Ένα μοτίβο εντούτοις που θα του άξιζε μια ακριβής περιγραφή και ερμηνεία –λόγω της ιδιαιτερότητας του και επειδή έχει ανάγκη ερμηνείας, κυρίως όμως λόγω της μεγάλης σημασίας του στο έργο του Πλάτωνα- πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Εννοώ το μοτίβο της απόκρυψης και της σκόπιμης αποσιώπησης της γνώσης.
Εμάς αυτό το μοτίβο μας ξενίζει, επειδή στην Ευρώπη το αίτημα της χωρίς περιορισμούς δημοσιότητας των πορισμάτων της φιλοσοφικής και της επιστημονικής εργασίας έχει επικρατήσει εδώ και πολύ καιρό.
Όσον αφορά όμως τη συχνότητα του μοτίβου της απόκρυψης, είναι πράγματι εκπληκτική η κανονικότητα με την οποία ο Πλάτων καταφεύγει σε αυτό. Κάθε τόσο γεννιέται η υποψία ότι οι συνομιλητές του Σωκράτη δεν θέλουν να αποκαλύψουν τη γνώση τους, ή το σύνολο της γνώσης τους, είτε για να την κρατήσουν απλώς για τον εαυτό τους, όπως φαίνεται να συμβαίνει με τον ηρακλείτειο Κρατύλο (Κρατύλος, 383b-384a) ή με τον εκκεντρικό ψευτο-θεολόγο Ευθύφρονα (Ευθύφρων, 3d, 11b, 14c, 15e), είτε πάλι για να ελέγξουν τους άλλους, όπως αφήνεται να εννοηθεί για τον σοφιστή Πρόδικο (Πρωταγόρας, 341d), είτε για να τους εξαπατήσουν, πράγμα που δεν θεωρείται απίθανο για τον Κριτία (Χαρμίδης, 174b), τον Καλλικλή (Γοργίας 499bc), τον Ιππία (Ιππίας ελάσσων, 370e, 373b) (Ιππίας μείζων, 300cd) και τον ραψωδό Ίωνα (Ίων, 541e). Αυτό όμως που φαίνεται τελικά απίστευτο είναι πως κανείς δεν παρατήρησε ότι η αποσιώπηση της γνώσης σε ένα από τους πιο ολοκληρωμένους από την άποψη της μορφής διαλόγους, τον Ευθύδημο, αποτελεί το μοτίβο το οποίο διαμορφώνει τη δομή και παράλληλα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το νόημα, έτσι ώστε αν δεν γίνει κατανοητό να μην είναι δυνατή η πλήρης κατανόηση του νοήματος ολόκληρου του διαλόγου.
Η «πλοκή» του Ευθυδήμου συνίσταται στην προσπάθεια του Σωκράτη να φέρει τους δύο σοφιστές, τον Ευθύδημο και τον Διονυσόδωρο, στο σημείο να παραμερίσουν για μια φορά τα ασόβαρα κόλπα και τις σπαζοκεφαλιές τους και να δείξουν τι είδους σοβαρή φιλοσοφία έχουν να προσφέρουν. Ο Σωκράτης λοιπόν υποστηρίζει ότι αυτοί διαθέτουν σημαντικές ιδέες, που όμως ως τώρα σκόπιμα δεν τις έχουν εκθέσει. Όταν δεν καταφέρνει να βγάλει στην επιφάνεια τη «σοβαρότητα» των σοφιστών, τους συστήνει να μην σπαταλούν τη σοφία τους και στο μέλλον, αλλά να παραμείνουν το ίδιο φειδωλοί όπως ως τώρα, γιατί –όπως λέει- «το σπάνιο έχει αξία» (Ευθύδημος 304b).
Τη συνειδητή αποσιώπηση της φιλοσοφικής γνώσης ωστόσο ο Πλάτων δεν τη φαντάζεται μόνο ως πιθανή απόφαση μεμονωμένων ατόμων, αλλά και ως ένα κρατικό μέτρο για την οργάνωση της εκπαίδευσης. Ήδη στον σχετικά πρώιμο Πρωταγόρα σχεδιάζεται –όχι χωρίς κάποιες χιουμοριστικές πινελιές- μια φανταστική εικόνα της «πραγματικής» Σπάρτης, που η αληθινή της δύναμη δεν είναι δήθεν η διεξαγωγή πολέμων αλλά η άσκηση της φιλοσοφίας· ατυχώς όμως οι υπόλοιποι Έλληνες αγνοούν αυτή την αρχαιότατη και σημαντικότατη κοιτίδα της φιλοσοφίας στην Ελλάδα, επειδή οι Σπαρτιάτες δεν τους επέτρεψαν να γίνουν κοινωνοί της, αλλά είτε συνομιλούσαν εν κρυπτώ με τους επιφανείς στοχαστές τους είτε σκηνοθετούσαν τις γνωστές ξενηλασίες, με πραγματικό σκοπό να μπορούν να ασχολούνται με τη φιλοσοφία χωρίς μάρτυρες (Πρωταγόρας 342a-e).
Μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτή τη χιουμοριστική φανταστική ιστορία έχει η εικόνα που δίνουν οι δυο πολιτικές ουτοπίες.
Εμάς αυτό το μοτίβο μας ξενίζει, επειδή στην Ευρώπη το αίτημα της χωρίς περιορισμούς δημοσιότητας των πορισμάτων της φιλοσοφικής και της επιστημονικής εργασίας έχει επικρατήσει εδώ και πολύ καιρό.
Όσον αφορά όμως τη συχνότητα του μοτίβου της απόκρυψης, είναι πράγματι εκπληκτική η κανονικότητα με την οποία ο Πλάτων καταφεύγει σε αυτό. Κάθε τόσο γεννιέται η υποψία ότι οι συνομιλητές του Σωκράτη δεν θέλουν να αποκαλύψουν τη γνώση τους, ή το σύνολο της γνώσης τους, είτε για να την κρατήσουν απλώς για τον εαυτό τους, όπως φαίνεται να συμβαίνει με τον ηρακλείτειο Κρατύλο (Κρατύλος, 383b-384a) ή με τον εκκεντρικό ψευτο-θεολόγο Ευθύφρονα (Ευθύφρων, 3d, 11b, 14c, 15e), είτε πάλι για να ελέγξουν τους άλλους, όπως αφήνεται να εννοηθεί για τον σοφιστή Πρόδικο (Πρωταγόρας, 341d), είτε για να τους εξαπατήσουν, πράγμα που δεν θεωρείται απίθανο για τον Κριτία (Χαρμίδης, 174b), τον Καλλικλή (Γοργίας 499bc), τον Ιππία (Ιππίας ελάσσων, 370e, 373b) (Ιππίας μείζων, 300cd) και τον ραψωδό Ίωνα (Ίων, 541e). Αυτό όμως που φαίνεται τελικά απίστευτο είναι πως κανείς δεν παρατήρησε ότι η αποσιώπηση της γνώσης σε ένα από τους πιο ολοκληρωμένους από την άποψη της μορφής διαλόγους, τον Ευθύδημο, αποτελεί το μοτίβο το οποίο διαμορφώνει τη δομή και παράλληλα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το νόημα, έτσι ώστε αν δεν γίνει κατανοητό να μην είναι δυνατή η πλήρης κατανόηση του νοήματος ολόκληρου του διαλόγου.
Η «πλοκή» του Ευθυδήμου συνίσταται στην προσπάθεια του Σωκράτη να φέρει τους δύο σοφιστές, τον Ευθύδημο και τον Διονυσόδωρο, στο σημείο να παραμερίσουν για μια φορά τα ασόβαρα κόλπα και τις σπαζοκεφαλιές τους και να δείξουν τι είδους σοβαρή φιλοσοφία έχουν να προσφέρουν. Ο Σωκράτης λοιπόν υποστηρίζει ότι αυτοί διαθέτουν σημαντικές ιδέες, που όμως ως τώρα σκόπιμα δεν τις έχουν εκθέσει. Όταν δεν καταφέρνει να βγάλει στην επιφάνεια τη «σοβαρότητα» των σοφιστών, τους συστήνει να μην σπαταλούν τη σοφία τους και στο μέλλον, αλλά να παραμείνουν το ίδιο φειδωλοί όπως ως τώρα, γιατί –όπως λέει- «το σπάνιο έχει αξία» (Ευθύδημος 304b).
Τη συνειδητή αποσιώπηση της φιλοσοφικής γνώσης ωστόσο ο Πλάτων δεν τη φαντάζεται μόνο ως πιθανή απόφαση μεμονωμένων ατόμων, αλλά και ως ένα κρατικό μέτρο για την οργάνωση της εκπαίδευσης. Ήδη στον σχετικά πρώιμο Πρωταγόρα σχεδιάζεται –όχι χωρίς κάποιες χιουμοριστικές πινελιές- μια φανταστική εικόνα της «πραγματικής» Σπάρτης, που η αληθινή της δύναμη δεν είναι δήθεν η διεξαγωγή πολέμων αλλά η άσκηση της φιλοσοφίας· ατυχώς όμως οι υπόλοιποι Έλληνες αγνοούν αυτή την αρχαιότατη και σημαντικότατη κοιτίδα της φιλοσοφίας στην Ελλάδα, επειδή οι Σπαρτιάτες δεν τους επέτρεψαν να γίνουν κοινωνοί της, αλλά είτε συνομιλούσαν εν κρυπτώ με τους επιφανείς στοχαστές τους είτε σκηνοθετούσαν τις γνωστές ξενηλασίες, με πραγματικό σκοπό να μπορούν να ασχολούνται με τη φιλοσοφία χωρίς μάρτυρες (Πρωταγόρας 342a-e).
Μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτή τη χιουμοριστική φανταστική ιστορία έχει η εικόνα που δίνουν οι δυο πολιτικές ουτοπίες.
Στην Πολιτεία το ακριβές χρονοδιάγραμμα για την εκπαίδευση της κυρίαρχης φιλοσοφικής ελίτ προϋποθέτει ότι το περιεχόμενο των σπουδών δεν πρέπει να είναι στη διάθεση όλων. Η ρύθμιση π.χ. ότι η θεώρηση της ανώτατης αρχής, της Ιδέας του Αγαθού, προορίζεται μόνο για τους πιο ικανούς, και μάλιστα μόνο μετά τα πενήντα τους (Πολιτεία 540a), δεν θα είχε απολύτως κανένα νόημα, αν οι εικοσάχρονοι, και ανάμεσά τους οι μέτριοι και οι λιγότερο προικισμένοι, που πρέπει να αποκλείονται από την «ακριβεστάτην παιδείαν» (Πολιτεία 503d), είχαν ήδη τη δυνατότητα να συλλέγουν από παντού πληροφορίες –π.χ. σε γραπτή μορφή- για τις φιλοσοφικές δραστηριότητες της τελευταίας φάσης. Η μακρόχρονη, επίπονη ενασχόληση με τους προπαιδευτικούς κλάδους και η μετάβαση στο αμέσως ανώτερο κάθε φορά στάδιο –η οποία γίνεται βάσει σχεδίου, χωρίς καμία υπέρβαση- είναι νοητές μόνο αν αυτοί που διαθέτουν τις ανώτερες μορφές γνώσης τις αντιμετωπίζουν με πλήρη υπευθυνότητα πράγμα που σημαίνει ότι τις κάνουν προσιτές μόνο σε εκείνους που έχουν τα ανάλογα εφόδια.
Στο μεταγενέστερο πλατωνικό σχέδιο της ιδανικής πολιτείας, τους Νόμους, η ανώτατη διοίκηση του κράτους, ο λεγόμενος «νυχτερινός σύλλογος» περιβάλλεται από την αρχή από μια αύρα μυστικότητας: ο κοινός πολίτης της ιδανικής πολιτείας των Κρητών δεν έχει καμία πρόσβαση ούτε στις αποφάσεις ούτε στην πληροφόρηση και στην παιδεία βάσει των οποίων τα μέλη παίρνουν τις αποφάσεις τους (Νόμοι 951d-952b, 961b, πρβ. 968e).
Β. Ο ίδιος ο Σωκράτης αποσιωπά γνώσεις
Σύμφωνα με όσα εκθέσαμε ως τώρα μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι για τον Πλάτωνα η αποσιώπηση της γνώσης ήταν μια βασική αντίληψη, η οποία έπαιζε προφανώς έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Αυτό θα γίνει πιο σαφές, αν δούμε τη συμπεριφορά του Σωκράτη στον Ευθύδημο. Αναφέραμε πιο πάνω ότι ο Σωκράτης διατείνεται ότι οι σοφιστές Ευθύδημος και Διονυσόδωρος σκόπιμα προσφέρουν απλώς «παιχνίδι», ότι όμως πίσω από αυτό βρίσκεται μια φιλοσοφική «σοβαρότητα» που προς το παρόν αποσιωπάται. Η συνειδητή προσπάθεια του σε όλο τον διάλογο να βγάλει στην επιφάνεια τις «σοβαρές» απόψεις των συνομιλητών του δείχνει ωστόσο με όλο και μεγαλύτερη σαφήνεια ότι αυτοί δεν έχουν στην πραγματικότητα τίποτε άλλο εκτός από τα γελοία σοφίσματα με τα οποία παρασύρουν τους νέους ανθρώπους. Ο Σωκράτης το διακρίνει αυτό από την αρχή: η επιμονή του για τη σκόπιμα κρυμμένη «σοβαρότητα» πίσω από το «παιχνίδι» των σοφιστών δεν είναι παρά καθαρή ειρωνεία.
Γιατί όμως επιλέγει ο Σωκράτης ακριβώς αυτή τη μορφή της γελοιοποίησης των αντιπάλων του; Μια ματιά στις φιλοσοφικές θεωρίες τις οποίες ο ίδιος υπαινίσσεται στον διάλογο αυτόν, χωρίς ωστόσο να τις αναπτύσσει με επιχειρήματα, μπορεί να εξηγήσει τη συμπεριφορά του: Είναι ολοφάνερο ότι ο «Σωκράτης» αυτός ξέρει την πλατωνική διδασκαλία της αναμνήσεως και τη θεωρία των Ιδεών καθώς και τη θεωρία της διαλεκτικής. Σαφώς πάντως ο σημερινός αναγνώστης αποκτά επίγνωση αυτού του πράγματος αφού πρώτα συγκρίνει προσεκτικά όσα ο Σωκράτης λέει στον Ευθύδημο με ανάλογες ρήσεις του σε άλλους διαλόγους, κυρίως στον Μένωνα, στον Φαίδωνα και στην Πολιτεία. Μόνο όποιος κατέχει αυτό το ευρύτερο φιλοσοφικό υπόβαθρο μπορεί να συνδέσει σε ένα σύνολο που να έχει νόημα τις αποσπασματικές και αιφνιδιαστικά διάσπαρτες έμμεσες αναφορές. Αυτό σημαίνει ότι εμείς, αν από τους πλατωνικούς διαλόγους μα είχε σωθεί μόνο ο Ευθύδημος, δεν θα ήμασταν σε θέση να καταλάβουμε τη βασική φιλοσοφική θέση του κεντρικού χαρακτήρα του.
Με άλλα λόγια: ο Σωκράτης ενεργεί στον Ευθύδημο «εσωτερικά»· διαθέτει μια βαθύτερη, τεκμηριωμένη γνώση, δεν θεωρεί όμως καθόλου απαραίτητο να εκθέσει τη γνώση αυτή μπροστά σε άτομα που συμμετέχουν στον διάλογο, τα οποία όμως είτε δεν έχουν επαρκή προπαιδεία είτε δεν είναι κατ’ ουσίαν κατάλληλα για τη φιλοσοφία.
Την ικανότητα λοιπόν ακόμη και να αποσιωπάται στην ανάγκη η φιλοσοφική γνώση, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, ο Πλάτων την παρουσιάζει ως μια θετική ιδιότητα του πραγματικού φιλοσόφου. Δεν πρόκειται παρά για δηκτικό σαρκασμό όταν ο Σωκράτης αποδίδει –με κοροϊδευτικούς επαίνους- στους ψευτο-φιλόσοφους Ευθύδημο και Διονυσόδωρο αυτή τη θετική ιδιότητα, την οποία οι ίδιοι προφανώς δεν δικαιούνται με κανέναν τρόπο να διεκδικήσουν.
Όποιος επομένως έχει κατανοήσει τη λεπτή ειρωνεία στον Ευθύδημο δεν θα παρανοήσει –τόσο εδώ όσο και σε άλλους διαλόγους- τη γελοιοποίηση της απόκρυψης από τον Σωκράτη ως έκφραση μιας αντι-εσωτερικής στάσης του Πλάτωνα, αλλά θα την καταλάβει ως υπόδειξη ότι μόνο ο πραγματικός φιλόσοφος είναι ικανός για μια αποσιώπηση που έχει νόημα, δηλαδή για μια υπεύθυνη μετάδοση γνώσης που λαμβάνει υπόψη της τους αποδέκτες της.
Η αντίθετη στάση, συγκεκριμένα το να εκθέτει κανείς τη γνώμη του στην αγορά, να τη διαλαλεί σαν έμπορος και να προσπαθεί να την πουλήσει σε όσο περισσότερους γίνεται, χωρίς να παίρνει υπόψη του τις ανάγκες και το επίπεδο της μόρφωσης των ακροατών, είναι για τον Πλάτωνα η στάση των σοφιστών.
Ο σοφιστής είναι από τη στάση του αντι-εσωτερικός. Τίποτε το περίεργο λοιπόν που ο Πλάτων βάζει ειδικά στο στόμα του Πρωταγόρα, του σημαντικότερου εκπροσώπου της σοφιστικής του 5ου αιώνα, έναν λόγο για την υπεράσπιση μιας ανοιχτής –σε επίπεδο αρχής- μετάδοσης της γνώσης (Πρωταγόρας 317bc).
Γ. Οι διάλογοι οδηγούν πέρα από τους διαλόγους
Πόσο λίγο θα ταίριαζε στον Σωκράτη, ως τη λογοτεχνική ιδανική μορφή του φιλοσόφου, να προσφέρει χωρίς διάκριση τη γνώση του στους ανθρώπους φαίνεται –μαζί με πολλά άλλα παραδείγματα- και στους διαλόγους Χαρμίδης και Πολιτεία.
Στην εκτεταμένη δράση πλαισίου στον Χαρμίδη γίνεται λόγος –με μια εύκολα κατανοητή μεταφορά- για ένα φάρμακον φερμένο από τη Θράκη, που ο Σωκράτης θα μπορούσε να δώσει στον νεαρό Χαρμίδη για να του περάσει ο πονοκέφαλος· δεν του το δίνει όμως, γιατί αυτό –προσθέτει ο Σωκράτης- θα ωφελούσε μόνο εκείνον που θα είχε προηγουμένως ανοίξει την ψυχή του σε μια «γητειά» (επωδή, Χαρμίδης 155e). Το γιατρικό λοιπόν είναι και εδώ διαθέσιμο, σκόπιμα όμως δεν χρησιμοποιείται, επειδή ο λήπτης δεν είναι ακόμη τόσο προχωρημένος από φιλοσοφική άποψη, ώστε η λήψη του φαρμάκου να τον ωφελήσει.
Στην Πολιτεία η «πλοκή» συνίσταται, από την αρχή ως το τέλος, στην προσπάθεια των αδελφών Γλάυκωνα και Αδείμαντου να κάνουν τον Σωκράτη να τους πει τις απόψεις του για τη δικαιοσύνη. Αυτό δεν είναι για τον Σωκράτη κάτι το αυτονόητο, παρά την εκτίμηση που τρέφει για τους αδελφούς· αντίθετα, κάθε τόσο χρειάζεται ένας νέος «εξαναγκασμός» για να αποκαλύψει κάτι περισσότερο σχετικά με τις απόψεις του. Το αποφασιστικό στοιχείο όμως είναι ότι ο «εξαναγκασμός» τον οποίο ασκούν ο Γλαύκων και ο Αδείμαντος αποδίδει μόνο ως ένα σημείο: ο Σωκράτης αναπτύσσει βέβαια την εικόνα μιας ιδανικής πολιτείας, δηλώνοντας ταυτόχρονα και σε τι συνίσταται η δικαιοσύνη· όταν όμως πιέζεται να εκθέσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις απόψεις του σχετικά με την Ιδέα του Αγαθού ως αρχής όλων των πραγμάτων, εξηγεί ότι παραλείπει πάρα πολλά, και μάλιστα το σημαντικότερο, δηλαδή την πραγμάτευση της «ουσίας» (του τι έστιν) του Αγαθού (509c, μαζί με το 506de). Και όταν αργότερα ο Γλαύκων επιμένει και πάλι και θέλει να μάθει πιο συγκεκριμένα για τη φιλοσοφική διαλεκτική, στην οποία ο Σωκράτης του λέει και τον λόγο για τον οποίο σκόπιμα βάζει όρια στη φιλοσοφική γνωστοποίηση: ο ίδιος, ο Γλαύκων, είναι η αιτία γι’ αυτό, αφού δεν είναι από νοητική άποψη στο επίπεδο των πιο συγκεκριμένων θεωρήσεων, για τις οποίες ο Σωκράτης θα ήταν ικανός και πρόθυμος (Πολιτεία 533a).
Με το παράδειγμα αυτό αγγίξαμε μόλις ένα κεντρικό δομικό χαρακτηριστικό των πλατωνικών διαλόγων: χωρία σαν αυτό που περιγράψαμε δεν έχει μόνο η Πολιτεία· σε όλους σχεδόν τους διαλόγους, σε προβεβλημένα σημεία της σύνθεσης, υπάρχουν μια ή περισσότερες φράσεις στις οποίες αυτός που διευθύνει τη συζήτηση καθιστά απόλυτα σαφές ότι ειδικά για τις ουσιαστικότερες πλευρές του θέματος που συζητείται θα είχε πει περισσότερα και σημαντικότερα, ότι δεν πρόκειται όμως να το κάνει εδώ και τώρα. Τα χωρία αυτά, τα οποία έχουν μεγίστη σημασία για την ορθή κατανόηση του Πλάτωνα, θα τα δηλώνουμε στο εξής με τον όρο «εσκεμμένα κενά».
Όλα αυτά λοιπόν που περιγράψαμε στις αμέσως προηγούμενες σελίδες, δηλαδή:
1. η υποψία, που επανέρχεται κάθε τόσο, ότι οι συνομιλητές θα κρατήσουν τη γνώση για τον εαυτό τους,
2. η διευκρίνιση του νοήματος του μοτίβου αυτού από τον Πλάτωνα μέσω της «πλοκής» του Ευθύδημου,
3. ο περιορισμός της πρόσβασης στη φιλοσοφία στα σχέδια των ιδανικών πολιτειών,
4. η πλοκή όλων των διαλόγων στους οποίους διαπιστώνεται ένας αυστηρός προσανατολισμένος στον αποδέκτη, δηλαδή «εσωτερικός», χειρισμός της φιλοσοφικής γνωστοποίησης από τον ίδιο τον Σωκράτη, τέλος, ιδίως
5. η ρητή μαρτυρία των «εσκεμμένων κενών» - όλα αυτά, όσο οφθαλμοφανή και αν είναι, όσο και αν χρειάζονται εξήγηση, δεν έπαιξαν σχεδόν κανένα ρόλο για τη σύγχρονη ερμηνεία του Πλάτωνα στις τελευταίες γενιές των μελετητών. Ο λόγος γι’ αυτό είναι, ότι η εποχή μας στο σύνολό της –τόσο ο μοντερνισμός από τον Διαφωτισμό και εξής όσο και ο λεγόμενος μετα-μοντερνισμός- δεν δέχεται τον συνειδητό περιορισμό στη μετάδοση της φιλοσοφικής γνώσης, και άρα δεν τον καταλαβαίνει. Βλέπουμε μόνο όσα ξέρουμε.
Ο Πλάτων δεν έγραψε για τον σύγχρονο πολιτισμό των βιβλίων του 19ου και του 20ου αιώνα. Αν δεν αρχίσουμε να παίρνουμε στα σοβαρά αυτή την απλή αλλά θεμελιώδη γνώση, κλείνουμε μόνοι μας το δρόμο προς τη δική του φιλοσοφική πρόθεση. Η πραγμάτευση της κριτικής του Πλάτωνα για τον γραπτό λόγο στον Φαίδρο θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη στάση στο θέμα της μετάδοσης της φιλοσοφικής γνώσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου