Μάρτιν Χάιντεγκερ (Martin Heidegger, 1889 – 1976) Γερμανός φιλόσοφος.
«Οτιδήποτε και οσοδήποτε αν προσπαθήσουμε να σκεφτούμε, σκεφτόμαστε πάντοτε μέσα στη σφαίρα της παράδοσης»
«Όταν ο άνθρωπος αναλώνεται στην καθημερινότητα, αποφεύγει τις βαθύτερες ανησυχίες και την διαπεραστική αυτοεξέταση»
«Το να προσπαθείς να είσαι κατανοητός· είναι αυτοκτονία για την φιλοσοφία»
«Το Εδωνά – Είναι είναι ένα Ον που δεν λαβαίνει απλώς τόπο ανάμεσα σε άλλα όντα. Υπερέχει οντικά, από το γεγονός ότι μέσα στο Είναι του αυτό το Ον νοιάζεται για το ίδιο του το Είναι.»
Γεννήθηκε στο Μέσκιρχ του Μπάντεν. Σπούδασε θεολογία, φιλοσοφία, ιστορία και φυσικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Το 1923 έγινε καθηγητής της φιλοσοφίας στο Μάρμπουργκ και από το 1928 ανέλαβε την έδρα της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Κατά το διάστημα 1945-1951 του απαγορεύτηκε η διδασκαλία από τις δυνάμεις κατοχής της Γερμανίας, γιατί για ένα διάστημα υπήρξε μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος.
Η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ παρουσιάζεται κυρίως στην πρώτη της περίοδο ως ερμηνευτική περιγραφή της, κάθε φορά, συμπεριφοράς του ανθρώπου. Το ενδιαφέρον της περιγραφής αυτής δεν στρέφεται προς τον άνθρωπο ως άνθρωπο, δεν προέρχεται από ανθρωπιστική διάθεση (την οποία μάλιστα ο Χάιντεγκερ αποκρούει), αλλά γεννιέται από το γεγονός ότι –ανάμεσα στα διάφορα όντα– ο άνθρωπος έχει το προνόμιο να είναι το μόνο που μπορεί να ερευνά και, επομένως, το μόνο που μπορεί να συλλάβει και να κατανοήσει την έννοια της ύπαρξης, που αποτελεί το πραγματικό αντικείμενο της φιλοσοφίας.
Έχοντας την δυνατότητα να στρέφεται ερευνητικά στην βάση της, η ύπαρξη ανήκει, κατά τον Χάιντεγκερ, μόνο στον άνθρωπο και δεν έχει καμιά σχέση με την απλή πλασματική πραγματικότητα ενός πράγματος ή ενός αντικειμένου του φυσικού κόσμου. Αν όμως η ύπαρξη ως δυνατότητα δημιουργίας μιας ερωτηματικής σχέσης με το Είναι, είναι μια προϋπόθεση που ανήκει αποκλειστικά στον άνθρωπο, μόνο ο άνθρωπος επίσης είναι προικισμένος από την μοίρα του να αποκτήσει συνείδηση της χρεοκοπίας και του αδύνατου της σχέσης αυτής.
Μεταξύ του Είναι και της ανθρώπινης ύπαρξης ανοίγεται ένα χάσμα.
Δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα από την πράξη.
Το Είναι, που είναι άπειρη δυνατότητα, φωτεινή αλλά κενή ακαθοριστία, παρουσιάζεται στο ανθρώπινο πεπερασμένο ως ένα αγωνιώδες Μηδέν, που καταβροχθίζει και εκμηδενίζει όλους τους θεσμούς και τις πραγματικότητες του κοινωνικού και φυσικού κόσμου. Μια ριζική ασημαντότητα διαποτίζει όλες τις αντικειμενικές μορφές του κόσμου. Η άποψη του Είναι, είναι γι’ αυτό και άποψη του Μηδενός. Ο άνθρωπος δοκιμάζει το άγχος, δηλαδή την ιλιγγιώδη κατάρρευση ενός κόσμου που εξαφανίζεται και βυθίζεται στην διαυγή νύχτα του Μηδενός.
Στην προσπάθειά τους να λυτρωθούν από την ριζική αυτή εμπειρία, οι άνθρωποι βρίσκουν καταφύγιο, κατά τον Χάιντεγκερ, σε έναν τρόπο ζωής –την αναυθεντική ύπαρξη– όπου το άγχος αντικαθίσταται και εξορκίζεται από την φροντίδα, δηλαδή το ενδιαφέρον και την ανήσυχη προσοχή που δίνουν στα ταμπού και στις πλασματικές αξίες της καθημερινότητας.
Η αναυθεντική ύπαρξη είναι ο τρόπος ζωής του ανθρώπου μέσα στην μαζική κοινωνία, η ύπαρξη του ανώνυμου και μη πραγματικού αυτού υποκειμένου, που είναι το απρόσωπο, ο μέσος όρος των ανθρώπων, όπως διαμορφώνεται και διαπλάθεται από τις συμβάσεις και τις πίστεις –το λέγεται, το πιστεύεται, το γίνεται κλπ.– που επιβάλλονται από τις κοινωνικές συνήθειες και τις συμβατικότητες. Ο άνθρωπος γλιτώνει από το άγχος ή, καλύτερα, προσπαθεί να το καταστείλει και να το ξεχάσει, τοποθετώντας την πραγματικότητα σε μια σειρά συγκεκριμένων αντικειμένων, που μπορούν να επηρεαστούν από την τεχνική και με τα οποία προσπαθεί να καλύψει την εκμηδενιστική ακαθοριστία του Είναι. Ο κόσμος των πραγμάτων καλύπτει και κρύβει έτσι την αληθινή πραγματικότητα που είναι το Μηδέν.
Αγκιστρωμένοι στην πλασματική στερεότητα των αντικειμένων, οι άνθρωποι φαντάζονται ότι θα αντλήσουν από αυτήν γαλήνη κι ασφάλεια. Μέσα και όργανα για την στερεοποίηση αυτή ή πραγματοποίηση του κόσμου, με την οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να αποφύγει την ριζική εμπειρία του Μηδενός, είναι η τεχνική και η επιστήμη. Ο υπαρξισμός του Χάιντεγκερ, είναι ένας άθεος υπαρξισμός. Η χριστιανική πρόσκληση, να στραφούμε προς τον εαυτό μας για να βρούμε την αλήθεια που υπάρχει μέσα μας, δεν έχει θέση στις σελίδες του. Εκείνο που ο X. εννοεί λέγοντας αυθεντική ύπαρξη, είναι η ικανότητα του ανθρώπου να δεχτεί και να ζήσει μέχρι το βάθος, χωρίς ψευδαπάτες και χωρίς ρητορείες, την μοίρα του, δηλαδή το να υπάρχει για τον θάνατό του.
Η αυθεντικότητα εμφανίζεται όταν –αφού πέσουν όλες οι αξίες της καθημερινότητας– ο άνθρωπος βρεθεί ενώπιος ενωπίω με το Μηδέν και με την εμπειρία του τέλους, (θανάτου) όπως ο ήρωας του περίφημου διηγήματος του Τολστόι «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς» τον οποίο ακριβώς μνημονεύει ο Χάιντεγκερ. Εκείνη την στιγμή πραγματικά, στην προσέγγιση δηλαδή του θανάτου, όλες οι αξίες στις οποίες ο Ιβάν Ίλιτς είχε ζητήσει να στηριχθεί σε όλη του τη ζωή –η οικογένεια, η σταδιοδρομία, η εντιμότητα, το αστικό αίσθημα της αξιοπρέπειας κλπ.– διαλύονται και αυτός μένει, χωρίς δυνατότητα παρηγοριάς και ψευδαπάτης, μπροστά στο εφήμερο της ύπαρξής του, που είναι προορισμένη να καταλήξει στο Μηδέν.
Στο φως των θεμάτων αυτών, που βρίσκουν την ανώτερη έκφρασή τους στο Είναι και Χρόνος, δηλαδή στο καλύτερο έργο του της πρώτης περιόδου, ο Χάιντεγκερ μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους αξιολογότερους ερμηνευτές της κρίσης που συγκλόνισε την Ευρώπη και ειδικότερα τη Γερμανία μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Γύρω στο 1940, έπειτα από μια μακρά περίοδο σιωπής, η σκέψη του Χάιντεγκερ φαίνεται να παίρνει διαφορετικό δρόμο και να μπαίνει σε νέα περίοδο. Εξαφανίζονται οι μηδενιστικοί τόνοι της πρώτης εποχής. Και με τη μελέτη της φιλοσοφίας του Πλάτωνα και ίσως περισσότερο ακόμα των προσωκρατικών, ο Χάιντεγκερ επιστρέφει στην ιδέα πως η αλήθεια είναι όχι μόνο μια αποκάλυψη, αλλά και πως η αποκάλυψη αυτή γίνεται διαμέσου της γλώσσας του ανθρώπου και ιδιαίτερα του ποιητή.
Ο λόγος, η γλώσσα είναι ο οίκος του Είναι
Στον οίκο αυτό κατοικεί και ο άνθρωπος που, ως τέτοιος, αποκαλύπτει διαρκώς, δίνοντάς του τον τρόπο να εκδηλωθεί, το Είναι, του οποίου –κατά την έκφραση του Χάιντεγκερ– είναι ο λειτουργός. Τα πρόσωπα διαμέσου του λόγου των οποίων αποκαλύπτεται το Είναι είναι οι φιλόσοφοι και οι ποιητές. Το απελπιστικό όραμα της πρώτης περιόδου διαδέχεται έτσι, σύμφωνα με τη θεωρία του Χάιντεγκερ, η νοσταλγική αναπόληση μιας πατριαρχικής εποχής όπου οι Θεοί δεν είχαν ακόμα φύγει από τον κόσμο και στην οποία οι άνθρωποι ζούσαν σε άμεση και μυστηριακή σχέση με το Είναι.
Ξαναγυρίζει έτσι το όνειρο της αρχαίας Ελλάδας, όχι όμως της Ελλάδας του Αριστοτέλη, αλλά της Ελλάδας όπως την ονειροπολούσε ο Χέλντερλιν, δηλαδή της μυθικής εκείνης εποχής –πριν από την εμφάνιση της επιστήμης και της διαλεκτικής σκέψης– όπου, όπως λέει ο Χάιντεγκερ, η λογική, η ηθική και η φυσική δεν ήταν ακόμα χωριστές σφαίρες, αλλά μέρη μιας ενιαίας και αδιαίρετης Ολότητας. Τον αθεϊσμό της πρώτης περιόδου διαδέχεται μια αόριστη και δύσκολο να προσδιοριστεί θρησκευτικότητα, στην οποία μερικές φορές φαίνεται ότι μπορούμε να συλλάβουμε την οδύνη και τη νοσταλγία του Χάιντεγκερ για τη μυθική εποχή του Oμήρου, όπου οι Θεοί ζούσαν ανακατεμένοι με τους ανθρώπους.
Ο άνθρωπος είναι μια «δυνατότητα» που «μπορεί» σε κάθε στιγμή, να μην είναι και να καταστραφεί. Για να πραγματοποιηθεί, οφείλει να αντιληφθεί την «ευθύνη» ότι η έννοια της ζωής του βρίσκεται απόλυτα στα χέρια του: ότι η έννοια αυτή είναι το να «εκλέξει» και να δημιουργήσει από το Μηδέν. Αλλά η απεριόριστη αυτή ελευθερία θέτει, ταυτόχρονα, τον άνθρωπο μπροστά στην εμπειρία που δεν προσφέρει καμιά εγγύηση και που είναι καταδικασμένη στο ναυάγιο και στον θάνατο.
Από το δράμα αυτό της «ύπαρξης», που δεν έχει κάθαρση και λύτρωση, δεν μπορούμε ωστόσο να ξεφύγουμε χωρίς να αρνηθούμε τον εαυτό μας. Ο άνθρωπος που, μέσα στην προσπάθεια να ξεφύγει από το άγχος και την εμπειρία του Μηδενός, αναζητά καταφύγιο στον «ασφαλή» και φαινομενικά «εξασφαλισμένο» κόσμο του συμβιβασμού και της καθημερινότητας, χάνει στην πραγματικότητα τον εαυτό του και την προσωπικότητα του, γιατί γίνεται ο ανώνυμος άνθρωπος ή ο άνθρωπος της «μάζας», που παραιτήθηκε από την ελευθερία του για χάρη των συμβάσεων και των αξιών της χυδαίας «καθημερινότητας».
Η αυθεντική ύπαρξη (το Είναι) είναι καταδικασμένη στην αποτυχία και στην συντριβή (στον Θάνατο) αλλά, σε αντάλλαγμα, είναι ηρωική ύπαρξη, προσωπική, μονάχη, που ζει με την ευθύνη, την αμφιβολία, την ανασφάλεια και τον κίνδυνο. Θαυμάζει την ζωή και γνωρίζοντας το τέλος της· την ζει με αψογοσύνη, με πάθος κι ενθουσιασμό, ως πρόκληση.
Η μη αυθεντική προσωπικότητα του κοινού ανθρώπου είναι, αντίθετα, μια ύπαρξη απρόσωπη, μηχανιστική κι αυτοματική, όπου ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερο όν, δεν είναι φυσικά «άτομο» αλλά μόνο μέλος της αγέλης του είδους. Ζει φοβισμένος, σε *άγχος, πιστεύοντας σε εμφυτεύσεις αθανασίας κι αποφυγής του θανάτου, κι έτσι ζει καθημερινά, κυριολεκτικά νεκρός.
Η μοναδική εμπειρία της ελευθερίας και της πρόκλησης είναι μια εμπειρία τρομερή και ζήτημα τιμής, για την αυθεντική ύπαρξη …με έπαθλο την ελευθερία του.
Η καθημερινή ύπαρξη, αντίθετα, είναι μια τεχνητή ύπαρξη εξωπραγματική, πλασματική, μια «βιωμένη, συμφωνημένη ύπαρξη», αντί να είναι ένα «ζην», όπου προσπαθεί κανείς να ξεφύγει από το κενό του άγχους· με τον σεβασμό, την υποταγή και την αφοσίωση στις αξίες της πρακτικής και της κατεστημένης κοσμικότητας. Τα θέματα αυτά, που είναι κοινά σε όλες τις ποικίλες μορφές και ρεύματα της φιλοσοφίας ανάγονται κυρίως στον Χάιντεγκερ, στον Πασκάλ, στον Κίρκεγκαρντ και στον Νίτσε, από τους νεότερους φιλόσοφους.
Άγχος, Αγωνία, Φόβος Θανάτου
Αν αισθάνεσαι μοναξιά όταν είσαι μόνος, έχεις κακή παρέα.
Το άγγχος είναι σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (=σφίγγω τον λαιμό, πνίγω). Οφείλεται σε μια κατάσταση κινδύνου, δηλαδή στην αναμονή δυσάρεστων εξελίξεων, ή να είναι αδικαιολόγητη, όπως στις περιπτώσεις αγωνίας. Πάντοτε οφείλεται στον «φόβο θανάτου» και στην σύγκρουση με την ψευδαίσθηση της αθανασίας.
Στην ιστορία του σύγχρονου στοχασμού και πνευματικού πολιτισμού, το άγχος αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά θέματα. Για πρώτη φορά βρήκε τη φιλοσοφική του έκφραση στο έργο του Δανού στοχαστή Σέρεν Κίρκεγκορ, ειδικότερα στην Έννοια του άγχους που δημοσιεύτηκε το 1844 με το ψευδώνυμο Virgilius Hafniensis. Το άγχος, αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί και σήμερα ένα από τα βασικά στοιχεία της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, ανεξάρτητα αν ο προσανατολισμός της είναι κοσμικός ή θρησκευτικός.
Με το άγχος έχει ασχοληθεί επίσης η ψυχανάλυση, που το θεωρεί ως μια από τις συχνότερες καταστάσεις της ανθρώπινης ψυχής o Φρόιντ υποστηρίζει ότι η εμφάνιση του άγχους συμπίπτει με αυτό το ίδιο το γεγονός της γέννησης, «γεγονός στο οποίο βρίσκονται συγκεντρωμένα όλα τα οδυνηρά αισθήματα». Το άγχος βρήκε και καλλιτεχνική έκφραση στα περισσότερα έργα της σύγχρονης τέχνης. Το συναντούμε π.χ. στα μυθιστορήματα του Κάφκα, στους πίνακες του Πικάσο, στη μουσική του Σένμπεργκ.
Από φιλοσοφική άποψη, με την έννοια του άγχους δεν υπονοείται μια καθιερωμένη έννοια, αλλά ένας υπαρξιακός τρόπος, μια ψυχική κατάσταση, που συνοδεύει συνεχώς τον άνθρωπο στη ζωή του. Είναι συνώνυμο του αρχέγονου «φόβου» –αρχέγονο αίσθημα κοινό στα ζώα και στους ανθρώπους– κι έχει χαρακτήρα περισσότερο μεταφυσικό. Δεν συνδέεται με ιδιαίτερες καταστάσεις, αλλά εκφράζει την ίδια την υπόσταση του ανθρώπου, την επίγνωση –που την ζει και την αποκτά ο καθένας– του εφήμερου και αμφιλογικού χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στη φιλοσοφία του Κίρκεγκορ το άγχος έχει χαρακτήρα ουσιαστικά θρησκευτικό και αποτελεί την οδό που ο άνθρωπος πρέπει να ακολουθήσει για να επιχειρήσει να φτάσει στον Θεό, στην ελευθερία, στη λύτρωση. To άγχος, που εμφανίζεται με το προπατορικό αμάρτημα, συνοδεύει τον άνθρωπο στη ζωή του από τη στιγμή που αυτός αποκτά επίγνωση του παραπτώματός του, της μη ελευθερίας του, της μη τελειότητάς του. Η συνείδηση νιώθει άγχος, γιατί είναι ένοχη, και η ενοχή είναι μη ελευθερία. Όμως το άγχος δεν είναι ικανό να εγγυηθεί την εκλογή της θρησκευτικής ζωής, την επίτευξη της ελευθερίας και να απομακρύνει τον φόβο θανάτου.
Το Ον αποκαλύπτεται πάντα και μόνο ως θαύμα, ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις διαθέσεις του ανθρώπου. Στην νεότερη υπαρξιστική φιλοσοφία, π.χ. στον κοσμικό υπαρξισμό του Σαρτρ ή του Χάιντεγκερ, το ά. δεν έχει το θρησκευτικό περιεχόμενο που είχε για τον Κίρκεγκορ θεωρείται υπαρξιακή κατάσταση του ανθρώπου που εκσφενδονίζεται σε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν. Τίποτα δεν εγγυάται στον άνθρωπο την πραγματοποίηση περισσότερο της μιας δυνατότητας ή της άλλης, την χρησιμότητα μιας πράξης, την ορθότητα μιας εκλογής, το αποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι ήταν πιο ευτυχισμένοι κατά τη διάρκεια των πολέμων, όταν κάθε στιγμή διέτρεχαν τον κίνδυνο να σκοτωθούν και έπρεπε να παίρνουν συνεχώς κι αυτοστιγμή, αποφάσεις ζωής και θανάτου. Το μόνο σίγουρο κι αναπότρεπτο είναι ο Θάνατος του «Εγώ» με ή χωρίς άγχος. Η ζωή αρχίζει στην άλλη πλευρά της αγωνίας.
Κατά τον Γερμανό φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ, η αγωνία του Θανάτου, επαναφέρει την ύπαρξη από την κατάπτωση της ταυτότητας του «Εγώ» στην ανάταση του Είναι. Το Είναι παρουσιάζεται στο ανθρώπινο πεπερασμένο ως ένα αγωνιώδες Μηδέν που καταβροχθίζει και εκμηδενίζει όλους τους συμφωνημένους θεσμούς και τις πραγματικότητες του κοινωνικού και φυσικού κόσμου. Για τον Χάιντεγκερ, η αγωνία είναι το αίσθημα που έχει ο άνθρωπος για το αδύνατο, καθώς προέρχεται από το Μηδέν, και συνειδητοποιεί το Είναι του προς Θάνατο.
Ο άνθρωπος μαθαίνει με την αγωνία και το άγχος ότι δεν τον προσδιορίζουν ούτε εξωτερικά, ούτε εσωτερικά αίτια, αλλά ότι o ίδιος προσδιορίζει ελεύθερα τον εαυτό του. Το συναίσθημα της αγωνίας, γεννιέται στο τέλος της αποτυχημένης αναζήτησης του Είναι. Η αποτυχία όμως αυτή δεν είναι μόνο η βασική εμπειρία της ύπαρξης, αλλά και η προϋπόθεση προς την υπέρβαση.
Η αγωνία συγκαταλέγεται στα λεγόμενα «αρνητικά» συναισθήματα, δηλαδή στα πιο δυσάρεστα και οδυνηρά, για τον μη αυθεντικό άνθρωπο, που επιδιώκει να ξορκίσει τον «φόβο θανάτου» θεωρώντας ψευδώς ό,τι είναι αθάνατος και πάντοτε «ευτυχισμένος». Υποκειμενικά την αισθάνεται κανείς ως εσωτερική ψυχική ένταση, ανησυχία, αδημονία, στενοχώρια, απόγνωση. Η αγωνία εμφανίζεται όταν η ύπαρξη του ανθρώπου, μπαίνει με κάποιο τρόπο σε κίνδυνο, βιώνει έναν «φόβο θανάτου». Μάλιστα δεν καταλαβαίνει καν ότι είναι «φόβος θανάτου» γιατί θεωρεί ότι υπάρχει διαφορά της αγωνίας από τον φόβο κι ότι ο φόβος αναφέρεται σε μια σαφή και συγκεκριμένη αιτία, ενώ το όν που αγωνιά δεν έχει πάντοτε γνώση της αιτίας. Έχει γνώση, απλώς δεν έχει επίγνωση. Η ζωή σταματά να έχει νόημα από τη στιγμή που χάνεις την ψευδαίσθηση ότι είσαι αιώνιος κι αθάνατος και αυτομάτως αποκτά ουσία.
Η Αυθεντική Ύπαρξη που ζει με πρόκληση και είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει την υπέρτατη …τον Θάνατο, έχει την επίγνωση ότι η απελπισία είναι ένα θετικό αίσθημα (κι όχι συναίσθημα) πλέει με ρυθμό και αρμονία, σερφάροντας στα κύματα του – πότε γαλήνια και πότε φουρτουνιώδη- και το χειρίζεται ανάλογα. Αγωνία είναι το αίσθημα που έχει ο άνθρωπος για το αδύνατο, καθώς προέρχεται από το Μηδέν, και συνειδητοποιεί το Είναι του προς τον Θάνατο.
Μόνο αυτός που δεν τραβάει κουπί έχει χρόνο να ταρακουνήσει τη βάρκα.
Ο Χάιντεγκερ θεωρεί τον εαυτό του διανοητή του Όντος
Με το Ον (Είναι) δεν εννοεί τα όντα, αλλά το Είναι αυτό καθεαυτό. Πριν προχωρήσει σε εξηγήσεις διερευνά, όπως ο Καντ, ποιές είναι οι δυνατότητες της ανθρώπινης ύπαρξης στο σύνολό της. Θεμελιώδης κατηγορία ύπαρξης για το Χάιντεγκερ είναι η «εγκοσμιότητα», δηλαδή η ύπαρξη μέσα στον κόσμο. Κόσμος δεν υπάρχει χωρίς τον άνθρωπο και άνθρωπος χωρίς τον κόσμο δε νοείται.
Ο Χάιντεγκερ επισημαίνει ότι το «Είναι» του ανθρώπου αποτελεί η μέριμνα είτε προς τον κόσμο (κοσμομέριμνα) είτε προς τον άνθρωπο (ανθρωπομέριμνα). Με την πρώτη ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τα όντα, με την δεύτερη έρχεται σε επαφή με τον άλλο άνθρωπο. Η ανθρώπινη ύπαρξη, ενώ από την φύση της είναι αυθεντική, μπορεί να καταντήσει αναυθεντική λέγοντας ό,τι «λέγεται», σκεπτόμενη όσα «σκέφτονται» οι πολλοί, συνηθίζοντας ό,τι «συνηθίζεται». Έρχεται, όμως, η στιγμή του θανάτου και τότε αναπόφευκτα ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι «υπάρχω» αυθεντικά σημαίνει «υπάρχω προς θάνατο».
Ύστερα από μία στροφή που συμβαίνει γύρω στο 1940, ο Χάιντεγκερ πορεύεται από το Είναι προς τον άνθρωπο. Σε αυτό συνετέλεσαν βασικά ο Πλάτωνας και οι προσωκρατικοί. Όπως ο Πλάτωνας υποστήριξε ότι το αγαθό βρίσκεται «επέκεινα της ουσίας», έτσι και ο Χάιντεγκερ δέχεται το «συμβαίνον» πέρα από το «Είναι», το οποίο θεωρεί όρο τόσο του ανθρώπου (νοείν) όσο και της ύπαρξης. Για την αλήθεια, που η κλασική μεταφυσική θεωρεί ως συμφωνία διάνοιας και πράγματος, ο Χάιντεγκερ απαντά ότι αυτή είναι γεγονός αποκάλυψης και όχι συμφωνίας, όπως την αποδίδει η ελληνική λέξη Αλήθεια, δηλαδή έξοδος από τη λήθη, στέρηση της λήθης.
Έτσι ο Χάιντεγκερ απελευθερώνεται από την αντίληψη της αλήθειας ως αναπαράστασης, που οδήγησε την Δύση στον μηδενισμό. Στο ερώτημα αν η φιλοσοφία μπορεί να σώσει την ιστορία και τον άνθρωπο, ο Χάιντεγκερ απαντά καταφατικά, όχι όμως με την παραδοσιακή της μορφή. Ομολογεί ότι ο ίδιος δεν είναι φιλόσοφος, αλλά διανοητής. Υπάρχει, κατά το Χάιντεγκερ, ακόμη ένα είδος ανθρώπου που μεριμνά πνευματικά, ο ποιητής. Αυτός κρατά το δεσμό με το «Ον» …το «Είναι» διασώζοντας την αλήθεια.
Ο Τζορτζ Στάινερ αναλύει τον Χάιντεγκερ αναφέροντας ότι το έργο του φιλοσόφου αγγίζει την υψηλή ποίηση. Επομένως γράφοντας κανείς γι’ αυτό ορίζει ουσιαστικά και την ποιητική του, η οποία καλύπτει τρεις τομείς: Πρώτον, την φιλοσοφία της γλώσσας, κι άρα το υψηλό επίπεδο ανταπόκρισης του λόγου προς τα πράγματα και τις ιδέες. Δεύτερον, το πεδίο της μεταφυσικής, δηλαδή την έξοδο από τον εκλογικευμένο Λόγο. Τρίτον, το πεδίο του στοχασμού, όπου ο στοχαζόμενος προσπαθεί και – αν είναι ικανός- υπερβαίνει τους περιορισμούς της γλώσσας. Αφού περάσει κανείς- διαδοχικά ή όχι- από τα πεδία αυτά, εισέρχεται στον φωτεινό κόσμο της Υπαρξης, του Είναι, όπως ο περιπατητής βγαίνει από το δάσος στο ξέφωτο, στο άνοιγμα του φωτός. Δεν είναι επομένως τυχαίο που οι εικόνες του δάσους περνούν συχνά μέσα στα κείμενα του Χάιντεγκερ. Το πλατωνικό δίλημμα.
«Μας έμαθε να αγαπάμε, ο Χάιντεγκερ, για να γινόμαστε αυθεντικοί, και να αντλούμε από την παντοδύναμη αδυναμία του ενδεχομένου για ζωή μέσα στην πτώση. Μας έμαθε να διαλέγουμε ελεύθερα αυτό που ήδη μας έχει διαλέξει – την Ύπαρξη».
«Το μοναδικό πράγμα που θα ήθελε να επιτύχει η σκέψη, η οποία επιχειρεί στο Είναι και Χρόνος να εκφραστεί για πρώτη φορά, είναι κάτι απλό. Ως τέτοιο παραμένει το Είναι μυστηριώδες, η απέριττη εγγύτητα μιας ήπιας εξουσίας. Η εγγύτητα αυτή ουσιώνεται ως η ίδια η γλώσσα».
Μάθαμε να μιλάμε, και να σωπαίνουμε, και, κυρίως, να ακούμε. «Το ακούειν είναι η υπαρκτική ανοιχτότητα του εδωνά-Είναι ως Συνείναι για τους Άλλους. Το ακούειν συγκροτεί μάλιστα την πρωταρχική και αυθεντική ανοιχτότητα του εδωνά-Είναι για τη δυνατότητα του πιο δικού του Είναι, ως άκουσμα της φωνής του φίλου, τον οποίο κάθε εδωνά-Είναι έχει πλάι του».
Με τον Χάιντεγκερ, η βούληση για δύναμη έγινε βούληση για ζωή και αυτή η τελευταία φανερώθηκε ως αυτό που όντως είναι, μια συνεύρεση με τους αγαπημένους, μια αδιάλειπτη έγνοια, μια μέριμνα για τους ανθρώπους, τον κόσμο και τα πράγματα. «Η μέριμνα (Sorge), η οποία σημαίνει «μέριμνα για τον άλλο κι εν-διαφέρον για, και, μετον άλλο» είναι το μέσο γι’ αυτή την υπέρβαση», λέει πάλι ο Στάινερ, μιλώντας για την υπέρβαση του ανοίκειου, της κατάπτωσης, της αν-αυθεντικότητας. Μας έμαθε να αγαπάμε, ο Χάιντεγκερ, για να γινόμαστε αυθεντικοί, και να αντλούμε από την παντοδύναμη αδυναμία του ενδεχομένου για ζωή μέσα στην πτώση. Μας έμαθε να διαλέγουμε ελεύθερα αυτό που ήδη μας έχει διαλέξει –την Ύπαρξη.
«Αν το εδωνά-Είναι προλαβαίνοντας επιτρέψει στον θάνατο να ισχυροποιηθεί μέσα του, τότε ελεύθερο για τον θάνατο το εδωνά-Είναι κατανοεί τον εαυτό του μες στη δική του υπερδύναμη, μες στην υπερδύναμη της πεπερασμένης του ελευθερίας, έτσι ώστε μ’ αυτή την ελευθερία, η οποία Είναι, εκάστοτε μόνο χάρη στο ότι έχει εκλεγεί η εκλογή, να μπορεί να αναλαβαίνει την αδυναμία της εγκατάλειψης στον εαυτό του, και να έχει σαφή θέα των τυχαιοτήτων της διανοιγόμενης κατάστασης»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου