Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Είμαι άραγε κανονικός;

Στο σημερινό μας κείμενο, θα ασχοληθούμε με την έννοια της κανονικότητας και τον τρόπο με τον οποίο οι διάφορες κανονικότητες επηρεάζουν την καθημερινότητά μας και την ζωή μας από πιο μακροπρόθεσμη σκοπιά. Εμπνεόμενοι από αναλύσεις του Ζαν-Πωλ Σαρτρ και της Σιμον ντε Μποβουάρ θα προσπαθήσουμε να ασκήσουμε μια κριτική στο “κανονικό” και να περιγράψουμε πώς αυτό διαμορφώνει τη ζωή μας, περιορίζει τον ορίζοντα των δυνατοτήτων μας και συγκροτεί πολλές φορές την ταυτότητά μας. Αν ακούγεται βαρύ κι ασήκωτο, δεν είναι. Θα ασχοληθούμε με ερωτήματα όπως: ποιο είναι το σωστό ή το κανονικό βάρος για μια γυναίκα; Πόσο κανονική είναι μια σύγχρονη γυναίκα που ασχολείται περισσότερο με την δουλειά της και βλέπει τα παιδιά της ελάχιστα μέσα στη μέρα, ενώ παράλληλα δεν αφιερώνει σχεδόν καθόλου χρόνο στις δουλειές του σπιτιού; Είναι κανονικός ένας γκέι άντρας ή μια τρανς γυναίκα; Και τελικά πόσο σημαντικό είναι να έχουμε μια κανονική ζωή;

Πρώτα, όμως, απ’ όλα αυτά οφείλουμε να αποπειραθούμε έναν ορισμό του κανονικού. Το κανονικό, θα μπορούσαμε να πούμε, είναι από τη μία αυτό που τείνει να συμβεί, αυτό που συμβαίνει συνήθως ή αυτό που θα συνέβαινε χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Από την άλλη, το κανονικό είναι αυτό που συμβαίνει σύμφωνα με τον κανόνα, αυτό που υπακούει στον κανόνα.

Για να δούμε ποια από τις δύο διαστάσεις του ορισμού πρέπει να υπερισχύσει στην σκέψη μας, ποια διάσταση δημιουργεί την άλλη, θα αναλύσουμε ένα πολύ κοινό επιχείρημα του μέσου ανθρώπου που είναι αντίθετος με την πρακτική της ομοφυλοφιλίας: «είμαι αντίθετος με τους ομοφυλόφιλους γιατί είναι παρά φύσιν». Το επιχείρημα αυτό μας ενδιαφέρει γιατί συγχέει, μάλλον σκόπιμα, το κανονικό με το φυσιολογικό. Το φυσιολογικό ή το φυσικό είναι αυτό που συμβαίνει σύμφωνα με τους νόμους της φύσης, οι οποίοι, ως νόμοι, δεν επιδέχονται μεταβολής παρά με ανθρώπινη παρέμβαση. Μια πέτρα όσες φορές κι αν την αφήσω από το χέρι μου θα πέσει κάτω. Η μόνη περίπτωση να μην πέσει κάτω είναι αν την πιάσω: μόνο η ανθρώπινη βούληση μπορεί εδώ να σταματήσει την κανονική πορεία της φύσης. Στον μοντέρνο πολιτισμό, όμως, αυτό ακριβώς είναι που κάνει ο άνθρωπος συνεχώς: παρεμβαίνει στον φυσικό κόσμο για να επιτύχει τους σκοπούς του. Πλέον όχι μόνο μια πέτρα μπορούμε να κρατήσουμε στον αέρα αλλά ολόκληρα αεροπλάνα. Δεν είναι φυσικό με αυτή την έννοια να υπάρχουν μηχανές που μοιάζουν με πουλιά και χρησιμοποιούν τεράστια ποσά ενέργειας για να κρατηθούν στον αέρα, είναι προϊόν ανθρώπινης παρέμβασης. Κάτι ανάλογο θέλει να ισχυριστεί ο ομοφοβικός με το επιχείρημά του: ζούμε σε μια κοινωνία όπου είναι πλέον εύκολο για εμάς να αντιστρέψουμε την πορεία της φύσης, και οι τεχνολογικές μας ικανότητες μας έχουν οδηγήσει στην αλαζονεία να επιχειρήσουμε να παρέμβουμε και στην ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτόν η φύση προκρίνει την ετεροφυλοφιλία και η ομοφυλοφιλία δεν είναι παρά μια ανθρώπινη, πέραν των ορίων του φυσικού, παρέμβαση. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον πρώτο ορισμό του κανονικού είναι και μη κανονική. Το κανονικό είναι οι άντρες να έχουν σχέσεις με γυναίκες και το αντίστροφο. Οι σχέσεις αντρών με άντρες και γυναικών με γυναίκες είναι μια «παρέκκλιση», είναι κάτι αντικανονικό.

Γιατί αφιερώσαμε τόσο χρόνο και χώρο σε αυτό το επιχείρημα; Γιατί είναι αρχέτυπο της προσέγγισης που θέλει τη φύση, τα πράγματα, όπως είναι πριν επέμβουμε σε αυτά, όπως τα βρίσκουμε έτοιμα στον κόσμο, να θέτουν τον κανόνα που μετά εμείς καλούμαστε να ακολουθήσουμε. Κατά τον ομοφοβικό, οι άνθρωποι είναι φύσει ετεροφυλόφιλοι, άρα αυτό είναι το κανονικό. Η φύση θέτει τον κανόνα, η φύση μας λέει τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να είμαστε. Εδώ όμως προκύπτει μια αντινομία: επί τη βάσει της αναλογίας που χρησιμοποιήσαμε πριν, αν μια ομοφυλόφιλη γυναίκα είναι αντικανονική, το ίδιο είναι και ένα αεροπλάνο! Οι νόμοι της φύσης, όπως τους βρήκαμε και πριν παρέμβουμε σε αυτούς, δεν μας επιτρέπουν να πετάμε. Πολύ αμφιβάλλω βέβαια αν ο ομοφοβικός έχει παρόμοιο πρόβλημα και με τα αεροπλάνα ή με τα αυτοκίνητα ή με τους υπολογιστές ή με τα σπίτια! Εδώ εντοπίζουμε μια ασυνέπεια στο επιχείρημα του, αλλά περισσότερο μας ενδιαφέρει να δούμε τι αποκαλύπτει αυτή η ασυνέπεια.

Το επιχείρημα αυτό εκμεταλλεύεται την αμφισημία μεταξύ κανονικού και φυσιολογικού, για να στηρίξει την προκατάληψη απέναντι στην ομοφυλοφιλία. Είδαμε παραπάνω πώς προκύπτει αυτή η αμφισημία και είναι πλέον εύκολο να την ξεκαθαρίσουμε με την εξής ερώτηση: είναι κάτι μη κανονικό να πετάμε με αεροπλάνα; Η προφανής απάντηση που θα δώσει ακόμα και ο ομοφοβικός συνομιλητής μας είναι όχι. Είναι όμως κάτι μη φυσικό; Ναι, αν θεωρούμε φυσικό μόνο ότι η φύση μας επιτρέπει να κάνουμε πριν αναπτύξουμε πολιτισμό. Εδώ μπορούμε να ακολουθήσουμε πια δύο στρατηγικές. Η πρώτη είναι να θεωρήσουμε ότι τελικά φυσικό είναι και ό,τι έχουμε δημιουργήσει με τον πολιτισμό, από την στιγμή που στην πραγματικότητα δεν δημιουργήσαμε κάτι εκ του μηδενός αλλά χρησιμοποιήσαμε τις ήδη υπαρκτές φυσικές δυνάμεις συνδυάζοντάς τες με διαφορετικούς τρόπους για να παράξουμε ένα νέο αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, το αεροπλάνο δεν είναι παρά ένας συνδυασμός μιας φυσικής ενεργειακής πηγής (κηροζίνη), με ένα κατασκεύασμα από διαφορετικά είδη μετάλλου, που επίσης στην φύση τα βρίσκουμε. Αυτό που δημιουργούμε εμείς το πρώτον είναι η τεχνική, ο πρωτότυπος συνδυασμός των στοιχείων αυτών σε μορφή τέτοια που να επιτρέπει την υπερνίκηση της βαρύτητας. Τα στοιχεία αυτά, όμως, προϋπάρχουν στην φύση. Με αυτή την έννοια το μη φυσιολογικό θα ήταν να κάνουμε κάτι τελείως μη επιτρεπτό από τις φυσικές μας δυνατότητες, π.χ. κουνώντας έντονα τα χέρια μας να καταφέρουμε να πετάξουμε, κάτι δηλαδή το αδύνατον! Η άλλη στρατηγική είναι να αμφισβητήσουμε κατά πόσο τελικά το φυσιολογικό ορίζει και τι είναι το κανονικό. Σε αυτή την περίπτωση το αεροπλάνο είναι κάτι μη φυσιολογικό, αφού δεν το έδωσε η φύση εξαρχής έτοιμο, αλλά είναι πάντως κάτι κανονικό: γιατί οι άνθρωποι ερχόμενοι στη φύση και δημιουργώντας πολιτισμό την δάμασαν και δημιούργησαν νέες δυνατότητες εκτός αυτής. Έθεσαν δηλαδή νέους κανόνες: το να μένουμε σε σπίτια, το να αγοράζουμε την τροφή μας έτοιμη από αγορές αντί να κυνηγάμε, το να πηγαίνουμε στο χωριό για το Πάσχα με το αυτοκίνητο και όχι με τα πόδια είναι με αυτήν την έννοια νέοι κανόνες που τέθηκαν από εμάς στην φύση.

Όποια στρατηγική και αν ακολουθήσει κανείς, το αποτέλεσμα είναι για τον ομοφοβικό το ίδιο. Με την πρώτη, η ομοφυλοφιλία ανάγεται σε μια φυσική τάση του ανθρώπου να βιώνει την σεξουαλική απόλαυση με το ένα ή το άλλο φύλο (ή να μην την βιώνει και καθόλου) και είναι δίχως άλλο φυσιολογική κι άρα κανονικότατη. Με την δεύτερη, η ομοφυλοφιλία συνδέεται με την άνοδο του πολιτισμού και τη δημιουργία το πρώτον νέων δυνατοτήτων και τρόπων ηδονής, δηλαδή την δημιουργία νέων κανόνων που ρυθμίζουν την σεξουαλική ζωή μας πέραν του φυσικού. Και σε αυτήν την περίπτωση, λοιπόν, η ομοφυλοφιλία είναι τόσο κανονική όσο και το να μένουμε σε σπίτι ή το να οδηγούμε αυτοκίνητα. Εδώ να σημειώσουμε ότι κατά την προσωπική μας άποψη η ομοφυλοφιλία είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης, όπως υποστηρίζει η πρώτη εκτιθέμενη στρατηγική. Θέλουμε όμως να καταδείξουμε ότι, ακόμα κι αν δεχτούμε την παραδοχή του ομοφοβικού ότι πρόκειται για κάτι που βαίνει πέραν της φύσης, και πάλι πρόκειται για μια πρακτική ανθρώπινη και κανονική, εφόσον από τα πιο θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπου είναι η ικανότητα του να διαμορφώνει τη φύση κατά τη βούλησή του, και ο ομοφοβικός συνομιλητής μας υποπίπτει σε αφόρητη αντίφαση.

Όποια προσέγγιση και αν προτιμήσει κανείς, θα φτάσει σε ένα κοινό συμπέρασμα που είναι και αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο εδώ: το κανονικό κυριαρχεί επί του φυσιολογικού. Δεν είναι η φύση που μας λέει τι είναι κανονικό, αλλά εμείς θέτουμε κανόνες στη φύση. Πρόκειται για ένα δίλημμα μεταξύ φύσης και κοινωνικής σύμβασης που εγείρουν ήδη οι σοφιστές στην αρχαία Ελλάδα. Για τις ανάγκες της συζήτησής μας το κρίσιμο είναι να αναγνωρίσουμε το εξής: είτε ο νέος κανόνας συνίσταται στον συνδυασμό ήδη υπαρχουσών φυσικών δυνατοτήτων, οπότε δεν βαίνει εκτός φύσης, είτε τίθεται από τον άνθρωπο σε βάρος της φύσης χάρη στη δυνατότητά του να φτιάχνει πολιτισμό, πρόκειται πάντως για έναν κανόνα νέο που δημιουργείται το πρώτον από εμάς τους ίδιους. Και τι σημαίνει αυτό; Ότι εμείς οι ίδιοι μπορούμε να τον πετάξουμε και να τον αντικαταστήσουμε με έναν καινούριο, αφού και οι δύο κανόνες είναι σε τελική ανάλυση κοινωνικές κατασκευές. Αν ο κανόνας είναι ο ετεροφυλόφιλος έρωτας, τελικά δεν είναι παρά αυτό: ένας κανόνας. Μπορούμε να τον αλλάξουμε με ένα νέο κανόνα που να επιτρέπει και τον ομοφυλόφιλο έρωτα. Αντιστοίχως, αν ο κανόνας είναι ότι η γυναίκα μένει σπίτι και μεγαλώνει τα παιδιά χωρίς να μπορεί να δουλέψει ή να ψηφίσει, μπορούμε πάντα να τον αντικαταστήσουμε με έναν κανόνα που λέει ότι η γυναίκα μπορεί να δρα και εκτός σπιτιού, όπως και ο άντρας. Αν ο κανόνας λέει ότι το βιολογικό μας φύλο καθορίζει το κοινωνικό, ότι δηλαδή όποιος γεννήθηκε άντρας δεν μπορεί ποτέ να γίνει γυναίκα, μπορούμε πια πολύ εύκολα να τον διαψεύσουμε και να τον αντικαταστήσουμε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι βάσει μιας κοινωνικής πλειοψηφίας μπορεί ο κανόνας να ξαναγίνει η καταπίεση γυναικών, ομοφυλόφιλων κ.λπ., αφού δεν πρόκειται παρά για κοινωνική κατασκευή; Η απάντηση είναι ότι πάντα υπάρχει πιθανότητα υποχώρησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και δεν μπορούμε να εφησυχάζουμε. Αλλά και έτσι, δεχόμενοι πλήρως ότι η κανονικότητα είναι κοινωνικά κατασκευασμένη, αφαιρούμε από τους πιο οπισθοδρομικούς το επιχείρημα ότι όσα προτείνουν συμβαδίζουν με την φύση. Έτσι, είναι μάλλον ακόμα δυσκολότερο να δικαιολογηθεί μια τέτοια καταπίεση.

Η τόσο μεγάλη σημασία που δόθηκε στον ορισμό της έννοιας της κανονικότητας είναι ακριβώς για να αναδείξουμε το γεγονός ότι οι διάφορες έννοιες του κανονικού, είτε αυτό είναι το ετεροφυλόφιλο, η γυναίκα-νοικοκυρά ή ο άντρας που δεν μπορεί να γίνει γυναίκα, είναι συμβατικές. Είναι κοινωνικά κατασκευάσματα που ως κατασκευάσματα μπορούν να αλλάξουν. Για όποιον το αμφισβητεί, δεν μένει παρά να δει τα επιχειρήματα κατά της χειραφέτησης των γυναικών στον εικοστό αιώνα, που επιβιώνουν σε έναν βαθμό και σήμερα. Οι γυναίκες είναι αυτές που γεννάνε το παιδί, άρα φέρουν μεγαλύτερη ευθύνη απέναντί του, το αγαπάνε περισσότερο γιατί είναι κομμάτι τους, άρα φέρουν και τον πρώτο ρόλο στην ανατροφή του. Αυτός είναι ο φυσικός τους ρόλος και αν τους επιτρέψουμε να ψηφίζουν και να δουλεύουν εκτός σπιτιού πάμε κόντρα στην φύση. Όλο αυτό το επιχείρημα δεν είναι παρα μία ρητορική, ένα αφήγημα που υιοθετεί μια συγκεκριμένη κοινωνική κατασκευή για τον ρόλο της γυναίκας. Όπως ανέδειξε η Σιμόν ντε Μποβουάρ στο έργο-σταθμό για τον φεμινισμό «Το δεύτερο φύλο», η ισχυρότερη τακτική του σεξιστή, του ομοφοβικού, του ρατσιστή είναι πάντα να αναγάγει τις κοινωνικές διαφορές σε φυσικές, άρα και αμετάβλητες.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου