Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Κύκλωψ (316-355)

ΚΥ. ὁ πλοῦτος, ἀνθρωπίσκε, τοῖς σοφοῖς θεός,
τὰ δ᾽ ἄλλα κόμποι καὶ λόγων εὐμορφία.
ἄκρας δ᾽ ἐναλίας αἷς καθίδρυται πατὴρ
χαίρειν κελεύω· τί τάδε προυστήσω λόγωι;
320 Ζηνὸς δ᾽ ἐγὼ κεραυνὸν οὐ φρίσσω, ξένε,
οὐδ᾽ οἶδ᾽ ὅτι Ζεύς ἐστ᾽ ἐμοῦ κρείσσων θεός.
οὔ μοι μέλει τὸ λοιπόν· ὡς δ᾽ οὔ μοι μέλει
ἄκουσον· ὅταν ἄνωθεν ὄμβρον ἐκχέηι,
ἐν τῆιδε πέτραι στέγν᾽ ἔχων σκηνώματα,
325 ἢ μόσχον ὀπτὸν ἤ τι θήρειον δάκος
δαινύμενος, εὖ τέγγων τε γαστέρ᾽ ὑπτίαν,
ἐπεκπιὼν γάλακτος ἀμφορέα, πέπλον
κρούω, Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κτυπῶν.
ὅταν δὲ βορέας χιόνα Θρήικιος χέηι,
330 δοραῖσι θηρῶν σῶμα περιβαλὼν ἐμὸν
καὶ πῦρ ἀναίθων, χιόνος οὐδέν μοι μέλει.
ἡ γῆ δ᾽ ἀνάγκηι, κἂν θέληι κἂν μὴ θέληι,
τίκτουσα ποίαν τἀμὰ πιαίνει βοτά.
ἁγὼ οὔτινι θύω πλὴν ἐμοί, θεοῖσι δ᾽ οὔ,
335 καὶ τῆι μεγίστηι, γαστρὶ τῆιδε, δαιμόνων.
ὡς τοὐμπιεῖν γε καὶ φαγεῖν τοὐφ᾽ ἡμέραν,
Ζεὺς οὖτος ἀνθρώποισι τοῖσι σώφροσιν,
λυπεῖν δὲ μηδὲν αὑτόν. οἳ δὲ τοὺς νόμους
ἔθεντο ποικίλλοντες ἀνθρώπων βίον,
340 κλαίειν ἄνωγα· τὴν ‹δ᾽› ἐμὴν ψυχὴν ἐγὼ
οὐ παύσομαι δρῶν εὖ, κατεσθίων γε σέ.
ξένια δὲ λήψηι τοιάδ᾽, ὡς ἄμεμπτος ὦ,
πῦρ καὶ πατρῶιον τόνδε χαλκόν, ὃς ζέσας
σὴν σάρκα διαφόρητον ἀμφέξει καλῶς.
345 ἀλλ᾽ ἕρπετ᾽ εἴσω, τοῦ κατ᾽ αὔλιον θεοῦ
ἵν᾽ ἀμφὶ βωμὸν στάντες εὐωχῆτέ με.
ΟΔ. αἰαῖ, πόνους μὲν Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν
θαλασσίους τε, νῦν δ᾽ ἐς ἀνδρὸς ἀνοσίου
ὠμὴν κατέσχον ἀλίμενόν τε καρδίαν.
350ὦ Παλλάς, ὦ δέσποινα Διογενὲς θεά,
νῦν νῦν ἄρηξον· κρείσσονας γὰρ Ἰλίου
πόνους ἀφῖγμαι κἀπὶ κινδύνου βάθρα.
σύ τ᾽, ὦ φαεννὰς ἀστέρων οἰκῶν ἕδρας
Ζεῦ ξένι᾽, ὅρα τάδ᾽· εἰ γὰρ αὐτὰ μὴ βλέπεις,
355 ἄλλως νομίζηι Ζεὺς τὸ μηδὲν ὢν θεός.

***
ΚΥΚ. Άκου, ανθρωπάκο!
Μυαλωμένος άμα είσαι, για θεό θα ᾽χεις το χρήμα·
τ᾽ άλλα είν᾽ όλα φούμαρα και όμορφες κουβέντες.
Τα θαλασσινά ακρωτήρια που ᾽ναι του πατέρα μου έδρα
τί τα θες και τα σκαλίζεις; Άσ᾽ τα να πάνε στο καλό.
320 Ξένε, του Δία ο κεραυνός εμέ δεν με τρομάζει,
ούτε και νιώθω γω τον Δία για θεό πάνω από μένα.
Όλα τ᾽ άλλα δεν με μέλουν· κι άκου τώρα το γιατί:
όταν βρέχει ο ουρανός και καντάρια κατεβάζει,
μένω εγώ στο σπιτικό μου, στη στεγνή μου τη σπηλιά,
325 ψήνω κάνα μοσχαράκι γιά καν᾽ άγριο θηρίο,
τρώγω, κι ανασκελωμένος στην κοιλιά μου μέσα ρίχνω
γάλα —έναν αμφορέα, άσπρο πάτο τονε πίνω—
και του Δία τις βροντές παραβγαίνω με τη χούφτα
που βροντώ μετά μανίας μέσ᾽ από το σώβρακό μου.
Κι άμα πιάσει να φυσήξει ο βοριάς, και ρίξει χιόνι,
330 κουκουλώνομαι καλά σε τομάρια από θεριά,
το μαγκάλι μου τ᾽ ανάβω, και το χιόνι δεν με μέλει.
Η γη, θέλοντας και μη, το χορτάρι της γεννά, να παχύνουνε τα ζα μου,
που τα σφάζω για θυσία μοναχά στην αφεντιά μου —στους θεούς με τίποτα—
335 κι απ᾽ τους θεούς ο πιο τρανός είν᾽ η στομαχάρα μου!
Ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε κάθε μέρα — αυτό είν᾽ ο Δίας
για μας που ᾽χουμε μυαλό· στα κομμάτια οι σκοτούρες!
Κι όσοι φτιάχνουνε τους νόμους και τον βίο των ανθρώπων
340 πιο περίπλοκο τον κάνουν — τον κακό και τον ψυχρό τους.
Εγώ πάντως δεν θα πάψω να γλεντώ, να φχαριστιέμαι
—και να σε καταβροχθίζω.
Κι όσο για τα φιλέματα που ο οικοδεσπότης,
άμα θέλει να ᾽ν᾽ εντάξει, στους φιλοξενούμενούς του δίνει,
έχω εδώ γερή φωτιά και καζάνι χάλκινο, πατρογονικό μου,
να τυλίξει μια χαρά —πανωφόρι ασήκωτο—
το κορμί σου ολόκληρο και να σου το ζεματίσει.
345 Άντε τώρα μέσα εσείς, στον βωμό του σπιτικού
του θεού για να σταθείτε — και να με καλοταΐστε!
ΟΔΥ. Αλίμονό μου, υπόμεινα τόσα και τόσα βάσανα
στον πόλεμο τον Τρωικό, κι άλλες τόσες φουρτούνες,
κι έφτασα τώρα κι άραξα σε ανθρώπου ανόσιου την καρδιά,
καρδιάν ωμή κι αλίμενη, κι έδεσα το καράβι.
350 Παλλάδα μου, Καλή Θεά και Δέσποινα Διογέννητη,
βάλε τώρα το χέρι σου· πιο πάνω κι απ᾽ τον Τρωικόν
ο μόχθος ο σημερινός, κι ο κίνδυνος καραδοκεί.
Κι εσύ που ᾽χεις το σπίτι σου στα φωτεινά τ᾽ αστέρια
Δία των Ξένων, δες κι εμέ· γιατί αν δεν τα βλέπεις τούτα,
355 μάταιο τ᾽ όνομά σου —«θεός»— και τίποτα δεν είσαι.
(Μπαίνουν στο σπήλαιο)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου