Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία, Η τούμπα του Καστανά στην πρώιμη εποχή του σιδήρου

Τα ανώτερα στρώματα της τούμπας του Καστανά, η οποία ανασκάφθηκε από το 1975 ως το 1979, χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Με τη βοήθεια των αρχιτεκτονικών καταλοίπων και την ανάλυση της χειροποίητης κεραμικής που έγινε από την A. Hochstetter ήταν δυνατόν να διακριθούν στην εξέλιξη του οικισμού κάποιες μεγαλύτερες περίοδοι κατοίκησης, η καθεμιά από τις οποίες περιλαμβάνει περισσότερα του ενός αρχαιολογικά στρώματα. Μια μεταβατική περίοδος από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (K V), στην οποία ανήκουν δύο οικοδομικές φάσεις (στρώματα 12 και 11), είναι η πέμπτη στη σειρά που διακρίθηκε ξεκινώντας από την αρχαιότερη, πρώτη εγκατάσταση στην τούμπα. Ακολουθεί μια περίοδος της αρχαιότερης φάσης της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου που περιλαμβάνει δύο διαδοχικά στρώματα ή οικοδομικές φάσεις (στρώματα 10 και 9) με νέα αρχιτεκτονική. Σημαντικές αλλαγές διαπιστώνονται στην περίοδο που ακολουθεί (K VII), στην οποία ανήκει ένα σύνολο τεσσάρων στρωμάτων με μεγάλο πάχος επίχωσης (στρώματα 8 ως 5), αλλά και στην αμέσως επόμενη (K VIII), που αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης περιλαμβάνοντας τρία στρώματα (στρώματα 4 ως 2). Και οι δυο τελευταίες περίοδοι έχουν χρονολογηθεί στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Το ανώτερο σωζόμενο στρώμα της τούμπας, στο οποίο διατηρούνταν σε κακή κατάσταση λίγα αρχιτεκτονικά λείψανα (στρώμα 1), αποτελεί την τελευταία περίοδο κατοίκησης που διαπιστώθηκε αρχαιολογικά στον Καστανά (K IX).
 
Είναι βέβαιο ότι μεγάλο μέρος της τούμπας -πέρα από τα στρώματα με επίχωση πάχους συνολικά 5 μ. που συζητήσαμε παραπάνω- δεν διατηρείται σήμερα εξαιτίας της διάβρωσης που υπέστη το άλλοτε αρκετά ψηλότερο ύψωμα. Το ποσοστό της διάβρωσης στην περιφέρεια του κάθε στρώματος, στις πλαγιές δηλαδή του υψώματος, αυξάνεται από το κάτω προς το πάνω μέρος της τούμπας (Hänsel 1989, 29 εικ. 3 και Hänsel 2009). Μάλιστα για το ανώτερο στρώμα 1 δεν μπορούμε να μιλούμε πια για οικοδομική φάση, όπως για τα υπόλοιπα. Σε αυτό το στρώμα βρέθηκαν διάφορα λείψανα από δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν στην περιοχή κατά τη διάρκεια της υστερογεωμετρικής, αρχαϊκής ως και ελληνιστικής εποχής, τα οποία δεν είναι πλέον δυνατόν να αξιολογηθούν ή να χρονολογηθούν με ακρίβεια. Δύο νομίσματα του 2ου αι. π.Χ., από την εποχή πριν από την ίδρυση της ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας, χρονολογούν κατά τη γνώμη μας το τέλος της χρήσης του χώρου στην τούμπα του Καστανά (P.R. Franke σε: Hochstetter 1987, 111). Εξαιτίας της διάβρωσης που υπέστη το πάνω μέρος του υψώματος δεν είναι δυνατό να δώσουμε περισσότερα στοιχεία για το τέλος της κατοίκησης.
 
Με το στρώμα 13 διαπιστώνεται μια σημαντική τομή στην εξέλιξη της κατοίκησης στην τούμπα, η οποία θα μπορούσε να οφείλεται σε μια δραστική κοινωνική μεταβολή, ίσως μάλιστα στη μετανάστευση ενός νέου πληθυσμού από τον βορειότερο ηπειρωτικό χώρο (Hänsel σε: Jung 2002, 11-28). Με το στρώμα 12, η κατοίκηση του οποίου διήρκεσε ως και την ΠΠΓ, ξεκινά στον Καστανά η Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου σύμφωνα με την ελληνική χρονολόγηση. Καθώς όμως στον πολιτιστικά συγγενή, γειτονικό, βορειότερο χώρο με τον όρο «Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου» συχνά νοείται μια μεταγενέστερη χρονική περίοδος, διατηρείται στην περίπτωση του Καστανά, ο οποίος διαπιστώθηκε ότι έχει στενές σχέσεις με την περιοχή αυτή, ο όρος μεταβατική για τη περίοδο K V.
 
Με το στρώμα 10 από την άλλη ξεκινά ένας εντελώς διαφορετικός τρόπος οικοδόμησης στην τούμπα. Τώρα ο οικισμός αποτελείται από χαρακτηριστικά, απλά, ξύλινα σπίτια τα οποία κατασκευάζονται με σκελετό από στενά μεταξύ τους τοποθετημένα, όρθια δοκάρια που στηρίζουν ένα πλέγμα το οποίο καλύπτεται με επίχρισμα από πηλό. Τα σπίτια αυτά δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλα και σε αντίθεση με το οργανωμένο και πυκνό σχέδιο δόμησης των προηγούμενων περιόδων ήταν πλέον κτισμένα, κάπως ακανόνιστα στο ερευνημένο τουλάχιστον τμήμα της τούμπας. Ένα άλλο νέο στοιχείο επίσης είναι ο σημαντικός αριθμός από εστίες κυκλικού σχήματος που βρίσκονταν σε χώρους εκτός των κτηρίων. Στο επόμενο στρώμα 9 η διάταξη των σπιτιών γίνεται λίγο κανονικότερη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει μια σημαντική ποιοτική μεταβολή. Η επίχωση και των δύο οικοδομικών φάσεων των στρωμάτων 10 και 9 έχει συνολικά πάχος λίγο μεγαλύτερο του ενός μέτρου. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τη θέση στην οποία βρέθηκαν ορισμένες πασσαλότρυπες αποτελούν ενδείξεις ότι εδώ δεν έχουμε δύο φάσεις με τη στενή έννοια της εκ βάθρων ανοικοδόμησης του οικισμού. Πιθανότερο είναι ότι υπήρξε μια χαλαρή και ακανόνιστη διαδοχή ελαφρών κατασκευών, η οποία επαναλήφθηκε σε σύντομα χρονικά διαστήματα. Αυτό σημαίνει ότι στην εικόνα 3 αναπαρίσταται η μορφή που θα είχε ο οικισμός μόνο σε μια ορισμένη χρονική στιγμή της οικοδομικής φάσης 10, η οποία σε μια άλλη στιγμή της ίδιας φάσης θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Στην ανατολική πλευρά της τούμπας βρέθηκε ένας πλινθόκτιστος τοίχος που περιέβαλε τον οικισμό. Το μικρό του πάχος είναι ενδεικτικό της χωροοργανωτικής του λειτουργίας αποκλείοντας ταυτόχρονα την πιθανότητα να ήταν οχυρωματικός. Παρόμοιος περίβολος δεν έχει εντοπισθεί σε καμιά άλλη οικοδομική φάση. Με τη βοήθεια αυτού του περιβόλου μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι κατά τη διάρκεια της χρήσης των μικρών, ξύλινων σπιτιών της περιόδου K VI η συνολική επιφάνεια του οικισμού ήταν μικρότερη και με στενότερους χώρους από αυτήν των προηγούμενων περιόδων. Το ρεπερτόριο της χειροποίητης κεραμικής δεν παρουσιάζει σημαντικές αλλαγές από την προηγούμενη περίοδο. Μόνο κάποια κανθαροειδή σκεύη με διπλές λαβές και χωρίς καμιά διακόσμηση επανεμφανίζονται μεταξύ των οικιακών σκευών. Αξιοσημείωτα είναι κάποια στοιχεία που προέκυψαν από τη μελέτη των οστών των ζώων, σύμφωνα με τα οποία παρατηρείται μια αύξηση του αριθμού των οικόσιτων. Τα εντυπωσιακά υψηλά ποσοστά άγριων ζώων με τα οποία ικανοποιούνταν οι ανάγκες του οικισμού για κρέας στα στρώματα 12 και 11 της περιόδου K V μαρτυρούν ότι ένα μέρος του πληθυσμού θα πρέπει τότε να ασχολιόταν με το κυνήγι αναζητώντας θηράματα -με συχνές μετακινήσεις- σε αρκετά απομακρυσμένες περιοχές. Από την περίοδο K VI οι δραστηριότητες φαίνεται ότι περιορίζονται στο στενό πλαίσιο του χώρου όπου εκτρέφονται τα οικόσιτα ζώα.
 
Στο στρώμα 8 παρατηρείται και πάλι μια σημαντική καινοτομία την οποία αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως στην αρχιτεκτονική του οικισμού. Επανέρχεται η χρήση των ωμών πλίνθων στην κατασκευή των κτηρίων, το κτίσιμο όμως τώρα γίνεται με έναν τελείως διαφορετικό από παλιότερα τρόπο. Στα σπίτια με περισσότερους του ενός χώρους χρησιμοποιείται λίθινο θεμέλιο στους εξωτερικούς τοίχους. Πάνω από τα θεμέλια οι τοίχοι κατασκευάζονται με ορθογώνιες, μακρόστενες, ωμές πλίνθους που διαφέρουν σαφώς από τις αντίστοιχες της Εποχής του Χαλκού, οι οποίες ήταν τετράγωνες. Συνήθως οι εξωτερικοί τοίχοι είναι ισχυρότεροι από τους εσωτερικούς, διότι είναι κατασκευασμένοι με μπατικές ωμές πλίνθους. Για τους εσωτερικούς τοίχους των σπιτιών χρησιμοποιούνται οι ίδιες πλίνθοι, οι οποίες εδώ όμως είναι δρομικές.
 
Τώρα την επιφάνεια του υψώματος καλύπτουν πυκνά δομημένα κτήρια που καταλαμβάνουν μια μεγάλη έκταση. Ένα ξεκάθαρα οργανωμένο σχέδιο έχει αντικαταστήσει το προηγούμενο, το οποίο ήταν κατακερματισμένο σε μικρούς χώρους χρήσης. Το νέο αυτό οικιστικό σχέδιο παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο με ασήμαντες αλλαγές ως το στρώμα 5, για τέσσερις δηλαδή διαδοχικές οικοδομικές φάσεις, οι οποίες σχημάτισαν μια επίχωση συνολικού πάχους ενάμιση μέτρου. Τα στρώματα καταστροφής από φωτιά, τα δάπεδα και η ελαφρώς μετατοπισμένη πορεία των τοίχων των κτηρίων, τα οποία ακολουθούν σε γενικές γραμμές το ίδιο σχέδιο στα διαδοχικά στρώματα, αποτέλεσαν τα κυριότερα κριτήρια με τη βοήθεια των οποίων έγινε με μεγάλη ασφάλεια η χρονολογική διάκριση των τεσσάρων αυτών οικοδομικών φάσεων. Δεν είναι συχνό το φαινόμενο ολόκληροι χώροι, όπως αυτοί του στρώματος 8 του Καστανά, μετά την ερήμωση ή την καταστροφή τους να ξαναχτίζονται ακολουθώντας το ίδιο σχέδιο. Εδώ λοιπόν οι κατόψεις των κτηρίων διατηρήθηκαν σχεδόν αμετάβλητες για το διάστημα των εκατό περίπου χρόνων που διήρκεσε η χρήση των τεσσάρων οικοδομικών φάσεων, κατά τη διάρκεια της λεγόμενης υποπρωτογεωμετρικής περιόδου.
 
Οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει σχεδόν ολόκληρο ένα από τα μεγάλα σπίτια του οικισμού του στρώματος 8, το οποίο είχε διαστάσεις 25 x 15 μέτρα και διέθετε δώδεκα τουλάχιστον δωμάτια. Τα μεγάλα αυτά σπίτια χωρίζονταν μεταξύ τους από στενά δρομάκια δίνοντας την εντύπωση ότι ο λόφος ήταν πυκνά δομημένος. Ξύλινα δοκάρια, τα οποία συχνότερα βρίσκονταν δίπλα στα μέτωπα των τοίχων και σπανιότερα ήταν ενσωματωμένα σε αυτούς, λειτουργούσαν ως φέροντα στοιχεία για τη στήριξη της στέγης. Από το πάχος των επιχώσεων μπορούμε με αρκετά μεγάλη πιθανότητα να αναπαραστήσουμε τα σπίτια με επίπεδες στέγες, οι οποίες θα χρησιμοποιούνταν ως ταράτσες. Οι κάτοικοι θα μπορούσαν με σκάλες να έχουν πρόσβαση από τα ισόγεια, σκοτεινά συνήθως δωμάτια σε αυτές. Ο εξοπλισμός των δωματίων και η κατανομή των ευρημάτων δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι ο κάθε ένας από τους ίσους περίπου σε έκταση αυτούς χώρους εξυπηρετούσε διαφορετικό σκοπό. Μόνο ο ένας στους δύο χώρους διέθετε εστία, ενώ υφαντουργικές εργασίες δεν γίνονταν σε κάθε δωμάτιο. Θραύσματα από πίθους, πυραύνους, πήλινες λεκάνες ψησίματος, καθώς και από διάφορα άλλα αποθηκευτικά αγγεία είχαν μια σαφώς διαφορετική κατανομή μέσα στα σπίτια με τους πολλούς χώρους. Από αυτό συμπεραίνουμε ότι σε αυτά δεν κατοικούσε μόνο μια μικρή οικογένεια, για τις ανάγκες της οποίας θα αρκούσε και ένας μόνο χώρος, αλλά μια μεγαλύτερη ομάδα ανθρώπων. Η ομάδα αυτή αριθμούσε αρκετά άτομα για την κάλυψη των αναγκών των οποίων ήταν απαραίτητα τα περισσότερα δωμάτια. Από την άλλη βέβαια τα πολλά εξωτερικά, θυραία ανοίγματα που εξυπηρετούσαν μόνο ορισμένους χώρους μαρτυρούν ίσως ότι τα μέλη της ομάδας των ανθρώπων που κατοικούσαν εδώ είχαν μοιράσει μεταξύ τους και χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά τις μικρότερες, μερικώς τουλάχιστον αυτόνομες ενότητες των μεγάλων σπιτιών. Η ταράτσα ήταν ένας κοινόχρηστος χώρος στον οποίο πρόσβαση είχαν όλα τα μέλη της ομάδας.
 
Όσον αφορά στην κεραμική δεν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στο ρεπερτόριο των αγγείων που χρησιμοποιούνταν. Σχεδόν όλοι οι τύποι ήταν ήδη γνωστοί από προηγούμενες εποχές και τα σχήματά τους παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα κατά τη διάρκεια της χρήσης των μεγάλων σπιτιών. Ποτέ δεν υπήρξε παραγωγή τόσο μεγάλης ποσότητας εγχώριας, χειροποίητης κεραμικής όσο στους οικισμούς των στρωμάτων 8 ως 5 της περιόδου K VII. Το ποσοστό της επείσακτης και συνολικά της τροχήλατης κεραμικής στην ίδια περίοδο είναι πολύ μικρό (Hochstetter 1984). Οι ανάγκες των κατοίκων σε οικιακά σκεύη ικανοποιούνταν από την τοπική παραγωγή. Οι σχέσεις του οικισμού με άλλες περιοχές μέσα σε ένα ευρύτερο δίκτυο επαφών ήταν σαφώς περιορισμένες, όσο μπορεί να κρίνει κανείς από τη διακίνηση της κεραμικής και κυρίως από τη διάδοση τεχνολογιών παραγωγής της. Σε αυτήν την περίοδο σημειώθηκε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του ποσοστού των κατοικίδιων ζώων στην κατανάλωση κρέατος. Για τη διατροφή χρησιμοποιούνται τώρα σε μεγάλη ποσότητα και θαλασσινά όστρεα (Becker 1986, 291). Στην καλλιέργεια των δημητριακών διαπιστώθηκαν κάποιες αλλαγές μόνο στη συχνότητα με την οποία απαντούν τα διάφορα είδη. Αξιοσημείωτη είναι ωστόσο η βελτίωση των ειδών αυτών σε αντίθεση με τα φαινόμενα εξάντλησης που παρατηρήθηκαν στην καλλιέργειά τους κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και την οποία αντιλαμβάνεται κανείς από το μεγαλύτερο μέγεθος που έχουν τώρα οι σπόροι (Kroll 1983, 122 κ.ε.). Οι τεχνικές συγκομιδής είναι περισσότερο επιμελημένες. Αυτό φαίνεται στο μικρό ποσοστό των ζιζανίων που βρέθηκαν μεταξύ των δειγμάτων των δημητριακών που αναλύθηκαν. Ο Kroll κάνει λόγο για ένα «σύστημα που λειτουργεί ομαλά, το οποίο εγγυάται έναν λιτό τρόπο ζωής στους κατοίκους από τους καρπούς της δικής τους εργασίας» (ό.π., 153).
 
Για την αξιολόγηση της επόμενης περιόδου του οικισμού, των στρωμάτων 4 ως 2, διαθέτουμε ακόμα λιγότερες πληροφορίες. Αυτό οφείλεται στη διάβρωση για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει, αλλά και σε πρακτικά προβλήματα κατά τη διάρκεια της ανασκαφής: οι χρωματικές διαφορές στο έδαφος δεν διακρίνονταν με σαφήνεια εξαιτίας της υγρασίας που πότιζε αυτά τα στρώματα, τα οποία δεν βρίσκονταν σε μεγάλο βάθος από την επιφάνεια του εδάφους. Το πάνω μέρος της τούμπας έχει υποστεί μεγάλες φθορές από τη διάβρωση, ώστε όλα τα κατάλοιπα από την κατοίκηση ή οποιαδήποτε άλλη χρήση του χώρου μετά την ΥΓ περίοδο να διατηρούνται σε τέτοια κατάσταση, που να μην είναι δυνατή η αξιολόγησή τους. Για τον λόγο αυτό συμπεριλήφθησαν όλα στο στρώμα 1 χωρίς απαραίτητα να προέρχονται από μια μόνο οικοδομική φάση.
 
Αν, παρά τις όποιες δυσκολίες, είναι σωστές οι παρατηρήσεις μας σχετικά με τα ανώτερα στρώματα, τότε θα μπορούσαν να ισχύουν για τις νεότερες οικοδομικές φάσεις του οικισμού συνοπτικά τα ακόλουθα: σε γενικές γραμμές διατηρείται ο προσανατολισμός και η ρυμοτομία, τα σπίτια όμως είναι μικρότερα από αυτά της προηγούμενης περιόδου. Εκεί όπου ήταν κτισμένα τα μεγάλα σπίτια με τους πολλούς χώρους βρίσκονται τώρα μόνο κάποια μικρότερα κτήρια με ένα ή δύο δωμάτια. Οι υπαίθριοι χώροι ανάμεσα σε αυτά είναι μεγαλύτεροι σε έκταση. Προφανώς ο αριθμός των κατοίκων του οικισμού έχει μειωθεί. Ένα σημαντικό, νέο στοιχείο είναι το άνοιγμα κυκλικών λάκκων διαμέτρου 1,2-1,5 μ. τις περισσότερες φορές εκτός των σπιτιών. Σε αυτήν τη νέα πρακτική χρωστούμε τη διατήρηση μεγάλων, σχεδόν ολόκληρων σωζόμενων αγγείων, όπως αυτά των εικόνων 13 και 14. Η άντληση ωστόσο περισσοτέρων πληροφοριών για τις μεταγενέστερες αυτές φάσεις του οικισμού δεν είναι εύκολη.
 
Σε αυτήν την περίοδο σημειώνεται μια σημαντική αύξηση των τύπων της τροχήλατης κεραμικής με ή χωρίς γραπτή διακόσμηση, με τη βοήθεια των οποίων είναι δυνατή μια ασφαλής χρονολογική προσέγγιση. Ταυτόχρονα παρουσιάζεται μια διαρκής μείωση στα εγχώριας παραγωγής χειροποίητα κεραμικά σκεύη. Ένα αρκετά μεγάλο μέρος του συνόλου της χειροποίητης κεραμικής αποτελείται τώρα από νέα σχήματα (Hochstetter 1984). Επιπλέον παρατηρείται μια εντυπωσιακή μείωση στη χρήση των διαφόρων αγγείων που χρησιμοποιούνταν παλιότερα για αποθηκευτικούς λόγους. Την αποθήκευση εξυπηρετούν τώρα κυρίως οι πίθοι, ενώ στην κουζίνα γίνεται χρήση λεπτότερης κεραμικής. Δυσκολίες όμως στην προσπάθεια αξιολόγησης των μεταγενέστερων φάσεων του οικισμού δεν είχε μόνο το έργο του αρχαιολόγου. Τα συμπεράσματα τόσο της αρχαιοβοτανικής όσο και της αρχαιοζωολογικής έρευνας για τη ζωή στον οικισμό ήταν εξίσου λιγοστά. Τα νεότερα φυτικά κατάλοιπα από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου είναι ελάχιστα εξαιτίας των κακών συνθηκών διατήρησης. Λιγότερα είναι και τα οστά των ζώων, το οποίο όμως δεν οφείλεται στις συνθήκες διατήρησης ή οφείλεται μόνο σε ένα πολύ μικρό βαθμό σε αυτές. Εντύπωση προκαλεί ότι από το στρώμα 5, από τις αρχές δηλαδή του 8ου αι. π.Χ., η ποσότητα των οστών των ζώων αναλογικά με το πάχος της επίχωσης, όπου αυτά εντοπίσθηκαν, μειώνεται σημαντικά (Becker 1986, 240 κ.ε.). Οδηγείται λοιπόν κανείς στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση κρέατος ελαττώνεται. Αν όμως αυτό είναι επακόλουθο της χειροτέρευσης των συνθηκών ζωής στον οικισμό ή απλώς οφείλεται σε μια αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες δεν μπορεί να απαντηθεί μόνο από τα ανασκαφικά ευρήματα του Καστανά. Παρόλα αυτά, βέβαιο είναι ότι στην ΥΓ περίοδο η τούμπα χάνει τη σημασία που μπορεί να είχε κάποτε ως μεγάλος οικισμός και αργότερα -χωρίς να είναι δυνατό να τεκμηριωθεί αρχαιολογικά η αιτία- εγκαταλείπεται οριστικά. Ίσως η ανάδειξη στην τοπική ιεραρχία κάποιων άλλων θέσεων, ιδιαιτέρως του οικισμού της αρχαίας Σίδνου που βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα (Gimatzidis 2010, 34-54), δεν είναι άσχετη με τη συρρίκνωση του οικισμού του Καστανά.
 
Ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της τοπογραφικής θέσης του οικισμού της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου του Καστανά έχει η γνώση της αρχαίας γεωμορφολογίας της περιοχής, η οποία διέφερε από τη σημερινή. Εκτενείς έρευνες στο πεδίο από τον γεωλόγο H. D. Schulz έδειξαν ότι η τούμπα ήταν παλιότερα νησί που βρισκόταν κοντά στις εκβολές του Αξιού, σε ένα σημείο όπου σχηματιζόταν ένας στενός κόλπος, τον οποίο ο Schulz ονόμασε «κόλπο του Καστανά» (Schulz σε: Hänsel 1989, 375 κ.ε.). Η θέση του οικισμού πάνω σε ένα νησί σε συνδυασμό με την οικοδόμηση των μεγάλων σπιτιών που κάλυπταν όλη τη διαθέσιμη επιφάνεια των οικοπέδων ενός οργανωμένου οικιστικού σχεδίου μαρτυρούν ότι η τούμπα του Καστανά θα πρέπει να εξασφάλιζε ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για κατοίκηση. Με αυτήν την ασυνήθιστη θέση που κατείχε ο Καστανάς δεν μπορεί να νοηθεί ως μια μικρή, αυτόνομη εγκατάσταση στη μέση του ευρύτερου συστήματος των οικισμών που αναπτυσσόταν στην περιοχή των εκβολών του Αξιού. Η θέση του σε αυτό το σύστημα και η σχέση του με τους υπόλοιπους οικισμούς γίνεται καλύτερα αντιληπτή με τη βοήθεια της αναπαράστασης του ομώνυμου αρχαίου κόλπου, μέσα στον οποίο προβάλλει μια χερσόνησος, στο ψηλότερο σημείο της οποίας βρίσκεται η μεγάλη τούμπα του Αξιοχωρίου/Βαρδαρόφτσα με αναπαράσταση της μορφής που θα μπορούσε να έχει ο κόλπος ως την Εποχή του Χαλκού). Ο χάρτης δείχνει την πραγματική τοπογραφική σχέση των αρχαίων θέσεων της χερσονήσου αυτής, όπου αναγνωρίζουμε ένα σύνθετο σύστημα οικισμών με το Αξιοχώρι να ξεχωρίζει με την κεντρική του θέση. Στη βόρεια άκρη της στενής χερσονήσου βρίσκεται η τούμπα του Λιμνότοπου/Βάρδινο και στα νότιά της, μπροστά στην ακτογραμμή της ενδοχώρας που απλώνεται ανατολικά του αρχαίου κόλπου, έχει ιδρυθεί ο οικισμός της τούμπας του Καστανά.
 
Αν αναζητήσει κανείς σε αυτό το σύστημα οικισμών πολιτικές διαστάσεις και φανταστεί μια ιεραρχία στις σχέσεις των οικισμών της μικρής χερσονήσου, τότε μπορεί ίσως να χρησιμοποιήσει για την περιοχή στην οποία βρίσκονται η τούμπα του Καστανά και οι υπόλοιποι οικισμοί την ονομασία που παραδίδει ο Όμηρος (Ιλιάδα 2, 848 κ.ε.): στον κατάλογο των τρωικών πλοίων αναφέρεται ότι οι Παίονες κατοικούν στην Αμυδώνα, δίπλα στο φαρδύ Αξιό ποταμό. Από εκεί οδηγεί ο Πυραίχμης τους τοξότες του στην Τροία. Ο προσδιορισμός «εὐρὺ ῥέοντος» για τον Αξιό από τον Όμηρο (βλ. και Ιλιάδα 16, 288) ταιριάζει καλά με την αναπαράσταση που προτείνουμε για τη μορφολογία της περιοχής, με ό,τι έχει δηλαδή απομείνει κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου από τον στενό κόλπο του Καστανά. Ο Καστανάς της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου βρίσκεται υπό την ηγεμονία του βασιλιά των Παιόνων Πυραίχμη αποτελώντας μέρος της Αμυδώνας.
 
Η μικρή τούμπα του Καστανά είναι σήμερα ακόμη ένα από τα πολύ λίγα παραδείγματα ανασκαμμένων με σύγχρονο τρόπο, κατοικημένων θέσεων της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου -όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά στη Μεσόγειο- όπου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την αδιάκοπη εξέλιξη ενός οικισμού σε όλη τη διάρκεια της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου μέσα από τόσες διαδοχικές οικοδομικές φάσεις/στρώματα. Τα 12 συνολικά στρώματα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου του Καστανά έχουν ερευνηθεί ανασκαφικά σε μια αρκετά μεγάλη και αντιπροσωπευτική για το σύνολο του οικισμού έκταση (Hänsel 1989, 59-62). Με εξαίρεση μάλιστα το αρχαιότερο στρώμα 12, τα υπόλοιπα έχουν σύντομη σχετικά χρονική διάρκεια.
 
Τα τροχήλατα αγγεία που καταναλώνονταν στα 12 μεταγενέστερα στρώματα του Καστανά ανήκουν κυρίως σε γνωστές ομάδες κεραμικής της κεντρικής Μακεδονίας, ενώ σπάνια είναι τα εισαγόμενα από την κεντρική ή νότια Ελλάδα αγγεία ή ακόμα και τα αγγεία που μιμούνται νοτιοελλαδικά πρότυπα. Τα ελάχιστα και συνήθως μικρά θραύσματα αγγείων νοτιοελλαδικού τύπου ή προέλευσης σε συνδυασμό με τις συντηρητικές επιλογές σχημάτων και μοτίβων στην τοπική κεραμική του Καστανά δυσκολεύουν το έργο της συγκριτικής/σχετικής χρονολόγησης των φάσεων της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Πρόσφατες έρευνες στην κεντρική Μακεδονία δίνουν νέα στοιχεία για την ακριβέστερη σχετική χρονολόγηση των μεταγενέστερων φάσεων του Καστανά. Στα στρώματα γειτονικών θέσεων όπως η Σίνδος και η Τούμπα Θεσσαλονίκης βρέθηκαν καλά χρονολογημένα σύνολα τοπικής κεραμικής όλων των περιόδων της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, με τη βοήθεια των οποίων είναι δυνατή σήμερα η αναθεώρηση της χρονολόγησης της στρωματογραφίας του Καστανά (πίν. 1). Η οριστική πρόταση όμως για τη χρονολόγηση των στρωμάτων αυτής της θέσης μπορεί να γίνει μόνο μετά την ολοκλήρωση της μελέτης της τροχήλατης κεραμικής της.
 
Η τροχήλατη κεραμική των φάσεων 12 και 11 της αρχαίας θέσης έχει ήδη παρουσιασθεί από τον Reinhard Jung, ενώ η μελέτη της τροχήλατης κεραμικής από τα στρώματα 10 ως 1 με σκοπό την τελική δημοσίευση είναι σε εξέλιξη. Σύμφωνα με τον Jung λοιπόν, το στρώμα 12 είναι βέβαιο ότι βρισκόταν σε χρήση για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από την ΥΕ ΙΙΙ Προχωρημένη/Τελική ως την ΠΠΓ, ενώ το στρώμα 11 χρονολογήθηκε με ασφάλεια στη ΜΠΓ (Jung 2002, 224-228 και 286).
 
Η πλούσια σε ποσότητα διακοσμημένη τροχήλατη κεραμική που βρέθηκε στο στρώμα 10 δεν έχει μεγάλες διαφορές τουλάχιστον όσον αφορά στα σχήματα και στη διακόσμηση από τα αγγεία που καταναλώνονταν στο στρώμα 11. Η εμφάνιση στο στρώμα 10 αρκετών αμφορέων με λαβές στην κοιλιά, ενός τύπου δηλ. που εξαφανίζεται στην Αττική και στην Εύβοια πριν ή λίγο μετά το τέλος της Πρωτογεωμετρικής Περιόδου, αλλά και η παρουσία ορισμένων εξελιγμένων στοιχείων, όπως ο αυξημένος αριθμός ενός τύπου ολόβαφων σκύφων με οριζόντιες ταινίες στο κάτω μέρος του σώματος που πρωτοεμφανίζονται στη Μέση Πρωτογεωμετρική, μαρτυρούν ότι το στρώμα 10 χρονολογείται ακόμη στην Πρωτογεωμετρική περίοδο και μάλιστα σε μια εξελιγμένη φάση της. Αν αυτή η σχετική χρονολόγηση αποδειχθεί σωστή, κερδίζουμε από τις ραδιοχρονολογήσεις που έγιναν για το στρώμα 10 του Καστανά μια αρκετά ασφαλή, απόλυτη χρονολόγηση της ΥΠΓ φάσης στο δεύτερο μισό του 10ου αι. π.Χ., η οποία επιβεβαιώνει έτσι την καθιερωμένη, ιστορική χρονολόγηση. Με την καθιερωμένη απόλυτη χρονολόγηση των πρώιμων ελληνικών περιόδων της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου φαίνεται να συμφωνούν οι ραδιοχρονολογήσεις και από το στρώμα 11, το οποίο περιείχε κεραμική της ΜΠΓ φάσης. Τονίζουμε ότι οι ραδιοχρονολογήσεις έγιναν τόσο σε δείγματα ξύλου, όσο και σε οστά ζώων (Jung, Weninger 2004, 213 κ.ε., κυρίως 224 και Weninger/Jung 2009, 378-380 και 404).
 
Με το επόμενο στρώμα 9 είναι πιθανόν ότι βρισκόμαστε στην Υποπρωτογεωμετρική περίοδο, όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται συμβατικά στο βορειοδυτικό Αιγαίο η εποχή μετά το τέλος της Πρωτογεωμετρικής και ως την αρχή της Υστερογεωμετρικής περιόδου. Αυτό μαρτυρά μεταξύ άλλων η παρουσία μεταβατικών τύπων υποπρωτογεωμετρικών βορειοελλαδικών αμφορέων με κάθετες λαβές, για τα αγγεία αυτά βλ. Gimatzidis 2010, 254-258). Λιγότερη, «χαρακτηριστική» για τη συγκριτική χρονολόγηση κεραμική βρέθηκε στα στρώματα 8 ως 6, τα οποία όμως μπορούν να χρονολογηθούν στην Υποπρωτογεωμετρική περίοδο. Έκφραση της ήδη γνωστής συντηρητικής παράδοσης στην κεραμική του Καστανά είναι η εμφάνιση του μυκηναϊκού και πρώιμου πρωτογεωμετρικού τύπου σκύφου για αρκετό διάστημα μετά το τέλος της Πρωτογεωμετρικής περιόδου, όταν αυτός έχει σταματήσει ήδη από καιρό να εμφανίζεται στο κεραμικό ρεπερτόριο του κεντρικού και νότιου Αιγαίου. Ένα από τα αρχαιότερα θραύσματα σκύφων με χείλος που ξεχωρίζει από το σώμα βρέθηκε στο στρώμα 6. Με αυτό το στρώμα βρισκόμαστε ήδη στον 8ο αι. π.Χ., όπως φαίνεται από την παρουσία λίγων μεν χαρακτηριστικών όμως οστράκων ολόβαφων και άλλων κεραμικών κατηγοριών, η παραγωγή των οποίων πρέπει να ξεκίνησε στη ΜΓ ΙΙ/ΥπΠΓ ΙΙΙΒ, σύμφωνα με τη στρωματογραφία της Σίνδου (Gimatzidis 2010, 105-107 και 210 κ.ε.).
 
Η κεραμική του στρώματος 5 χρονολογείται στο τέλος της ΜΓ ΙΙ ή ΥπΠΓ ΙΙΙΒ και στην αρχή της ΥΓ περιόδου, λίγο πριν δηλαδή ή περίπου στα μέσα του 8ου αι. π.Χ., σύμφωνα με τη συμβατική απόλυτη χρονολόγηση. Σε αυτό το στρώμα συναντώνται συχνότερα κάποιες κατηγορίες κεραμικής, σχήματα και μοτίβα που πρωτοεμφανίστηκαν στην προηγούμενη φάση. Εδώ λοιπόν έχουν βρεθεί αρκετά δείγματα της μακεδονικής γεωμετρικής κεραμικής Κ 22 της Σίνδου, αγγεία ορισμένων καλά χρονολογημένων ολόβαφων κεραμικών ομάδων, αρκετοί τυποποιημένοι εμπορικοί, υποπρωτογεωμετρικοί, βορειοελλαδικοί αμφορείς και άλλες χαρακτηριστικές κατηγορίες ΥΓ κεραμικής (Gimatzidis 2010, 99-107 και 226-274). Τόσο το στρώμα 4 όσο και το στρώμα 3 πρέπει να χρονολογηθούν στην ΥΓ Ι φάση, αν λάβουμε υπόψη την παρουσία σε αυτά χαρακτηριστικών τύπων τοπικής κεραμικής, όπως των χειροποίητων φιαλών με ομόκεντρους κύκλους (Gimatzidis 2010, 281-283) και των σκύφων με συστάδες διαγωνίων (Gimatzidis 2010, 114-119), οι οποίοι έχουν επίσης χρονολογηθεί με τη βοήθεια της στρωματογραφίας της Σίνδου.
 
Τα δύο νεότερα στρώματα 2 και 1 της τούμπας του Καστανά περιέχουν κεραμική και από διάφορες μεταγενέστερες εποχές, αποτέλεσμα της αναμενόμενης σε επιφανειακά στρώματα διαταραχής. Στο στρώμα 2, πέρα από λίγα όστρακα γεωμετρικών και ολόβαφων αγγείων νοτιοελλαδικού τύπου των ΥΓ χρόνων, βρέθηκαν και αρκετοί ολόκληροι εμπορικοί υποπρωτογεωμετρικοί αμφορείς τύπου ΙΙ βλ. Gimatzidis 2010, 258-269). Τα ευρήματα του διαταραγμένου, επιφανειακού στρώματος 1, μεταξύ των οποίων πολλά θα πρέπει να προέρχονται από μεταγενέστερες φάσεις του οικισμού που δεν σώθηκαν, χρονολογούνται από το τέλος του 8ου αι. π.Χ. ως τους ελληνιστικούς χρόνους. Δεν αποκλείεται πάντως κάποια από τα οικοδομικά κατάλοιπα σε αυτό το στρώμα να χρονολογούνται επίσης στο τέλος του 8ου αι. π.Χ.
 
Θυμίζουμε ότι η ανοικοδόμηση του οικισμού τέσσερις ή πέντε φορές μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα της ΥΓ περιόδου δεν είναι ένα μεμονωμένο τοπικό φαινόμενο στην τούμπα του Καστανά, αλλά αποτέλεσμα γενικότερων εξελίξεων στην κεντρική Μακεδονία, όπως φαίνεται και από τη στρωματογραφία άλλων γειτονικών θέσεων, κυρίως της Σίνδου (βλ. πίν. 1 και Gimatzidis 2010, 308-312) και της Μένδης. Κλείνουμε τονίζοντας ότι οι θέσεις που αναφέραμε είναι από τις λίγες που έχουν δώσει ως σήμερα συνεχείς στρωματογραφίες της Ύστερης Γεωμετρικής περιόδου με τόσες διαδοχικές οικοδομικές φάσεις. Αυτή είναι μια κρίσιμη περίοδος στην ιστορία του Αιγαίου, κατά τη διάρκεια της οποίας διαμορφώνονται σημαντικοί πολιτικοί θεσμοί όπως η πόλη-κράτος, κυρίως όμως επιδεικνύεται μια πρωτοφανής εξωστρέφεια με το κίνημα του αποικισμού.
 
Περίοδοι
κατοίκησης Καστανά
π.Χ.Σχετική
χρονολόγηση
Οικιστικές φάσεις
  ΚαστανάςΣίνδος
Κ ΙΧ ΥΓ IIB14
Κ VIII ΥΓ IIA25
ΥΓ IB36
ΥΓ IA47
K VII ΥπΠΓ IIB Ύστερη-ΥΓ I5
ΥπΠΓ IIIB68
ΥπΠΓ IIIA79
ΥπΠΓ I-II810
K VI ΥΠΓ (;)-ΥπΠΓ I-II9
900-950ΥΠΓ1011
K V950-1000ΜΠΓ1112(;)
ΥΕ III Προχωρημένη- ΠΓ1213(;)
Πίν. 1. Σχετική χρονολόγηση των στρωμάτων της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου στην τούμπα του Καστανά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου