Ο βιολόγος και στατιστικός Φράνσις Γκάλτον, ήταν αυτός που εισήγαγε τη στατιστική σκέψη στη βιολογία. Πρωτοπόρος σε πολλούς τομείς και, αν και κάποιες πλευρές του έργου του είναι παραπάνω από αμφιλεγόμενες, η γενικότερη συμβολή του στην επιστήμη δεν είναι αμελητέα.
Αυτός που εισήγαγε τη στατιστική σκέψη στη βιολογία ήταν ο πρώτος ξάδελφος του Κάρολου Δαρβίνου. Άνθρωπος με αρκετή οικονομική άνεση, ο Φράνσις Γκάλτον είχε γραφτεί στο Κολέγιο Τρίνιτυ του Καίμπριτζ το 1840.
Αρχικά σπούδασε ιατρική, αλλά στη συνέχεια ακολουθώντας τη συμβουλή του Δαρβίνου στράφηκε στα μαθηματικά. Ήταν είκοσι δύο ετών όταν ο πατέρας του πέθανε κληροδοτώντας του ένα αξιοπρεπές ποσό. Χωρίς να χρειαστεί ποτέ του να εργαστεί για να ζήσει, ο Γκάλτον έγινε ερασιτέχνης επιστήμονας.
Η εμμονή του ήταν οι μετρήσεις: μετρούσε τα κεφάλια των ανθρώπων, τις μύτες τους, τα άκρα τους, πόσες νευρικές κινήσεις έκαναν αυτοί που παρακολουθούσαν μια διάλεξη και πόσο ελκυστικές ήταν οι κοπέλες που συναντούσε στον δρόμο (τα κορίτσια του Λονδίνου πέτυχαν την ψηλότερη βαθμολογία, ενώ του Αμπερντήν τη χαμηλότερη). Μετρούσε τα χαρακτηριστικά των δακτυλικών αποτυπωμάτων, πρακτική που οδήγησε στην υιοθέτηση της αναγνώρισης μέσω δακτυλικών αποτυπωμάτων από τη Σκότλαντ Γιαρντ το 1901. Μετρούσε ακόμα και τη διάρκεια ζωής των ηγεμόνων και των ιερωμένων, η οποία όπως διαπίστωσε ήταν παραπλήσια με τη διάρκεια ζωής ανθρώπων από άλλους επαγγελματικούς κλάδους, γεγονός που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η προσευχή δεν ωφελεί σε τίποτα.
Στο βιβλίο του Hereditary Genius («Κληρονομική ιδιοφυία»), που εκδόθηκε το 1869, ο Γκάλτον έγραψε ότι το ποσοστό του πληθυσμού που έχει ύψος εντός οποιουδήποτε συγκεκριμένου διαστήματος υψών θα πρέπει να είναι σχεδόν σταθερό με την πάροδο του χρόνου, και ότι η κανονική κατανομή διέπει τόσο το ύψος όσο και οποιοδήποτε άλλο φυσικό χαρακτηριστικό: την περίμετρο του κεφαλιού, το μέγεθος του εγκεφάλου, το βάρος της φαιάς ουσίας, το πλήθος των εγκεφαλικών ινών κ.ο.κ.
Όμως ο Γκάλτον δεν σταμάτησε εκεί. Πίστευε ότι και ο χαρακτήρας των ανθρώπων καθορίζεται από την κληρονομικότητα και ότι, όπως και τα φυσικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων, ακολουθεί με κάποιο τρόπο την κανονική κατανομή. Έτσι, σύμφωνα με τον Γκάλτον, οι άνδρες δεν είναι όλοι «ίσης αξίας, ως κοινωνικές μονάδες, εξίσου ικανοί να ψηφίζουν και τα παρόμοια». Αντίθετα, ισχυρίστηκε, περίπου 250 άνδρες στο 1 εκατομμύριο κληρονομούν εξαιρετικές ικανότητες σε κάποιο τομέα με αποτέλεσμα να διαπρέπουν στον τομέα αυτό. (Επειδή στις μέρες του οι γυναίκες κατά κανόνα δεν εργάζονταν, ο Γκάλτον δεν έκανε αντίστοιχη ανάλυση γι’ αυτές.)
Βασιζόμενος σ’ αυτές τις ιδέες, ο Γκάλτον θεμελίωσε ένα νέο ερευνητικό πεδίο, το οποίο ονόμασε «ευγονική», από τις ελληνικές λέξεις ευ (καλό και γένος (γέννηση). Με την πάροδο των ετών, η λέξη ευγονική απέκτησα διαφορετικές σημασίες για διαφορετικούς ανθρώπους. Τόσο ο όρος όσο και κάποιες από τις ιδέες του Γκάλτον υιοθετήθηκαν από τους Ναζί, χωρίς ωστόσο να υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο ίδιος θα ενέκρινε τις δολοφονικές πρακτικές των Γερμανών. Αντίθετα, η προσδοκία του ήταν να βρει έναν τρόπο για να βελτιώσει την κατάσταση της ανθρωπότητας μέσω επιλεκτικής αναπαραγωγής.
Πιο κάτω θα εξετάσουμε τους λόγους που η απλή ερμηνεία της επιτυχίας βάσει αιτίας-αποτελέσματος κατά τον Γκάλτον είναι τόσο ελκυστική. Όπως θα δούμε, λόγω των χιλιάδων προβλέψιμων και τυχαίων εμποδίων που πρέπει να ξεπεραστούν για να ολοκληρωθεί ένα έργο οποιοσδήποτε πολυπλοκότητας, η σύνδεση μεταξύ ικανότητας και επιτυχίας είναι πολύ πιο έμμεση για να μπορεί να εξηγηθεί με τις ιδέες του Γκάλτον.
Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια οι ψυχολόγοι έχουν ανακαλύψει ότι η ικανότητα να συνεχίζει κάποιος την προσπάθειά του με επιμονή παρά τα εμπόδια που συναντά είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικός παράγοντας επιτυχίας όσο και το ταλέντο. Γι’ αυτό και οι ειδικοί αναφέρονται συχνά στον «κανόνα των δέκα ετών», με την έννοια ότι απαιτείται τουλάχιστον μια δεκαετία σκληρής εργασίας, άσκησης και αγώνα για να φτάσει να γίνει κανείς πολύ επιτυχημένος στους περισσότερους τομείς δραστηριότητας.
Η σκέψη ότι η προσπάθεια και η τύχη μετρούν όσο και το έμφυτο ταλέντο μπορεί να φαίνεται αποκαρδιωτική· εγώ όμως τη βρίσκω αντίθετα ενθαρρυντική, γιατί ενώ η γενετική μας σύσταση δεν εμπίπτει στον δικό μας έλεγχο, ο βαθμός της προσπάθειας εξαρτάται από εμάς. Ακόμα και οι επιπτώσεις της τύχης μπορούν να αμβλυνθούν σε κάποιο βαθμό, με την έννοια ότι μπορούμε να αυξήσουμε τις πιθανότητες επιτυχίας μας κάνοντας επανειλημμένες προσπάθειες.
Όποια κι αν είναι τα υπέρ και τα κατά της ευγονικής, οι έρευνες του Γκάλτον για την κληρονομικότητα τον οδήγησαν στην ανακάλυψη δύο μαθηματικών εννοιών που έχουν κεντρική θέση στη σύγχρονη στατιστική. Τη μία τη συνέλαβε το 1875, όταν μοίρασε σπόρους από μοσχομπίζελα σε επτά φίλους του. Ο κάθε φίλος πήρε σπόρους με ομοιόμορφο μέγεθος και βάρος, τους καλλιέργησε και επέστρεψε στον Γκάλτον τους σπόρους των επόμενων γενεών. Μετρώντας τους, ο Γκάλτον διαπίστωσε ότι η διάμεση διάμετρος των απογόνων μεγάλων σπόρων ήταν μικρότερη από αυτή των γονιών τους, ενώ η διάμεση διάμετρος των απογόνων μικρών σπόρων ήταν μεγαλύτερη από αυτή των γονιών τους. Αργότερα, χρησιμοποιώντας δεδομένα που συγκέντρωσε από ένα εργαστήριο που είχε στήσει στο Λονδίνο, παρατήρησε το ίδιο στο ύψος των ανθρώπων, γονέων και παιδιών.
Το φαινόμενο αυτό -ότι σε μετρήσεις ποσοτήτων που συνδέονται αλυσιδωτά, αν η μια μετρούμενη ποσότητα απέχει πολύ από τη μέση τιμή της, τότε η άλλη θα βρίσκεται πλησιέστερα στη μέση τιμή της- το ονόμασε «παλινδρόμηση προς τη μέση τιμή».
Αυτός που εισήγαγε τη στατιστική σκέψη στη βιολογία ήταν ο πρώτος ξάδελφος του Κάρολου Δαρβίνου. Άνθρωπος με αρκετή οικονομική άνεση, ο Φράνσις Γκάλτον είχε γραφτεί στο Κολέγιο Τρίνιτυ του Καίμπριτζ το 1840.
Αρχικά σπούδασε ιατρική, αλλά στη συνέχεια ακολουθώντας τη συμβουλή του Δαρβίνου στράφηκε στα μαθηματικά. Ήταν είκοσι δύο ετών όταν ο πατέρας του πέθανε κληροδοτώντας του ένα αξιοπρεπές ποσό. Χωρίς να χρειαστεί ποτέ του να εργαστεί για να ζήσει, ο Γκάλτον έγινε ερασιτέχνης επιστήμονας.
Η εμμονή του ήταν οι μετρήσεις: μετρούσε τα κεφάλια των ανθρώπων, τις μύτες τους, τα άκρα τους, πόσες νευρικές κινήσεις έκαναν αυτοί που παρακολουθούσαν μια διάλεξη και πόσο ελκυστικές ήταν οι κοπέλες που συναντούσε στον δρόμο (τα κορίτσια του Λονδίνου πέτυχαν την ψηλότερη βαθμολογία, ενώ του Αμπερντήν τη χαμηλότερη). Μετρούσε τα χαρακτηριστικά των δακτυλικών αποτυπωμάτων, πρακτική που οδήγησε στην υιοθέτηση της αναγνώρισης μέσω δακτυλικών αποτυπωμάτων από τη Σκότλαντ Γιαρντ το 1901. Μετρούσε ακόμα και τη διάρκεια ζωής των ηγεμόνων και των ιερωμένων, η οποία όπως διαπίστωσε ήταν παραπλήσια με τη διάρκεια ζωής ανθρώπων από άλλους επαγγελματικούς κλάδους, γεγονός που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η προσευχή δεν ωφελεί σε τίποτα.
Στο βιβλίο του Hereditary Genius («Κληρονομική ιδιοφυία»), που εκδόθηκε το 1869, ο Γκάλτον έγραψε ότι το ποσοστό του πληθυσμού που έχει ύψος εντός οποιουδήποτε συγκεκριμένου διαστήματος υψών θα πρέπει να είναι σχεδόν σταθερό με την πάροδο του χρόνου, και ότι η κανονική κατανομή διέπει τόσο το ύψος όσο και οποιοδήποτε άλλο φυσικό χαρακτηριστικό: την περίμετρο του κεφαλιού, το μέγεθος του εγκεφάλου, το βάρος της φαιάς ουσίας, το πλήθος των εγκεφαλικών ινών κ.ο.κ.
Όμως ο Γκάλτον δεν σταμάτησε εκεί. Πίστευε ότι και ο χαρακτήρας των ανθρώπων καθορίζεται από την κληρονομικότητα και ότι, όπως και τα φυσικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων, ακολουθεί με κάποιο τρόπο την κανονική κατανομή. Έτσι, σύμφωνα με τον Γκάλτον, οι άνδρες δεν είναι όλοι «ίσης αξίας, ως κοινωνικές μονάδες, εξίσου ικανοί να ψηφίζουν και τα παρόμοια». Αντίθετα, ισχυρίστηκε, περίπου 250 άνδρες στο 1 εκατομμύριο κληρονομούν εξαιρετικές ικανότητες σε κάποιο τομέα με αποτέλεσμα να διαπρέπουν στον τομέα αυτό. (Επειδή στις μέρες του οι γυναίκες κατά κανόνα δεν εργάζονταν, ο Γκάλτον δεν έκανε αντίστοιχη ανάλυση γι’ αυτές.)
Βασιζόμενος σ’ αυτές τις ιδέες, ο Γκάλτον θεμελίωσε ένα νέο ερευνητικό πεδίο, το οποίο ονόμασε «ευγονική», από τις ελληνικές λέξεις ευ (καλό και γένος (γέννηση). Με την πάροδο των ετών, η λέξη ευγονική απέκτησα διαφορετικές σημασίες για διαφορετικούς ανθρώπους. Τόσο ο όρος όσο και κάποιες από τις ιδέες του Γκάλτον υιοθετήθηκαν από τους Ναζί, χωρίς ωστόσο να υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο ίδιος θα ενέκρινε τις δολοφονικές πρακτικές των Γερμανών. Αντίθετα, η προσδοκία του ήταν να βρει έναν τρόπο για να βελτιώσει την κατάσταση της ανθρωπότητας μέσω επιλεκτικής αναπαραγωγής.
Πιο κάτω θα εξετάσουμε τους λόγους που η απλή ερμηνεία της επιτυχίας βάσει αιτίας-αποτελέσματος κατά τον Γκάλτον είναι τόσο ελκυστική. Όπως θα δούμε, λόγω των χιλιάδων προβλέψιμων και τυχαίων εμποδίων που πρέπει να ξεπεραστούν για να ολοκληρωθεί ένα έργο οποιοσδήποτε πολυπλοκότητας, η σύνδεση μεταξύ ικανότητας και επιτυχίας είναι πολύ πιο έμμεση για να μπορεί να εξηγηθεί με τις ιδέες του Γκάλτον.
Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια οι ψυχολόγοι έχουν ανακαλύψει ότι η ικανότητα να συνεχίζει κάποιος την προσπάθειά του με επιμονή παρά τα εμπόδια που συναντά είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικός παράγοντας επιτυχίας όσο και το ταλέντο. Γι’ αυτό και οι ειδικοί αναφέρονται συχνά στον «κανόνα των δέκα ετών», με την έννοια ότι απαιτείται τουλάχιστον μια δεκαετία σκληρής εργασίας, άσκησης και αγώνα για να φτάσει να γίνει κανείς πολύ επιτυχημένος στους περισσότερους τομείς δραστηριότητας.
Η σκέψη ότι η προσπάθεια και η τύχη μετρούν όσο και το έμφυτο ταλέντο μπορεί να φαίνεται αποκαρδιωτική· εγώ όμως τη βρίσκω αντίθετα ενθαρρυντική, γιατί ενώ η γενετική μας σύσταση δεν εμπίπτει στον δικό μας έλεγχο, ο βαθμός της προσπάθειας εξαρτάται από εμάς. Ακόμα και οι επιπτώσεις της τύχης μπορούν να αμβλυνθούν σε κάποιο βαθμό, με την έννοια ότι μπορούμε να αυξήσουμε τις πιθανότητες επιτυχίας μας κάνοντας επανειλημμένες προσπάθειες.
Όποια κι αν είναι τα υπέρ και τα κατά της ευγονικής, οι έρευνες του Γκάλτον για την κληρονομικότητα τον οδήγησαν στην ανακάλυψη δύο μαθηματικών εννοιών που έχουν κεντρική θέση στη σύγχρονη στατιστική. Τη μία τη συνέλαβε το 1875, όταν μοίρασε σπόρους από μοσχομπίζελα σε επτά φίλους του. Ο κάθε φίλος πήρε σπόρους με ομοιόμορφο μέγεθος και βάρος, τους καλλιέργησε και επέστρεψε στον Γκάλτον τους σπόρους των επόμενων γενεών. Μετρώντας τους, ο Γκάλτον διαπίστωσε ότι η διάμεση διάμετρος των απογόνων μεγάλων σπόρων ήταν μικρότερη από αυτή των γονιών τους, ενώ η διάμεση διάμετρος των απογόνων μικρών σπόρων ήταν μεγαλύτερη από αυτή των γονιών τους. Αργότερα, χρησιμοποιώντας δεδομένα που συγκέντρωσε από ένα εργαστήριο που είχε στήσει στο Λονδίνο, παρατήρησε το ίδιο στο ύψος των ανθρώπων, γονέων και παιδιών.
Το φαινόμενο αυτό -ότι σε μετρήσεις ποσοτήτων που συνδέονται αλυσιδωτά, αν η μια μετρούμενη ποσότητα απέχει πολύ από τη μέση τιμή της, τότε η άλλη θα βρίσκεται πλησιέστερα στη μέση τιμή της- το ονόμασε «παλινδρόμηση προς τη μέση τιμή».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου