Δεν με βαστούσαν τα πόδια να ανεβώ τις σκάλες. Η ζωή μου ήταν κατεστραμμένη. Μου πέρασε από το νου να το βάλω στα πόδια, να μη ξαναγυρίσω πια ή να πάω να πνιγώ. Ζάρωσα στο τελευταίο σκαλί μέσα στο σκοτάδι και αφέθηκα στη δυστυχία μου. Όταν η Λίνα, η υπηρέτριά μας, κατέβηκε με ένα κοφίνι να μαζέψει κούτσουρα για τη φωτιά, με βρήκε σε κακό χάλι.
Την παρακάλεσα να μη φανερώσει τίποτα και ανέβηκα στο σπίτι. Στα δεξιά της τζαμωτής πόρτας κρεμόταν το καπέλο του πατέρα και η ομπρέλα της μητέρας μου. Μία σπιτίσια θαλπωρή, μία τρυφερότητα αναδυόταν από όλα αυτά τα πράγματα. Η καρδιά μου πλημμύρησε ευγνωμοσύνη. Κάπως έτσι θα ένιωθε ο άσωτος γιος σαν αντίκρυσε τις γνώριμες κάμαρες του σπιτιού του και αισθάνθηκε τη μυρωδιά τους. Όμως τίποτα από όλα εκείνα δεν μου ανήκε πια.
Ανήκαν στον κόσμο των γονιών μου, εγώ ήμουν βαθειά χωμένος στο βούρκο του άλλου, του ξένου κόσμου. Είχα μπλεχτεί σε κακιές πράξεις, με πολιορκούσαν κίνδυνοι, τρόμος, το σκάνδαλο. Το καπέλο και η ομπρέλα, ο όμορφος από ψαμμόλιθο στρωμένος διάδρομος, το μεγάλο κάδρο πάνω από το ντουλάπι, οι χαρούμενες φωνές των αδελφών μου που έρχονταν από το σαλόνι ήταν πιότερο παρά ποτέ συγκινητικές και λατρευτές μα δεν μου πρόσφεραν πια παρηγοριά, μήτε αποκούμπι, είχαν γίνει κατηγόρια. Δεν ανήκα πια σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν μπορούσα να συμμετέχω στην χαρμοσύνη και στην γαλήνη. Τα πόδια μου ήταν ρυπαρά. Και ο ρύπος δεν θα έφευγε σκουπίζοντάς τα στο χαλάκι. Με συντρόφευαν σκιές κρυφές από τούτο τον κόσμο του σπιτιού και άλλες πολλές φορές είχα μυστικά και φόβους μα όλα ήταν ένα τίποτα μπροστά σε τούτα που έσερνα μαζί μου εκείνη την μέρα.
Η μοίρα με είχε αρπάξει στα νύχια της, και από τα χέρια που με είχαν αδράξει η μητέρα μου δεν μπορούσε να με προστατεύσει. Της ήταν άγνωστο. Όποιο κι αν ήταν το κρίμα μου, ψέμα ή κλεψιά, δεν είχε σημασία. Το αμάρτημά μου δεν ήταν τούτο ή το άλλο. Το αμάρτημά μου ήταν πως είχα κάνει συμφωνία με το Διάβολο. Τι γύρευα με αυτόν; Γιατί υπάκουα στον Κρόμμερ περισσότερο από ότι στον πατέρα μου; Γιατί είχα πει ψέματα για εκείνη την κλεψιά και φόρτωσα πάνω μου ένα έγκλημα σαν να ήτανε μια πράξη ηρωική; Τώρα ο Διάβολος με κρατούσε στην εξουσία του αλλά ο εχθρός παραμόνευε πλάι μου.
Χάρηκα που με μάλωσε ο πατέρας για τα λασπωμένα παπούτσια μου. Έτσι αποσπάστηκε η προσοχή του, το σοβαρό αμάρτημα πέρασε απαρατήρητο και γλίτωσα με μια επίπληξη που κρυφά μέσα μου την απέδωσα στο άλλο μου παράπτωμα. Στη σκέψη αυτή ένα καινούριο παράξενο αίσθημα γεννήθηκε μέσα μου, ένα δυσάρεστο, σκληρό αίσθημα όλο οδύνη. Ένοιωσα ανώτερος από τον πατέρα μου. Την ίδια στιγμή αισθάνθηκα περιφρόνηση για την άγνοιά του.
Ένα βράδυ, κι ενώ είχα πέσει στο κρεββάτι, μου έφερε (η μητέρα) ένα κομμάτι σοκολάτα. Ήταν μια ανάμνηση από τότε που – μικρούλης τότε – σαν ήμουν φρόνιμος μου έφερνε παρόμοιες μικρολιχουδιές τη νύχτα. Τώρα στεκόταν εκεί δίνοντάς μου πάλι σοκολάτα. Αισθανόμουν τόσο άσχημα, το μόνο που μπορούσα ήταν να κουνήσω το κεφάλι μου. Με ρώτησε τι συμβαίνει και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Όχι, δεν θέλω τίποτα», κατόρθωσα να ξεστομίσω μόνο. Ακούμπησε τη σοκολάτα στο κομοδίνο και έφυγε. Όταν την επόμενη προσπάθησε να μάθει την αιτία για εκείνο το φέρσιμό μου έκανα πως δεν καταλάβαινα.
Ζούσα μέσα στην τάξη και στην ηρεμία του σπιτιού μας, νευρικός, βασανισμένος σαν φάντασμα, δίχως να συμμετέχω στη ζωή των άλλων.
Ερμαν Εσσε, Ντεμιαν
Την παρακάλεσα να μη φανερώσει τίποτα και ανέβηκα στο σπίτι. Στα δεξιά της τζαμωτής πόρτας κρεμόταν το καπέλο του πατέρα και η ομπρέλα της μητέρας μου. Μία σπιτίσια θαλπωρή, μία τρυφερότητα αναδυόταν από όλα αυτά τα πράγματα. Η καρδιά μου πλημμύρησε ευγνωμοσύνη. Κάπως έτσι θα ένιωθε ο άσωτος γιος σαν αντίκρυσε τις γνώριμες κάμαρες του σπιτιού του και αισθάνθηκε τη μυρωδιά τους. Όμως τίποτα από όλα εκείνα δεν μου ανήκε πια.
Ανήκαν στον κόσμο των γονιών μου, εγώ ήμουν βαθειά χωμένος στο βούρκο του άλλου, του ξένου κόσμου. Είχα μπλεχτεί σε κακιές πράξεις, με πολιορκούσαν κίνδυνοι, τρόμος, το σκάνδαλο. Το καπέλο και η ομπρέλα, ο όμορφος από ψαμμόλιθο στρωμένος διάδρομος, το μεγάλο κάδρο πάνω από το ντουλάπι, οι χαρούμενες φωνές των αδελφών μου που έρχονταν από το σαλόνι ήταν πιότερο παρά ποτέ συγκινητικές και λατρευτές μα δεν μου πρόσφεραν πια παρηγοριά, μήτε αποκούμπι, είχαν γίνει κατηγόρια. Δεν ανήκα πια σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν μπορούσα να συμμετέχω στην χαρμοσύνη και στην γαλήνη. Τα πόδια μου ήταν ρυπαρά. Και ο ρύπος δεν θα έφευγε σκουπίζοντάς τα στο χαλάκι. Με συντρόφευαν σκιές κρυφές από τούτο τον κόσμο του σπιτιού και άλλες πολλές φορές είχα μυστικά και φόβους μα όλα ήταν ένα τίποτα μπροστά σε τούτα που έσερνα μαζί μου εκείνη την μέρα.
Η μοίρα με είχε αρπάξει στα νύχια της, και από τα χέρια που με είχαν αδράξει η μητέρα μου δεν μπορούσε να με προστατεύσει. Της ήταν άγνωστο. Όποιο κι αν ήταν το κρίμα μου, ψέμα ή κλεψιά, δεν είχε σημασία. Το αμάρτημά μου δεν ήταν τούτο ή το άλλο. Το αμάρτημά μου ήταν πως είχα κάνει συμφωνία με το Διάβολο. Τι γύρευα με αυτόν; Γιατί υπάκουα στον Κρόμμερ περισσότερο από ότι στον πατέρα μου; Γιατί είχα πει ψέματα για εκείνη την κλεψιά και φόρτωσα πάνω μου ένα έγκλημα σαν να ήτανε μια πράξη ηρωική; Τώρα ο Διάβολος με κρατούσε στην εξουσία του αλλά ο εχθρός παραμόνευε πλάι μου.
Χάρηκα που με μάλωσε ο πατέρας για τα λασπωμένα παπούτσια μου. Έτσι αποσπάστηκε η προσοχή του, το σοβαρό αμάρτημα πέρασε απαρατήρητο και γλίτωσα με μια επίπληξη που κρυφά μέσα μου την απέδωσα στο άλλο μου παράπτωμα. Στη σκέψη αυτή ένα καινούριο παράξενο αίσθημα γεννήθηκε μέσα μου, ένα δυσάρεστο, σκληρό αίσθημα όλο οδύνη. Ένοιωσα ανώτερος από τον πατέρα μου. Την ίδια στιγμή αισθάνθηκα περιφρόνηση για την άγνοιά του.
Ένα βράδυ, κι ενώ είχα πέσει στο κρεββάτι, μου έφερε (η μητέρα) ένα κομμάτι σοκολάτα. Ήταν μια ανάμνηση από τότε που – μικρούλης τότε – σαν ήμουν φρόνιμος μου έφερνε παρόμοιες μικρολιχουδιές τη νύχτα. Τώρα στεκόταν εκεί δίνοντάς μου πάλι σοκολάτα. Αισθανόμουν τόσο άσχημα, το μόνο που μπορούσα ήταν να κουνήσω το κεφάλι μου. Με ρώτησε τι συμβαίνει και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Όχι, δεν θέλω τίποτα», κατόρθωσα να ξεστομίσω μόνο. Ακούμπησε τη σοκολάτα στο κομοδίνο και έφυγε. Όταν την επόμενη προσπάθησε να μάθει την αιτία για εκείνο το φέρσιμό μου έκανα πως δεν καταλάβαινα.
Ζούσα μέσα στην τάξη και στην ηρεμία του σπιτιού μας, νευρικός, βασανισμένος σαν φάντασμα, δίχως να συμμετέχω στη ζωή των άλλων.
Ερμαν Εσσε, Ντεμιαν
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου