ΧΟ. Φοίνισσα Σιδωνιὰς ὦ [στρ α]
ταχεῖα κώπα, ῥοθίοισι Νηρέως
εἰρεσία φίλα,
χοραγὲ τῶν καλλιχόρων
1455 δελφίνων, ὅταν αὐ-
ρᾶν πέλαγος ἀνήνεμον ἦι,
γλαυκὰ δὲ Πόντου θυγάτηρ
Γαλάνεια τάδ᾽ εἴπηι·
Κατὰ μὲν ἱστία πετάσατ᾽, αὔ-
1460 ρας λιπόντες εἰναλίας,
λάβετε δ᾽ εἰλατίνας πλάτας,
ὦ ναῦται ναῦται,
πέμποντες εὐλιμένους
Περσείων οἴκων Ἑλέναν ἐπ᾽ ἀκτάς.
1465 ἦ που κόρας ἂν ποταμοῦ [ἀντ. α]
παρ᾽ οἶδμα Λευκιππίδας ἢ πρὸ ναοῦ
Παλλάδος ἂν λάβοι
χρόνωι ξυνελθοῦσα χοροῖς
ἢ κώμοις Ὑακίν-
1470 θου νύχιον ἐς εὐφροσύναν,
ὃν ἐξαμιλλασάμενος
†τροχῶ τέρμονι δίσκου†
ἔκανε Φοῖβος, †τᾶ† Λακαί-
ναι γᾶι βούθυτον ἁμέραν
1475 ὁ Διὸς εἶπε σέβειν γόνος·
μόσχον θ᾽ ἃν †λίποιτ᾽ οἴκοις†
‹. . .›
ἇς οὔπω πεῦκαι πρὸ γάμων ἔλαμψαν.
***
ΧΟΡ. Γοργοτάξιδο καράβι της Σιδώνας,
που όταν μες στο κύμα αφροκοπούνε
τα κουπιά σου, είναι χαρά για σένα
τους χορούς των δελφινιών να διαφεντεύεις,
άμα δεν φυσούν οι ανέμοι
και το πέλαγο ησυχάζει. Τότες
η γλαυκόχρωμη του Πόντου θυγατέρα,
η Γαλήνεια θα φωνάζει αυτά τα λόγια.
«Ναύτες, τα πανιά στις πελαγίσιες
1460 να τ᾽ απλώσετε αύρες, πιάστε
τα ελάτινα κουπιά σας δυνατά
κι οδηγήστε την Ελένη, ω! ναύτες,
στ᾽ ακρογιάλια με τ᾽ απάνεμο λιμάνι
στου Περσέα τα λαμπρά παλάτια».
Δίπλα στο ποτάμι θα βρεις
ή μπροστά από της Παλλάδας
τον ναό, του Λεύκιππου τις κόρες
κι ύστερα από τόσα χρόνια
σε χορούς θα ξανασμίξεις,
1470 σε χαρούμενα της νύχτας πανηγύρια
του Υάκινθου, που κάποτες ο Φοίβος
στον αγώνα απάνω με τον δίσκο
τον εσκότωσε άθελά του κι από τότες
όρισε γιορτές στη Λακωνία
με θυσίες βοδιών τη μέρα τούτη·
και την κόρη σου Ερμιόνη θα ξανάβρεις,
που την άφησες στο σπίτι σου κι ακόμη
δεν ανάψανε γι᾽ αυτήν λαμπάδες γάμου.
ταχεῖα κώπα, ῥοθίοισι Νηρέως
εἰρεσία φίλα,
χοραγὲ τῶν καλλιχόρων
1455 δελφίνων, ὅταν αὐ-
ρᾶν πέλαγος ἀνήνεμον ἦι,
γλαυκὰ δὲ Πόντου θυγάτηρ
Γαλάνεια τάδ᾽ εἴπηι·
Κατὰ μὲν ἱστία πετάσατ᾽, αὔ-
1460 ρας λιπόντες εἰναλίας,
λάβετε δ᾽ εἰλατίνας πλάτας,
ὦ ναῦται ναῦται,
πέμποντες εὐλιμένους
Περσείων οἴκων Ἑλέναν ἐπ᾽ ἀκτάς.
1465 ἦ που κόρας ἂν ποταμοῦ [ἀντ. α]
παρ᾽ οἶδμα Λευκιππίδας ἢ πρὸ ναοῦ
Παλλάδος ἂν λάβοι
χρόνωι ξυνελθοῦσα χοροῖς
ἢ κώμοις Ὑακίν-
1470 θου νύχιον ἐς εὐφροσύναν,
ὃν ἐξαμιλλασάμενος
†τροχῶ τέρμονι δίσκου†
ἔκανε Φοῖβος, †τᾶ† Λακαί-
ναι γᾶι βούθυτον ἁμέραν
1475 ὁ Διὸς εἶπε σέβειν γόνος·
μόσχον θ᾽ ἃν †λίποιτ᾽ οἴκοις†
‹. . .›
ἇς οὔπω πεῦκαι πρὸ γάμων ἔλαμψαν.
***
ΧΟΡ. Γοργοτάξιδο καράβι της Σιδώνας,
που όταν μες στο κύμα αφροκοπούνε
τα κουπιά σου, είναι χαρά για σένα
τους χορούς των δελφινιών να διαφεντεύεις,
άμα δεν φυσούν οι ανέμοι
και το πέλαγο ησυχάζει. Τότες
η γλαυκόχρωμη του Πόντου θυγατέρα,
η Γαλήνεια θα φωνάζει αυτά τα λόγια.
«Ναύτες, τα πανιά στις πελαγίσιες
1460 να τ᾽ απλώσετε αύρες, πιάστε
τα ελάτινα κουπιά σας δυνατά
κι οδηγήστε την Ελένη, ω! ναύτες,
στ᾽ ακρογιάλια με τ᾽ απάνεμο λιμάνι
στου Περσέα τα λαμπρά παλάτια».
Δίπλα στο ποτάμι θα βρεις
ή μπροστά από της Παλλάδας
τον ναό, του Λεύκιππου τις κόρες
κι ύστερα από τόσα χρόνια
σε χορούς θα ξανασμίξεις,
1470 σε χαρούμενα της νύχτας πανηγύρια
του Υάκινθου, που κάποτες ο Φοίβος
στον αγώνα απάνω με τον δίσκο
τον εσκότωσε άθελά του κι από τότες
όρισε γιορτές στη Λακωνία
με θυσίες βοδιών τη μέρα τούτη·
και την κόρη σου Ερμιόνη θα ξανάβρεις,
που την άφησες στο σπίτι σου κι ακόμη
δεν ανάψανε γι᾽ αυτήν λαμπάδες γάμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου