Ο επιτάφιος λόγος της Ασπασίας
Ἔργῳ μὲν ἡμῖν οἵδε ἔχουσιν τὰ προσήκοντα σφίσιν αὐτοῖς, ὧν τυχόντες πορεύονται τὴν εἱμαρμένην πορείαν, προπεμφθέντες κοινῇ μὲν ὑπὸ τῆς πόλεως, ἰδίᾳ δὲ ὑπὸ τῶν οἰκείων· λόγῳ δὲ δὴ τὸν λειπόμενον κόσμον ὅ τε νόμος προστάττει [236e] ἀποδοῦναι τοῖς ἀνδράσιν καὶ χρή. ἔργων γὰρ εὖ πραχθέντων λόγῳ καλῶς ῥηθέντι μνήμη καὶ κόσμος τοῖς πράξασι γίγνεται παρὰ τῶν ἀκουσάντων· δεῖ δὴ τοιούτου τινὸς λόγου ὅστις τοὺς μὲν τετελευτηκότας ἱκανῶς ἐπαινέσεται, τοῖς δὲ ζῶσιν εὐμενῶς παραινέσεται, ἐκγόνοις μὲν καὶ ἀδελφοῖς μιμεῖσθαι τὴν τῶνδε ἀρετὴν παρακελευόμενος, πατέρας δὲ καὶ μητέρας καὶ εἴ τινες τῶν ἄνωθεν ἔτι προγόνων λείπονται, τούτους δὲ [237a] παραμυθούμενος. τίς οὖν ἂν ἡμῖν τοιοῦτος λόγος φανείη; ἢ πόθεν ἂν ὀρθῶς ἀρξαίμεθα ἄνδρας ἀγαθοὺς ἐπαινοῦντες, οἳ ζῶντές τε τοὺς ἑαυτῶν ηὔφραινον δι᾽ ἀρετήν, καὶ τὴν τελευτὴν ἀντὶ τῆς τῶν ζώντων σωτηρίας ἠλλάξαντο; δοκεῖ μοι χρῆναι κατὰ φύσιν, ὥσπερ ἀγαθοὶ ἐγένοντο, οὕτω καὶ ἐπαινεῖν αὐτούς. ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν. τὴν εὐγένειαν οὖν πρῶτον αὐτῶν ἐγκωμιάζωμεν, δεύτερον δὲ τροφήν [237b] τε καὶ παιδείαν· ἐπὶ δὲ τούτοις τὴν τῶν ἔργων πρᾶξιν ἐπιδείξωμεν, ὡς καλὴν καὶ ἀξίαν τούτων ἀπεφήναντο.
Τῆς δ᾽ εὐγενείας πρῶτον ὑπῆρξε τοῖσδε ἡ τῶν προγόνων γένεσις οὐκ ἔπηλυς οὖσα, οὐδὲ τοὺς ἐκγόνους τούτους ἀποφηναμένη μετοικοῦντας ἐν τῇ χώρᾳ ἄλλοθεν σφῶν ἡκόντων, ἀλλ᾽ αὐτόχθονας καὶ τῷ ὄντι ἐν πατρίδι οἰκοῦντας καὶ ζῶντας, καὶ τρεφομένους οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ὡς οἱ ἄλλοι, ἀλλ᾽ ὑπὸ [237c] μητρὸς τῆς χώρας ἐν ᾗ ᾤκουν, καὶ νῦν κεῖσθαι τελευτήσαντας ἐν οἰκείοις τόποις τῆς τεκούσης καὶ θρεψάσης καὶ ὑποδεξαμένης. δικαιότατον δὴ κοσμῆσαι πρῶτον τὴν μητέρα αὐτήν· οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη.
Ἔστι δὲ ἀξία ἡ χώρα καὶ ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων ἐπαινεῖσθαι, οὐ μόνον ὑφ᾽ ἡμῶν, πολλαχῇ μὲν καὶ ἄλλῃ, πρῶτον δὲ καὶ μέγιστον ὅτι τυγχάνει οὖσα θεοφιλής. μαρτυρεῖ δὲ ἡμῶν τῷ λόγῳ ἡ τῶν ἀμφισβητησάντων περὶ αὐτῆς θεῶν [237d] ἔρις τε καὶ κρίσις· ἣν δὴ θεοὶ ἐπῄνεσαν, πῶς οὐχ ὑπ᾽ ἀνθρώπων γε συμπάντων δικαία ἐπαινεῖσθαι; δεύτερος δὲ ἔπαινος δικαίως ἂν αὐτῆς εἴη, ὅτι ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ, ἐν ᾧ ἡ πᾶσα γῆ ἀνεδίδου καὶ ἔφυε ζῷα παντοδαπά, θηρία τε καὶ βοτά, ἐν τούτῳ ἡ ἡμετέρα θηρίων μὲν ἀγρίων ἄγονος καὶ καθαρὰ ἐφάνη, ἐξελέξατο δὲ τῶν ζῴων καὶ ἐγέννησεν ἄνθρωπον, ὃ συνέσει τε ὑπερέχει τῶν ἄλλων καὶ δίκην καὶ θεοὺς μόνον [237e] νομίζει. μέγα δὲ τεκμήριον τούτῳ τῷ λόγῳ, ὅτι ἥδε ἔτεκεν ἡ γῆ τοὺς τῶνδέ τε καὶ ἡμετέρους προγόνους. πᾶν γὰρ τὸ τεκὸν τροφὴν ἔχει ἐπιτηδείαν ᾧ ἂν τέκῃ, ᾧ καὶ γυνὴ δήλη τεκοῦσά τε ἀληθῶς καὶ μή, ἀλλ᾽ ὑποβαλλομένη, ἐὰν μὴ ἔχῃ πηγὰς τροφῆς τῷ γεννωμένῳ. ὃ δὴ καὶ ἡ ἡμετέρα γῆ τε καὶ μήτηρ ἱκανὸν τεκμήριον παρέχεται ὡς ἀνθρώπους γεννησαμένη· μόνη γὰρ ἐν τῷ τότε καὶ πρώτη τροφὴν ἀνθρωπείαν [238a] ἤνεγκεν τὸν τῶν πυρῶν καὶ κριθῶν καρπόν, ᾧ κάλλιστα καὶ ἄριστα τρέφεται τὸ ἀνθρώπειον γένος, ὡς τῷ ὄντι τοῦτο τὸ ζῷον αὐτὴ γεννησαμένη. μᾶλλον δὲ ὑπὲρ γῆς ἢ γυναικὸς προσήκει δέχεσθαι τοιαῦτα τεκμήρια· οὐ γὰρ γῆ γυναῖκα μεμίμηται κυήσει καὶ γεννήσει, ἀλλὰ γυνὴ γῆν. τούτου δὲ τοῦ καρποῦ οὐκ ἐφθόνησεν, ἀλλ᾽ ἔνειμεν καὶ τοῖς ἄλλοις. μετὰ δὲ τοῦτο ἐλαίου γένεσιν, πόνων ἀρωγήν, ἀνῆκεν τοῖς [238b] ἐκγόνοις· θρεψαμένη δὲ καὶ αὐξήσασα πρὸς ἥβην ἄρχοντας καὶ διδασκάλους αὐτῶν θεοὺς ἐπηγάγετο· ὧν τὰ μὲν ὀνόματα πρέπει ἐν τῷ τοιῷδε ἐᾶν —ἴσμεν γάρ— οἳ τὸν βίον ἡμῶν κατεσκεύασαν πρός τε τὴν καθ᾽ ἡμέραν δίαιταν, τέχνας πρώτους παιδευσάμενοι, καὶ πρὸς τὴν ὑπὲρ τῆς χώρας φυλακὴν ὅπλων κτῆσίν τε καὶ χρῆσιν διδαξάμενοι.
***
Σ᾽ ό,τι αφορά την εκδήλωση μ᾽ έργα των αισθημάτων όλης της πολιτείας οι νεκροί αυτοί που αναπαύονται τώρα στη γη αυτή εδώ εδέχτηκαν απ᾽ όλο τον κόσμο της πατρίδας τους τις τιμές που τους πρέπει για τον ηρωικό θάνατό τους κι υστέρ᾽ από τις τιμές αυτές πορεύονται την πεπρωμένη τους πορεία. Όλη η πολιτεία σε γενικό πένθος τούς κατευόδωσε με πάνδημη κηδεία στην τελευταία κατοικία τους και μαζί μ᾽ όλο τον άλλο κόσμο τούς κατευόδωσαν κι όλοι οι δικοί τους. Σ᾽ ό,τι όμως αφορά την εκδήλωση των αισθημάτων της πολιτείας με το λόγο ο νόμος επιβάλλει [236e] σ᾽ όλους μας να τιμήσουμε τους άντρες αυτούς όπως τους πρέπει και χρέος μας είναι να ξεπληρώσουμε την υποχρέωσή μας αυτή. Πράγματι τα ωραία και ηρωικά έργα μ᾽ ένα ομορφοκαμωμένο κι ομορφοειπωμένο λόγο εμπνέουν στην ψυχή όλων των ανθρώπων που τον ακούν θαυμασμό και τιμή και σεβασμό για τους ήρωές τους και τους απαθανατίζουν στη μνήμη όλου του κόσμου. Επιβάλλεται συνεπώς ένας τέτοιος λόγος, που σκοπό του θα ᾽χει, απ᾽ το ᾽να μέρος να εξυμνήσει τους ηρωικούς νεκρούς των πολέμων όπως τους αξίζει, απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος να παραινέσει καλοπροαίρετα όσους ζουν, παιδιά κι αδέρφια των πεθαμένων, να μιμηθούνε σ᾽ όλη τη ζωή τους την πολεμική αντρεία των γονιών τους και των αδερφών τους που κείτονται εδώ μπροστά μας, και τέλος να παρηγορήσει τους πατέρες και τις μητέρες των νεκρών μας κι όλους τους προγόνους τους όσους τυχαίνει να βρίσκονται ακόμα στη ζωή. [237a] Ποιός είναι λοιπόν ο λόγος, που μπορεί να φανεί στα μάτια μας ως αντάξιος για ένα τέτοιο σκοπό; Ή από πού θα ᾽πρεπε ν᾽ αρχίσουμε αντάξια το εγκώμιο των ηρωικών τούτων αντρών, που όσο ζούσαν ήσαν με την αρετή τους η ευτυχία και η περηφάνια των δικών τους κι όταν επέθαναν με το θάνατό τους, ως λύτρο, εξαγόρασαν τη λευτεριά και τη σωτηρία όλων εκείνων που χαίρονται τη ζωή; Πιστεύω, πως πρέπει ν᾽ ακολουθήσουμε τη φυσική τάξη των πραγμάτων κι όπως απ᾽ τη φύση οι άντρες αυτοί εγεννήθηκαν ήρωες έτσι πρέπει και ως ήρωες να εγκωμιαστούν. Σ᾽ όλη τη ζωή τους εζήσανε ως ήρωες και τέλος επεθάνανε ως ήρωες, γιατί εγεννηθήκανε από ήρωες. Πρέπει λοιπόν πρώτα πρώτα να εγκωμιάσουμε την ηρωική γέννησή τους κι έπειτα την τροφή [237b] και την παιδεία τους. Τέλος χρέος μας είναι να εξυμνήσουμε τους ηρωικούς αγώνες κι άθλους όλης της ζωής τους και να δείξουμε πόσο ωραίοι και αντάξιοι στον ηρωισμό τους και σ᾽ όλες τις αρετές τους αναδείχτηκαν οι ήρωές μας στους αγώνες αυτούς.
Και πρώτ᾽ απ᾽ όλα η ηρωική καταγωγή των αντρών τούτων έχει την πρώτη ρίζα της στην ηρωική και φυλετικά πάναγνη γενιά των πρώτων προγόνων τους, που δεν ήρθαν στην Αττική γη από ξένες βάρβαρες χώρες, κι έπειτα στην ηρωική γενιά των απογόνων των πρώτων προγόνων τους, που γεννημένοι από αυτόχθονες προγόνους ήσαν κι οι ίδιοι αυτόχθονες κι όχι ξενοφερμένοι απ᾽ άλλους ξένους τόπους και κατοίκησαν κι έζησαν στη γης αυτή, ως τωόντι πατρίδα τους, κι εθράφτηκαν όχι από μητριά όπως οι άλλοι λαοί, αλλ᾽ από [237c] μάνα, τη γης που κατοικούσαν, και που αναπαύονται τώρα ύστερ᾽ απ᾽ το θάνατό τους σε δικούς τους τόπους, τους τόπους της μάνας γης, που τους εγέννησε, τους έθρεψε και τέλος τους εδέχτηκε ξανά στην αγκαλιά της. Είναι συνεπώς δικαιότατο να εγκωμιάσουμε και τιμήσουμε πρώτα πρώτα την ίδια τη μάνα των ηρώων μας, γιατί εγκωμιάζοντας και τιμώντας τη γη μάνα μας εγκωμιάζουμε συνάμα και τιμάμε και την ηρωική γενιά των αντρών ετούτων εδώ.
Κι είναι άξια και της πρέπει να υμνολογιέται η χώρα ετούτη όχι μόνο από εμάς τους ίδιους, άλλα κι απ᾽ όλο τον άλλο κόσμο, και για πολλούς άλλους λογής λογής λόγους, αλλά και απάνω απ᾽ όλα για τον πρώτο και ύψιστο λόγο ότ᾽ είναι η πολυαγαπημένη των θεών. Και τρανή απόδειξη για την αλήθεια αυτή είναι ο μύθος [237d] της διαμάχης και της κρίσης των θεών, που εφιλονίκησαν για τη γη μας. Και μια χώρα που ύμνησαν κι εδοξάσανε οι θεοί, πώς δεν είναι δίκαιο να εγκωμιάζεται και να δοξάζεται απ᾽ όλο το ανθρώπινο γένος; Ο δεύτερος λόγος, που γι᾽ αυτόν δίκαια πρέπει να δοξολογιέται η χώρα μας, είναι ο λόγος, ότι, ενώ σ᾽ εκείνους τους πανάρχαιους καιρούς όλη η άλλη γη ανάδινε κι εγεννούσε κάθε λογής ζώα, αγρίμια ή ημερωμένα, μονάχα η γη η δική μας δεν εγέννησε στους καιρούς αυτούς άγρια θεριά και υπήρξε ολοπάρθενη κι ολοκάθαρη από αγρίμια, αλλ᾽ εδιάλεξε απ᾽ όλα όσα ζουν στον κόσμο κι εγέννησε τον άνθρωπο, που είναι με το πνεύμα του απάνου απ᾽ όλα τ᾽ άλλα όντα όλης της γης και μονάχα αυτός [237e] πιστεύει στη δικαιοσύνη και στους θεούς. Κι ότι ο λόγος μου αυτός, πως η γης αυτή εδώ εγέννησε τους προγόνους των ηρώων ετούτων εδώ που είναι και δικοί μας πρόγονοι, είναι απόλυτη αλήθεια, επιβεβαιώνεται ολοφάνερα και με απόλυτη βεβαιότητα από το φυσικό νόμο, που σύμφωνα μ᾽ αυτόν κάθε ον που γεννάει στον κόσμο αυτό φέρνει απ᾽ τη φύση μέσα του τη θροφή που χρειάζεται για να θρέψει και να ζήσει τα παιδιά του. Και από το χαρακτηριστικό μάλιστα αυτό διακρίνεται αν μια γυναίκα εγέννησε στ᾽ αληθινά δικό της παιδί ή αν εξαπατάει τον κόσμο, όταν δεν έχει δικές της πηγές γαλαχτερής θροφής (τους μαστούς) για να θρέψει το νιογέννητο παιδί της. Κι ότι η γη μας και μάνα μας εγέννησε ανθρώπους, η πιο ασάλευτη απόδειξη είναι το γεγονός ότι μόνη και πρώτη η δική μας γη στην πανάρχαιη εκείνη εποχή έβγαλε την κατάλληλη για την ανθρώπινη φύση θροφή, [238a] τον καρπό του σιταριού και του κριθαριού, που μ᾽ αυτό θρέφεται ωραιότατα και θαυμασιότατα όλο το ανθρώπινο γένος. Έτσι επιβεβαιώνεται απόλυτα πως στ᾽ αληθινά η γη μας εγέννησε τούτο το ζώο, τον άνθρωπο. Και πρέπει να παραδεχτούμε πως οι αποδείξεις αυτές ισχύουν περισσότερο για τη γη παρά για τη γυναίκα, γιατί στην κυοφορία και στη γέννηση δεν έχει μιμηθεί η γη τη γυναίκα, αλλ᾽ η γυναίκα τη γη. Και τον καρπό της αυτό του σιταριού και του κριθαριού η γη μας δεν εκράτησε ζηλόφθονα μοναχά για τον εαυτό της, αλλά τον εχάρισε μεγαλόψυχα και σ᾽ όλους τους άλλους λαούς όλου του κόσμου. Ύστερ᾽ από το σιτάρι και το κριθάρι η γη μας έβγαλε κι έδωσε στα παιδιά της την ελιά που βγάζει το λάδι, το βάλσαμο αυτό όλων των ανθρώπινων πόνων. [238b] Κι αφού έθρεψε η γη μας κι εμεγάλωσε τα παιδιά της ώσπου έγιναν έφηβοι, εκάλεσε ως αρχηγούς και παιδαγωγούς τους τους θεούς, που τα ονόματά τους δεν πρέπει να τα πιάνουμε στο στόμα μας ετούτη την ώρα (γιατί τα ξέρουμε). Οι θεοί αυτοί έπλασαν τη ζωή μας, μας εμόρφωσαν πρώτους απ᾽ όλους τους άλλους ανθρώπους όλου του κόσμου στις αναγκαίες τέχνες που χρειάζονται για την καθημερινή ζωή και μας εδίδαξαν την κατασκευή και τη χρήση των όπλων για την ασφάλεια της χώρας μας.
Ἔργῳ μὲν ἡμῖν οἵδε ἔχουσιν τὰ προσήκοντα σφίσιν αὐτοῖς, ὧν τυχόντες πορεύονται τὴν εἱμαρμένην πορείαν, προπεμφθέντες κοινῇ μὲν ὑπὸ τῆς πόλεως, ἰδίᾳ δὲ ὑπὸ τῶν οἰκείων· λόγῳ δὲ δὴ τὸν λειπόμενον κόσμον ὅ τε νόμος προστάττει [236e] ἀποδοῦναι τοῖς ἀνδράσιν καὶ χρή. ἔργων γὰρ εὖ πραχθέντων λόγῳ καλῶς ῥηθέντι μνήμη καὶ κόσμος τοῖς πράξασι γίγνεται παρὰ τῶν ἀκουσάντων· δεῖ δὴ τοιούτου τινὸς λόγου ὅστις τοὺς μὲν τετελευτηκότας ἱκανῶς ἐπαινέσεται, τοῖς δὲ ζῶσιν εὐμενῶς παραινέσεται, ἐκγόνοις μὲν καὶ ἀδελφοῖς μιμεῖσθαι τὴν τῶνδε ἀρετὴν παρακελευόμενος, πατέρας δὲ καὶ μητέρας καὶ εἴ τινες τῶν ἄνωθεν ἔτι προγόνων λείπονται, τούτους δὲ [237a] παραμυθούμενος. τίς οὖν ἂν ἡμῖν τοιοῦτος λόγος φανείη; ἢ πόθεν ἂν ὀρθῶς ἀρξαίμεθα ἄνδρας ἀγαθοὺς ἐπαινοῦντες, οἳ ζῶντές τε τοὺς ἑαυτῶν ηὔφραινον δι᾽ ἀρετήν, καὶ τὴν τελευτὴν ἀντὶ τῆς τῶν ζώντων σωτηρίας ἠλλάξαντο; δοκεῖ μοι χρῆναι κατὰ φύσιν, ὥσπερ ἀγαθοὶ ἐγένοντο, οὕτω καὶ ἐπαινεῖν αὐτούς. ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν. τὴν εὐγένειαν οὖν πρῶτον αὐτῶν ἐγκωμιάζωμεν, δεύτερον δὲ τροφήν [237b] τε καὶ παιδείαν· ἐπὶ δὲ τούτοις τὴν τῶν ἔργων πρᾶξιν ἐπιδείξωμεν, ὡς καλὴν καὶ ἀξίαν τούτων ἀπεφήναντο.
Τῆς δ᾽ εὐγενείας πρῶτον ὑπῆρξε τοῖσδε ἡ τῶν προγόνων γένεσις οὐκ ἔπηλυς οὖσα, οὐδὲ τοὺς ἐκγόνους τούτους ἀποφηναμένη μετοικοῦντας ἐν τῇ χώρᾳ ἄλλοθεν σφῶν ἡκόντων, ἀλλ᾽ αὐτόχθονας καὶ τῷ ὄντι ἐν πατρίδι οἰκοῦντας καὶ ζῶντας, καὶ τρεφομένους οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ὡς οἱ ἄλλοι, ἀλλ᾽ ὑπὸ [237c] μητρὸς τῆς χώρας ἐν ᾗ ᾤκουν, καὶ νῦν κεῖσθαι τελευτήσαντας ἐν οἰκείοις τόποις τῆς τεκούσης καὶ θρεψάσης καὶ ὑποδεξαμένης. δικαιότατον δὴ κοσμῆσαι πρῶτον τὴν μητέρα αὐτήν· οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη.
Ἔστι δὲ ἀξία ἡ χώρα καὶ ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων ἐπαινεῖσθαι, οὐ μόνον ὑφ᾽ ἡμῶν, πολλαχῇ μὲν καὶ ἄλλῃ, πρῶτον δὲ καὶ μέγιστον ὅτι τυγχάνει οὖσα θεοφιλής. μαρτυρεῖ δὲ ἡμῶν τῷ λόγῳ ἡ τῶν ἀμφισβητησάντων περὶ αὐτῆς θεῶν [237d] ἔρις τε καὶ κρίσις· ἣν δὴ θεοὶ ἐπῄνεσαν, πῶς οὐχ ὑπ᾽ ἀνθρώπων γε συμπάντων δικαία ἐπαινεῖσθαι; δεύτερος δὲ ἔπαινος δικαίως ἂν αὐτῆς εἴη, ὅτι ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ, ἐν ᾧ ἡ πᾶσα γῆ ἀνεδίδου καὶ ἔφυε ζῷα παντοδαπά, θηρία τε καὶ βοτά, ἐν τούτῳ ἡ ἡμετέρα θηρίων μὲν ἀγρίων ἄγονος καὶ καθαρὰ ἐφάνη, ἐξελέξατο δὲ τῶν ζῴων καὶ ἐγέννησεν ἄνθρωπον, ὃ συνέσει τε ὑπερέχει τῶν ἄλλων καὶ δίκην καὶ θεοὺς μόνον [237e] νομίζει. μέγα δὲ τεκμήριον τούτῳ τῷ λόγῳ, ὅτι ἥδε ἔτεκεν ἡ γῆ τοὺς τῶνδέ τε καὶ ἡμετέρους προγόνους. πᾶν γὰρ τὸ τεκὸν τροφὴν ἔχει ἐπιτηδείαν ᾧ ἂν τέκῃ, ᾧ καὶ γυνὴ δήλη τεκοῦσά τε ἀληθῶς καὶ μή, ἀλλ᾽ ὑποβαλλομένη, ἐὰν μὴ ἔχῃ πηγὰς τροφῆς τῷ γεννωμένῳ. ὃ δὴ καὶ ἡ ἡμετέρα γῆ τε καὶ μήτηρ ἱκανὸν τεκμήριον παρέχεται ὡς ἀνθρώπους γεννησαμένη· μόνη γὰρ ἐν τῷ τότε καὶ πρώτη τροφὴν ἀνθρωπείαν [238a] ἤνεγκεν τὸν τῶν πυρῶν καὶ κριθῶν καρπόν, ᾧ κάλλιστα καὶ ἄριστα τρέφεται τὸ ἀνθρώπειον γένος, ὡς τῷ ὄντι τοῦτο τὸ ζῷον αὐτὴ γεννησαμένη. μᾶλλον δὲ ὑπὲρ γῆς ἢ γυναικὸς προσήκει δέχεσθαι τοιαῦτα τεκμήρια· οὐ γὰρ γῆ γυναῖκα μεμίμηται κυήσει καὶ γεννήσει, ἀλλὰ γυνὴ γῆν. τούτου δὲ τοῦ καρποῦ οὐκ ἐφθόνησεν, ἀλλ᾽ ἔνειμεν καὶ τοῖς ἄλλοις. μετὰ δὲ τοῦτο ἐλαίου γένεσιν, πόνων ἀρωγήν, ἀνῆκεν τοῖς [238b] ἐκγόνοις· θρεψαμένη δὲ καὶ αὐξήσασα πρὸς ἥβην ἄρχοντας καὶ διδασκάλους αὐτῶν θεοὺς ἐπηγάγετο· ὧν τὰ μὲν ὀνόματα πρέπει ἐν τῷ τοιῷδε ἐᾶν —ἴσμεν γάρ— οἳ τὸν βίον ἡμῶν κατεσκεύασαν πρός τε τὴν καθ᾽ ἡμέραν δίαιταν, τέχνας πρώτους παιδευσάμενοι, καὶ πρὸς τὴν ὑπὲρ τῆς χώρας φυλακὴν ὅπλων κτῆσίν τε καὶ χρῆσιν διδαξάμενοι.
***
Σ᾽ ό,τι αφορά την εκδήλωση μ᾽ έργα των αισθημάτων όλης της πολιτείας οι νεκροί αυτοί που αναπαύονται τώρα στη γη αυτή εδώ εδέχτηκαν απ᾽ όλο τον κόσμο της πατρίδας τους τις τιμές που τους πρέπει για τον ηρωικό θάνατό τους κι υστέρ᾽ από τις τιμές αυτές πορεύονται την πεπρωμένη τους πορεία. Όλη η πολιτεία σε γενικό πένθος τούς κατευόδωσε με πάνδημη κηδεία στην τελευταία κατοικία τους και μαζί μ᾽ όλο τον άλλο κόσμο τούς κατευόδωσαν κι όλοι οι δικοί τους. Σ᾽ ό,τι όμως αφορά την εκδήλωση των αισθημάτων της πολιτείας με το λόγο ο νόμος επιβάλλει [236e] σ᾽ όλους μας να τιμήσουμε τους άντρες αυτούς όπως τους πρέπει και χρέος μας είναι να ξεπληρώσουμε την υποχρέωσή μας αυτή. Πράγματι τα ωραία και ηρωικά έργα μ᾽ ένα ομορφοκαμωμένο κι ομορφοειπωμένο λόγο εμπνέουν στην ψυχή όλων των ανθρώπων που τον ακούν θαυμασμό και τιμή και σεβασμό για τους ήρωές τους και τους απαθανατίζουν στη μνήμη όλου του κόσμου. Επιβάλλεται συνεπώς ένας τέτοιος λόγος, που σκοπό του θα ᾽χει, απ᾽ το ᾽να μέρος να εξυμνήσει τους ηρωικούς νεκρούς των πολέμων όπως τους αξίζει, απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος να παραινέσει καλοπροαίρετα όσους ζουν, παιδιά κι αδέρφια των πεθαμένων, να μιμηθούνε σ᾽ όλη τη ζωή τους την πολεμική αντρεία των γονιών τους και των αδερφών τους που κείτονται εδώ μπροστά μας, και τέλος να παρηγορήσει τους πατέρες και τις μητέρες των νεκρών μας κι όλους τους προγόνους τους όσους τυχαίνει να βρίσκονται ακόμα στη ζωή. [237a] Ποιός είναι λοιπόν ο λόγος, που μπορεί να φανεί στα μάτια μας ως αντάξιος για ένα τέτοιο σκοπό; Ή από πού θα ᾽πρεπε ν᾽ αρχίσουμε αντάξια το εγκώμιο των ηρωικών τούτων αντρών, που όσο ζούσαν ήσαν με την αρετή τους η ευτυχία και η περηφάνια των δικών τους κι όταν επέθαναν με το θάνατό τους, ως λύτρο, εξαγόρασαν τη λευτεριά και τη σωτηρία όλων εκείνων που χαίρονται τη ζωή; Πιστεύω, πως πρέπει ν᾽ ακολουθήσουμε τη φυσική τάξη των πραγμάτων κι όπως απ᾽ τη φύση οι άντρες αυτοί εγεννήθηκαν ήρωες έτσι πρέπει και ως ήρωες να εγκωμιαστούν. Σ᾽ όλη τη ζωή τους εζήσανε ως ήρωες και τέλος επεθάνανε ως ήρωες, γιατί εγεννηθήκανε από ήρωες. Πρέπει λοιπόν πρώτα πρώτα να εγκωμιάσουμε την ηρωική γέννησή τους κι έπειτα την τροφή [237b] και την παιδεία τους. Τέλος χρέος μας είναι να εξυμνήσουμε τους ηρωικούς αγώνες κι άθλους όλης της ζωής τους και να δείξουμε πόσο ωραίοι και αντάξιοι στον ηρωισμό τους και σ᾽ όλες τις αρετές τους αναδείχτηκαν οι ήρωές μας στους αγώνες αυτούς.
Και πρώτ᾽ απ᾽ όλα η ηρωική καταγωγή των αντρών τούτων έχει την πρώτη ρίζα της στην ηρωική και φυλετικά πάναγνη γενιά των πρώτων προγόνων τους, που δεν ήρθαν στην Αττική γη από ξένες βάρβαρες χώρες, κι έπειτα στην ηρωική γενιά των απογόνων των πρώτων προγόνων τους, που γεννημένοι από αυτόχθονες προγόνους ήσαν κι οι ίδιοι αυτόχθονες κι όχι ξενοφερμένοι απ᾽ άλλους ξένους τόπους και κατοίκησαν κι έζησαν στη γης αυτή, ως τωόντι πατρίδα τους, κι εθράφτηκαν όχι από μητριά όπως οι άλλοι λαοί, αλλ᾽ από [237c] μάνα, τη γης που κατοικούσαν, και που αναπαύονται τώρα ύστερ᾽ απ᾽ το θάνατό τους σε δικούς τους τόπους, τους τόπους της μάνας γης, που τους εγέννησε, τους έθρεψε και τέλος τους εδέχτηκε ξανά στην αγκαλιά της. Είναι συνεπώς δικαιότατο να εγκωμιάσουμε και τιμήσουμε πρώτα πρώτα την ίδια τη μάνα των ηρώων μας, γιατί εγκωμιάζοντας και τιμώντας τη γη μάνα μας εγκωμιάζουμε συνάμα και τιμάμε και την ηρωική γενιά των αντρών ετούτων εδώ.
Κι είναι άξια και της πρέπει να υμνολογιέται η χώρα ετούτη όχι μόνο από εμάς τους ίδιους, άλλα κι απ᾽ όλο τον άλλο κόσμο, και για πολλούς άλλους λογής λογής λόγους, αλλά και απάνω απ᾽ όλα για τον πρώτο και ύψιστο λόγο ότ᾽ είναι η πολυαγαπημένη των θεών. Και τρανή απόδειξη για την αλήθεια αυτή είναι ο μύθος [237d] της διαμάχης και της κρίσης των θεών, που εφιλονίκησαν για τη γη μας. Και μια χώρα που ύμνησαν κι εδοξάσανε οι θεοί, πώς δεν είναι δίκαιο να εγκωμιάζεται και να δοξάζεται απ᾽ όλο το ανθρώπινο γένος; Ο δεύτερος λόγος, που γι᾽ αυτόν δίκαια πρέπει να δοξολογιέται η χώρα μας, είναι ο λόγος, ότι, ενώ σ᾽ εκείνους τους πανάρχαιους καιρούς όλη η άλλη γη ανάδινε κι εγεννούσε κάθε λογής ζώα, αγρίμια ή ημερωμένα, μονάχα η γη η δική μας δεν εγέννησε στους καιρούς αυτούς άγρια θεριά και υπήρξε ολοπάρθενη κι ολοκάθαρη από αγρίμια, αλλ᾽ εδιάλεξε απ᾽ όλα όσα ζουν στον κόσμο κι εγέννησε τον άνθρωπο, που είναι με το πνεύμα του απάνου απ᾽ όλα τ᾽ άλλα όντα όλης της γης και μονάχα αυτός [237e] πιστεύει στη δικαιοσύνη και στους θεούς. Κι ότι ο λόγος μου αυτός, πως η γης αυτή εδώ εγέννησε τους προγόνους των ηρώων ετούτων εδώ που είναι και δικοί μας πρόγονοι, είναι απόλυτη αλήθεια, επιβεβαιώνεται ολοφάνερα και με απόλυτη βεβαιότητα από το φυσικό νόμο, που σύμφωνα μ᾽ αυτόν κάθε ον που γεννάει στον κόσμο αυτό φέρνει απ᾽ τη φύση μέσα του τη θροφή που χρειάζεται για να θρέψει και να ζήσει τα παιδιά του. Και από το χαρακτηριστικό μάλιστα αυτό διακρίνεται αν μια γυναίκα εγέννησε στ᾽ αληθινά δικό της παιδί ή αν εξαπατάει τον κόσμο, όταν δεν έχει δικές της πηγές γαλαχτερής θροφής (τους μαστούς) για να θρέψει το νιογέννητο παιδί της. Κι ότι η γη μας και μάνα μας εγέννησε ανθρώπους, η πιο ασάλευτη απόδειξη είναι το γεγονός ότι μόνη και πρώτη η δική μας γη στην πανάρχαιη εκείνη εποχή έβγαλε την κατάλληλη για την ανθρώπινη φύση θροφή, [238a] τον καρπό του σιταριού και του κριθαριού, που μ᾽ αυτό θρέφεται ωραιότατα και θαυμασιότατα όλο το ανθρώπινο γένος. Έτσι επιβεβαιώνεται απόλυτα πως στ᾽ αληθινά η γη μας εγέννησε τούτο το ζώο, τον άνθρωπο. Και πρέπει να παραδεχτούμε πως οι αποδείξεις αυτές ισχύουν περισσότερο για τη γη παρά για τη γυναίκα, γιατί στην κυοφορία και στη γέννηση δεν έχει μιμηθεί η γη τη γυναίκα, αλλ᾽ η γυναίκα τη γη. Και τον καρπό της αυτό του σιταριού και του κριθαριού η γη μας δεν εκράτησε ζηλόφθονα μοναχά για τον εαυτό της, αλλά τον εχάρισε μεγαλόψυχα και σ᾽ όλους τους άλλους λαούς όλου του κόσμου. Ύστερ᾽ από το σιτάρι και το κριθάρι η γη μας έβγαλε κι έδωσε στα παιδιά της την ελιά που βγάζει το λάδι, το βάλσαμο αυτό όλων των ανθρώπινων πόνων. [238b] Κι αφού έθρεψε η γη μας κι εμεγάλωσε τα παιδιά της ώσπου έγιναν έφηβοι, εκάλεσε ως αρχηγούς και παιδαγωγούς τους τους θεούς, που τα ονόματά τους δεν πρέπει να τα πιάνουμε στο στόμα μας ετούτη την ώρα (γιατί τα ξέρουμε). Οι θεοί αυτοί έπλασαν τη ζωή μας, μας εμόρφωσαν πρώτους απ᾽ όλους τους άλλους ανθρώπους όλου του κόσμου στις αναγκαίες τέχνες που χρειάζονται για την καθημερινή ζωή και μας εδίδαξαν την κατασκευή και τη χρήση των όπλων για την ασφάλεια της χώρας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου