Συζήτηση του Σωκράτη με τον Λύσι
[210e] Καὶ ἐγὼ ἀκούσας αὐτοῦ ἀπέβλεψα πρὸς τὸν Ἱπποθάλη, καὶ ὀλίγου ἐξήμαρτον· ἐπῆλθε γάρ μοι εἰπεῖν ὅτι Οὕτω χρή, ὦ Ἱππόθαλες, τοῖς παιδικοῖς διαλέγεσθαι, ταπεινοῦντα καὶ συστέλλοντα, ἀλλὰ μὴ ὥσπερ σὺ χαυνοῦντα καὶ διαθρύπτοντα. κατιδὼν οὖν αὐτὸν ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον ὑπὸ τῶν λεγομένων, ἀνεμνήσθην ὅτι καὶ προσεστὼς λανθάνειν τὸν Λύσιν ἐβούλετο· ἀνέλαβον οὖν ἐμαυτὸν καὶ [211a] ἐπέσχον τοῦ λόγου. καὶ ἐν τούτῳ ὁ Μενέξενος πάλιν ἧκεν, καὶ ἐκαθέζετο παρὰ τὸν Λύσιν, ὅθεν καὶ ἐξανέστη. ὁ οὖν Λύσις μάλα παιδικῶς καὶ φιλικῶς, λάθρᾳ τοῦ Μενεξένου, σμικρὸν πρός με λέγων ἔφη· Ὦ Σώκρατες, ἅπερ καὶ ἐμοὶ λέγεις, εἰπὲ καὶ Μενεξένῳ.
Καὶ ἐγὼ εἶπον, Ταῦτα μὲν σὺ αὐτῷ ἐρεῖς, ὦ Λύσι· πάντως γὰρ προσεῖχες τὸν νοῦν.
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Πειρῶ τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀπομνημονεῦσαι αὐτὰ ὅτι [211b] μάλιστα, ἵνα τούτῳ σαφῶς πάντα εἴπῃς· ἐὰν δέ τι αὐτῶν ἐπιλάθῃ, αὖθίς με ἀνερέσθαι ὅταν ἐντύχῃς πρῶτον.
Ἀλλὰ ποιήσω, ἔφη, ταῦτα, ὦ Σώκρατες, πάνυ σφόδρα, εὖ ἴσθι. ἀλλά τι ἄλλο αὐτῷ λέγε, ἵνα καὶ ἐγὼ ἀκούω, ἕως ἂν οἴκαδε ὥρα ᾖ ἀπιέναι.
Ἀλλὰ χρὴ ποιεῖν ταῦτα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐπειδή γε καὶ σὺ κελεύεις. ἀλλὰ ὅρα ὅπως ἐπικουρήσεις μοι, ἐάν με ἐλέγχειν ἐπιχειρῇ ὁ Μενέξενος· ἢ οὐκ οἶσθα ὅτι ἐριστικός ἐστιν;
Ναὶ μὰ Δία, ἔφη, σφόδρα γε· διὰ ταῦτά τοι καὶ [211c] βούλομαί σε αὐτῷ διαλέγεσθαι.
Ἵνα, ἦν δ᾽ ἐγώ, καταγέλαστος γένωμαι; Οὐ μὰ Δία, ἔφη, ἀλλ᾽ ἵνα αὐτὸν κολάσῃς.
Πόθεν; ἦν δ᾽ ἐγώ. οὐ ῥᾴδιον· δεινὸς γὰρ ὁ ἄνθρωπος, Κτησίππου μαθητής. πάρεστι δέ τοι αὐτός —οὐχ ὁρᾷς;— Κτήσιππος.
Μηδενός σοι, ἔφη, μελέτω, ὦ Σώκρατες, ἀλλ᾽ ἴθι διαλέγου αὐτῷ.
Διαλεκτέον, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Ταῦτα οὖν ἡμῶν λεγόντων πρὸς ἡμᾶς αὐτούς, Τί ὑμεῖς, ἔφη ὁ Κτήσιππος, αὐτὼ μόνω ἑστιᾶσθον, ἡμῖν δὲ οὐ [211d] μεταδίδοτον τῶν λόγων;
Ἀλλὰ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μεταδοτέον. ὅδε γάρ τι ὧν λέγω οὐ μανθάνει, ἀλλά φησιν οἴεσθαι Μενέξενον εἰδέναι, καὶ κελεύει τοῦτον ἐρωτᾶν.
Τί οὖν, ἦ δ᾽ ὅς, οὐκ ἐρωτᾷς;
Ἀλλ᾽ ἐρήσομαι, ἦν δ᾽ ἐγώ. καί μοι εἰπέ, ὦ Μενέξενε, ὃ ἄν σε ἔρωμαι. τυγχάνω γὰρ ἐκ παιδὸς ἐπιθυμῶν κτήματός του, ὥσπερ ἄλλος ἄλλου. ὁ μὲν γάρ τις ἵππους [211e] ἐπιθυμεῖ κτᾶσθαι, ὁ δὲ κύνας, ὁ δὲ χρυσίον, ὁ δὲ τιμάς· ἐγὼ δὲ πρὸς μὲν ταῦτα πρᾴως ἔχω, πρὸς δὲ τὴν τῶν φίλων κτῆσιν πάνυ ἐρωτικῶς, καὶ βουλοίμην ἄν μοι φίλον ἀγαθὸν γενέσθαι μᾶλλον ἢ τὸν ἄριστον ἐν ἀνθρώποις ὄρτυγα ἢ ἀλεκτρυόνα, καὶ ναὶ μὰ Δία ἔγωγε μᾶλλον ἢ ἵππον τε καὶ κύνα —οἶμαι δέ, νὴ τὸν κύνα, μᾶλλον ἢ τὸ Δαρείου χρυσίον κτήσασθαι δεξαίμην πολὺ πρότερον ἑταῖρον, μᾶλλον ‹δὲ› ἢ αὐτὸν Δαρεῖον— οὕτως ἐγὼ φιλέταιρός τίς εἰμι. ὑμᾶς [212a] οὖν ὁρῶν, σέ τε καὶ Λύσιν, ἐκπέπληγμαι καὶ εὐδαιμονίζω ὅτι οὕτω νέοι ὄντες οἷοι τ᾽ ἐστὸν τοῦτο τὸ κτῆμα ταχὺ καὶ ῥᾳδίως κτᾶσθαι, καὶ σύ τε τοῦτον οὕτω φίλον ἐκτήσω ταχύ τε καὶ σφόδρα, καὶ αὖ οὗτος σέ· ἐγὼ δὲ οὕτω πόρρω εἰμὶ τοῦ κτήματος, ὥστε οὐδ᾽ ὅντινα τρόπον γίγνεται φίλος ἕτερος ἑτέρου οἶδα, ἀλλὰ ταῦτα δὴ αὐτά σε βούλομαι ἐρέσθαι ἅτε ἔμπειρον.
***
[210e] Κι εγώ μόλις τον άκουσα να το λέει αυτό κοίταξα προς τον Ιπποθάλη και παρά λίγο να κάνω μια γκάφα. Μου ήρθε δηλαδή να του πω, Έτσι πρέπει, Ιπποθάλη, να μιλάει κανείς με τον αγαπημένο του: να τον ταπεινώνει και να τον μειώνει κι όχι να του σηκώνει τα μυαλά και να τον κακομαθαίνει, όπως εσύ. Αλλά καθώς τον είδα ανήσυχο και ταραγμένο από τα λεγόμενα θυμήθηκα ότι δεν ήθελε να τον αντιληφθεί ο Λύσις. Συγκρατήθηκα, λοιπόν, και [211a] δεν είπα τίποτε.
Στο μεταξύ ήρθε πάλι ο Μενέξενος και κάθισε δίπλα στο Λύσι, στη θέση από την οποία είχε σηκωθεί προηγουμένως. Τότε ο Λύσις, χωρίς να το καταλάβει ο Μενέξενος, μου ψιθύρισε με παιδική αφέλεια αλλά και πολύ φιλικά: Σωκράτη, αυτά που λες σ᾽ εμένα να τα πεις και στο Μενέξενο.
Αυτά θα του τα πεις εσύ, Λύσι, απάντησα εγώ· γιατί τα άκουγες με πολύ μεγάλη προσοχή.
Πραγματικά, είπε.
Προσπάθησε, λοιπόν, να τα συγκρατήσεις όσο μπορείς [211b] καλύτερα, για να του τα πεις όλα με λεπτομέρειες. Κι αν ξεχάσεις κάτι, ρώτησέ με πάλι την πρώτη φορά που θα με ξανασυναντήσεις.
Σε βεβαιώνω, Σωκράτη, είπε, ότι αυτό θα το κάνω, ακριβώς όπως το λες. Αλλά πες του τώρα τίποτε άλλο, για να ακούω κι εγώ, ώσπου να έρθει η ώρα να φύγουμε.
Αφού μου το ζητάς εσύ, πρέπει να το κάνω, απάντησα. Κοίταξε όμως να με βοηθήσεις, αν ο Μενέξενος προσπαθήσει να μου φέρνει αντίθετα επιχειρήματα· ή μήπως δεν το ξέρεις ότι του αρέσει να προβάλλει αντιρρήσεις στις συζητήσεις.
Ναι, μά το Δία, πάρα πολύ, είπε. Γι᾽ αυτό [211c] κι εγώ θέλω να συζητήσεις μαζί του.
Για να γελοιοποιηθώ; ρώτησα.
Όχι, προς θεού, έκανε αυτός, αλλά για να του δώσεις ένα καλό μάθημα.
Πώς όμως; είπα εγώ. Δεν είναι τόσο εύκολο· είναι φοβερός άνθρωπος, μαθητής του Κτήσιππου. Είναι μάλιστα κι ο ίδιος ο Κτήσιππος εδώ — δεν τον βλέπεις;
Μη σε νοιάζει για κανένα, Σωκράτη, είπε. Μίλησε μαζί του.
Ενώ εμείς λέγαμε αυτά μεταξύ μας, ο Κτήσιππος είπε: Γιατί τα κρατάτε όλα για τον εαυτό σας και δεν αφήνετε [211d] να ακούσουμε κι εμείς τί λέτε;
Σωστά, είπα, πρέπει να δώσουμε και σε σας κάτι. Ο φίλος μου δεν καταλαβαίνει κάποιο σημείο σ᾽ αυτά που είπα, λέει όμως πως έχει την εντύπωση ότι ο Μενέξενος το ξέρει και μου ζητάει να τον ρωτήσω.
Γιατί λοιπόν δεν τον ρωτάς; είπε εκείνος.
Θα τον ρωτήσω, του είπα εγώ.
Απάντησέ μου, Μενέξενε, σ᾽ αυτό που θα σε ρωτήσω. Από τα παιδικά μου κιόλας χρόνια έχω και εγώ έναν πόθο, όπως άλλωστε κάθε άνθρωπος. Ο ένας θέλει να αποκτήσει άλογα, [211e] ο άλλος σκυλιά, ο άλλος χρήματα, ο άλλος τιμές. Εμένα αυτά δεν με συγκινούν, έχω όμως ένα πραγματικό πάθος να αποκτήσω φίλους, και θα προτιμούσα να βρω ένα καλό φίλο παρά το πιο καλό ορτύκι, ή το πιο καλό πετεινάρι, στ᾽ αλήθεια, πιο πολύ θα ήθελα ένα φίλο καλό παρά ένα άλογο και ένα σκύλο. Νομίζω, μα την αλήθεια, ότι περισσότερο κι από όλο το χρυσάφι του Δαρείου ή και από τον ίδιο τον Δαρείο θα προτιμούσα ένα φίλο. Τόσο πολύ μου αρέσουν οι φίλοι. Βλέποντας λοιπόν εσάς, [212a] δηλαδή εσένα και το Λύσι, έχω εκπλαγεί και σας καλοτυχίζω που αν και είσαστε τόσο νέοι ωστόσο μπορέσατε να εξασφαλίσετε γρήγορα και εύκολα τούτο το απόκτημα — και εσύ που έκανες το Λύσι τόσο στενό φίλο σου και εκείνος εσένα. Εγώ όμως είμαι τόσο μακριά από αυτό το απόκτημα, ώστε δεν ξέρω καν πώς γίνεται κανείς φίλος με τον άλλο και γι᾽ αυτό ακριβώς θέλω να ρωτήσω εσένα, επειδή είσαι έμπειρος σ᾽ αυτά τα πράγματα.
[210e] Καὶ ἐγὼ ἀκούσας αὐτοῦ ἀπέβλεψα πρὸς τὸν Ἱπποθάλη, καὶ ὀλίγου ἐξήμαρτον· ἐπῆλθε γάρ μοι εἰπεῖν ὅτι Οὕτω χρή, ὦ Ἱππόθαλες, τοῖς παιδικοῖς διαλέγεσθαι, ταπεινοῦντα καὶ συστέλλοντα, ἀλλὰ μὴ ὥσπερ σὺ χαυνοῦντα καὶ διαθρύπτοντα. κατιδὼν οὖν αὐτὸν ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον ὑπὸ τῶν λεγομένων, ἀνεμνήσθην ὅτι καὶ προσεστὼς λανθάνειν τὸν Λύσιν ἐβούλετο· ἀνέλαβον οὖν ἐμαυτὸν καὶ [211a] ἐπέσχον τοῦ λόγου. καὶ ἐν τούτῳ ὁ Μενέξενος πάλιν ἧκεν, καὶ ἐκαθέζετο παρὰ τὸν Λύσιν, ὅθεν καὶ ἐξανέστη. ὁ οὖν Λύσις μάλα παιδικῶς καὶ φιλικῶς, λάθρᾳ τοῦ Μενεξένου, σμικρὸν πρός με λέγων ἔφη· Ὦ Σώκρατες, ἅπερ καὶ ἐμοὶ λέγεις, εἰπὲ καὶ Μενεξένῳ.
Καὶ ἐγὼ εἶπον, Ταῦτα μὲν σὺ αὐτῷ ἐρεῖς, ὦ Λύσι· πάντως γὰρ προσεῖχες τὸν νοῦν.
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Πειρῶ τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀπομνημονεῦσαι αὐτὰ ὅτι [211b] μάλιστα, ἵνα τούτῳ σαφῶς πάντα εἴπῃς· ἐὰν δέ τι αὐτῶν ἐπιλάθῃ, αὖθίς με ἀνερέσθαι ὅταν ἐντύχῃς πρῶτον.
Ἀλλὰ ποιήσω, ἔφη, ταῦτα, ὦ Σώκρατες, πάνυ σφόδρα, εὖ ἴσθι. ἀλλά τι ἄλλο αὐτῷ λέγε, ἵνα καὶ ἐγὼ ἀκούω, ἕως ἂν οἴκαδε ὥρα ᾖ ἀπιέναι.
Ἀλλὰ χρὴ ποιεῖν ταῦτα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐπειδή γε καὶ σὺ κελεύεις. ἀλλὰ ὅρα ὅπως ἐπικουρήσεις μοι, ἐάν με ἐλέγχειν ἐπιχειρῇ ὁ Μενέξενος· ἢ οὐκ οἶσθα ὅτι ἐριστικός ἐστιν;
Ναὶ μὰ Δία, ἔφη, σφόδρα γε· διὰ ταῦτά τοι καὶ [211c] βούλομαί σε αὐτῷ διαλέγεσθαι.
Ἵνα, ἦν δ᾽ ἐγώ, καταγέλαστος γένωμαι; Οὐ μὰ Δία, ἔφη, ἀλλ᾽ ἵνα αὐτὸν κολάσῃς.
Πόθεν; ἦν δ᾽ ἐγώ. οὐ ῥᾴδιον· δεινὸς γὰρ ὁ ἄνθρωπος, Κτησίππου μαθητής. πάρεστι δέ τοι αὐτός —οὐχ ὁρᾷς;— Κτήσιππος.
Μηδενός σοι, ἔφη, μελέτω, ὦ Σώκρατες, ἀλλ᾽ ἴθι διαλέγου αὐτῷ.
Διαλεκτέον, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Ταῦτα οὖν ἡμῶν λεγόντων πρὸς ἡμᾶς αὐτούς, Τί ὑμεῖς, ἔφη ὁ Κτήσιππος, αὐτὼ μόνω ἑστιᾶσθον, ἡμῖν δὲ οὐ [211d] μεταδίδοτον τῶν λόγων;
Ἀλλὰ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μεταδοτέον. ὅδε γάρ τι ὧν λέγω οὐ μανθάνει, ἀλλά φησιν οἴεσθαι Μενέξενον εἰδέναι, καὶ κελεύει τοῦτον ἐρωτᾶν.
Τί οὖν, ἦ δ᾽ ὅς, οὐκ ἐρωτᾷς;
Ἀλλ᾽ ἐρήσομαι, ἦν δ᾽ ἐγώ. καί μοι εἰπέ, ὦ Μενέξενε, ὃ ἄν σε ἔρωμαι. τυγχάνω γὰρ ἐκ παιδὸς ἐπιθυμῶν κτήματός του, ὥσπερ ἄλλος ἄλλου. ὁ μὲν γάρ τις ἵππους [211e] ἐπιθυμεῖ κτᾶσθαι, ὁ δὲ κύνας, ὁ δὲ χρυσίον, ὁ δὲ τιμάς· ἐγὼ δὲ πρὸς μὲν ταῦτα πρᾴως ἔχω, πρὸς δὲ τὴν τῶν φίλων κτῆσιν πάνυ ἐρωτικῶς, καὶ βουλοίμην ἄν μοι φίλον ἀγαθὸν γενέσθαι μᾶλλον ἢ τὸν ἄριστον ἐν ἀνθρώποις ὄρτυγα ἢ ἀλεκτρυόνα, καὶ ναὶ μὰ Δία ἔγωγε μᾶλλον ἢ ἵππον τε καὶ κύνα —οἶμαι δέ, νὴ τὸν κύνα, μᾶλλον ἢ τὸ Δαρείου χρυσίον κτήσασθαι δεξαίμην πολὺ πρότερον ἑταῖρον, μᾶλλον ‹δὲ› ἢ αὐτὸν Δαρεῖον— οὕτως ἐγὼ φιλέταιρός τίς εἰμι. ὑμᾶς [212a] οὖν ὁρῶν, σέ τε καὶ Λύσιν, ἐκπέπληγμαι καὶ εὐδαιμονίζω ὅτι οὕτω νέοι ὄντες οἷοι τ᾽ ἐστὸν τοῦτο τὸ κτῆμα ταχὺ καὶ ῥᾳδίως κτᾶσθαι, καὶ σύ τε τοῦτον οὕτω φίλον ἐκτήσω ταχύ τε καὶ σφόδρα, καὶ αὖ οὗτος σέ· ἐγὼ δὲ οὕτω πόρρω εἰμὶ τοῦ κτήματος, ὥστε οὐδ᾽ ὅντινα τρόπον γίγνεται φίλος ἕτερος ἑτέρου οἶδα, ἀλλὰ ταῦτα δὴ αὐτά σε βούλομαι ἐρέσθαι ἅτε ἔμπειρον.
***
[210e] Κι εγώ μόλις τον άκουσα να το λέει αυτό κοίταξα προς τον Ιπποθάλη και παρά λίγο να κάνω μια γκάφα. Μου ήρθε δηλαδή να του πω, Έτσι πρέπει, Ιπποθάλη, να μιλάει κανείς με τον αγαπημένο του: να τον ταπεινώνει και να τον μειώνει κι όχι να του σηκώνει τα μυαλά και να τον κακομαθαίνει, όπως εσύ. Αλλά καθώς τον είδα ανήσυχο και ταραγμένο από τα λεγόμενα θυμήθηκα ότι δεν ήθελε να τον αντιληφθεί ο Λύσις. Συγκρατήθηκα, λοιπόν, και [211a] δεν είπα τίποτε.
Στο μεταξύ ήρθε πάλι ο Μενέξενος και κάθισε δίπλα στο Λύσι, στη θέση από την οποία είχε σηκωθεί προηγουμένως. Τότε ο Λύσις, χωρίς να το καταλάβει ο Μενέξενος, μου ψιθύρισε με παιδική αφέλεια αλλά και πολύ φιλικά: Σωκράτη, αυτά που λες σ᾽ εμένα να τα πεις και στο Μενέξενο.
Αυτά θα του τα πεις εσύ, Λύσι, απάντησα εγώ· γιατί τα άκουγες με πολύ μεγάλη προσοχή.
Πραγματικά, είπε.
Προσπάθησε, λοιπόν, να τα συγκρατήσεις όσο μπορείς [211b] καλύτερα, για να του τα πεις όλα με λεπτομέρειες. Κι αν ξεχάσεις κάτι, ρώτησέ με πάλι την πρώτη φορά που θα με ξανασυναντήσεις.
Σε βεβαιώνω, Σωκράτη, είπε, ότι αυτό θα το κάνω, ακριβώς όπως το λες. Αλλά πες του τώρα τίποτε άλλο, για να ακούω κι εγώ, ώσπου να έρθει η ώρα να φύγουμε.
Αφού μου το ζητάς εσύ, πρέπει να το κάνω, απάντησα. Κοίταξε όμως να με βοηθήσεις, αν ο Μενέξενος προσπαθήσει να μου φέρνει αντίθετα επιχειρήματα· ή μήπως δεν το ξέρεις ότι του αρέσει να προβάλλει αντιρρήσεις στις συζητήσεις.
Ναι, μά το Δία, πάρα πολύ, είπε. Γι᾽ αυτό [211c] κι εγώ θέλω να συζητήσεις μαζί του.
Για να γελοιοποιηθώ; ρώτησα.
Όχι, προς θεού, έκανε αυτός, αλλά για να του δώσεις ένα καλό μάθημα.
Πώς όμως; είπα εγώ. Δεν είναι τόσο εύκολο· είναι φοβερός άνθρωπος, μαθητής του Κτήσιππου. Είναι μάλιστα κι ο ίδιος ο Κτήσιππος εδώ — δεν τον βλέπεις;
Μη σε νοιάζει για κανένα, Σωκράτη, είπε. Μίλησε μαζί του.
Ενώ εμείς λέγαμε αυτά μεταξύ μας, ο Κτήσιππος είπε: Γιατί τα κρατάτε όλα για τον εαυτό σας και δεν αφήνετε [211d] να ακούσουμε κι εμείς τί λέτε;
Σωστά, είπα, πρέπει να δώσουμε και σε σας κάτι. Ο φίλος μου δεν καταλαβαίνει κάποιο σημείο σ᾽ αυτά που είπα, λέει όμως πως έχει την εντύπωση ότι ο Μενέξενος το ξέρει και μου ζητάει να τον ρωτήσω.
Γιατί λοιπόν δεν τον ρωτάς; είπε εκείνος.
Θα τον ρωτήσω, του είπα εγώ.
Απάντησέ μου, Μενέξενε, σ᾽ αυτό που θα σε ρωτήσω. Από τα παιδικά μου κιόλας χρόνια έχω και εγώ έναν πόθο, όπως άλλωστε κάθε άνθρωπος. Ο ένας θέλει να αποκτήσει άλογα, [211e] ο άλλος σκυλιά, ο άλλος χρήματα, ο άλλος τιμές. Εμένα αυτά δεν με συγκινούν, έχω όμως ένα πραγματικό πάθος να αποκτήσω φίλους, και θα προτιμούσα να βρω ένα καλό φίλο παρά το πιο καλό ορτύκι, ή το πιο καλό πετεινάρι, στ᾽ αλήθεια, πιο πολύ θα ήθελα ένα φίλο καλό παρά ένα άλογο και ένα σκύλο. Νομίζω, μα την αλήθεια, ότι περισσότερο κι από όλο το χρυσάφι του Δαρείου ή και από τον ίδιο τον Δαρείο θα προτιμούσα ένα φίλο. Τόσο πολύ μου αρέσουν οι φίλοι. Βλέποντας λοιπόν εσάς, [212a] δηλαδή εσένα και το Λύσι, έχω εκπλαγεί και σας καλοτυχίζω που αν και είσαστε τόσο νέοι ωστόσο μπορέσατε να εξασφαλίσετε γρήγορα και εύκολα τούτο το απόκτημα — και εσύ που έκανες το Λύσι τόσο στενό φίλο σου και εκείνος εσένα. Εγώ όμως είμαι τόσο μακριά από αυτό το απόκτημα, ώστε δεν ξέρω καν πώς γίνεται κανείς φίλος με τον άλλο και γι᾽ αυτό ακριβώς θέλω να ρωτήσω εσένα, επειδή είσαι έμπειρος σ᾽ αυτά τα πράγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου