Πόσες φορές έχετε αναρωτηθεί «τι θα συνέβαινε αν είχα απαντήσει εκείνη τη στιγμή;» Ή «γιατί δεν είπα αυτό που σκεφτόμουν;»; Τελικά, το βράδυ που μπήκε αυτόματα η κασέτα της μνήμης στη σκέψη σας -διότι πάντα έρχεται ακάλεστη- και έπαιξε από την αρχή όλη τη σκηνή, βρήκατε τις ιδανικές εκφράσεις οι οποίες θα ταίριαζαν στη συζήτηση; Ή τα πράγματα που θα μπορούσατε να είχατε κάνει, αλλά δεν τολμήσατε;
Δύο πρόσωπα. Αυτό σας συμβαίνει. Το πρώτο είναι ο εαυτός μας. Αυτός ο οποίος έρχεται ακάλεστος το βράδυ να μας παρουσιάσει τα γεγονότα της ημέρας και να μας δείξει πως αν τον αφήναμε πού και πού να εμφανιστεί, η ζωή μπορεί να ήταν διαφορετική. Καλύτερη ή χειρότερη, κανείς δεν ξέρει. Διαφορετική, όμως, θα ήταν σίγουρα.
Η ειρωνεία είναι ότι τον συναντάμε συνέχεια. Στον καθρέφτη μας. Καμιά φορά σταματάμε απλώς να τον κοιτάμε και αρχίζουμε να τον βλέπουμε. Είναι εκείνες οι στιγμές που αναλογιζόμαστε πώς θα μπορούσαμε να είμαστε. Ελεύθεροι. Γιατί, εν αντιθέσει με εμάς, εκείνος ο παγωμένος εαυτός είναι σίγουρος για όσα θέλει. Ήξερε από εκείνο το καταραμένο πρωί που εσύ δε μίλησες στη δουλειά, σε εκείνο τον καυγά, σε εκείνο το αναγκαστικό οικογενειακό δίλημμα τι έπρεπε να κάνει, να πει ή να λύσει.
Και μετά είμαστε και εμείς. Το δεύτερο, λοιπόν, πρόσωπο είναι η εικόνα μας. Εκείνη είναι διπλωματική. Χαμογελαστή σε όλους. Η ευγένεια και η επιδερμική ανοχή είναι χαρακτηριστικά της. Είναι το στοιχείο το οποίο κοιτάμε μπροστά στον καθρέφτη. Θεωρούμε ότι είναι καλή και χρήσιμη γιατί μας κρατάει σε μία φαινομενική ισορροπία. Πώς έχει καταστεί να μας αρέσει αυτό που φαίνεται;
Το κακό της είναι πως, επί της ουσίας, δε μας προστατεύει. Αφού για να την κρατήσουμε φαινομενικά τέλεια -γιατί, μεταξύ μας, ποτέ δε θα είναι- τα βράδια έρχονται στο νου όλα όσα θα μπορούσαμε να είχαμε πει ή κάνει. Ερινύες τα έλεγαν κάποτε. Σήμερα τα λέμε χαμένες στιγμές.
Στο έπος «Χαμένος Παράδεισος» γράφει σε ένα σημείο ο Μίλτον «και αμήχανα έστεκε ο διάβολος και ένιωθε πόσο τρομερή είναι η καλοσύνη». Φανταστείτε λοιπόν και τον καθένα από εμάς μπροστά σ’ αυτόν τον καθρέφτη όταν καταλαβαίνουμε τι χάνουμε. Πόσο αμήχανοι είμαστε εκείνα τα δευτερόλεπτα που βλέπουμε τη διπροσωπία μας. Δε σημαίνει πως είμαστε κακοί, ίσως μόνο δειλοί.
Για να κερδίσουμε όσα θέλουμε από τους άλλους στη ζωή μας, γίναμε κάτι ψεύτικο. Κάτι δειλό που αλλάζει προσωπεία αναλόγως της περίστασης. Δυστυχώς δεν έχουμε αντιληφθεί πως η ισορροπία, την οποία ζητάμε χρόνια, θα έρθει μόνο όταν αυτός ο καθρέφτης δείξει το είδωλό μας και όχι αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε. Και πόσο ειρωνικό; Φτιάξαμε πρόσωπα για να βρούμε τη λύτρωση και στο τέλος τη χάσαμε λόγω αυτών.
Δύο πρόσωπα. Αυτό σας συμβαίνει. Το πρώτο είναι ο εαυτός μας. Αυτός ο οποίος έρχεται ακάλεστος το βράδυ να μας παρουσιάσει τα γεγονότα της ημέρας και να μας δείξει πως αν τον αφήναμε πού και πού να εμφανιστεί, η ζωή μπορεί να ήταν διαφορετική. Καλύτερη ή χειρότερη, κανείς δεν ξέρει. Διαφορετική, όμως, θα ήταν σίγουρα.
Η ειρωνεία είναι ότι τον συναντάμε συνέχεια. Στον καθρέφτη μας. Καμιά φορά σταματάμε απλώς να τον κοιτάμε και αρχίζουμε να τον βλέπουμε. Είναι εκείνες οι στιγμές που αναλογιζόμαστε πώς θα μπορούσαμε να είμαστε. Ελεύθεροι. Γιατί, εν αντιθέσει με εμάς, εκείνος ο παγωμένος εαυτός είναι σίγουρος για όσα θέλει. Ήξερε από εκείνο το καταραμένο πρωί που εσύ δε μίλησες στη δουλειά, σε εκείνο τον καυγά, σε εκείνο το αναγκαστικό οικογενειακό δίλημμα τι έπρεπε να κάνει, να πει ή να λύσει.
Και μετά είμαστε και εμείς. Το δεύτερο, λοιπόν, πρόσωπο είναι η εικόνα μας. Εκείνη είναι διπλωματική. Χαμογελαστή σε όλους. Η ευγένεια και η επιδερμική ανοχή είναι χαρακτηριστικά της. Είναι το στοιχείο το οποίο κοιτάμε μπροστά στον καθρέφτη. Θεωρούμε ότι είναι καλή και χρήσιμη γιατί μας κρατάει σε μία φαινομενική ισορροπία. Πώς έχει καταστεί να μας αρέσει αυτό που φαίνεται;
Το κακό της είναι πως, επί της ουσίας, δε μας προστατεύει. Αφού για να την κρατήσουμε φαινομενικά τέλεια -γιατί, μεταξύ μας, ποτέ δε θα είναι- τα βράδια έρχονται στο νου όλα όσα θα μπορούσαμε να είχαμε πει ή κάνει. Ερινύες τα έλεγαν κάποτε. Σήμερα τα λέμε χαμένες στιγμές.
Στο έπος «Χαμένος Παράδεισος» γράφει σε ένα σημείο ο Μίλτον «και αμήχανα έστεκε ο διάβολος και ένιωθε πόσο τρομερή είναι η καλοσύνη». Φανταστείτε λοιπόν και τον καθένα από εμάς μπροστά σ’ αυτόν τον καθρέφτη όταν καταλαβαίνουμε τι χάνουμε. Πόσο αμήχανοι είμαστε εκείνα τα δευτερόλεπτα που βλέπουμε τη διπροσωπία μας. Δε σημαίνει πως είμαστε κακοί, ίσως μόνο δειλοί.
Για να κερδίσουμε όσα θέλουμε από τους άλλους στη ζωή μας, γίναμε κάτι ψεύτικο. Κάτι δειλό που αλλάζει προσωπεία αναλόγως της περίστασης. Δυστυχώς δεν έχουμε αντιληφθεί πως η ισορροπία, την οποία ζητάμε χρόνια, θα έρθει μόνο όταν αυτός ο καθρέφτης δείξει το είδωλό μας και όχι αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε. Και πόσο ειρωνικό; Φτιάξαμε πρόσωπα για να βρούμε τη λύτρωση και στο τέλος τη χάσαμε λόγω αυτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου