Κυριακή 25 Απριλίου 2021

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας

Οι διάλεκτοι στη λογοτεχνία


Όμηρος. Ο γιος του πολεμιστή. (Ο Όμηρος γράφει στην τεχνητή διάλεκτο του έπους, ένα κράμα αιολικών και ιωνικών στοιχείων.)

Ὥς εἰπὼν οὗ παιδὸς ὀρέξατο φαίδιμος Ἕκτωρ·

ἂψ δ' ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης

ἐκλίνθη ἰάχων, πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθείς,

ταρβήσας χαλκόν τε ἰδὲ λόφον ἱππιοχαίτην,

δεινὸν ἀπ' ἀκροτάτης κόρυθος νεύοντα νοήσας.

Ἐκ δὲ γέλασσε πατήρ τε φίλος και πότνια μήτηρ·

αὐτίκ' ἀπὸ κρατὸς κόρυθ' εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ,

καὶ τὴν μὲν κατέθηκε ἐπὶ χθονὶ παμφανόωσαν·

αὐτὰρ ὅ γ' ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ κύσε πῆλέ τε χερσίν.

Αυτά είπε ο ξακουσμένος Έχτορας, κι ανοιεί στο γιο τα χέρια·

μα το παιδί στης ομορφόζωστης τον κόρφο εκρύφτη βάγιας

με δυνατές φωνές, τι ετρόμαξε τον κύρη του θωρώντας,

απ' το χαλκό που τον εσκέπαζε σκιαγμένο κι απ' τη φούντα

την αλογίσια, που άγρια σάλευε κατάκορφα στο κράνος.

Με την καρδιά τους τότε γέλασαν ο κύρης του κι η μάνα

κι ευτύς ο ξακουσμένος Έχτορας απ' το κεφάλι βγάζει

το κράνος, και στη γη το απίθωσε λαμποκοπώντας όλο.

Παίρνει μετά το γιο, τον φίλησε, τον χόρεψε στα χέρια.

Ησίοδος. Οι Μούσες. (Ο Ησίοδος, όπως και ο Όμηρος, γράφει στην τεχνητή διάλεκτο του έπους.)

Τύνη, Μουσάων ἀρχώμεθα, ταὶ Διὶ πατρί

ὑμνεῦσαι τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς Ὀλύμπου,

εἴρουσαι τά τ' ἐόντα τά τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα,

φωνῇ ὁμηρεῦσαι· τῶν δ' ἀκάματος ῥέει αὐδή

ἐκ στομάτων ἡδεῖα· γελᾷ δέ τε δώματα πατρός

Ζηνὸς ἐριγδούποιο θεᾶν ὀπὶ λειριοέσσῃ

σκιδναμένῃ· ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου

δώματά τ' ἀθανάτων.

Ε! συ, από τις Μούσες αρχή ας κάνουμε, που υμνούν

και τέρπουν του Δία, του πατέρα, το μέγα νου μέσα στον Όλυμπο,

και για τα τωρινά, τα μέλλοντα, τα περασμένα λεν,

με μια φωνή μιλώντας. Ρέει ακάματα η φωνή αυτών

γλυκιά απ' το στόμα. Γελούν τα δώματα του Δία,

του πατέρα, του βαρύβροντου, καθώς σκορπά λεπτή σαν κρίνο

η φωνή των θεαινών, και ηχεί η κορφή του χιονισμένου Ολύμπου

και των αθάνατων τα δώματα.

Αρχίλοχος. Πολεμιστής και ποιητής μαζί. (Ιωνική διάλεκτος, π.χ. Μουσέων = αττική Μουσῶν, ανάμεικτη με επικά στοιχεία, π.χ. Ἐνυαλίοιο= Ἐνυαλίου.)

Εἰμὶ δ' ἐγὼ θεράπων μὲν Ἐνυαλίοιο ἄνακτος

καὶ Μουσέων ἐρατὸν δῶρον ἐπιστάμενος.

Είμαι στη δούλεψη εγώ του Ενυάλιου τ' αφέντη, μα ακόμα

και των Μουσών τ' ακριβό δώρο το ξέρω καλά.

Τυρταίος. Θάνατος στη μάχη. (Ιωνική διάλεκτος, π.χ. ἀνιηρότατον = αττική ἀνιαρότατον, ανάμεικτη με επικά στοιχεία, π.χ. τεθνάμεναι = τεθνάναι.)

Τεθνάμεναι γὰρ καλὸν ἐνὶ προμάχοισι πεσόντα

ἄνδρ' ἀγαθὸν περὶ ᾗ πατρίδι μαρνάμενον·

τὴν δ' αὐτοῦ προλιπόντα πόλιν καὶ πίονας ἀγρούς

πτωχεύειν πάντων ἔστ' ἀνιηρότατον,

πλαζόμενον σὺν μητρὶ φίλῃ καὶ πατρὶ γέροντι

παισί τε σὺν μικροῖς κουριδίῃ τ' ἀλόχῳ.

Για την πατρίδα στην πρώτη γραμμή πολεμώντας να πέσει

σαν παλικάρι κανείς είναι μεγάλη τιμή.

Όμως ν' αφήσει τον τόπο του, πλούσια ν' αφήσει χωράφια

και διακονιάρης να ζει, νά ο πιο μεγάλος καημός.

Με τη γυναίκα, το γέρο πατέρα, τη δόλια του μάνα

και τα μικρά του παιδιά να τριγυρνά δω κι εκεί.

Σαπφώ. Το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο. (Λεσβιακή διάλεκτος, π.χ. στρότον, πέσδων, φαῖσ(ι) = αττική στρατόν, πεζῶν, φασί.)

Οἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,

οἰ δὲ νάων φαῖσ' ἐπὶ γᾶν μέλαιναν

ἔμμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν' ὄττω τις ἔραται.


Τους ιππείς άλλοι βρίσκουν κι άλλοι τους πεζούς κι άλλοι τους ναυτικούς πως τ' ωραιότερο είναι (πράγμα) στη σκοτεινή μας γη· όμως εγώ: κείνο που πιο πολύ αγαπά ο καθένας.

Αλκαίος. Η επιστροφή του πολεμιστή. (Λεσβιακή διάλεκτος, π.χ. λάβαν, ἀπύ = αττική λαβήν, ἀπό.)

Ἦλθες ἐκ περάτων γᾶς ἐλεφαντίναν

λάβαν τὼ ξίφεος χρυσοδέταν ἔχων·

συμμάχεις δ' ἐτέλεσσας Βαβυλωνίοισ'

ἄεθλον μέγαν, εὐρύσαο δ' ἐκ πόνων

κτένναις ἄνδρα μαχαίταν βασιληίων

παλάσταν ἀπυλείποντα μόναν ἴαν

παχέων ἀπὺ πέμπων
.

Μας ήρθες απ' της γης την άκρη, με ένα

σπαθί που 'ναι χρυσόδετη η λαβή του

και φιλντισένια, αφού, της Βαβυλώνας

βοηθώντας το λαό σε πόλεμό τους,

ένα αντραγάθημα έκαμες μεγάλο.

Έναν εχθρό τους, μαχητή γιγάντιο,

που μια παλάμη του 'λειπε να φτάσει

τις πέντε πήχες, σκότωσες στη μάχη

κι έτσι απ' τα βάσανα έσωσες εκείνους.

Αλκμάν. Μακάρι να ήμουνα πουλί. (Δωρική διάλεκτος, π.χ. παρσενικαί, ἱαρός = αττική παρθενικαί, ἱερός.)

Οὔ μ' ἔτι, παρσενικαὶ μελιγάρυες ἱαρόφωνοι,

γυῖα φέρην δύναται· βάλε δὴ βάλε κηρύλος εἴην,

ὅς τ' ἐπὶ κύματος ἄνθος ἅμ' ἀλκυόνεσσι ποτήται

νηδεὲς ἦτορ ἔχων, ἁλιπόρφυρος ἱαρός ὄρνις.


Δε με σηκώνουν τα πόδια μου πια, κοπελιές, τραγουδίστρες

με τη μελένια φωνή, τη μαγεύτρα. Αχ και να 'μουν κηρύλος,

τ' άλικο εκείνο πουλί τ' ανοιξιάτικο, που άφοβα, πάνω

στου κυματιού τον αθέρα, πετά συντροφιά μ' αλκυόνες.

Πίνδαρος. Το ηφαίστειο της Αίτνας. (Δωρική διάλεκτος, π.χ. παγαί, ἁμέραισιν = αττική πηγαί, ἡμέραις.)

Τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται

ἐκ μυχῶν παγαί· ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν

μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ

αἴθων'· ἀλλ' ἐν ὄρφναισιν πέτρας

φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖ-

αν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ.

Κείνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν

δεινοτάτους ἀναπέμπει· τέρας μὲν

θαυμάσιον προσιδέσθαι,

θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι.


Μέσ' απ' τα βαθιά της σπλάχνα ξεπετιούνται

της αζύγωτης φωτιάς οι αγνές οι βρύσες,

ποταμοί που χύνουνε, στο φως της μέρας,

κύματα καυτού καπνού, μα, σα νυχτώσει,

φλόγα κόκκινη κυλιέται κι ως την άκρη

του θαλασσινού του κάμπου κατεβάζει

βράχους βροντερά. Τις φοβερές τις βρύσες

του Ήφαιστου ψηλά τις στέλνει από τα βάθη

κείνο το θεριό· τα μάτια σου αν το δούνε,

σου σαστίζει ο νους· κι απ' άλλους αν τ' ακούσεις,

που έλαχαν εκεί, ξαφνιάζεσαι και πάλι.

Αισχύλος. Η έναρξη της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. (Αττική διάλεκτος)

Ἐπεί γε μέντοι λευκόπωλος ἡμέρα

πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν,

πρῶτον μὲν ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα

μολπηδὸν ηὐφήμησεν, ὄρθιον δ' ἄμα

ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας

ἠχώ· φόβος δὲ πᾶσι βαρβάροις παρῆν

γνώμης ἀποσφαλεῖσιν· οὐ γὰρ ὡς φυγῇ

παιῶν' ἐφύμνουν σεμνὸν Ἕλληνες τότε,

ἀλλ' εἰς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ θράσει·

σάλπιγξ δ' ἀϋτῇ πάντ' ἐκεῖν' ἐπέφλεγεν.

Εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ

ἔπαισαν ἅλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος,

θοῶς δὲ πάντες ᾗσαν, ἐκφανεῖς ἰδεῖν·

τὸ δεξιὸν μὲν πρῶτον εὐτάκτως κέρας

ἡγεῖτο κόσμῳ, δεύτερον δ' ὁ πᾶς στόλος

ἐπεξεχώρει. Καὶ παρῆν ὁμοῦ κλύειν

πολλὴν βοήν·
«Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε,

ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δέ

παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρώων ἕδη

θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.
»

Κι όταν η μέρα ολόφεγγη με τα λευκά

πουλάρια της ήρθε τη γη όλη να σκεπάσει,

τότε απ' τους Έλληνες τραγουδιστά

υψώθηκε μια βοή, κι οι βράχοι του νησιού

συνάμα αντιλαλήσανε, κι οι βάρβαροι όλοι

τρόμαξαν που αστοχήσαν στις προβλέψεις τους.

Γιατί δεν ήταν για φυγή ο ιερός παιάνας

που έψαλλαν τότε οι Έλληνες, μα εμπρός

γενναία στη μάχη για να ορμήσουν.

Κι όλους, ως πέρα, η σάλπιγγα τους φλόγιζε.

Κι αμέσως, με το πρόσταγμα, χτυπούν

την άρμη τη βαθιά, και τα κουπιά τους

βυθίζουνε με κρότο και ρυθμό.

Κι όλοι σε λίγο καθαρά φάνηκαν μπρος μας.

Πρώτα με τάξη πήγαινε το δεξί κέρας

κι ακολουθούσε όλος ο στόλος. Κι άκουγες

μια δυνατή κραυγή: «Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων,

ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε

τα τέκνα, τις γυναίκες, τα ιερά των πατρικών θεών,

τους τάφους των προγόνων! Νυν υπέρ πάντων αγών!»

Σοφοκλής. Το δώρο της Αθηνάς στην Αθήνα. (Χορικό τραγωδίας, και γι' αυτό με πολλά δωρικά στοιχεία, π.χ. γᾶς, τᾷ μεγάλᾳ νάσῳ = αττική γῆς, τῇ μεγάλῃ νήσῳ)

Ἔστιν δ' οἷον ἐγὼ γᾶς Ἀσίας οὐκ ἐπακούω,

οὐδ' ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος

πώποτε βλαστὸν

φύτευμ' ἀχείρωτον, αὐτοποιόν,

ἐγχέων φόβημα δαΐων,

ὅ τᾷδε θάλλει μέγιστα χώρᾳ,

γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας·

τὸ μέν τις οὐ νεαρὸς οὐδὲ γήρᾳ

συνναίων ἁλιώσει χερὶ πέρσας·

ὁ δ' αἰὲν ὁρῶν κύκλος

λεύσσει νιν Μορίου Διός

χἀ γλαυκῶπις Ἀθάνα.


Υπάρχει εδώ ένας βλαστός,

τέτοιος δεν άκουσα ποτέ

να βλάστησε ή στης Ασίας το χώμα

ή στο μεγάλο δωρικό νησί

του Πέλοπα, βλαστός αυτόφυτος,

αχειροποίητος, φόβητρο στων εχθρών

τα βέλη, ευδοκιμεί και θάλλει

σ' αυτή τη χώρα πιο πολύ:

η ελιά με το γλαυκό της φύλλωμα,

η παιδοτρόφος, κι αυτή κανείς,

νέος ή γέρος, δεν μπορεί

να τη χαλάσει., να την ξεριζώσει,

γιατί την προστατεύει με τ' άγρυπνο του μάτι

Μόριος Δίας κι η γλαυκώπις

Αθηνά.

Θουκυδίδης. Η φρίκη του πολέμου. (Αττική διάλεκτος.)

Ἐσπεσόντες δὲ οἱ Θρᾷκες ἐς τὴν Μυκαλησσὸν τάς τε οἰκίας καὶ τὰ ἱερὰ ἐπόρθουν καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐφόνευον, φειδόμενοι οὔτε πρεσβυτέρας οὔτε νεωτέρας ἡλικίας, ἀλλὰ πάντας ἑξῆς, ὅτῳ εντύχοιεν, καὶ παῖδας καὶ γυναῖκας κτείνοντες, καὶ προσέτι καὶ ὑποζύγια καὶ ὅσα ἄλλα ἔμψυχα ἴδοιεν. Τὸ γὰρ γένος τὸ τῶν Θρακῶν ὁμοῖα τοῖς μάλιστα τοῦ βαρβαρικοῦ, ἐν ᾧ ἄν θαρσήσῃ, φονικώτατόν ἐστιν. Καὶ τότε ἄλλη τε ταραχή οὐκ ὀλίγη καὶ ἰδέα πᾶσα καθειστήκει ὀλέθρου, καὶ ἐπιπεσόντες διδασκαλείῳ παίδων, ὅπερ μέγιστον ἦν αὐτόθι καὶ ἄρτι ἔτυχον οἱ παῖδες ἐσεληλυθότες, κατέκοψαν πάντας· καὶ ξυμφορὰ τῇ πόλει πάσῃ οὐδεμιᾶς ἥσσων μᾶλλον ἑτέρας ἀδόκητός τε ἐπέπεσεν αὕτη καὶ δεινή.

Οι Θρακιώτες χύθηκαν μέσα στη Μυκαλησσό, διαγούμιζαν τα σπίτια και τα ιερά και σκότωναν τους ανθρώπους, χωρίς να λυπούνται ούτε τους γέρους ούτε τους νέους· έσφαζαν αράδα όποιον συναντούσαν στο δρόμο τους, παιδιά, γυναίκες, ακόμη κι υποζύγια, κι ό,τι άλλο ζωντανό έβλεπαν. Οι Θρακιώτες, όταν νομίσουν πως δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε, είναι μοβόροι, ίδιοι με τους πιο αιμόχαρους βαρβάρους. Και τότε δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή και διαπράχτηκαν όλα τα είδη φόνου. Χύθηκαν και σ' ένα σχολειό, το μεγαλύτερο της πόλης, στο οποίο τα παιδιά μόλις είχαν μπει, και τα κατάσφαξαν όλα. Η συφορά που έπεσε πάνω σ' ολόκληρη την πόλη ήταν απ' όλες η πιο μεγάλη, πιο απροσδόκητη και πιο δεινή.

Θεόκριτος. Επίσκεψη στη φιλενάδα. (Δωρική διάλεκτος, π.χ. φίλα, ἦνθες, ἁ ὁδός = αττική φίλη, ἦλθες, ἡ ὁδός, με αιολικά στοιχεία, π.χ. ὔμμιν = ὑμῖν)

Γοργω: Ἔνδοι Πραξινόα;

Πραξινοα: Γοργὼ φίλα, ὡς χρόνω. Ἔνδοι.

Θαῦμ' ὅτι καὶ νῦν ἦνθες. Ὅρη δρίφον, Εὐνόα, αὐτᾷ·

ἔμβαλε καὶ ποτίκρανον.

Γοργω: Ἔχει κάλλιστα.

Πραξινοα: Καθίζευ.

Γοργω: Ὦ τὰς ἀλεμάτω ψυχᾶς· μόλις ὔμμιν ἐσώθην,

Πραξινόα, πολλῶ μὲν ὄχλῳ, πολλῶν δε τεθρίππων·

παντᾷ κρηπιδες, παντᾷ χλαμυδηφόροι ἄνδρες·

ἁ δ' ὁδὸς ἄτρυτος· τὺ δ' ἑκαστέρω αἰὲν ἀποικεῖς.

Πραξινοα: Ταῦθ' ὁ πάραρος τῆνος· ἐπ' ἔσχατα γᾶς ἔλαβ' ἐνθών

ἰλεόν, οὐκ οἴκησιν, ὅπως μὴ γείτονες ὦμες

ἀλλάλαις, ποτ' ἔριν, φθονερὸν κακόν, αἰὲν ὁμοῖος.

Γοργω: Μὴ λέγε τὸν τεὸν ἄνδρα, φίλα, Δίνωνα τοιαῦτα

τῷ μικκῷ παρεόντος· ὅρη, γύναι, ὡς ποθορῇ τυ.

Θάρσει, Ζωπυρίων, γλυκερὸν τέκος· οὐ λέγει ἀπφῦν.

Γοργω: Αἰσθάνεται τὸ βρέφος, ναὶ τὰν πότνιαν.

Πραξινοα: Καλὸς ἀπφῦς.


Γοργω: Είναι μέσα η Πραξινόη;

Πραξινοη: Γοργώ, γλυκιά μου, σαν τα χιόνια! Μέσα είμαι. Πάλι καλά που ήρθες, έστω κι αργά. Ευνόη, δες για κανένα κάθισμα, βάλε και μαξιλαράκι.

Γοργω: Καλά είναι κι έτσι.

Πραξινοη: Κάτσε.

Γοργω: Αχ, η ταλαίπωρη ψυχούλα μου! Μόλις που τα κατάφερα να φτάσω σώα, Πραξινόη μου, μ' όλον αυτό τον κόσμο και τα άρματα - παντού αρβύλες και στρατιώτες με χλαίνες. Κι ο δρόμος πια είν' ατέλειωτος - αμ κι εσύ μένεις όλο και πιο μακριά.

Πραξινοη: Φταίει ο αναίσθητος εκείνος. Ήρθε στην άκρη του κόσμου κι αγόρασε ένα κουτούκι, όχι σπίτι, για να μην είμαστε γειτόνισσες - για να μου πάει κόντρα, το μοχθηρό τέρας, μια ζωή ο ίδιος.

Γοργω: Μη μιλάς έτσι για τον άντρα σου, το Δίνωνα, αγάπη μου, μπροστά στο μικρούλι. Δες, καλέ, πώς σε κοιτάει! Μη σε νοιάζει, Ζωπυρίων, γλυκό μου μωρουδάκι, δεν εννοεί τον μπαμπάκα.

Πραξινοη: Ορκίζομαι πως το μωρό καταλαβαίνει!

Γοργω: Καλός μπαμπάκας!

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου