλις, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994.σ. 191, Biscardi, A., Aρχαίο Eλληνικό Δίκαιο, Aθήνα 1991,σ. 121, οημ, 68.

[3] Αισχίνης, κατά Κτησιφώντος,195.

[4] Δημοσθένης, κατά Τιμοκράτους, 212.

[5] Αισχίνης, κατά Τιμάρχου, 34.

[6] Σ. Στεφανόπουλος, Ελλήνων Θέσμια, ΑΑ. Λιβάνη 2004, σ.719 -720.

[7]« Οι γραφές «παρανόμων» και «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι», καθώς και ο οστρακισμός προστάτευαν τη λειτουργία του πολιτεύματος» (Α.Μάνεσης - Φ.Σπυρόπουλος, Νομοθεσία και Προστασία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ΑΦΙΕΡΩΜΑ - Ιστορικά - Ελευθεροτυπία, 25, 06 - 04 – 2000).

[8] Α.Μάνεσης - Φ.Σπυρόπουλος, οπ.παρ.

[9] Ι. Βαρβιτσιώτης , Η Ποινική Ευθύνη των Υπουργών, Το Βήμα , Κυριακή 28 Μαΐου 2006

[10] Είμαι σίγουρος ότι θα υπάρξουν πλήθος αντιρρήσεων ως προς το ότι η φιλοσοφία λειτουργίας του πολιτεύματος είναι εντελώς διαφορετική. Όμως αυτό είναι γνωστό και δεν απαγορεύει σε κανένα αν το θελήσει να εργασθεί προς την κατεύθυνση που αναφέραμε.


ΜΕΡΟΣ Δ'

Η γραφή παρανόμων - ἀ­πό τά Μυ­κη­ναῖ­κά χρό­νι­α ὡς τό τέ­λος τῆς κλα­σι­κῆς ἐποχῆς

Πάν­τως μπο­ροῦ­με του­λά­χι­στον νά κρα­τή­σου­με ὡς δε­δο­μέ­νο ὅτι καί ἡ λαϊ­κή κυ­ρι­αρ­χί­α εἶ­χε πρα­κτι­κά τά ὅρι­ά της, ἀ­κό­μη κι ἄν δέν πρέ­πει νά ὑ­περ­τι­μᾶ­με τή ση­μα­σί­α τους, πρίν ἀ­πό τήν ἑλλη­νι­στι­κή ἐποχή. Τή λαϊ­κή κυ­ρι­αρ­χί­α τήν πε­ρι­ο­ρί­ζουν καί ὁ­ρι­σμέ­νες ἀρ­χές. Πά­νω ἀ­πό τή βού­λη­ση τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας τοῦ λα­οῦ βρί­σκον­ται οἱ νό­μοι. Μι­ά ἁπλή ἀ­πό­φα­ση τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ δή­μου, ἕνα ψή­φι­σμα, δέν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τα νό­μος. Ἄν ἕνα ψή­φι­σμα ἀν­τι­βαί­νει πρός κά­ποιο νό­μο, μπο­ρεῖ μι­ά δι­κα­στι­κή ἀ­πό­φα­ση νά δι­α­πι­στώ­σει τήν ἀ­κυ­ρό­τη­τά του. Ἡ κα­τη­γο­ρί­α γιά ὑ­πο­βο­λή πα­ρά­νο­μης πρό­τα­σης (γρα­φή πα­ρα­νό­μων), πού ὁ­δη­γεῖ σέ σχε­τι­κή δί­κη, ἔ­χει κα­ταρ­χήν σάν ἀ­πο­τέλε­σμα τήν ἀ­να­στο­λή τῆς ἰ­σχύ­ος τοῦ προ­σβαλ­λό­με­νου ψη­φί­σμα­τος. Μά­λι­στα τόν 4ο αἰώνα ἡ ἐκ­κλη­σί­α τοῦ δή­μου δέν ἔ­χει κάν τήν ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα νά ψη­φί­ζει ἡ ἴδια νέ­ους νό­μους. Κά­τι τέ­τοιο μπο­ρεῖ νά γί­νει μό­νο μέ μι­ά πο­λύ­πλο­κη δι­α­δι­κα­σί­α πού μοιά­ζει μέ δί­κη, ὁ­ρί­ζον­τας πο­λυ­με­λεῖς ἐ­πι­τρο­πές νο­μο­θε­τῶν, ἡ σύν­θε­ση τῶν ὁ­ποί­ων θυ­μί­ζει τά πο­λυ­με­λή δι­κα­στή­ρι­α (δη­λα­δή τά δι­κα­στι­κά τμή­μα­τα στά ὁ­ποῖα εἶ­χε δι­αι­ρε­θεῖ ἡ πα­λιά Ἡλιαία τοῦ Σό­λω­να). Ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα πρό­κει­ται γιά πε­ρι­ο­ρι­σμό τῆς λαϊ­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας μέ θε­με­λι­ώ­δη ση­μα­σί­α. Ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται σέ μι­ά πε­ποί­θη­ση βα­θι­ά ρι­ζω­μέ­νη στήν ἑλ­λη­νι­κή πο­λι­τι­κή σκέ­ψη, ὅτι πά­νω ἀ­πό τήν αὐ­θαι­ρε­σί­α ἐ­κεί­νου πού ἀ­σκεῖ τήν ἐ­ξου­σί­α πρέ­πει νά βρί­σκε­ται ὁ νό­μος, γιά νά ἐ­ξα­σφα­λί­ζον­ται τό δί­και­ο καί ἡ ἐ­λευθε­ρί­α. Ἔ­χει ἄ­ρα­γε καί πρα­κτι­κή ση­μα­σί­α; Στήν κα­θη­με­ρι­νή πο­λι­τι­κή ναί, για­τί ἐ­πι­τρέ­πει σέ ἐ­πι­τή­δει­ους πο­λι­τι­κούς ὄ­χι μό­νο νά δη­μι­ουρ­γοῦν δυ­σκο­λί­ες στούς ἀν­τί­πα­λούς τους (ὅποιος κα­τα­δι­κά­ζε­ται γιά ὑ­πο­βο­λή πα­ρά­νο­μου ψη­φί­σμα­τος ἀν­τι­με­τω­πί­ζει βα­ριές ποι­νές), ἄλ­λα καί νά ἀ­φαι­ροῦν ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ δή­μου τό δι­καί­ω­μα νά ἀ­πο­φα­σί­ζει γιά πολ­λά εἰ­δι­κά ζη­τή­μα­τα, με­τα­θέ­τον­τας τήν ἀ­πό­φα­ση σέ κά­ποιο δι­κα­στή­ρι­ο πού θά κρί­νει τή γρα­φή πα­ρα­νό­μων. Μέ τόν τρό­πο αὐτό κερ­δί­ζουν πρῶ­τα πρῶ­τα χρό­νο, καί στό με­τα­ξύ κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά μαν­τέ­ψει τί θά ἀ­πο­φα­σί­σει τό δι­κα­στή­ρι­ο. Αὐτή ἡ με­τά­θε­ση τῆς ἀ­πό­φα­σης ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ δή­μου στό λαϊ­κό δι­κα­στή­ρι­ο (ἤ τῆς νο­μο­θε­σί­ας ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ δή­μου στήν ἐ­πι­τρο­πή τῶν νο­μο­θε­τῶν) δέν ση­μαί­νει ὅμως —καί αὐτό με­τρᾶ γιά τό θέ­μα μα­ς— ὅτι ἡ ἀ­πό­φα­ση ἀ­φαι­ρεῖ­ται ἀ­πό τή δι­και­ο­δο­σί­α τῆς μά­ζας τοῦ ἁπλοῦ λα­οῦ καί γί­νε­ται προ­νό­μι­ο κά­ποιου ἄλ­λου κοι­νω­νι­κοῦ στρώ­μα­τος, ἀφοῦ καί στά δι­κα­στή­ρι­α (καί στήν ἐ­πι­τρο­πή τῶν νο­μο­θε­τῶν) συμ­με­τέ­χουν πά­λι οἱ ἁπλοί πολίτες, συ­νή­θως ἡ­λι­κι­ω­μέ­νοι ἄν­τρες ἀ­πό τά φτω­χό­τε­ρα στρώ­μα­τα πού ἐγ­γρά­φον­ται στούς κα­τα­λό­γους τῶν δι­κα­στῶν ἐ­πι­δι­ώ­κον­τας τήν κλή­ρω­σή τους στά δι­ά­φο­ρα δι­κα­στή­ρι­α, μό­νο καί μό­νο γιά νά εἰ­σπρά­ξουν τή (μι­κρή) ἡ­με­ρή­σι­α ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση. Ἔ­τσι ἔ­χου­με ἀρκετούς λό­γους νά ἰ­σχυ­ρι­στοῦ­με ὅτι στήν αθηναϊκή δη­μο­κρα­τί­α —καί κα­τά ἀ­νά­λο­γο τρό­πο καί στίς ἄλ­λες ἑλ­λη­νι­κές δη­μο­κρα­τί­ε­ς— ἀ­κό­μα ψη­λό­τε­ρα ἀ­πό τή θε­ω­ρη­τι­κά κυ­ρί­αρ­χη λαϊ­κή συ­νέ­λευ­ση βρί­σκε­ται τό λαϊ­κό δι­κα­στή­ρι­ο.102 Ὡ­στό­σο αὐτό τό δι­κα­στή­ρι­ο εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς λαῖ­κό· ἡ ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση του δέν ἀλλάζει ἑ­πο­μέ­νως τί­πο­τα στή «λαῖ­κή κυ­ρι­αρ­χί­α», ἴ­σα ἴ­σα τήν ἐκ­φρά­ζει ἀ­κό­μα πι­ό ἔν­το­να.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου