Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

ΠΛΑΤΩΝ: Λύσις (208e-210d)

Ἀλλ᾽ ἀντὶ τίνος μὴν οὕτω σε δεινῶς διακωλύουσιν εὐδαίμονα εἶναι καὶ ποιεῖν ὅτι ἂν βούλῃ, καὶ δι᾽ ἡμέρας ὅλης τρέφουσί σε ἀεί τῳ δουλεύοντα καὶ ἑνὶ λόγῳ ὀλίγου ὧν ἐπιθυμεῖς οὐδὲν ποιοῦντα; ὥστε σοι, ὡς ἔοικεν, οὔτε τῶν χρημάτων τοσούτων ὄντων οὐδὲν ὄφελος, ἀλλὰ πάντες [209a] αὐτῶν μᾶλλον ἄρχουσιν ἢ σύ, οὔτε τοῦ σώματος οὕτω γενναίου ὄντος, ἀλλὰ καὶ τοῦτο ἄλλος ποιμαίνει καὶ θεραπεύει· σὺ δὲ ἄρχεις οὐδενός, ὦ Λύσι, οὐδὲ ποιεῖς οὐδὲν ὧν ἐπιθυμεῖς. ―Οὐ γάρ πω, ἔφη, ἡλικίαν ἔχω, ὦ Σώκρατες. ―Μὴ οὐ τοῦτό σε, ὦ παῖ Δημοκράτους, κωλύῃ, ἐπεὶ τό γε τοσόνδε, ὡς ἐγᾦμαι, καὶ ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ σοι ἐπιτρέπουσιν καὶ οὐκ ἀναμένουσιν ἕως ἂν ἡλικίαν ἔχῃς. ὅταν γὰρ βούλωνται αὑτοῖς τινα ἀναγνωσθῆναι ἢ γραφῆναι, σέ, ὡς ἐγᾦμαι, [209b] πρῶτον τῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ ἐπὶ τοῦτο τάττουσιν. ἦ γάρ; ―Πάνυ γ᾽, ἔφη. ―Οὐκοῦν ἔξεστί σοι ἐνταῦθ᾽ ὅτι ἂν βούλῃ πρῶτον τῶν γραμμάτων γράφειν καὶ ὅτι ἂν δεύτερον· καὶ ἀναγιγνώσκειν ὡσαύτως ἔξεστιν. καὶ ἐπειδάν, ὡς ἐγᾦμαι, τὴν λύραν λάβῃς, οὐ διακωλύουσί σε οὔτε ὁ πατὴρ οὔτε ἡ μήτηρ ἐπιτεῖναί τε καὶ ἀνεῖναι ἣν ἂν βούλῃ τῶν χορδῶν, καὶ ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ. ἢ διακωλύουσιν; ―Οὐ δῆτα. ―Τί ποτ᾽ ἂν οὖν εἴη, ὦ Λύσι, τὸ αἴτιον ὅτι ἐνταῦθα [209c] μὲν οὐ διακωλύουσιν, ἐν οἷς δὲ ἄρτι ἐλέγομεν κωλύουσι; ―Ὅτι οἶμαι, ἔφη, ταῦτα μὲν ἐπίσταμαι, ἐκεῖνα δ᾽ οὔ. ―Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ ἄριστε· οὐκ ἄρα τὴν ἡλικίαν σου περιμένει ὁ πατὴρ ἐπιτρέπειν πάντα, ἀλλ᾽ ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἡγήσηταί σε βέλτιον αὑτοῦ φρονεῖν, ταύτῃ ἐπιτρέψει σοι καὶ αὑτὸν καὶ τὰ αὑτοῦ. ―Οἶμαι ἔγωγε, ἔφη. ―Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ· τί δέ; τῷ γείτονι ἆρ᾽ οὐχ ὁ αὐτὸς ὅρος ὅσπερ τῷ πατρὶ περὶ σοῦ; [209d] πότερον οἴει αὐτὸν ἐπιτρέψειν σοι τὴν αὑτοῦ οἰκίαν οἰκονομεῖν, ὅταν σε ἡγήσηται βέλτιον περὶ οἰκονομίας ἑαυτοῦ φρονεῖν, ἢ αὐτὸν ἐπιστατήσειν; ―Ἐμοὶ ἐπιτρέψειν οἶμαι. ―Τί δ᾽; Ἀθηναίους οἴει σοι οὐκ ἐπιτρέψειν τὰ αὑτῶν, ὅταν αἰσθάνωνται ὅτι ἱκανῶς φρονεῖς; ―Ἔγωγε. ―Πρὸς Διός, ἦν δ᾽ ἐγώ, τί ἄρα ὁ μέγας βασιλεύς; πότερον τῷ πρεσβυτάτῳ ὑεῖ, οὗ ἡ τῆς Ἀσίας ἀρχὴ γίγνεται, μᾶλλον ἂν ἐπιτρέψειεν ἑψομένων κρεῶν [ἐμβάλλειν] ὅτι ἂν βούληται [209e] ἐμβαλεῖν εἰς τὸν ζωμόν, ἢ ἡμῖν, εἰ ἀφικόμενοι παρ᾽ ἐκεῖνον ἐνδειξαίμεθα αὐτῷ ὅτι ἡμεῖς κάλλιον φρονοῦμεν ἢ ὁ ὑὸς αὐτοῦ περὶ ὄψου σκευασίας; ―Ἡμῖν δῆλον ὅτι, ἔφη. ―Καὶ τὸν μέν γε οὐδ᾽ ἂν σμικρὸν ἐάσειεν ἐμβαλεῖν· ἡμᾶς δέ, κἂν εἰ βουλοίμεθα δραξάμενοι τῶν ἁλῶν, ἐῴη ἂν ἐμβαλεῖν. ―Πῶς γὰρ οὔ; ―Τί δ᾽ εἰ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὁ ὑὸς αὐτοῦ ἀσθενοῖ, ἆρα ἐῴη ἂν αὐτὸν ἅπτεσθαι τῶν ἑαυτοῦ [210a] ὀφθαλμῶν, μὴ ἰατρὸν ἡγούμενος, ἢ κωλύοι ἄν; ―Κωλύοι ἄν. ―Ἡμᾶς δέ γε εἰ ὑπολαμβάνοι ἰατρικοὺς εἶναι, κἂν εἰ βουλοίμεθα διανοίγοντες τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐμπάσαι τῆς τέφρας, οἶμαι οὐκ ἂν κωλύσειεν, ἡγούμενος ὀρθῶς φρονεῖν. ―Ἀληθῆ λέγεις. ―Ἆρ᾽ οὖν καὶ τἆλλα πάντα ἡμῖν ἐπιτρέποι ἂν μᾶλλον ἢ ἑαυτῷ καὶ τῷ ὑεῖ, περὶ ὅσων ἂν δόξωμεν αὐτῷ σοφώτεροι ἐκείνων εἶναι; ―Ἀνάγκη, ἔφη, ὦ Σώκρατες.
Οὕτως ἄρα ἔχει, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε Λύσι· εἰς μὲν ταῦτα, [210b] ἃ ἂν φρόνιμοι γενώμεθα, ἅπαντες ἡμῖν ἐπιτρέψουσιν, Ἕλληνές τε καὶ βάρβαροι καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποιήσομέν τε ἐν τούτοις ὅτι ἂν βουλώμεθα, καὶ οὐδεὶς ἡμᾶς ἑκὼν εἶναι ἐμποδιεῖ, ἀλλ᾽ αὐτοί τε ἐλεύθεροι ἐσόμεθα ἐν αὐτοῖς καὶ ἄλλων ἄρχοντες, ἡμέτερά τε ταῦτα ἔσται—ὀνησόμεθα γὰρ ἀπ᾽ αὐτῶν—εἰς ἃ δ᾽ ἂν νοῦν μὴ κτησώμεθα, οὔτε τις ἡμῖν ἐπιτρέψει περὶ αὐτὰ ποιεῖν τὰ ἡμῖν δοκοῦντα, ἀλλ᾽ [210c] ἐμποδιοῦσι πάντες καθ᾽ ὅτι ἂν δύνωνται, οὐ μόνον οἱ ἀλλότριοι, ἀλλὰ καὶ ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ καὶ εἴ τι τούτων οἰκειότερόν ἐστιν, αὐτοί τε ἐν αὐτοῖς ἐσόμεθα ἄλλων ὑπήκοοι, καὶ ἡμῖν ἔσται ἀλλότρια· οὐδὲν γὰρ ἀπ᾽ αὐτῶν ὀνησόμεθα. συγχωρεῖς οὕτως ἔχειν; ―Συγχωρῶ. ―Ἆρ᾽ οὖν τῳ φίλοι ἐσόμεθα καί τις ἡμᾶς φιλήσει ἐν τούτοις, ἐν οἷς ἂν ὦμεν ἀνωφελεῖς; ―Οὐ δῆτα, ἔφη. ―Νῦν ἄρα οὐδὲ σὲ ὁ πατὴρ οὐδὲ ἄλλος ἄλλον οὐδένα φιλεῖ, καθ᾽ ὅσον ἂν ᾖ ἄχρηστος. ―Οὐκ ἔοικεν, [210d] ἔφη. ―Ἐὰν μὲν ἄρα σοφὸς γένῃ, ὦ παῖ, πάντες σοι φίλοι καὶ πάντες σοι οἰκεῖοι ἔσονται—χρήσιμος γὰρ καὶ ἀγαθὸς ἔσῃ—εἰ δὲ μή, σοὶ οὔτε ἄλλος οὐδεὶς οὔτε ὁ πατὴρ φίλος ἔσται οὔτε ἡ μήτηρ οὔτε οἱ οἰκεῖοι. οἷόν τε οὖν ἐπὶ τούτοις, ὦ Λύσι, μέγα φρονεῖν, ἐν οἷς τις μήπω φρονεῖ; ―Καὶ πῶς ἄν; ἔφη. ―Εἰ δ᾽ ἄρα σὺ διδασκάλου δέῃ, οὔπω φρονεῖς. ―Ἀληθῆ. ―Οὐδ᾽ ἄρα μεγαλόφρων εἶ, εἴπερ ἄφρων ἔτι. ―Μὰ Δία, ἔφη, ὦ Σώκρατες, οὔ μοι δοκεῖ.

***
Γιατί, λοιπόν, σου βάζουν τόσο φοβερά εμπόδια και δεν σε αφήνουν να είσαι ευτυχισμένος και να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά σε υποχρεώνουν από το πρωί ως το βράδυ να υπακούεις πάντοτε σε κάποιον άλλο και, με δυο λόγια, να μη μπορείς να κάνεις σχεδόν τίποτε απ᾽ όσα επιθυμείς; Εσένα λοιπόν, καθώς φαίνεται, ούτε όλα αυτά τα πλούσια αγαθά σού χρησιμεύουν σε τίποτα, αφού όλοι οι άλλοι [209a] τα έχουν στη διάθεσή τους περισσότερο από εσένα, αλλά ούτε και τα έξοχα σωματικά χαρίσματά σου, αφού και το σώμα σου κάποιος άλλος το εξουσιάζει και το φροντίζει. Έτσι λοιπόν, Λύσι, δεν έχεις καμία εξουσία σε κανένα πράγμα, ούτε μπορείς να εκπληρώσεις έστω κάποια επιθυμία σου. ―Αυτό, Σωκράτη, συμβαίνει, επειδή δεν έχω ακόμη μεγαλώσει. ―Φοβάμαι ότι δεν οφείλονται σ᾽ αυτό οι απαγορεύσεις που σου έχουν επιβάλει, γιατί τούτο τουλάχιστον, πιστεύω, στο επιτρέπει ο πατέρας σου και η μητέρα σου χωρίς να περιμένουν την ενηλικίωσή σου: όταν, δηλαδή, χρειάζονται κάποιον για να τους διαβάσει ή να τους γράψει κάτι, τότε τη δουλειά αυτή την αναθέτουν, νομίζω, [209b] πρώτα πρώτα σ᾽ εσένα κι όχι στους άλλους ανθρώπους του σπιτιού. Έτσι δεν είναι; ―Βεβαιότατα, είπε. ―Και μπορείς, λοιπόν, εδώ να γράφεις όποιο γράμμα θέλεις πρώτο κι όποιο θέλεις δεύτερο· το ίδιο γίνεται και με την ανάγνωση. Κι όταν πάλι πιάνεις τη λύρα, δεν φαντάζομαι να σου απαγορεύει ούτε ο πατέρας σου ούτε η μητέρα σου να τεντώσεις ή να χαλαρώσεις όποια χορδή θέλεις και να παίζεις με το δάχτυλο ή με το πλήκτρο. Ή μήπως σου του απαγορεύουν; ―Ασφαλώς, όχι. ―Ποιό, λοιπόν, μπορεί να είναι το αίτιο, Λύσι, που εδώ [209c] δεν σε εμποδίζουν, ενώ εκεί, σ᾽ αυτά που λέγαμε πριν λίγο, σε εμποδίζουν; ―Νομίζω, είπε, ότι τούτο γίνεται, επειδή αυτά εδώ τα πράγματα τα ξέρω, ενώ εκείνα όχι. ―Πολύ ωραία, είπα εγώ, καλέ μου φίλε. Επομένως, δεν περιμένει ο πατέρας σου να γίνεις ενήλικος για να σου τα επιτρέψει όλα, αλλά από την ημέρα που θα νομίσει ότι μπορείς πια να σκέπτεσαι καλύτερα από τον ίδιο θα σου εμπιστευτεί και τον εαυτό του και το σπίτι του. ―Το πιστεύω, είπε. ―Ωραία, είπα εγώ. Πες μου όμως, δεν ισχύει και για το γείτονα ο ίδιος κανόνας σε σχέση μ᾽ εσένα, όπως και για τον πατέρα σου; [209d] Δεν θα σου εμπιστευτεί το σπίτι του να το διευθύνεις, όταν πιστέψει ότι εσύ ξέρεις πιο καλά απ᾽ αυτόν να διευθύνεις ένα σπίτι, ή μήπως θα προτιμήσει να το διευθύνει μόνος του; ―Νομίζω ότι θα αναθέσει σ᾽ εμένα τη φροντίδα του σπιτιού του. ―Αλλά δεν νομίζεις ότι και οι Αθηναίοι θα σου εμπιστευτούν τις υποθέσεις τους, όταν καταλάβουν ότι μπορείς να σκέπτεσαι σωστά; ―Ασφαλώς. ―Αλλά προς θεού, συνέχισα εγώ, δεν θα κάνει άραγε το ίδιο ακόμη και ο βασιλιάς της Περσίας; Όταν λ.χ. βράζουν κρέας, θα επιτρέψει στον μεγαλύτερο γιο του, το διάδοχο του θρόνου της Ασίας, [209e] να ρίξει στο ζουμί ό,τι θέλει ή σ᾽ εμάς, αν υποθέσουμε ότι πάμε εκεί και του αποδείξουμε πως ξέρουμε να μαγειρεύουμε πιο καλά από το γιο του; ―Σ᾽ εμάς ασφαλώς, είπε. ―Και δεν θα τον αφήσει το γιο του να ρίξει το παραμικρό στο φαΐ, εμάς όμως, ακόμη κι αν πιάναμε μια χούφτα αλάτι, θα μας άφηνε να το ρίξουμε μέσα. ―Φυσικά. ―Αν πάλι ο γιος του πάθαινε κάτι στα μάτια, θα τον άφηνε τάχα ο πατέρα του —που ξέρει ότι ο γιος του δεν είναι γιατρός— να βάζει τα χέρια του [210a] στα μάτια ή θα τον εμπόδιζε; ―Θα τον εμπόδιζε. ―Εμάς όμως, αν μας περνούσε για γιατρούς, είμαι βέβαιος πως δεν θα μας εμπόδιζε ακόμη και να του ανοίξουμε λίγο τα μάτια και να του τα πασπαλίσουμε με στάχτη, μια και θα νόμιζε ότι ξέρουμε τί κάνουμε. ―Δίκιο έχεις. ―Επομένως σ᾽ εμάς και όχι στον εαυτό του ή στο γιο του θα εμπιστευτεί και όλα τα άλλα πράγματα, στα οποία θα του φανούμε πιο έμπειροι από τον ίδιο και από το γιο του. ―Αναγκαστικά, είπε.
Έτσι είναι λοιπόν, αγαπητέ Λύσι, συνέχισα εγώ. Σε όσα πράγματα [210b] έχουμε γνώσεις θα μας επιτρέπουν όλοι, είτε Έλληνες είναι είτε βάρβαροι, είτε άνδρες είτε γυναίκες, να κάνουμε ό,τι θέλουμε, και δεν πρόκειται να μας εμποδίσει κανένας, όσο εξαρτάται από τη θέλησή του, αλλά θα είμαστε ελεύθεροι και θα διευθύνουμε άλλους και όλα αυτά τα πράγματα θα είναι δικά μας, δηλαδή θα έχουμε ωφέλεια απ᾽ αυτά. Για όσα όμως πράγματα θα έχουμε άγνοια όχι μόνο δεν θα μας επιτρέψει κανένας να κάνουμε αυτό που νομίζουμε ότι πρέπει να γίνει, αλλά [210c] όλοι τους θα προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας εμποδίσουν· και όχι μόνο οι ξένοι αλλά και ο πατέρας μας και η μητέρα μας και οι ακόμα πιο δικοί μας απ᾽ αυτούς, αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν. Κι εμείς θα είμαστε υποχρεωμένοι σε σχέση με αυτά τα πράγματα να υπακούουμε σε άλλους. Συμφωνείς ότι είναι έτσι; ―Συμφωνώ. ―Είναι, λοιπόν, ποτέ δυνατό να γίνουμε φίλοι με κάποιον άνθρωπο και να αισθανθεί κανείς αγάπη για μας σε σχέση με πράγματα, στα οποία είμαστε άχρηστοι; ―Όχι βέβαια, είπε. ―Συνεπώς, στο βαθμό που είναι κανείς άχρηστος δεν είναι αγαπητός σε κανένα, άρα ούτε κι εσύ στον πατέρα σου. ―Πραγματικά, [210d] είπε. ―Επομένως, παιδί μου, αν αποκτήσεις πολλές γνώσεις και ικανότητες, τότε όλοι θα είναι φίλοι σου και όλοι θα είναι δικοί σου, αφού θα είσαι χρήσιμος και άξιος. Διαφορετικά δεν θα σε αγαπάει ούτε ο πατέρας σου ούτε η μητέρα σου ούτε οι συγγενείς σου ούτε κανένας άλλος. Είναι ποτέ δυνατόν, Λύσι, να έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του σε σχέση με πράγματα, στα οποία είναι ακόμη ανίδεος; ―Αδύνατον, απάντησε. ―Αφού λοιπόν χρειάζεσαι δάσκαλο, σημαίνει ότι δεν ξέρεις ακόμη αρκετά πράγματα. ―Είναι αλήθεια, είπε. ―Και εφόσον εξακολουθείς να βρίσκεσαι σε άγνοια, δεν είναι δυνατόν να περηφανεύεσαι. ―Αληθινά, Σωκράτη, δεν νομίζω ότι μπορώ να είμαι περήφανος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου