Κυριακή 17 Μαΐου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡλέκτρα (487-523)

ΠΡΕΣΒΥΣ
ποῦ ποῦ νεᾶνις πότνι᾽ ἐμὴ δέσποινά τε,
Ἀγαμέμνονος παῖς, ὅν ποτ᾽ ἐξέθρεψ᾽ ἐγώ;
ὡς πρόσβασιν τῶνδ᾽ ὀρθίαν οἴκων ἔχει
490 ῥυσῶι γέροντι τῶιδε προσβῆναι ποδί.
ὅμως δὲ πρός γε τοὺς φίλους ἐξελκτέον
διπλῆν ἄκανθαν καὶ παλίρροπον γόνυ.
ὦ θύγατερ (ἄρτι γάρ σε πρὸς δόμοις ὁρῶ),
ἥκω φέρων σοι τῶν ἐμῶν βοσκημάτων
495 ποίμνης νεογνὸν θρέμμ᾽ ὑποσπάσας τόδε
στεφάνους τε τευχέων τ᾽ ἐξελὼν τυρεύματα,
πολιόν τε θησαύρισμα Διονύσου τόδε
ὀσμῆι κατῆρες, σμικρὸν ἀλλ᾽ ἐπεσβαλεῖν
ἡδὺ σκύφον τοῦδ᾽ ἀσθενεστέρωι ποτῶι.
500 ἴτω φέρων τις τοῖς ξένοις τάδ᾽ ἐς δόμους.
ἐγὼ δὲ τρύχει τῶιδ᾽ ἐμῶν πέπλων κόρας
δακρύοισι τέγξας ἐξομόρξασθαι θέλω.
ΗΛ. τί δ᾽, ὦ γεραιέ, διάβροχον τόδ᾽ ὄμμ᾽ ἔχεις;
μῶν τἀμὰ διὰ χρόνου σ᾽ ἀνέμνησεν κακῶν;
505 ἢ τὰς Ὀρέστου τλήμονας φυγὰς στένεις
καὶ πατέρα τὸν ἐμόν, ὅν ποτ᾽ ἐν χεροῖν ἔχων
ἀνόνητ᾽ ἔθρεψάς σοί τε καὶ τοῖς σοῖς φίλοις;
ΠΡ. ἀνόνηθ᾽· ὅμως δ᾽ οὖν τοῦτό γ᾽ οὐκ ἠνεσχόμην·
ἦλθον γὰρ αὐτοῦ πρὸς τάφον πάρεργ᾽ ὁδοῦ
510 καὶ προσπεσὼν ἔκλαυσ᾽ ἐρημίας τυχών,
σπονδάς τε, λύσας ἀσκὸν ὃν φέρω ξένοις,
ἔσπεισα, τύμβωι δ᾽ ἀμφέθηκα μυρσίνας.
πυρᾶς δ᾽ ἔπ᾽ αὐτῆς οἶν μελάγχιμον πόκωι
σφάγιον ἐσεῖδον αἷμά τ᾽ οὐ πάλαι χυθὲν
515 ξανθῆς τε χαίτης βοστρύχους κεκαρμένους.
κἀθαύμασ᾽, ὦ παῖ, τίς ποτ᾽ ἀνθρώπων ἔτλη
πρὸς τύμβον ἐλθεῖν· οὐ γὰρ Ἀργείων γέ τις.
ἀλλ᾽ ἦλθ᾽ ἴσως που σὸς κασίγνητος λάθραι,
μολὼν δ᾽ ἐθαύμασ᾽ ἄθλιον τύμβον πατρός.
520 σκέψαι δὲ χαίτην προστιθεῖσα σῆι κόμηι,
εἰ χρῶμα ταὐτὸν κουρίμης ἔσται τριχός·
φιλεῖ γάρ, αἷμα ταὐτὸν οἷς ἂν ἦι πατρός,
τὰ πόλλ᾽ ὅμοια σώματος πεφυκέναι.

***
(Εμφανίζεται ο γέροντας παιδαγωγός.)
ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Πού είναι, πού είναι η σεβαστή κυρά μου,
η κόρη του Αγαμέμνονα, που εκείνα
τα χρόνια εγώ τον είχα μεγαλώσει;
Σ᾽ αυτό το σπίτι ο δρόμος είναι, βλέπεις,
ολόρθη ανηφοριά, μεγάλος κόπος
490 να τη διαβεί ένας γέρος ζαρωμένος.
Όμως ήταν ανάγκη εδώ σε φίλους
την κυρτωμένη ράχη μου να σύρω
και τα τρεμάμενά μου πόδια.
(Βλέπει την Ηλέκτρα μπρος στην πόρτα του καλυβιού.)
Ω! κόρη,
—τώρα μπρος στο κατώφλι σ᾽ αντικρίζω—
ήρθα τ᾽ αρνάκι τούτο φέρνοντάς σου
από τα ζωντανά του κοπαδιού μου·
το πήρα από της μάνας το μαστάρι.
Σου φέρνω και στεφάνια λουλουδένια,
τυρί απ᾽ τα τυροβόλια μου και τούτον
τον θησαυρό από χρόνια φυλαγμένο,
κρασί που δυνατά μοσκοβολάει·
πολύ δεν είναι βέβαια, ωστόσο λίγο
σ᾽ αυτό το αδύνατο πιοτό άμα ρίξεις,
θα το γλυκάνει. Τώρα, ας κουβαλήσει
500 κάποιος αυτά στο σπίτι για τους ξένους·
εγώ με το κουρελιασμένο μου το ρούχο
θέλω τα δάκρυά μου να σφουγγίσω.
ΗΛΕ. Γέρο, γιατί έχεις δακρυσμένο βλέμμα;
Μήπως θυμήθηκες τις συμφορές μου
κι ας είναι τόσα χρόνια που περάσαν;
Ή για του έρμου Ορέστη αναστενάζεις
την εξορία, και για τον γονιό μου,
που κάποτε τον είχες αναθρέψει
με τα δικά σου χέρια, ανώφελα όμως
και για τους φίλους και για σένα;
ΓΕΡ. Ναι, ανώφελα· δεν βάσταξα όμως. Πήγα,
βγαίνοντας απ᾽ τον δρόμο μου, στον τάφο
κι έρμο ως τον είδα και χορταριασμένο,
510 πέφτοντας χάμω θρήνησα· αφού πήρα
κρασί απ᾽ τ᾽ ασκί που φέρνω για τους ξένους,
στο μνήμα του έσταξα σπονδές και κλώνους
μυρτιάς τριγύρω του έβαλα. Μα βλέπω
στον τύμβο του ένα μαύρο αρνί, σφαγμένο,
με το χυμένο του αίμα ακόμη φρέσκο
και πλάι του ξανθά μαλλιά κομμένα.
Απόρησα, παιδί μου, τέτοιο θάρρος
ποιός θα ᾽χε για να ζύγωνε στον τάφο·
βέβαια κανείς απ᾽ τους Αργείους. Μα κρυφά κάπου
θα ᾽φτασε ο αδερφός σου και το μνήμα
το άθλιο του γονιού σου έχει τιμήσει.
Βάζοντας τα κομμένα αυτά βοστρύχια
520 πλάι στα μαλλιά σου, κοίτα μήπως είναι
με τα δικά σου όμοια στο χρώμα· εκείνοι
που έχουνε το αίμα ίδιου πατέρα,
είναι συνηθισμένο αυτοί να μοιάζουν
στα πιο πολλά σημάδια του κορμιού τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου