Στο νοτιότερο τμήμα του κτιρίου Α αποκαλύφθηκε το δυτικό τμήμα αψιδωτού κτιρίου που ανήκε σε μια επόμενη οικοδομική φάση της εποχής του Σιδήρου (κτίριο Β). Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση του κτιρίου Α, η συνέχεια του κτιρίου προς τα ανατολικά είχε καταστραφεί με την κατασκευή του αναλημματικού τοίχου της ρωμαϊκής εποχής. Η καμπύλη λιθόκτιστη θεμελίωση του δυτικού τοίχου, που αποκαλύφθηκε σε μήκος 8 μ. και ύψος 0,60 μ., είχε κατασκευαστεί πάνω στο στρώμα καταστροφής του κτιρίου Α και είχε κατεύθυνση Β > Ν. Ο εσωτερικός χώρος του κτιρίου, στη μικρή έκταση που αποκαλύφθηκε, χωριζόταν σε δύο μέρη με μία σειρά από μεγάλες πέτρες, τοποθετημένες στον άξονα Δ > Α. Στο δάπεδο βρέθηκαν μικρές πλακαρές πέτρες, τοποθετημένες πάνω σε στρώση κόκκινου πηλού, και ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς εάν επρόκειτο για το αρχικό δάπεδο ή και για κάποια ανακατασκευή του στη διάρκεια χρήσης του κτιρίου. Μία σειρά από πασσαλότρυπες, δ. 0,10-0,15 μ. και βάθους 0,080-0,10 μ., που αποκαλύφθηκε κατά μήκος της εσωτερικής πλευράς του δυτικού τοίχου, πιθανότατα προοριζόταν για πασσάλους ενίσχυσης του δυτικού τοίχου.
Αμέσως κάτω από το δάπεδο του αψιδωτού κτιρίου εμφανιζόταν η στρώση του κιτρινωπού πηλού με ίχνη μαύρου καμένου χώματος από το στρώμα καταστροφής του κτιρίου Α, καθώς και λάκκοι λαξευμένοι στον βράχο που συνεχίζονταν προς τα ανατολικά, κάτω από τον αναλημματικό τοίχο. Δύο από τους λάκκους βρέθηκαν καλυμμένοι με πλακαρές πέτρες και περιείχαν τμήματα δύο χειροποίητων αγγείων· ενός ανοιχτού χυτροειδούς αγγείου. και ενός κλειστού αγγείου, ίσως οινοχόης. Το πιθανότερο είναι ότι τα αγγεία αυτά ανήκαν στο στρώμα καταστροφής του κτιρίου Α.
Σε επαφή με την εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου του αψιδωτού κτιρίου Β αποκαλύφθηκε σε μήκος μόλις 1 μ. και ύψος 0,70 μ., η λιθόκτιστη θεμελίωση ενός τοίχου, που πρόβαλε από τη δυτική πλευρά του σκάμματος με κατεύθυνση ΒΔ > ΝΑ. Η λοξή κατεύθυνση και η καμπυλότητα της λιθόκτιστης θεμελίωσης, στο μικρό τμήμα που αποκαλύφθηκε, έδειχναν ότι πιθανότατα ανήκε σε τοίχο ενός δεύτερου αψιδωτού κτιρίου (κτίριο Γ).
Τα θεμέλια των δύο τοίχων συνδέονταν στο επάνω τμήμα τους με μεγάλες πέτρες που εισχωρούσαν και στους δύο τοίχους, και άλλες μικρότερες, που είχαν τοποθετηθεί σαν σφήνες για την καλύτερη προσαρμογή τους. Είναι λοιπόν πιθανό να υπήρχε στο σημείο εκείνο ένα σύμπλεγμα αψιδωτών κτιρίων, κάτι που ήταν δύσκολο να επιβεβαιωθεί, καθώς οι μεταγενέστεροι τοίχοι περιόριζαν σημαντικά τη δυνατότητα έρευνας στα βαθύτερα στρώματα.
Η κεραμική που βρέθηκε κατά την ανασκαφή σε όλη εκείνη την περιοχή, περιλάμβανε κυρίως όστρακα χειροποίητων αγγείων, γκρίζων τροχήλατων, και σε μικρότερο ποσοστό όστρακα γραπτής τροχήλατης κεραμικής, κυρίως από βορειοελλαδικούς υποπρωτογεωμετρικούς αμφορείς, πιθανόν του τύπου ΙΙ.
Τα οικοδομήματα στο βόρειο τμήμα του δρόμου, όπως προκύπτει από μια πρώτη εκτίμηση των ανασκαφικών δεδομένων, φαίνεται ότι κατοικήθηκαν τουλάχιστον από τις αρχές του 8ου αι. π.Χ. και οι επιμέρους οικοδομικές φάσεις, που είναι βέβαιο ότι υπήρχαν, θα μπορέσουν να προσδιοριστούν σαφέστερα με την αναλυτική μελέτη της κεραμικής, η οποία βρίσκεται στο προκαταρκτικό στάδιο της καταγραφής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου