οὐ παύσομαι τὰς Χάριτας [στρ. β]
ταῖς Μούσαισιν συγκαταμει-
675 γνύς, ἡδίσταν συζυγίαν.
μὴ ζώιην μετ᾽ ἀμουσίας,
αἰεὶ δ᾽ ἐν στεφάνοισιν εἴην·
ἔτι τοι γέρων ἀοιδὸς
κελαδῶ Μναμοσύναν,
680 ἔτι τὰν Ἡρακλέους
καλλίνικον ἀείδω
παρά τε Βρόμιον οἰνοδόταν
παρά τε χέλυος ἑπτατόνου
μολπὰν καὶ Λίβυν αὐλόν.
685 οὔπω καταπαύσομεν
Μούσας αἵ μ᾽ ἐχόρευσαν.
παιᾶνα μὲν Δηλιάδες [ἀντ. β]
‹ναῶν› ὑμνοῦσ᾽ ἀμφὶ πύλας
τὸν Λατοῦς εὔπαιδα γόνον,
690 εἱλίσσουσαι καλλίχοροι·
παιᾶνας δ᾽ ἐπὶ σοῖς μελάθροις
κύκνος ὣς γέρων ἀοιδὸς
πολιᾶν ἐκ γενύων
κελαδήσω· τὸ γὰρ εὖ
695 τοῖς ὕμνοισιν ὑπάρχει.
Διὸς ὁ παῖς· τᾶς δ᾽ εὐγενίας
πλέον ὑπερβάλλων ‹ἀρετᾶι›
μοχθήσας τὸν ἄκυμον
θῆκεν βίοτον βροτοῖς
700 πέρσας δείματα θηρῶν.
***
Ω! δεν θα πάψω εγώ τις Χάριτες
με τις καλές Μούσες να σμίγω
σε συντροφιά γλυκύτατη.
Ω! κι ας μη ζω χωρίς τραγούδια
κι όλο μες σε στεφάνια να ᾽μαι!
Ο γέροντας τραγουδιστής
τη Μνημοσύνη κελαηδεί
ακόμα· ακόμα την καλλίνικη
680 δόξα ψάλλω του Ηρακλή
και με τον κεραστή τον Βρόμιο
και με της λύρας της εφτάχορδης
το παίξιμο και με του αυλού
του Λιβυκού τον ήχο·
τις Μούσες δεν θα παρατήσω,
που εις τον χορό μ᾽ επήραν.
Παιάνα τραγουδούν της Δήλου
οι νύμφες γύρω στις φωτιές,
τον καλόπαιδο γιο σέρνοντας
690 της Λητώς, τον χορευτή.
Όμοια κι εγώ εδώ στο παλάτι,
ο γέροντας αοιδός, σαν κύκνος
θα κελαδήσω με το ολόασπρο
στόμα· κι επιτυχιά μάς είναι
των τραγουδιών μας ο ίδιος
γιος του Διός, που, την καλή του
γενιά με την αντρειά περνώντας την,
μετά από κόπους ω! την άχαρη
ζωή έχασε, για τους θνητούς
700 άγρια θεριά σκοτώνοντας.
ταῖς Μούσαισιν συγκαταμει-
675 γνύς, ἡδίσταν συζυγίαν.
μὴ ζώιην μετ᾽ ἀμουσίας,
αἰεὶ δ᾽ ἐν στεφάνοισιν εἴην·
ἔτι τοι γέρων ἀοιδὸς
κελαδῶ Μναμοσύναν,
680 ἔτι τὰν Ἡρακλέους
καλλίνικον ἀείδω
παρά τε Βρόμιον οἰνοδόταν
παρά τε χέλυος ἑπτατόνου
μολπὰν καὶ Λίβυν αὐλόν.
685 οὔπω καταπαύσομεν
Μούσας αἵ μ᾽ ἐχόρευσαν.
παιᾶνα μὲν Δηλιάδες [ἀντ. β]
‹ναῶν› ὑμνοῦσ᾽ ἀμφὶ πύλας
τὸν Λατοῦς εὔπαιδα γόνον,
690 εἱλίσσουσαι καλλίχοροι·
παιᾶνας δ᾽ ἐπὶ σοῖς μελάθροις
κύκνος ὣς γέρων ἀοιδὸς
πολιᾶν ἐκ γενύων
κελαδήσω· τὸ γὰρ εὖ
695 τοῖς ὕμνοισιν ὑπάρχει.
Διὸς ὁ παῖς· τᾶς δ᾽ εὐγενίας
πλέον ὑπερβάλλων ‹ἀρετᾶι›
μοχθήσας τὸν ἄκυμον
θῆκεν βίοτον βροτοῖς
700 πέρσας δείματα θηρῶν.
***
Ω! δεν θα πάψω εγώ τις Χάριτες
με τις καλές Μούσες να σμίγω
σε συντροφιά γλυκύτατη.
Ω! κι ας μη ζω χωρίς τραγούδια
κι όλο μες σε στεφάνια να ᾽μαι!
Ο γέροντας τραγουδιστής
τη Μνημοσύνη κελαηδεί
ακόμα· ακόμα την καλλίνικη
680 δόξα ψάλλω του Ηρακλή
και με τον κεραστή τον Βρόμιο
και με της λύρας της εφτάχορδης
το παίξιμο και με του αυλού
του Λιβυκού τον ήχο·
τις Μούσες δεν θα παρατήσω,
που εις τον χορό μ᾽ επήραν.
Παιάνα τραγουδούν της Δήλου
οι νύμφες γύρω στις φωτιές,
τον καλόπαιδο γιο σέρνοντας
690 της Λητώς, τον χορευτή.
Όμοια κι εγώ εδώ στο παλάτι,
ο γέροντας αοιδός, σαν κύκνος
θα κελαδήσω με το ολόασπρο
στόμα· κι επιτυχιά μάς είναι
των τραγουδιών μας ο ίδιος
γιος του Διός, που, την καλή του
γενιά με την αντρειά περνώντας την,
μετά από κόπους ω! την άχαρη
ζωή έχασε, για τους θνητούς
700 άγρια θεριά σκοτώνοντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου