που ναίεις ἁλίπλακτος εὐδαίμων,
πᾶσιν περίφαντος αἰεί·
600 ἐγὼ δ᾽ ὁ τλάμων παλαιὸς ἀφ᾽ οὗ χρόνος
μίμνων ἀν᾽ Ἴδαν λειμώνι᾽ ποᾶντι μη-
νῶν ἀνήριθμος αἰὲν εὐ-
605 νῶμαι χρόνῳ τρυχόμενος,
κακὰν ἐλπίδ᾽ ἔχων ἔτι μέ
ποτ᾽ ἀνύσειν τὸν ἀπότροπον ἀΐδηλον Ἅιδαν.
καί μοι δυσθεράπευτος Αἴ- [ἀντ. α]
610 ας ξύνεστιν ἔφεδρος, ὤμοι μοι,
θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος·
ὃν ἐξεπέμψω πρὶν δή ποτε θουρίῳ
κρατοῦντ᾽ ἐν Ἄρει· νῦν δ᾽ αὖ φρενὸς οἰοβώ-
615 τας φίλοις μέγα πένθος ηὕ-
ρηται. τὰ πρὶν δ᾽ ἔργα χεροῖν
μεγίστας ἀρετᾶς ἄφιλα
620 παρ᾽ ἀφίλοις ἔπεσ᾽ ἔπεσε μελέοις Ἀτρείδαις.
ἦ που παλαιᾷ μὲν σύντροφος ἁμέρᾳ, [στρ. β]
625 λευκῷ τε γήρᾳ μάτηρ νιν ὅταν νοσοῦν-
τα φρενοβόρως ἀκούσῃ,
αἴλινον αἴλινον
οὐδ᾽ οἰκτρᾶς γόον ὄρνιθος ἀηδοῦς
630 ἥσει δύσμορος, ἀλλ᾽
ὀξυτόνους μὲν ᾠδὰς
θρηνήσει, χερόπλακτοι δ᾽
ἐν στέρνοισι πεσοῦνται
δοῦποι καὶ πολιᾶς ἄμυγμα χαίτας.
635 κρείσσων γὰρ Ἅιδᾳ κεύθων ὁ νοσῶν μάταν, [ἀντ. β]
ὃς ἐκ πατρῴας ἥκων γενεᾶς ἄρι-
στος πολυπόνων Ἀχαιῶν,
οὐκέτι συντρόφοις
640 ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ᾽ ἐκτὸς ὁμιλεῖ.
ὦ τλᾶμον πάτερ, οἵ-
αν σε μένει πυθέσθαι
παιδὸς δύσφορον ἄταν,
ἃν οὔπω τις ἔθρεψεν
645 αἰὼν Αἰακιδᾶν ἄτερθε τοῦδε.
πᾶσιν περίφαντος αἰεί·
600 ἐγὼ δ᾽ ὁ τλάμων παλαιὸς ἀφ᾽ οὗ χρόνος
μίμνων ἀν᾽ Ἴδαν λειμώνι᾽ ποᾶντι μη-
νῶν ἀνήριθμος αἰὲν εὐ-
605 νῶμαι χρόνῳ τρυχόμενος,
κακὰν ἐλπίδ᾽ ἔχων ἔτι μέ
ποτ᾽ ἀνύσειν τὸν ἀπότροπον ἀΐδηλον Ἅιδαν.
καί μοι δυσθεράπευτος Αἴ- [ἀντ. α]
610 ας ξύνεστιν ἔφεδρος, ὤμοι μοι,
θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος·
ὃν ἐξεπέμψω πρὶν δή ποτε θουρίῳ
κρατοῦντ᾽ ἐν Ἄρει· νῦν δ᾽ αὖ φρενὸς οἰοβώ-
615 τας φίλοις μέγα πένθος ηὕ-
ρηται. τὰ πρὶν δ᾽ ἔργα χεροῖν
μεγίστας ἀρετᾶς ἄφιλα
620 παρ᾽ ἀφίλοις ἔπεσ᾽ ἔπεσε μελέοις Ἀτρείδαις.
ἦ που παλαιᾷ μὲν σύντροφος ἁμέρᾳ, [στρ. β]
625 λευκῷ τε γήρᾳ μάτηρ νιν ὅταν νοσοῦν-
τα φρενοβόρως ἀκούσῃ,
αἴλινον αἴλινον
οὐδ᾽ οἰκτρᾶς γόον ὄρνιθος ἀηδοῦς
630 ἥσει δύσμορος, ἀλλ᾽
ὀξυτόνους μὲν ᾠδὰς
θρηνήσει, χερόπλακτοι δ᾽
ἐν στέρνοισι πεσοῦνται
δοῦποι καὶ πολιᾶς ἄμυγμα χαίτας.
635 κρείσσων γὰρ Ἅιδᾳ κεύθων ὁ νοσῶν μάταν, [ἀντ. β]
ὃς ἐκ πατρῴας ἥκων γενεᾶς ἄρι-
στος πολυπόνων Ἀχαιῶν,
οὐκέτι συντρόφοις
640 ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ᾽ ἐκτὸς ὁμιλεῖ.
ὦ τλᾶμον πάτερ, οἵ-
αν σε μένει πυθέσθαι
παιδὸς δύσφορον ἄταν,
ἃν οὔπω τις ἔθρεψεν
645 αἰὼν Αἰακιδᾶν ἄτερθε τοῦδε.
***
ΧΟ. Ω Σαλαμίνα ένδοξη,θαλασσοφίλητη εσύ κι ευτυχισμένη,
η φήμη σου παντού και πάντα λάμπει.
600 Ενώ εγώ ο ταλαίπωρος, εδώ και πόσα
χρόνια στης Ίδας τις υπαίθριες πλαγιές,
μήνες αμέτρητους κουρνιάζω,
κι ο χρόνος που περνά με μαραζώνει,
με την πικρή ελπίδα πια μια μέρα στον αγύριστο,
άραχλο Άδη να βουλιάξω.
Και νά ο Αίας πλάι μου,
610 σε κάθε μου φροντίδα αντίθετος,
από θεήλατη, αλίμονο, μανία σαλεμένος.
Αυτός που έναν καιρό εσύ τον έστειλες εδώ,
ήρωα ανίκητο στη μάχη. Κι έμεινε τώρα
μόνος μέσα στη μοναξιά του, πένθος βαρύ
για φίλους και δικούς.
Όσα μεγάλα έργα και λαμπρά
κατόρθωσαν τα χέρια του, δεν βρήκαν
ανταπόκριση στους άφιλους,
620 αχάριστους Ατρείδες.
Ιώ, κι η μάνα του, με τα πολλά της
χρόνια και τα λευκά της γηρατειά,
όταν θα μάθει πόσο πάσχει ο γιος της, πως
σάλεψε ο νους του, σε μοιρολόγι θα ξεσπάσει
—όχι η δύστυχη ωσάν της αηδόνας το λυπητερό τραγούδι,
630 αλλά στριγκλίζοντας μ᾽ άγριες φωνές, σπαραχτικές,
βαριά το στήθος της χτυπώντας με τα δυο της χέρια,
μαδώντας τ᾽ άσπρα της μαλλιά.
Καλύτερα στον Άδη κάποιος να κρυφτεί,
όποιον τον βρει αρρώστια αγιάτρευτη.
Όπως αυτός, από γενιά προγονική γενναία,
άριστος έφτασε στους πολεμόφιλους
Αργίτες, μα τώρα αρνήθηκε της συντροφιάς τον κύκλο,
640 κι έμεινε απέξω, μόνος.
Ω δύσμοιρε πατέρα, τί να σε περιμένει
όταν ακούσεις του παιδιού σου την παραφορά,
τυφλή κι αβάστακτη, τέτοια που ως τώρα άλλος κανείς
δεν έζησε από τους Αιακίδες, εκτός
από τον Αίαντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου