Ένας πλούσιος άνθρωπος χρειάστηκε μερικούς εργάτες για να σκάψουν τον κήπο του κι έστειλε έναν άνθρωπό του στην αγορά για να βρει άντρες.
Ήταν πρωί και αρκετοί άντρες που έψαχναν για δουλειά τον ακολούθησαν. Μέχρι αργά το απόγευμα, καθώς διαδόθηκε ότι ο πλούσιος πρόσφερε δουλειά, συνέχισαν να καταφθάνουν κι άλλοι εργάτες στον κήπο. Όταν έπεσε ο ήλιος, ο νοικοκύρης κάλεσε τους άντρες για να τους πληρώσει.
Έδωσε στον καθένα τους πολύ περισσότερα χρήματα από το κανονικό , αλλά τους πλήρωσε όλους με το ίδιο ακριβώς ποσό.
“Αυτό είναι άδικο!” Διαμαρτυρήθηκαν οι εργάτες που είχαν εργαστεί από το πρωί. “Εμείς εργαζόμαστε από το πρωί και είναι άδικο να πληρωθούμε τα ίδια χρήματα μ’ αυτούς που ήρθαν πριν από δυο ώρες και ίσα που δούλεψαν μία ώρα.”
Γέλασε ο πλούσιος και είπε: “Εσείς που εργαστήκατε από το πρωί, είστε ευχαριστημένοι με τα χρήματα που πληρωθήκατε
“Περισσότερο κι από ευχαριστημένοι!” απάντησαν εκείνοι.
“Τα χρήματα ήταν στ’ αλήθεια πολλά!”
” Τότε, γιατί διαμαρτύρεστε;”
“Γιατί είναι άδικο ,” απάντησαν οι εργάτες. ” Εκείνοι είχαν μόλις έρθει και πληρώθηκαν τα ίδια χρήματα μ’ εμάς που δουλεύουμε σκληρά από το πρωί!”
Και είπε ο νοικοκύρης: “Αν και πληρώθηκες περισσότερο από αυτό που περίμενες, εξακολουθείς να νιώθεις αδικημένος. Μην κοιτάζεις ποτέ τους άλλους και μην συγκρίνεις τον εαυτό σου μαζί τους. Αλλιώς, δεν θα πάψεις ποτέ να νιώθεις αδικημένος, όσα κι αν έχεις εσύ!”
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου