Το δράμα του Βέλγου συγγραφέα Ζοζέ‐Αντρέ Λακούρ «Τα νέα παιδιά» (ο γαλλικός του τίτλος λέγει «Η τάξη των τελειοφοίτων»), θέτει ένα πρόβλημα. Κάτι περισσότερο: προτείνει λύση σ’ ένα πρόβλημα που έχει πολλές φορές απασχολήσει και τον δικό μας και τον ξένο Τύπο, στο πρόβλημα του εκτραχηλισμού της σημερινής νεολαίας. Το φαινόμενο είναι σχεδόν παγκόσμιο και συχνά ‐ πυκνά παρουσιάζεται στις στήλες των εφημερίδων με διάφορες εικόνες και ερμηνείες. Οι περισσότερες εκφράζουν την οργή και την αγανάκτηση των «σοβαρών» ανθρώπων της κοινωνίας για τον κατήφορο που έχουν πάρει σήμερα τα νιάτα: φέρνονται εξωφρενικά, δεν σέβονται κανένα, επιτρέπουν στον εαυτό τους ελευθερίες που έχουν τη σφραγίδα μιας πολύ πρώιμης και αποκρουστικής διαφθοράς κ.ο.κ. Πώς έφτασαν σε τέτοιο βαθμό αυθάδειας και αναισχυντίας οι νέοι της εποχής μας, σε όλες τις «πολιτισμένες» χώρες του παλαιού και του νέου κόσμου; γιατί να μη λειτουργούν μέσα τους οι ηθικές αντιστάσεις, να μην αναχαιτίζει η αγωγή τα ένστικτά τους; που οφείλεται άραγε αυτή η εκτροπή που αγγίζει κάποτε τα όρια της διαστροφής και της εγκληματικότητας;
Η απάντηση του Βέλγου δραματουργού στα ερωτήματά μας είναι πολύ απλή: Αιτία, λέγει, του φαινομένου είναι κατά βάθος η αλγεινή απογοήτευση των νέων ανθρώπων από την κατάρρευση των ειδώλων τους, επομένως ο ξεπεσμός των γονέων τους που για τα παιδιά δεν είναι απλώς αυτοί που τα έφεραν στον κόσμο και προνοούν για τις ανάγκες τους, αλλά στηρίγματα ζωής: εικόνες λατρείας, το καμάρι και η περηφάνεια τους. Κάποτε οι νέοι ανακαλύπτουν (και όταν δεν είναι οι ίδιοι ικανοί για την ανακάλυψη, θα φροντίσουν οι συνάδελφοί τους να τους προσφέρουν αυτή την εκδούλευση από επιπολαιότητα ή κακία) ότι τα λαμπρά εκείνα πρότυπα δεν στέκονται στα υψηλά βάθρα, όπου τα έχει τοποθετήσει η εμπιστοσύνη και η αγάπη τους, αλλά έχουν τη λάμψη μόνο απέξω, ενώ μέσα τους υπάρχει διαφθορά, ψεύδος και υποκρισία. Και τότε ο μικρός ηθικός τους κόσμος εξαρθρώνεται, χάνει τους άξονές του, το ελαφρό οικοδόμημα γκρεμίζεται. Από την απογοήτευση πέφτουν στον κυνισμό, στην αναίδεια, ή στην απελπισία που μπορεί να τους οδηγήσει έως το θάνατο. — Εκεί φτάνει ο ένας από τους τρεις ήρωες του έργου, όταν ακούει από το φίλο του και έπειτα ο ίδιος εξακριβώνει ότι ο στρατηγός πατέρας του, παρά τη φλύαρη μεγαλαυχία του, όχι μόνο δεν είχε διακριθεί στον πόλεμο, αλλά ήταν ένας δειλός που εγκατέλειψε στρατιώτες και συντρόφους και κοίταξε μονάχα πώς να σωθεί. Ο δεύτερος, γιος καθηγητή γυμνασίου, πληγώνεται κάθε φορά πιο βαθιά που βλέπει τους συμμαθητές του να διακωμωδούν με τις φάρσες τους τον αφελή πατέρα του∙ όταν πια μαθαίνει ότι και η μητέρα του με τις ένοχες σχέσεις της εξευτελίζει τον άντρα της, πηγαίνει να σκοτωθεί, αντί όμως να πνιγεί στο ποτάμι, όπως λογάριαζε, πνίγεται στην ακολασία. Ο τρίτος έχει γονείς ένα αγαπημένο ζευγάρι και βρίσκεται με τον πατέρα του (ένα νέο, φίλαθλο, καλόκαρδο άντρα) σε φιλικές, τρυφερές σχέσεις. Αίφνης ανακαλύπτει ότι και το δικό του είδωλο είναι ικανό για πρόστυχες πράξεις∙ τότε γίνεται κυνικός και χύνει το δηλητήριό του που θα φαρμακώσει τον φιλότιμο γιο του ψευτοπαληκαρά στρατηγού. Είναι από τους τρεις ο μόνος που θα διαπλεύσει τη δεινή δοκιμασία χωρίς να ναυαγήσει∙ απεναντίας θα κατορθώσει να «χωνέψει» την πικρή πείρα της μικρής ζωής του και θα συμφιλιωθεί πάλι με τον ταπεινωμένο πατέρα του…
Ίσως μερικοί βρουν πολύ απλή, μονόχορδη και εύκολη, τη λύση που δίνει στο πρόβλημα ο Ζοζέ ‐ Αντρέ Λακούρ μέσα στο «L’ année du bac». Φαινόμενα σαν αυτό που συζητούμε έχουν πολλές και βαθιές αιτίες κοινωνικές, ψυχολογικές, ακόμη και βιολογικές, περιπλεγμένες σ’ ένα πυκνό δίχτυ με ποικίλα μεγέθη, και για να εξηγηθεί πρέπει πάντοτε να εντοπίζει κανείς το πρόβλημα, να το βλέπει μέσα στις συντεταγμένες που παρουσιάζει η κάθε γεωγραφική και εθνική, ακόμη και η κάθε ατομική περίπτωση. Οπωσδήποτε όμως οφείλομε ν’ αναγνωρίσομε ότι ο Βέλγος δραματουργός αγγίζει με το έργο του ένα πραγματικά νευραλγικό σημείο του Digitized by 10uk1s θέματος: την ευθύνη των μεγάλων στις εκτροπές των μικρών, και από την άποψη αυτή η εικόνα του έχει πολύ ενδιαφέρον, δραματικό, και ηθικό ταυτόχρονα. Εάν μάλιστα απλώσομε και βαθύνομε την έννοια του ειδώλου περισσότερο από κείνον, περιλάβομε δηλαδή μέσα της όχι μόνο τους γονείς (κατά προτίμηση τον πατέρα που υποσυνείδητα και συνειδητά αποτελεί για το παιδί τον «κανόνα», την ηγετική μορφή, την ενσάρκωση, των έγκυρων αξιών), αλλά ολόκληρη τη γενεά των ενηλίκων, αυτούς που ως σύνολο αντιπροσωπεύουν το οικονομικό, πολιτικό και πνευματικό «παρόν» της κοινωνίας και παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη ζωή της, τότε η υπόθεση του θεατρικού συγγραφέα μας πλησιάζει με πολύ μεγάλη προσέγγιση την ορθή λύση του προβλήματος. Για τον εκτροχιασμό της νέας γενεάς αιτία είναι κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό η ηθική έκπτωση της παλαιότερης, της δικής μας γενεάς∙ αυτή είναι ίσως η οδυνηρή αλλά και αναμφισβήτητη αλήθεια. Μας ενοχλεί όταν την ακούμε, μας εξοργίζει — ακριβώς επειδή η αλήθεια μάς πληγώνει. Τα παιδιά μας είναι τέτοια που είναι, γιατί εμείς είμαστε αυτοί που είμαστε. Γέννημα και θρέμμα μας, αποτελούν συνέχειά μας, εικόνα και ομοίωσή μας — έως την ώρα που θα σταθούν στα δικά τους πόδια και θα αποκτήσουν (εάν και όσο αποκτήσουν) την αυθυπαρξία τους. Αλλά και τότε κάτι από μας έχει περάσει και κατακαθίσει μέσα τους: γιατί τον εαυτό του τον φτιάχνει ο νέος είτε μαζί μας είτε εναντίον μας, πάντως με τη σύμπραξη ή την αντίπραξή του προς τους ηλικιωμένους.
Αμείλικτοι στην αυστηρότητά μας, όταν κρίνομε τα σημερινά νιάτα, δεν αναλογιζόμαστε πόσο υπεύθυνοι είμαστε για τα σφάλματά της. Όχι πάντοτε ο καθένας μας χωριστά (γιατί εξακολουθούν ευτυχώς να υπάρχουν στην κοινωνία μας πολλές οικογένειες που δεν παρουσιάζουν τη θλιβερή αποσύνθεση των προτύπων του Λακούρ), αλλά οπωσδήποτε όλοι μαζί. Η γενεά που ωρίμασε στα δίσεχτα χρόνια του τελευταίου πολέμου, η γενεά η δική μας, περνάει (αυτό όλοι το λέγουν και το αναγνωρίζουν) μια βαθιά ηθική κρίση. Το ψεύδος, η υποκρισία και η διαφθορά την έχουν διαβρώσει. Εκακούργησε στους πολέμους (και κακουργεί ακόμη) όσο καμιά άλλη∙ προσκύνησε (και προσκυνεί ακόμη) το ταπεινό συμφέρον με πρωτοφανή αναισχυντία∙ και για την αγνότητα των ηθών της όχι μόνο δεν υπερηφανεύεται, αλλά και ντρέπεται να μιλήσει η ίδια. Παράλληλα, επιμένει να παίζει τον ήρωα και να κηρύττει στους νέους με στόμφο την πίστη, την ευπρέπεια, την αρετή. Έχει την αφέλεια να νομίζει ότι, καθαρός καθώς είναι στην καρδιά ο νέος, θα συγκινηθεί από τα λόγια της και θα θεωρήσει ιερές και απαρασάλευτες τις υποθήκες της.
Το παιδί όμως είναι πολύ πιο έξυπνο απ’ ό,τι το φανταζόμαστε. Στην αρχή υπακούει από σεβασμό και από το θαυμασμό που μας έχει, μας βλέπει όχι όπως είμαστε, αλλά όπως εκείνο μας έχει σχηματίσει μέσα στην αγάπη και στην προσδοκία του. Έπειτα σιγά ‐ σιγά ή ξαφνικά ανακαλύπτει ότι αυτό που δείχνομε δεν είναι το πρόσωπο, αλλά το προσωπείο μας. Ότι την αρετή τη ζητούμε από τους άλλους, όχι από τον εαυτό μας∙ τον αυτοσεβασμό τον διδάσκομε, δεν τον ασκούμε∙ υμνούμε την αλήθεια, αλλά νόμος μας είναι το ψεύδος. Πώς μπορεί πλέον να πιστεύει στις «αξίες» που εμείς τις προδίνομε; Δικές του δεν έχει ακόμη νομοθετήσει∙ έχει αποδεχτεί τις δικές μας — πώς θα το κατηγορήσομε ότι τις περιφρονεί, όταν εμείς οι «ώριμοι», οι «στερεοί», οι «σοβαροί» δεν τις σεβόμαστε;
Ο νέος έχει ανάγκη από είδωλα, και είδωλά του είμαστε μεις, οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι κυβερνήτες, οι λόγιοι που τους ακούει και τους διαβάζει. Όταν τα είδωλά του γκρεμιστούν και διαλυθούν μέσα στην ανυποληψία, κάτι βαθύ και μεγάλο μέσα του καταρρέει. Και επειδή πολύ λίγο γνωρίζει ακόμη τον άνθρωπο και λιγότερο ακόμη μπορεί να εξηγήσει τις αδυναμίες και τα λάθη του, ο κλονισμός που του δίνει η οδυνηρή διάψευση, η απογοήτευση και η αηδία, τον συντρίβει. Υπάρχουν βέβαια οι συνεσταλμένοι και οι άτολμοι νέοι∙ αυτοί μηρυκάζουν κρυφά την πίκρα τους και μένουν στην τροχιά που τους έβαλαν. Πολλοί όμως μέσα στην παραζάλη χάνουν τον έλεγχο και αφήνονται στον κατήφορο. Ευτυχώς που μερικοί κατορθώνουν και υπερνικούν, με θυσίες έστω, την κρίση∙ είναι εκείνοι που (όπως ο τρίτος ήρωας του έργου) θα μπορέσουν να ξανατοποθετήσουν πρόσωπα και πράγματα, όχι όπως τους έμαθαν να τα βάζουν ή όπως η προσδοκία τους τα ήθελε, αλλά σύμφωνα με τις Digitized by 10uk1s πραγματικές τους διαστάσεις. Τότε και ο άνθρωπος εξηγείται με τις σκιές του και η αρετή σώζεται με ανέπαφη την ομορφιά της. — Δύσκολα φτάνουν σ’ αυτή τη λύση οι νέοι, εάν δεν καθοδηγηθούν με αγάπη και γνώση από τους μεγαλύτερους. Μέσα στο δράμα του Λακούρ βοηθούν τον τρίτο νέο να βρει το σωστό δρόμο η μητέρα με την τρυφερότητα και την εγκαρτέρησή της, και ο πατέρας με την ταπεινοσύνη και την εγκαρδιότητά του. Λαμπρά μάθημα σε όσους ανατρέφουν παιδιά∙ δεν ωφελεί να παίζομε μπροστά τους θέατρο, γιατί τίποτα δεν αποστρέφονται περισσότερο από την υποκρισία — την αλήθεια ζητούν από μας, για να την τιμήσουν.
Η απάντηση του Βέλγου δραματουργού στα ερωτήματά μας είναι πολύ απλή: Αιτία, λέγει, του φαινομένου είναι κατά βάθος η αλγεινή απογοήτευση των νέων ανθρώπων από την κατάρρευση των ειδώλων τους, επομένως ο ξεπεσμός των γονέων τους που για τα παιδιά δεν είναι απλώς αυτοί που τα έφεραν στον κόσμο και προνοούν για τις ανάγκες τους, αλλά στηρίγματα ζωής: εικόνες λατρείας, το καμάρι και η περηφάνεια τους. Κάποτε οι νέοι ανακαλύπτουν (και όταν δεν είναι οι ίδιοι ικανοί για την ανακάλυψη, θα φροντίσουν οι συνάδελφοί τους να τους προσφέρουν αυτή την εκδούλευση από επιπολαιότητα ή κακία) ότι τα λαμπρά εκείνα πρότυπα δεν στέκονται στα υψηλά βάθρα, όπου τα έχει τοποθετήσει η εμπιστοσύνη και η αγάπη τους, αλλά έχουν τη λάμψη μόνο απέξω, ενώ μέσα τους υπάρχει διαφθορά, ψεύδος και υποκρισία. Και τότε ο μικρός ηθικός τους κόσμος εξαρθρώνεται, χάνει τους άξονές του, το ελαφρό οικοδόμημα γκρεμίζεται. Από την απογοήτευση πέφτουν στον κυνισμό, στην αναίδεια, ή στην απελπισία που μπορεί να τους οδηγήσει έως το θάνατο. — Εκεί φτάνει ο ένας από τους τρεις ήρωες του έργου, όταν ακούει από το φίλο του και έπειτα ο ίδιος εξακριβώνει ότι ο στρατηγός πατέρας του, παρά τη φλύαρη μεγαλαυχία του, όχι μόνο δεν είχε διακριθεί στον πόλεμο, αλλά ήταν ένας δειλός που εγκατέλειψε στρατιώτες και συντρόφους και κοίταξε μονάχα πώς να σωθεί. Ο δεύτερος, γιος καθηγητή γυμνασίου, πληγώνεται κάθε φορά πιο βαθιά που βλέπει τους συμμαθητές του να διακωμωδούν με τις φάρσες τους τον αφελή πατέρα του∙ όταν πια μαθαίνει ότι και η μητέρα του με τις ένοχες σχέσεις της εξευτελίζει τον άντρα της, πηγαίνει να σκοτωθεί, αντί όμως να πνιγεί στο ποτάμι, όπως λογάριαζε, πνίγεται στην ακολασία. Ο τρίτος έχει γονείς ένα αγαπημένο ζευγάρι και βρίσκεται με τον πατέρα του (ένα νέο, φίλαθλο, καλόκαρδο άντρα) σε φιλικές, τρυφερές σχέσεις. Αίφνης ανακαλύπτει ότι και το δικό του είδωλο είναι ικανό για πρόστυχες πράξεις∙ τότε γίνεται κυνικός και χύνει το δηλητήριό του που θα φαρμακώσει τον φιλότιμο γιο του ψευτοπαληκαρά στρατηγού. Είναι από τους τρεις ο μόνος που θα διαπλεύσει τη δεινή δοκιμασία χωρίς να ναυαγήσει∙ απεναντίας θα κατορθώσει να «χωνέψει» την πικρή πείρα της μικρής ζωής του και θα συμφιλιωθεί πάλι με τον ταπεινωμένο πατέρα του…
Ίσως μερικοί βρουν πολύ απλή, μονόχορδη και εύκολη, τη λύση που δίνει στο πρόβλημα ο Ζοζέ ‐ Αντρέ Λακούρ μέσα στο «L’ année du bac». Φαινόμενα σαν αυτό που συζητούμε έχουν πολλές και βαθιές αιτίες κοινωνικές, ψυχολογικές, ακόμη και βιολογικές, περιπλεγμένες σ’ ένα πυκνό δίχτυ με ποικίλα μεγέθη, και για να εξηγηθεί πρέπει πάντοτε να εντοπίζει κανείς το πρόβλημα, να το βλέπει μέσα στις συντεταγμένες που παρουσιάζει η κάθε γεωγραφική και εθνική, ακόμη και η κάθε ατομική περίπτωση. Οπωσδήποτε όμως οφείλομε ν’ αναγνωρίσομε ότι ο Βέλγος δραματουργός αγγίζει με το έργο του ένα πραγματικά νευραλγικό σημείο του Digitized by 10uk1s θέματος: την ευθύνη των μεγάλων στις εκτροπές των μικρών, και από την άποψη αυτή η εικόνα του έχει πολύ ενδιαφέρον, δραματικό, και ηθικό ταυτόχρονα. Εάν μάλιστα απλώσομε και βαθύνομε την έννοια του ειδώλου περισσότερο από κείνον, περιλάβομε δηλαδή μέσα της όχι μόνο τους γονείς (κατά προτίμηση τον πατέρα που υποσυνείδητα και συνειδητά αποτελεί για το παιδί τον «κανόνα», την ηγετική μορφή, την ενσάρκωση, των έγκυρων αξιών), αλλά ολόκληρη τη γενεά των ενηλίκων, αυτούς που ως σύνολο αντιπροσωπεύουν το οικονομικό, πολιτικό και πνευματικό «παρόν» της κοινωνίας και παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη ζωή της, τότε η υπόθεση του θεατρικού συγγραφέα μας πλησιάζει με πολύ μεγάλη προσέγγιση την ορθή λύση του προβλήματος. Για τον εκτροχιασμό της νέας γενεάς αιτία είναι κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό η ηθική έκπτωση της παλαιότερης, της δικής μας γενεάς∙ αυτή είναι ίσως η οδυνηρή αλλά και αναμφισβήτητη αλήθεια. Μας ενοχλεί όταν την ακούμε, μας εξοργίζει — ακριβώς επειδή η αλήθεια μάς πληγώνει. Τα παιδιά μας είναι τέτοια που είναι, γιατί εμείς είμαστε αυτοί που είμαστε. Γέννημα και θρέμμα μας, αποτελούν συνέχειά μας, εικόνα και ομοίωσή μας — έως την ώρα που θα σταθούν στα δικά τους πόδια και θα αποκτήσουν (εάν και όσο αποκτήσουν) την αυθυπαρξία τους. Αλλά και τότε κάτι από μας έχει περάσει και κατακαθίσει μέσα τους: γιατί τον εαυτό του τον φτιάχνει ο νέος είτε μαζί μας είτε εναντίον μας, πάντως με τη σύμπραξη ή την αντίπραξή του προς τους ηλικιωμένους.
Αμείλικτοι στην αυστηρότητά μας, όταν κρίνομε τα σημερινά νιάτα, δεν αναλογιζόμαστε πόσο υπεύθυνοι είμαστε για τα σφάλματά της. Όχι πάντοτε ο καθένας μας χωριστά (γιατί εξακολουθούν ευτυχώς να υπάρχουν στην κοινωνία μας πολλές οικογένειες που δεν παρουσιάζουν τη θλιβερή αποσύνθεση των προτύπων του Λακούρ), αλλά οπωσδήποτε όλοι μαζί. Η γενεά που ωρίμασε στα δίσεχτα χρόνια του τελευταίου πολέμου, η γενεά η δική μας, περνάει (αυτό όλοι το λέγουν και το αναγνωρίζουν) μια βαθιά ηθική κρίση. Το ψεύδος, η υποκρισία και η διαφθορά την έχουν διαβρώσει. Εκακούργησε στους πολέμους (και κακουργεί ακόμη) όσο καμιά άλλη∙ προσκύνησε (και προσκυνεί ακόμη) το ταπεινό συμφέρον με πρωτοφανή αναισχυντία∙ και για την αγνότητα των ηθών της όχι μόνο δεν υπερηφανεύεται, αλλά και ντρέπεται να μιλήσει η ίδια. Παράλληλα, επιμένει να παίζει τον ήρωα και να κηρύττει στους νέους με στόμφο την πίστη, την ευπρέπεια, την αρετή. Έχει την αφέλεια να νομίζει ότι, καθαρός καθώς είναι στην καρδιά ο νέος, θα συγκινηθεί από τα λόγια της και θα θεωρήσει ιερές και απαρασάλευτες τις υποθήκες της.
Το παιδί όμως είναι πολύ πιο έξυπνο απ’ ό,τι το φανταζόμαστε. Στην αρχή υπακούει από σεβασμό και από το θαυμασμό που μας έχει, μας βλέπει όχι όπως είμαστε, αλλά όπως εκείνο μας έχει σχηματίσει μέσα στην αγάπη και στην προσδοκία του. Έπειτα σιγά ‐ σιγά ή ξαφνικά ανακαλύπτει ότι αυτό που δείχνομε δεν είναι το πρόσωπο, αλλά το προσωπείο μας. Ότι την αρετή τη ζητούμε από τους άλλους, όχι από τον εαυτό μας∙ τον αυτοσεβασμό τον διδάσκομε, δεν τον ασκούμε∙ υμνούμε την αλήθεια, αλλά νόμος μας είναι το ψεύδος. Πώς μπορεί πλέον να πιστεύει στις «αξίες» που εμείς τις προδίνομε; Δικές του δεν έχει ακόμη νομοθετήσει∙ έχει αποδεχτεί τις δικές μας — πώς θα το κατηγορήσομε ότι τις περιφρονεί, όταν εμείς οι «ώριμοι», οι «στερεοί», οι «σοβαροί» δεν τις σεβόμαστε;
Ο νέος έχει ανάγκη από είδωλα, και είδωλά του είμαστε μεις, οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι κυβερνήτες, οι λόγιοι που τους ακούει και τους διαβάζει. Όταν τα είδωλά του γκρεμιστούν και διαλυθούν μέσα στην ανυποληψία, κάτι βαθύ και μεγάλο μέσα του καταρρέει. Και επειδή πολύ λίγο γνωρίζει ακόμη τον άνθρωπο και λιγότερο ακόμη μπορεί να εξηγήσει τις αδυναμίες και τα λάθη του, ο κλονισμός που του δίνει η οδυνηρή διάψευση, η απογοήτευση και η αηδία, τον συντρίβει. Υπάρχουν βέβαια οι συνεσταλμένοι και οι άτολμοι νέοι∙ αυτοί μηρυκάζουν κρυφά την πίκρα τους και μένουν στην τροχιά που τους έβαλαν. Πολλοί όμως μέσα στην παραζάλη χάνουν τον έλεγχο και αφήνονται στον κατήφορο. Ευτυχώς που μερικοί κατορθώνουν και υπερνικούν, με θυσίες έστω, την κρίση∙ είναι εκείνοι που (όπως ο τρίτος ήρωας του έργου) θα μπορέσουν να ξανατοποθετήσουν πρόσωπα και πράγματα, όχι όπως τους έμαθαν να τα βάζουν ή όπως η προσδοκία τους τα ήθελε, αλλά σύμφωνα με τις Digitized by 10uk1s πραγματικές τους διαστάσεις. Τότε και ο άνθρωπος εξηγείται με τις σκιές του και η αρετή σώζεται με ανέπαφη την ομορφιά της. — Δύσκολα φτάνουν σ’ αυτή τη λύση οι νέοι, εάν δεν καθοδηγηθούν με αγάπη και γνώση από τους μεγαλύτερους. Μέσα στο δράμα του Λακούρ βοηθούν τον τρίτο νέο να βρει το σωστό δρόμο η μητέρα με την τρυφερότητα και την εγκαρτέρησή της, και ο πατέρας με την ταπεινοσύνη και την εγκαρδιότητά του. Λαμπρά μάθημα σε όσους ανατρέφουν παιδιά∙ δεν ωφελεί να παίζομε μπροστά τους θέατρο, γιατί τίποτα δεν αποστρέφονται περισσότερο από την υποκρισία — την αλήθεια ζητούν από μας, για να την τιμήσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου