Ο Κάτω Κόσμος, το βασίλειο του Πλούτωνα και της Περσεφόνης, ήταν ένας τόπος απέραντος, κρύος και σκοτεινός. Οι σκιές των ανθρώπων που πέθαιναν και έφταναν εδώ κάτω με το πλοιάριο του Χάρωνα από την Αχερουσία Λίμνη, άφηναν κάθε ελπίδα πίσω τους πως θα ανέβουν πάλι στη γη. Έτσι ήταν η μοίρα τους. Και για να μην τολμήσει ποτέ κανένας να φύγει, ο βασιλιάς του Άδη είχε βάλει φύλακα στην πόρτα ένα τρομαχτικό σκυλί, τον Κέρβερο. Τον είχε γεννήσει η Έχιδνα από τον Τυφώνα, όπως και τα αδέρφια του: τον Όρθο, τη Λερναία ‘Υδρα και τη Χίμαιρα. Το σκυλί αυτό είχε πενήντα κεφάλια. Τα τρία μπροστά ήταν σκυλίσια και τα άλλα πάνω στη ράχη του ήταν κεφάλια διάφορων ζώων. Η ουρά του κατέληγε στο κεφάλι ενός φαρμακερού φιδιού. Με έναν τέτοιο τρομερό φύλακα κανένας δεν μπορούσε να μπει ή να φύγει από τον ‘Αδη χωρίς την άδεια του Πλούτωνα.
Αυτό το θεριό θέλησε τώρα να δει μπροστά του ο Ευρυσθέας και έστειλε τον Ηρακλή να του το φέρει. Αυτή τη φορά έπρεπε εντελώς μόνος του να επιχειρήσει το ακατόρθωτο: να κατεβεί ζωντανός στον Κάτω Κόσμο και να ξαναγυρίσει πίσω φέρνοντας δεμένον το φύλακα του Άδη.
Όπως και σε άλλες περιπτώσεις έτσι και τώρα του παραστάθηκαν οι θεοί. Ο Δίας, ο πατέρας του, έστειλε τον Ερμή και την Αθηνά να τον συνοδέψουν, μόνο για να τον βοηθήσουν και να τον συμβουλέψουν στις δύσκολες στιγμές.
Στον Κάτω Κόσμο μπορούσε να πάει κανείς από πολλά μέρη. Ο Ηρακλής όμως πήγε και μπήκε από την είσοδο που ήταν στο ακρωτήριο Ταίναρο, στη Λακωνική. Στο ακρωτήρι βρισκόταν ένας ναός του Ποσειδώνα και κάτω από αυτόν μια σπηλιά. Σ’ αυτή τη σπηλιά κατέβηκε ο Ηρακλής και έφτασε στη θάλασσα κάτω από τη γη. Στην παραλία περίμενε ο Χάρωνας που με το μικρό του πλοιάριο περνούσε τις Ψυχές αντίπερα στο βασίλειο των νεκρών. Όταν είδε τον Ηρακλή και άκουσε πως θέλει να τον πάει απέναντι, αρνήθηκε. Ο Ηρακλής όμως άρπαξε το κουπί και απείλησε να τον χτυπήσει, οπότε ο Χάρωνας αναγκαστικά δέχτηκε και τον πέρασε απέναντι.
Όταν ο Ηρακλής έφτασε στον Άδη, τον είδαν οι ψυχές των νεκρών και σκόρπισαν τρομαγμένες, εκτός από τον Μελέαγρο και την αδερφή του τη Γόργη. Ο Ηρακλής ήθελε να μιλήσει με τους νεκρούς και γι’ αυτό έπρεπε πρώτα να τους αφήσει να πιουν αίμα από σφαγμένο ζώο. Για το σκοπό αυτό πήρε και έσφαξε ένα από τα βόδια του Άδη, που τα έβοσκε ο Μενοίτης. Μόλις το έκανε αυτό όμως, θύμωσε ο Μενοίτης και προκάλεσε τον Ηρακλή σε μονομαχία. Ο Ηρακλής δεν έχασε καιρό. Έπιασε τον Μενοίτη από τη μέση και τον έσφιξε τόσο δυνατά, που του έσπασε όλα τα πλευρά. Θα τον αποτέλειωνε, αλλά στις φωνές του έτρεξε η Περσεφόνη και παρακάλεσε τον Ηρακλή να του χαρίσει τη ζωή. Ο Ηρακλής άφησε τον Μενοίτη κάτω μισοπεθαμένο και πήγε προς τις σκιές των νεκρών. Μόλις είδε τη Γόργη, τράβηξε το ξίφος του και ετοιμάστηκε να της επιτεθεί, σαν να ήταν ζωντανή. Τον συγκράτησε όμως ο Ερμής και του θύμισε πως ήταν μάταιο αυτό που προσπαθούσε, γιατί οι μορφές που έβλεπε δεν ήταν παρά σκιές.
Μετά είδε τον Μελέαγρο μέσα σε μια λαμπερή πανοπλία, τράβηξε ένα βέλος από τη φαρέτρα του, το έβαλε στο τόξο και ετοιμάστηκε να τον τοξεύσει. Ο Μελέαγρος όμως τον σταμάτησε και του είπε πως γι’ αυτόν το τόξο είναι άχρηστο. Ο Ηρακλής τον ρώτησε ποιος είναι και πώς σκοτώθηκε. Ο Μελέαγρος τότε του διηγήθηκε την ιστορία του. Ο Ηρακλής τον συμπόνεσε και τότε ο Μελέαγρος του είπε πως έχει αφήσει πάνω στη γη μιαν αδελφή, Δηιάνειρα, και του πρότεινε να την παντρευτεί.
Μετά συνέχισε ο Ηρακλής το δρόμο του και δίπλα στην πόρτα του Άδη συνάντησε και άλλους ήρωες. Τον Θησέα, τον Πειρίθου και τον Ασκάλαφο. Ο Πειρίθους ήταν δεμένος πάνω σ’ ένα βράχο και τον απειλούσαν συνεχώς να τον δαγκώσουν φίδια. Είχε τιμωρηθεί με τον τρόπο αυτό γιατί είχε επιδιώξει να αρπάξει την Περσεφόνη, κοντά του έμενε ο Θησέας που είχε κατεβεί θεληματικά στον ‘Αδη να συμπαρασταθεί στο φίλο του. Ο Ασκάλαφος βρισκόταν πλακωμένος κάτω από μια μεγάλη πέτρα, που του την είχε βάλει η Δήμητρα, γιατί με το να μιλήσει ως μάρτυρας έγινε αιτία να κατεβεί η κόρη της η Περσεφόνη στον Άδη.
Ο Ηρακλής ελευθέρωσε τον Θησέα τραβώντας τον βίαια από το χέρι. ‘Όταν προσπάθησε να τραβήξει και τον Πειρίθου, άρχισε να κουνιέται η γη πάρα πολύ και γι’ αυτό παραιτήθηκε από την προσπάθεια. Έτσι ελευθέρωσε μόνο τον Θησέα και τον βοήθησε να ανέβει πάλι στη γη. Μετά κύλησε την πέτρα πάνω από τον Ασκάλαφο. Αλλά το μίσος που του είχε η Δήμητρα δεν της είχε περάσει ακόμα και γι’ αυτό τώρα τον μεταμόρφωσε σε κουκουβάγια.
Αφού τους ελευθέρωσε λοιπόν, παρουσιάστηκε ο Ηρακλής στον Πλούτωνα και την Περσεφόνη και ζήτησε την άδεια να πάρει τον Κέρβερο πάνω στη γη για να τον δει ο Ευρυσθέας. Ο Πλούτωνας του έδωσε την άδεια. όμως με έναν όρο: Θα έπρεπε να πιάσει τον Κέρβερο με τα χέρα του μόνο, χωρίς να χρησιμοποιήσει ασπίδα ή σιδερένιο όπλο.
Ο Ηρακλής δέχτηκε και πήγε να συναντήσει τον Κέρβερο. Για να μην παραβεί τον όρο που του έβαλε ο Πλούτωνας, άφησε τα όπλα του και φόρεσε μόνο τη λεοντή για ασπίδα, ενώ στα χέρια του πήρε μόνο μερικές πέτρες που τις έκανε μπροστά μυτερές σαν σφήνες. Όταν τελικά βρήκε τον Κέρβερο στην πύλη του Αχέροντα, χρησιμοποίησε, όπως και στο λιοντάρι της Νεμέας, τα γυμνά του χέρια. Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω στα σκυλίσια κεφάλια του και τον έπνιγε, ενώ ο Κέρβερος με τη φιδο-ουρά του κατάφερνε φοβερές δαγκωματιές στον Ηρακλή. Αφού έτσι τον κατέβαλε ο Ηρακλής, τον έδεσε γερά και κίνησε να φύγει για τον Απάνω Κόσμο.
Ο Πλούτωνας όμως, αθετώντας την υπόσχεσή του, δεν άφησε τον Ηρακλή να φύγει. Τότε όμως θύμωσε ο Ηρακλής, τράβηξε μια σαϊτιά και πλήγωσε τον Πλούτωνα. Αυτός φοβήθηκε και του έδωσε την άδεια να φύγει. Η Αθηνά τον βοήθησε να περάσει το ποτάμι της Στυγός- έτσι έφτασε στην έξοδο του Κάτω Κόσμου, που βρισκόταν στην Τροιζήνα, από όπου και ανέβηκε πάλι στη γη. Όταν βγήκαν απάνω στη γη, ο Κέρβερος, που δεν ήταν συνηθισμένος στο φως του ήλιου, θαμπώθηκε τόσο πολύ από τη λάμψη του που έβγαλε από το στόμα του χολή.
Από όλα τα μέρη που περνούσαν ώσπου να φτάσουν στις Μυκήνες, οι γυναίκες και τα παιδιά έβλεπαν με τρόμο το φριχτό τέρας με τα μάτια του που πετούσαν αστραπές. Όταν τέλος έφτασαν στις Μυκήνες και ο Ηρακλής έδειξε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, αυτός από τον τρόμο του κρύφτηκε πάλι στο χάλκινο πιθάρι του.
Αφού λοιπόν ο Ηρακλής έδειξε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, και εκτέλεσε έτσι τον άθλο, τον γύρισε πάλι πίσω στον Άδη όπως το είχε υποσχεθεί στον Πλούτωνα.
Αυτό το θεριό θέλησε τώρα να δει μπροστά του ο Ευρυσθέας και έστειλε τον Ηρακλή να του το φέρει. Αυτή τη φορά έπρεπε εντελώς μόνος του να επιχειρήσει το ακατόρθωτο: να κατεβεί ζωντανός στον Κάτω Κόσμο και να ξαναγυρίσει πίσω φέρνοντας δεμένον το φύλακα του Άδη.
Όπως και σε άλλες περιπτώσεις έτσι και τώρα του παραστάθηκαν οι θεοί. Ο Δίας, ο πατέρας του, έστειλε τον Ερμή και την Αθηνά να τον συνοδέψουν, μόνο για να τον βοηθήσουν και να τον συμβουλέψουν στις δύσκολες στιγμές.
Στον Κάτω Κόσμο μπορούσε να πάει κανείς από πολλά μέρη. Ο Ηρακλής όμως πήγε και μπήκε από την είσοδο που ήταν στο ακρωτήριο Ταίναρο, στη Λακωνική. Στο ακρωτήρι βρισκόταν ένας ναός του Ποσειδώνα και κάτω από αυτόν μια σπηλιά. Σ’ αυτή τη σπηλιά κατέβηκε ο Ηρακλής και έφτασε στη θάλασσα κάτω από τη γη. Στην παραλία περίμενε ο Χάρωνας που με το μικρό του πλοιάριο περνούσε τις Ψυχές αντίπερα στο βασίλειο των νεκρών. Όταν είδε τον Ηρακλή και άκουσε πως θέλει να τον πάει απέναντι, αρνήθηκε. Ο Ηρακλής όμως άρπαξε το κουπί και απείλησε να τον χτυπήσει, οπότε ο Χάρωνας αναγκαστικά δέχτηκε και τον πέρασε απέναντι.
Όταν ο Ηρακλής έφτασε στον Άδη, τον είδαν οι ψυχές των νεκρών και σκόρπισαν τρομαγμένες, εκτός από τον Μελέαγρο και την αδερφή του τη Γόργη. Ο Ηρακλής ήθελε να μιλήσει με τους νεκρούς και γι’ αυτό έπρεπε πρώτα να τους αφήσει να πιουν αίμα από σφαγμένο ζώο. Για το σκοπό αυτό πήρε και έσφαξε ένα από τα βόδια του Άδη, που τα έβοσκε ο Μενοίτης. Μόλις το έκανε αυτό όμως, θύμωσε ο Μενοίτης και προκάλεσε τον Ηρακλή σε μονομαχία. Ο Ηρακλής δεν έχασε καιρό. Έπιασε τον Μενοίτη από τη μέση και τον έσφιξε τόσο δυνατά, που του έσπασε όλα τα πλευρά. Θα τον αποτέλειωνε, αλλά στις φωνές του έτρεξε η Περσεφόνη και παρακάλεσε τον Ηρακλή να του χαρίσει τη ζωή. Ο Ηρακλής άφησε τον Μενοίτη κάτω μισοπεθαμένο και πήγε προς τις σκιές των νεκρών. Μόλις είδε τη Γόργη, τράβηξε το ξίφος του και ετοιμάστηκε να της επιτεθεί, σαν να ήταν ζωντανή. Τον συγκράτησε όμως ο Ερμής και του θύμισε πως ήταν μάταιο αυτό που προσπαθούσε, γιατί οι μορφές που έβλεπε δεν ήταν παρά σκιές.
Μετά είδε τον Μελέαγρο μέσα σε μια λαμπερή πανοπλία, τράβηξε ένα βέλος από τη φαρέτρα του, το έβαλε στο τόξο και ετοιμάστηκε να τον τοξεύσει. Ο Μελέαγρος όμως τον σταμάτησε και του είπε πως γι’ αυτόν το τόξο είναι άχρηστο. Ο Ηρακλής τον ρώτησε ποιος είναι και πώς σκοτώθηκε. Ο Μελέαγρος τότε του διηγήθηκε την ιστορία του. Ο Ηρακλής τον συμπόνεσε και τότε ο Μελέαγρος του είπε πως έχει αφήσει πάνω στη γη μιαν αδελφή, Δηιάνειρα, και του πρότεινε να την παντρευτεί.
Μετά συνέχισε ο Ηρακλής το δρόμο του και δίπλα στην πόρτα του Άδη συνάντησε και άλλους ήρωες. Τον Θησέα, τον Πειρίθου και τον Ασκάλαφο. Ο Πειρίθους ήταν δεμένος πάνω σ’ ένα βράχο και τον απειλούσαν συνεχώς να τον δαγκώσουν φίδια. Είχε τιμωρηθεί με τον τρόπο αυτό γιατί είχε επιδιώξει να αρπάξει την Περσεφόνη, κοντά του έμενε ο Θησέας που είχε κατεβεί θεληματικά στον ‘Αδη να συμπαρασταθεί στο φίλο του. Ο Ασκάλαφος βρισκόταν πλακωμένος κάτω από μια μεγάλη πέτρα, που του την είχε βάλει η Δήμητρα, γιατί με το να μιλήσει ως μάρτυρας έγινε αιτία να κατεβεί η κόρη της η Περσεφόνη στον Άδη.
Ο Ηρακλής ελευθέρωσε τον Θησέα τραβώντας τον βίαια από το χέρι. ‘Όταν προσπάθησε να τραβήξει και τον Πειρίθου, άρχισε να κουνιέται η γη πάρα πολύ και γι’ αυτό παραιτήθηκε από την προσπάθεια. Έτσι ελευθέρωσε μόνο τον Θησέα και τον βοήθησε να ανέβει πάλι στη γη. Μετά κύλησε την πέτρα πάνω από τον Ασκάλαφο. Αλλά το μίσος που του είχε η Δήμητρα δεν της είχε περάσει ακόμα και γι’ αυτό τώρα τον μεταμόρφωσε σε κουκουβάγια.
Αφού τους ελευθέρωσε λοιπόν, παρουσιάστηκε ο Ηρακλής στον Πλούτωνα και την Περσεφόνη και ζήτησε την άδεια να πάρει τον Κέρβερο πάνω στη γη για να τον δει ο Ευρυσθέας. Ο Πλούτωνας του έδωσε την άδεια. όμως με έναν όρο: Θα έπρεπε να πιάσει τον Κέρβερο με τα χέρα του μόνο, χωρίς να χρησιμοποιήσει ασπίδα ή σιδερένιο όπλο.
Ο Ηρακλής δέχτηκε και πήγε να συναντήσει τον Κέρβερο. Για να μην παραβεί τον όρο που του έβαλε ο Πλούτωνας, άφησε τα όπλα του και φόρεσε μόνο τη λεοντή για ασπίδα, ενώ στα χέρια του πήρε μόνο μερικές πέτρες που τις έκανε μπροστά μυτερές σαν σφήνες. Όταν τελικά βρήκε τον Κέρβερο στην πύλη του Αχέροντα, χρησιμοποίησε, όπως και στο λιοντάρι της Νεμέας, τα γυμνά του χέρια. Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω στα σκυλίσια κεφάλια του και τον έπνιγε, ενώ ο Κέρβερος με τη φιδο-ουρά του κατάφερνε φοβερές δαγκωματιές στον Ηρακλή. Αφού έτσι τον κατέβαλε ο Ηρακλής, τον έδεσε γερά και κίνησε να φύγει για τον Απάνω Κόσμο.
Ο Πλούτωνας όμως, αθετώντας την υπόσχεσή του, δεν άφησε τον Ηρακλή να φύγει. Τότε όμως θύμωσε ο Ηρακλής, τράβηξε μια σαϊτιά και πλήγωσε τον Πλούτωνα. Αυτός φοβήθηκε και του έδωσε την άδεια να φύγει. Η Αθηνά τον βοήθησε να περάσει το ποτάμι της Στυγός- έτσι έφτασε στην έξοδο του Κάτω Κόσμου, που βρισκόταν στην Τροιζήνα, από όπου και ανέβηκε πάλι στη γη. Όταν βγήκαν απάνω στη γη, ο Κέρβερος, που δεν ήταν συνηθισμένος στο φως του ήλιου, θαμπώθηκε τόσο πολύ από τη λάμψη του που έβγαλε από το στόμα του χολή.
Από όλα τα μέρη που περνούσαν ώσπου να φτάσουν στις Μυκήνες, οι γυναίκες και τα παιδιά έβλεπαν με τρόμο το φριχτό τέρας με τα μάτια του που πετούσαν αστραπές. Όταν τέλος έφτασαν στις Μυκήνες και ο Ηρακλής έδειξε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, αυτός από τον τρόμο του κρύφτηκε πάλι στο χάλκινο πιθάρι του.
Αφού λοιπόν ο Ηρακλής έδειξε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, και εκτέλεσε έτσι τον άθλο, τον γύρισε πάλι πίσω στον Άδη όπως το είχε υποσχεθεί στον Πλούτωνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου